fbpx

Τι είναι χρήσιμο στον θεραπευτικό διάλογο; Harlene Anderson

Κοινοποίηση

Τι είναι χρήσιμο στον θεραπευτικό διάλογο;

Ακρόαση, ακοή και ομιλία: Σκέψεις για τη σχέση με το διάλογο

Παρουσιάστηκε στο Όγδοο Ετήσιο Συνέδριο Ανοικτού Διαλόγου: Τι είναι χρήσιμο στον θεραπευτικό διάλογο;

Tornio, Φινλανδία 29 Αυγούστου 2003

Harlene Anderson,1 Ph.D.

Κατά τη διάρκεια των ετών είχα ένα συνεχές ενδιαφέρον για τις φωνές των πελατών: τις εμπειρίες και τις περιγραφές τους για την επιτυχημένη και αποτυχημένη θεραπεία και για τους θεραπευτές που ήταν χρήσιμοι και όχι τόσο χρήσιμοι. Έχω πάρει συνεντεύξεις από πελάτες στη γενέτειρά μου και σε όλο τον κόσμο. Αυτό που έμαθα από αυτούς ήταν η σημασία της ακρόασης, της ακοής και της ομιλίας2 για τις σχέσεις και τον διάλογο. Μίλησαν για ένα συγκεκριμένο είδος ακρόασης, ακοής και ομιλίας – τους τρόπους, τις ενέργειες και τις απαντήσεις των θεραπευτών που επικοινωνούσαν στους πελάτες ότι ήταν σημαντικοί και σεβαστοί και ότι αυτό που είχαν να πουν άξιζε να ακουστεί. Αυτό που έμαθα ανέδειξε τη σημασία της σχέσης στο διάλογο ή αυτό που αναφέρω ως τρόπο ύπαρξης του θεραπευτή.

Διάλογος

Η έννοια του διαλόγου υπάρχει στους πολιτισμούς εδώ και αιώνες. Ο διάλογος ή dia (μέσω) logos (λόγος), στην πρώιμη ελληνική κοινωνία, για παράδειγμα, αναφερόταν στη συνομιλία και στη δημιουργία νοήματος και κατανόησης μέσω αυτής. Είναι ενδιαφέρον ότι πιο σημαντικό από το προϊόν που παράγεται μέσω του διαλόγου ήταν η ύπαρξη ενός χώρου για διάλογο και η συμμετοχή στη διαδικασία του διαλόγου.

Ιστορικά, η διαδικασία και ο χώρος για διάλογο αποδεικνύονται στους ιθαγενείς πολιτισμούς, για παράδειγμα, από τους κύκλους συζήτησης.

Αυτό το καλοκαίρι θυμήθηκα την ιστορία του διαλόγου των πολιτισμών όταν επισκέφθηκα ένα δημαρχείο στο Λουτσινιάνο της Ιταλίας, το οποίο χρονολογείται από τον 12ο αιώνα και κάποτε στέγαζε την αρχαία δικαστική καγκελαρία. Μπήκα στην Καγκελαρία, ένα δωμάτιο με θολωτές οροφές και μια τοξωτή πόρτα. Ως φόρο τιμής στο μεγαλείο των δικαστών, οι τοίχοι και οι οροφές ήταν καλυμμένοι με τοιχογραφίες του 15ου αιώνα που απεικόνιζαν ρωμαϊκούς και βιβλικούς ήρωες. Διέσχισα την αίθουσα μέχρι το σημείο όπου θα κάθονταν οι δικαστές και γύρισα να κοιτάξω πίσω στην τοξωτή είσοδο. Τα μάτια μου πήγαν αμέσως στην οροφή που υψωνόταν πάνω από την αψίδα, όπου σε κάθε πλευρά, αριστερά και δεξιά, ένας άγγελος φυσούσε μια σάλπιγγα. Λατινικές λέξεις έβγαιναν από τις σάλπιγγες. Οι επιγραφές, που είχαν σκοπό να υπενθυμίζουν στους δικαστές τον ρόλο τους, έγραφαν (όπως μεταφράστηκαν από τα λατινικά στα ιταλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά από τις πληροφορίες του οδηγού) στη μία πλευρά: “Μιλήστε λίγο, ακούστε πολλά και έχετε τους στόχους σας κατά νου” και στην άλλη πλευρά: “Ακούστε την άλλη πλευρά”. Αυτές οι ιστορικές αναφορές στον διάλογο είναι τόσο κατάλληλες σήμερα όσο και τότε.

Για μένα, ο διάλογος αναφέρεται σε μια μορφή συνομιλίας: μιλάω ή συνομιλώ με τον εαυτό μου ή με κάποιον άλλον προς αναζήτηση νοήματος και κατανόησης. Μέσα και μέσω αυτής της διαλογικής αναζήτησης τα νοήματα και οι αντιλήψεις ερμηνεύονται συνεχώς, επανερμηνεύονται, διευκρινίζονται και αναθεωρούνται.

Αναδύεται νέο νόημα και κατανόηση, και έτσι δημιουργούνται δυνατότητες για σκέψη, συναίσθημα, , δράση κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός είναι εγγενής στον διάλογο. Ο αληθινός διάλογος δεν μπορεί παρά να είναι γενεσιουργός.

Ο διάλογος περιλαμβάνει την ύπαρξη χώρου για να συνδεθούν και να μιλήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Περιλαμβάνει μια διαδικασία κατά την οποία οι συμμετέχοντες εμπλέκονται μεταξύ τους σε μια κοινή ή αμοιβαία έρευνα: εξετάζοντας, σκεπτόμενοι, αμφισβητώντας και προβληματιζόμενοι από κοινού. Μέσα στο διάλογο και μέσω του λόγου το νόημα και οι αντιλήψεις ερμηνεύονται συνεχώς, επανερμηνεύονται, διευκρινίζονται, αναθεωρούνται και επεκτείνονται. Αυτά τα χαρακτηριστικά διακρίνουν τον διάλογο ως μια δυναμική γενεσιουργό κοινή δραστηριότητα και ως διαφορετική από άλλες γλωσσικές δραστηριότητες όπως η συζήτηση, η αντιπαράθεση ή η “κουβεντούλα”.

Ο διάλογος είναι μια σχεσιακή και συνεργατική δραστηριότητα. Αν και επηρεάζεται, φυσικά, από τα πολλαπλά ευρύτερα πλαίσια και τους λόγους στους οποίους λαμβάνει χώρα, πρωταρχικής σημασίας, ωστόσο, είναι η σχέση μεταξύ των διαλογικών συμμετεχόντων ή αυτό που αναφέρω ως συνομιλητές. Ο Βιτγκενστάιν μίλησε για τη σχέση και τη συνομιλία που συμβαδίζουν: τα είδη των συνομιλιών που έχουμε μεταξύ μας πληροφορούν και διαμορφώνουν τα είδη των σχέσεων που έχουμε μεταξύ μας και το αντίστροφο. Ο διάλογος προσκαλεί και απαιτεί από τους συμμετέχοντες μια αίσθηση αμοιβαιότητας, συμπεριλαμβανομένου του γνήσιου σεβασμού και του ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τον άλλον. Ενώ ταυτόχρονα, προκαλεί την αίσθηση του ανήκειν και της κυριότητας.

Ο διάλογος, από τη φύση του, περιλαμβάνει τη μη γνώση και την αβεβαιότητα. Το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον άλλον προϋποθέτει να μη γνωρίζει τον άλλον και την κατάστασή του εκ των προτέρων, είτε η γνώση έχει τη μορφή προηγούμενης εμπειρίας, θεωρητικής γνώσης ή εξοικείωσης. Η γνώση μπορεί να αποκλείσει την περιέργεια και τη μάθηση για τη μοναδικότητα του άλλου. Επειδή οι προοπτικές αλλάζουν και ο διάλογος μετασχηματίζεται, είναι αδύνατο να προβλέψουμε πώς θα ειπωθεί μια ιστορία, για παράδειγμα, ή τις ανατροπές που μπορεί να πάρει. Η μη γνώση αναφέρεται στο να έχεις μια κριτική και δοκιμαστική στάση απέναντι σε αυτά που γνωρίζεις ή νομίζεις ότι γνωρίζεις (δηλαδή θεωρία, γεγονότα, αλήθειες, πεποιθήσεις και υποθέσεις) και να τα προσφέρεις με αυτή τη στάση. Αναφέρεται επίσης στην πρόθεση με την οποία εισάγεται η γνώση. Για να προσκληθεί και να διευκολυνθεί ο διάλογος, είναι καλύτερο να προσφέρεται με την πρόθεση ότι είναι τροφή για σκέψη και διάλογο παρά με έναν στόχο όπως η διδακτική αλληλεπίδραση. Η διατήρηση μιας θέσης μη γνώσης και η ανοχή της αβεβαιότητας είναι κρίσιμες για την ελευθερία της έκφρασης που είναι απαραίτητη και την ευκαιρία για τις φυσικές “τυχαίες” διαδρομές που μπορεί να πάρει ένας διάλογος. Επίσης, η μη γνώση και η αβεβαιότητα είναι σημαντικές για το μέσα μας ή τον αυτοδιάλογο.

Ακρόαση, ακοή και ομιλία

Ο διάλογος περιλαμβάνει την αντανακλαστική, αλληλένδετη διαδικασία της ακρόασης, της ακοής και της ομιλίας. Η ακρόαση, η ακοή και η ομιλία είναι περίπλοκα συνυφασμένες και η καθεμία είναι κρίσιμη για την άλλη. Δεν είναι διακριτές διαδικασίες με βήματα, ούτε τεχνικές. Σε τι αναφέρονται αυτές οι λέξεις; Στις συνεντεύξεις μου με τους πελάτες μου, άκουγα συχνά λέξεις όπως: “Με άκουσε”, “Άκουσε ακριβώς αυτό που είπα” και “Το μόνο που ήθελα πραγματικά ήταν να με ακούσει κάποιος”.

Όπως έχω γράψει αλλού,

“Οι πελάτες λένε ότι θέλουν να τους ακούνε και να εισακούγονται. Στην πλειονότητα των συνομιλιών μου με τους πελάτες σχετικά με την εμπειρία τους από τη θεραπεία και κατά πόσο ήταν χρήσιμη, ο πιο κοινός παράγοντας για τις ανεπιτυχείς θεραπείες ήταν ότι δεν τους άκουγαν. [Ιστορικά, ο πρωταρχικός ρόλος της ακρόασης στην ψυχοθεραπεία, αμέσως μετά την παρατήρηση, ήταν η επίτευξη μιας μορφής γνώσης, η απόκτηση κλινικών πληροφοριών. Η ακρόαση ως επί το πλείστον ήταν μια παθητική θέση ή διαδικασία. Το ενεργητικό μέρος, για να το πούμε έτσι, λαμβάνει χώρα στο κεφάλι του ακροατή, καθώς αυτό που ακούγεται ταξινομείται σιωπηλά και αποκτά νόημα. Η πεποίθηση ήταν ότι αν ένας θεραπευτής μπορούσε να είναι καλός ακροατής – ένας ενσυναισθητικός και προσεκτικός ακροατής . . . αυτή η ακρόαση θα οδηγούσε στην αποκάλυψη και στην πρόσβαση στα συναισθήματα, τις σκέψεις και τα νοήματα που βρίσκονταν πέρα ή κάτω από τις πραγματικές λέξεις του πελάτη.

Αυτή η γνώση μέσω ενός “ειδικού της ακρόασης”, με το αυτί της θεραπεύτριας, καθοδηγεί τις παρεμβάσεις. Είναι σχεδόν σαν η ομιλία που θεραπεύει και η θεραπευτική ακρόαση να είναι ξεχωριστές διαδικασίες με σειρά βημάτων. Αντίθετα, σκέφτομαι την ακρόαση και την ακοή ως αλληλένδετες, ενεργές, αμοιβαίες διαδικασίες. Ορίζω την ακρόαση ως την προσοχή, την αλληλεπίδραση, την ανταπόκριση και την προσπάθεια να μάθω την ιστορία του πελάτη και την αντιλαμβανόμενη σημασία της”. (Anderson, 1997, σ. 152)

Κατά την εμπειρία μου, η ακρόαση είναι πάντα μια διαδικασία προσπάθειας κατανόησης των όσων λέει ο άλλος. Προσπαθούμε να καταλάβουμε συμμετέχοντας και απαντώντας σε αυτό που νομίζουμε ότι έχει πει ο άλλος. Η συμμετοχή και η ανταπόκριση περιλαμβάνουν την ειλικρινή περιέργεια, την υποβολή ερωτήσεων για να μάθουμε περισσότερα σχετικά με αυτό που λέγεται (όχι αυτό που νομίζουμε ότι θα έπρεπε να έχει ειπωθεί) και τον έλεγχο για να μάθουμε αν αυτό που νομίζουμε ότι ακούσαμε είναι αυτό που ο άλλος ήλπιζε ότι ακούσαμε. Κάνω διάκριση μεταξύ απαντήσεων όπως, οι ερωτήσεις για τη συμμετοχή στην αφήγηση που με τη σειρά τους βοηθούν στην  αποσαφήνιση, τη διεύρυνση και την κατανόηση και απαντήσεων -όπως οι ερωτήσεις- που αναζητούν λεπτομέρειες και γεγονότα για να καθορίσουν πράγματα όπως διαγνώσεις και παρεμβάσεις ή επιδιώκουν να καθοδηγήσουν τη συζήτηση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Όπως ανέφερε νωρίτερα ο Tom Andersen, η ανταπόκριση είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσκληση και την ενθάρρυνση τόσο της σχέσης όσο και του διαλόγου. Και όπως είπε νωρίτερα ο Jaakko Seikkula, τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό από την έλλειψη ανταπόκρισης. Η έλλειψη ανταπόκρισης είναι και αυτή μια μορφή επικοινωνίας και οι πελάτες έχουν συχνά αναφέρει ότι αισθάνονται απόρριψη από αυτή την έλλειψη. Μου θυμίζουν τις παρατηρήσεις μιας συναδέλφου καθώς διηγήθηκε για έναν συνάδελφο που πήρε μια θέση με την οποία διαφωνούσε και την οποία δεν εκτιμούσε. Είπε, με σοβαρότητα, αλλά και λίγο αυτάρεσκα: “Ήμουν καλή ακροάτρια, δεν είπα τίποτα. Απλώς άκουγα και περίμενα να συνεχίσει”. Αν και δεν ξέρω πώς το άλλο άτομο σε αυτή την περίπτωση έλαβε την απάντηση του συναδέλφου μου, αναφέρομαι σε αυτήν για να τονίσω ότι μια φαινομενικά η μη απάντηση είναι απάντηση. Είναι σημαντικό, επομένως, να έχουμε κατά νου τι είδους απαντήσεις διευκολύνουν και τι είδους εμποδίζουν τον διάλογο. Ένας καλός ακροατής απαντά, όπως προτείνει ο John Shotter, μέσα στη συζήτηση.

Επίσης, σύμφωνα με την εμπειρία μου, μαθαίνετε περισσότερα για το άλλο άτομο και την κατάστασή του -και κυρίως για το τι θέλει να ξέρετε γι’ αυτό- όταν ακούτε σαν να ακούτε μια ιστορία. Όταν ακούτε μια ιστορία, παρακολουθείτε το σύνολο της ιστορίας- δεν ακούτε για λεπτομέρειες και γεγονότα. Αναπτύσσετε μια αίσθηση της ιστορίας και μια μνήμη για την ιστορία. (Έχω κατά νου ότι η μνήμη είναι μια κατασκευασμένη πραγματικότητα.) Είναι ενδιαφέρον, εκπληκτικό και παράδοξο, ότι όταν αφήνετε την εστίαση στις λεπτομέρειες και τα γεγονότα, αναπτύσσετε και καλύτερη μνήμη γι’ αυτά. Και, θα τεντώσω το σχοινί για να πω ότι γίνεται πολύ δύσκολο να προσέξετε τις λεπτομέρειες και τα γεγονότα όταν είστε απορροφημένοι σε μια ιστορία. Όπως επίσης, είναι δύσκολο να δώσετε προσοχή όταν γράφετε σημειώσεις ενώ κάποιος άλλος διηγείται την ιστορία του. Μου θυμίζει τη βραβευμένη με Πούλιτζερ Jhumpa Lahiri, την οποία άκουσα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το νέο της μυθιστόρημα, The Namesake. Με καθήλωσε, όπως φάνηκε να καθηλώνονται και οι υπόλοιποι ακροατές, η ανάγνωσή της, η αφήγησή της για την ιστορία, για το όνομα του πρωταγωνιστή Γκόγκολ. Κρεμόμουν με ανυπομονησία σε κάθε λέξη, φανταζόμουν τους χαρακτήρες και τις πράξεις τους. Όταν τελείωσε, ανυπομονούσα να ακούσω την υπόλοιπη ιστορία: Δεν την ήξερα. Ακόμα θυμάμαι τόσα πολλά πράγματα για το μικρό αγόρι και τα γεγονότα και τους ανθρώπους στη ζωή του: λέξεις και φράσεις, καθώς και γεγονότα και λεπτομέρειες, έμειναν μαζί μου, παρόλο που δεν τα μάζευα όσο εκείνη διάβαζε. Σκεπτόμενη το σύνολο της ιστορίας μου θυμίζει τα λόγια ενός ανθρώπου που πήρα συνέντευξη στη Σουηδία, ο οποίος είχε διαγνωστεί με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και ήταν σε θεραπεία με διάφορους ψυχιάτρους και ψυχολόγους επί πέντε χρόνια. Μίλησε για εκείνους που έκαναν ερωτήσεις για να “συλλέξουν λεπτομέρειες και γεγονότα” και για εκείνους που έκαναν ερωτήσεις για να ακούσουν “την ιστορία που θεωρούσαν ότι ήδη γνώριζαν”. Είπε ότι ποτέ δεν άκουσαν την ιστορία του, ποτέ δεν τον γνώρισαν. Και με έντονη συγκίνηση είπε ότι αυτό ήταν “λυπηρό” και “οδυνηρό”. Η μη γνώση βοηθά τον ακροατή να παρακολουθήσει το σύνολο μιας ιστορίας. Απαιτεί να αποφύγει να παρασυρθεί από μέρη μιας ιστορίας ως σημαντικά και όχι από άλλα και να αποφύγει να γοητευτεί από υποθέσεις, μύθους και γενικεύσεις που μπορεί να προσκαλέσει μια ιστορία. Κατά την εμπειρία μου, όταν φαντάζεστε μια μεταφορά μιας ιστορίας, εμπλέκεστε στην ιστορία και με την αφηγήτρια. Οι ιστορίες είναι μυστηριώδεις- είναι παράξενες με την έννοια του άγνωστου και της έκπληξης. Μια μυστηριώδης κατάσταση και ένα μυστηριώδες πρόσωπο προσκαλούν τον θαυμασμό και την περιέργεια, ενώ ένα πρόβλημα και ο κάτοχος του προβλήματος προσκαλούν την επίλυση και την επιδιόρθωση.

Όπως έχω γράψει αλλού,

“Η διαδικασία της αφήγησης, παρόλο που περιλαμβάνει τόσο τον αφηγητή όσο και τον ακροατή, είναι πολύ πιο πολύπλοκη από το να λέει ένα άτομο μια ιστορία και ένα άλλο να την ακούει. Περιλαμβάνει την ακοή, την οποία ο Levin (1992) ορίζει ως “μια διαδικασία που περιλαμβάνει μια διαπραγμάτευση των κατανοήσεων” (σ. 48), “μια διαδραστική πάλη για κοινό νόημα που συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι (ή περισσότεροι) προσπαθούν να καταλήξουν σε μια αμοιβαία κατανόηση για κάτι” (σ. 50). Η ακρόαση και η ακοή πάνε χέρι-χέρι και δεν μπορούν να διαχωριστούν. Κατά την εμπειρία μου, η διαπραγμάτευση της κατανόησης που περιλαμβάνει διάλογο (ένα μέρος του οποίου είναι η ακρόαση) γίνεται με έναν ξεχωριστό τρόπο που περιλαμβάνει ειδικές συμπεριφορές και ενέργειες του θεραπευτή που ονομάζω ανταποκριτική-ενεργητική ακρόαση-ακοή. Η ανταποκρινόμενη-ενεργητική ακρόαση-ακοή καλεί τους πελάτες να μας πουν πώς είναι γι’ αυτούς, ποιες είναι οι εσωτερικές τους ανησυχίες. Ο Shotter (1995b) πρότεινε για αυτό το είδος ακρόασης και ανταπόκρισης ότι δεν ενεργούμε από ένα εσωτερικό σχέδιο, ενεργούμε ανταποκρινόμενοι “μέσα” σε μια κατάσταση, κάνοντας αυτό που “αυτή” απαιτεί” (σ. 62). Κάθε θεραπευόμενη έχει μια ιδεολογική βάση (συμπεριλαμβανομένων των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων, των εμπειριών και των προσδοκιών) που είναι μοναδική και που επηρεάζει την κατασκευή της άποψής της για το πρόβλημα και την ιστορία που το αφορά. Για να βοηθήσει ο θεραπευτής το άτομο να μοιραστεί την ιστορία του, πρέπει να βυθιστεί στον κόσμο του πελάτη και να δείξει ενδιαφέρον για την άποψη του για το πρόβλημα, την αιτία του, τον εντοπισμό του και τη λύση του. Εξίσου σημαντικό είναι ο θεραπευτής να μάθει τις προσδοκίες του πελάτη από τη θεραπεία και τον θεραπευτή. Αυτό το είδος ακρόασης και ακοής προϋποθέτει ότι ο θεραπευτής εισέρχεται στον τομέα της θεραπείας με μια γνήσια στάση και τρόπο που χαρακτηρίζεται από ένα άνοιγμα στην ιδεολογική βάση ενός άλλου ατόμου – την πραγματικότητά του, τις πεποιθήσεις του και την εμπειρία του. Αυτή η στάση και ο τρόπος ακρόασης προϋποθέτουν σεβασμό, ταπεινότητα και πίστη ότι αυτό που έχει να πει ο πελάτης αξίζει να ακουστεί. Περιλαμβάνει την προσεκτική παρακολούθηση, δείχνοντας ότι εκτιμούμε τη γνώση του θεραπευόμενου ατόμου σχετικά με τον πόνο, τη δυστυχία ή το δίλημμά του. Και, συνεπάγεται να δείχνουμε ότι θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για όσα μόλις είπε ή μπορεί να μην έχει πει ο πελάτης – κάτι που επιτυγχάνεται καλύτερα με την ενεργή αλληλεπίδραση και ανταπόκριση σε όσα λέει, κάνοντας ερωτήσεις, κάνοντας σχόλια, επεκτείνοντας ιδέες, κάνοντας διερωτήσεις και ένα μοίρασμα δυνατά με τις προσωπικές σκέψεις.

  Το ενδιαφέρον με αυτόν τον τρόπο βοηθάει τον θεραπευτή να ξεκαθαρίσει και να αποτρέψει την παρεξήγηση των λεγομένων και να μάθει περισσότερα για τα μη λεγόμενα [και να συμμετάσχει στη δημιουργία των μη λεγομένων]… Τέτοια σχόλια και ερωτήσεις που επιδιώκουν να μην παρεξηγηθούν πρέπει να προσφέρονται με έναν δοκιμαστικό, περίεργο τρόπο που μεταδίδει γνήσιο ενδιαφέρον για να γίνει σωστά. Ανταποκρινόμενη-ενεργητική ακρόαση-ακοή δεν σημαίνει να καθόμαστε και να μην κάνουμε τίποτα. Δεν σημαίνει ότι ο θεραπευτής δεν μπορεί να δει τίποτα, να προσφέρει μια ιδέα ή να εκφράσει μια γνώμη. Ούτε σημαίνει ότι πρόκειται απλώς για μια τεχνική. Η ανταποκριτική-ενεργητική ακρόαση-ακοή είναι ένας φυσικός τρόπος και στάση του θεραπευτή που επικοινωνεί και επιδεικνύει ειλικρινές ενδιαφέρον, σεβασμό και περιέργεια. Ο θεραπευτής δίνει όσο χώρο και χρόνο χρειάζεται για την ιστορία του πελάτη και, ναι, μερικές φορές, χωρίς να διακόπτει. Δηλαδή, δεν με ενοχλεί ούτε βγάζω κάποιο συμπέρασμα αν ένας πελάτης επιλέξει να μιλήσει για πολλή ώρα”. (Anderson, 1997, σ. 152-154)

Κατευθυντήριες γραμμές για την πρόσκληση σε διάλογο

Η ακρόαση, η ακοή και η ομιλία, όπως έχω μιλήσει γι’ αυτά εδώ, και στην περίπτωση της θεραπείας, της συμβουλευτικής ή της εκπαίδευσης, είναι εκφράσεις ενός τρόπου ύπαρξης – ενός τρόπου ύπαρξης που προσκαλεί έναν μεταφορικό χώρο, ο οποίος, όπως και για τους αρχαίους Έλληνες, είναι ένας τόπος συγκέντρωσης για τη σχεσιακή διαδικασία του διαλόγου. Αλλά, πώς μπορείτε να υποθέσετε έναν τρόπο ύπαρξης που προσκαλεί τον διάλογο; Πώς μπορείτε να προσκαλέσετε ένα άλλο άτομο να συνομιλήσει μαζί σας; Κατά την εμπειρία μου, αυτό περιλαμβάνει να ζούμε αυθεντικά αυτό που οι περισσότεροι από εμάς επιθυμούμε για τον εαυτό μας: να μας πιστεύουν και να μας εμπιστεύονται ως αξιόλογο ανθρώπινο ον, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής μας- να μας αποδέχονται οι άλλοι όσο παράλογα κι αν φαίνονται τα λόγια και οι πράξεις μας- και να έχουμε μια ασφαλή και άφθονη ευκαιρία για πλήρη έκφραση:

Ακρόαση, ακοή και ομιλία αντίστοιχα: Δεν είναι ένα ατομικό εσωτερικό χαρακτηριστικό. Σεβασμός είναι να έχεις και να δείχνεις σεβασμό και εκτίμηση για την αξία του άλλου. Επικοινωνείται με τη στάση, τον τόνο, τη στάση του σώματος, τις χειρονομίες, τα μάτια, τα λόγια και το περιβάλλον.

Ακρόαση, ακοή και ομιλία ως μαθητής: Να είστε ειλικρινά περίεργοι για τον άλλον και να πιστεύετε ειλικρινά ότι μπορείτε να μάθετε κάτι από αυτόν.

Ακούστε και απαντήστε με ειλικρινές ενδιαφέρον για το τι λέει ο άλλος – τις εμπειρίες του, τα λόγια του, τα συναισθήματά του κ.ο.κ. Ακούστε και μιλήστε για να καταλάβετε:

Προσπαθήστε να μην καταλάβετε πολύ γρήγορα. Η κατανόηση δεν τελειώνει ποτέ. Να είστε διστακτικοί με αυτά που νομίζετε ότι γνωρίζετε. Η γνώση παρεμποδίζει τον διάλογο: μπορεί να αποκλείσει τη μάθηση για τον άλλον, την έμπνευση από αυτόν και τον αυθορμητισμό που είναι εγγενής στον γνήσιο διάλογο. Η γνώση ενέχει επίσης τον κίνδυνο να διατηρήσει ή να αυξήσει τις διαφορές εξουσίας

Ακρόαση, ακοή και ομιλία με προσοχή: Κάντε παύση πριν μιλήσετε: Δώστε χρόνο στον άλλον να τελειώσει. Και δώστε στον εαυτό σας ένα λεπτό για να σκεφτείτε τι πρόκειται να πείτε και πώς θα το πείτε.

Ακρόαση, ακοή και ομιλία με αυτοαναστοχαστικό τρόπο. Αυτοαναστοχασμός: Μην ελαχιστοποιείτε την πολυπλοκότητα ενός διαλόγου αναγάγοντάς τον ίδιο ή τη διαδικασία του σε τεχνικές. Η ακρόαση, η ακοή και η ομιλία δεν είναι τεχνικές. Είναι σχεσιακές δραστηριότητες και διαδικασίες. Ο διάλογος λειτουργεί κατά μήκος ενός συνεχούς: Άλλοτε βρισκόμαστε λιγότερο σε μια διαλογική διαδικασία και άλλοτε περισσότερο. Εγώ, για παράδειγμα, δεν αναζητώ ούτε σκέφτομαι σε σημεία στίξης όπως οι διαλογικές στιγμές -σημαντικές, αξιομνημόνευτες ή κρίσιμες στιγμές. Ολόκληρη η σχέση και η συζήτηση ή το σύνολό τους, είναι αυτό που μετράει και κάνει τη διαφορά.

Η ενθάρρυνση και η δυνατότητα για μεταμόρφωση και καινοτομία είναι εγγενείς σε αυτού του είδους τις σχέσεις και τις συζητήσεις. Και για να παραφράσω τον Wittgenstein, ο διάλογος επιτρέπει στον καθένα μας να βρει τρόπους να προχωρήσει από εδώ και πέρα. Έτσι, ίσως αυτό είναι το χρήσιμο στο διάλογο: Βρίσκουμε τρόπους να συνεχίσουμε. Ή, τουλάχιστον, έχουμε την αίσθηση ή την ελπίδα ότι αυτό είναι δυνατό και ότι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε.

Πηγή: Taos

Μετάφραση & Επιμέλεια: Παπαδοπούλου Νατάσσα, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

  1. Η Harlene Anderson είναι δημοφιλής ομιλήτρια, σύμβουλος και εκπαιδεύτρια. Χρησιμοποιεί τα εργαλεία της – τις γνώσεις της, το έντονο ενδιαφέρον της, το ελκυστικό της στυλ συζήτησης και τις ηγετικές της ικανότητες – για να βοηθήσει και να εμπνεύσει άτομα, οικογένειες και οργανισμούς να επιτύχουν σαφήνεια, εστίαση, ανανεωμένη ενέργεια και συχνά εκπληκτικά αποτελέσματα.
    Αναγνωρισμένη διεθνώς ως καινοτόμος στην ανάπτυξη της μεταμοντέρνας προσανατολισμένης συνεργατικής-διαλογικής πρακτικής, η Harlene εφαρμόζει το εννοιολογικό της πλαίσιο στις πρακτικές της στην εκπαίδευση, τις κοινότητες, την έρευνα, τη θεραπεία και τη συμβουλευτική. Τα βιβλία της, που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, περιλαμβάνουν Συνομιλίες, Γλώσσα και Δυνατότητες και συνυπογράφει την έκδοση Appreciative Organizations, Collaborative Therapy: Relationships and Conversations that Make a Difference, και Innovations in the Reflecting Process. Η Δρ Άντερσον είναι συνιδρύτρια και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Taos, του Ινστιτούτου Houston Galveston και του Access Success International- είναι η ιδρυτική συντάκτρια του International Journal of Collaborative Practices και συνιδρύτρια του International Certificate in Collaborative Practices.
    Της απονεμήθηκε το 2008 το βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Οικογενειακής Θεραπείας για διακεκριμένη συμβολή στη θεωρία και την πρακτική της οικογενειακής θεραπείας, το 2000 το βραβείο της Αμερικανικής Ένωσης για τη Θεραπεία Γάμου και Οικογένειας για εξαιρετική συμβολή στη θεραπεία γάμου και οικογένειας και το 1997 το βραβείο της Ένωσης του Τέξας για τη Θεραπεία Γάμου και Οικογένειας για επίτευγμα ζωής.
    Η Harlene Anderson είναι διεθνώς αναγνωρισμένη καινοτόμος στην ανάπτυξη της μεταμοντέρνας προσανατολισμένης συνεργατικής-διαλογικής πρακτικής και συνιδρύτρια του Ινστιτούτου Taos και του Ινστιτούτου Houston Galveston.


    ↩︎
  2. Στο κείμενο η Anderson αναφέρεται στους όρους listening και hearing ως ξεχωριστούς. Αν και στα ελληνικά, σε μια πρώτη μετάφραση και με μια πρώτη ματιά φαίνονται το ίδιο, στην πραγματικότητα με αυτό τον διαχωρισμό, τονίζει τη σημασία της ενεργητικής ακρόσης, αλλά και της ακοής ως αίσθησης. Πόσο σημαντικό είναι, δηλαδή, να είμαστε παρόντα με όλα τα μέσα! ↩︎
Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: