Η Κοινωνία των επιτευγμάτων μας εξουθενώνει – Χρειαζόμαστε περισσότερο παιχνίδι

Κοινοποίηση

Η Κοινωνία των επιτευγμάτων μας εξουθενώνει – Χρειαζόμαστε περισσότερο παιχνίδι

Πώς έχουμε οδηγηθεί στο να μας νοηματοδοτεί μόνο η εργασία μας; Έχουμε κληθεί να μεγαλώνουμε με την ιδέα ότι μόνο η παραγωγικότητα θα μας οδηγήσει στην επιτυχία και κατα συνέπεια στην ευτυχία. Στη σύγχρονη κοινωνία, η εργασιακή εξόντωση είναι διάχυτη στις ζωές μας, καλυμμένη από ένα πέπλο που ο μεγάλος σκοπός και η προσωπική επιτυχία έχουν στερήσει τη δυνατότητα να δούμε καθαρά το δικό μας νόημα στη ζωή. Είναι σαν να προσπαθούμε αδιάκοπα να ανταποκριθούμε σε αυτό που οι κοινωνία πολλές φορές ονομάζει ‘όνειρα’, χωρίς όμως τελικά να βλέπουμε καθαρά αν είναι δικά μας. Στο άρθρο, θίγεται η ανάγκη για παιχνίδι, με τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε ότι παίζουν τα παιδιά και παίζαμε και εμείς κάποτε. Τα κίνητρα, η παραμονή στο εδώ και τώρα, το να υπάρχουμε για τον εαυτό μας, είναι στοιχεία του παιχνιδιού. Η αλλαγή αυτή ωστόσο προϋποθέτει και μία ριζική αλλαγή της κοινωνίας των επιτευγμάτων, όπου η παραγωγικότητα δεν θα είναι πλέον το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Μετάφραση & Επιμέλεια: Τσιλίγκου Αμαλία, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια αλλαγή αυτοβοήθειας – θα χρειαστούν δομικές αλλαγές για να απορριφθεί η εμμονή του καπιταλισμού με την παραγωγικότητα.

Έχουμε εμμονή με την εργασία. Διαμορφώνει την ταυτότητά μας, δίνει δομή στη ζωή μας και μας καθοδηγεί προς τον σκοπό της ζωής μας. Στην Αμερικανική κουλτούρα, η εργασία καταδεικνύει το ποιοί είμαστε. Πιστεύεται ότι τα επιτεύγματα και η παραγωγικότητά μας όχι μόνο μας καθορίζουν αλλά και ανοίγουν το δρόμο για την επιτυχία και την ευτυχία.

Για τον Κορεάτη Γερμανό φιλόσοφο Byung-Chul Han, η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία έχει μετατραπεί σε “κοινωνία των επιτευγμάτων” και εμείς, ως υποκείμενά της, έχουμε γίνει “υποκείμενα των επιτευγμάτων”. Στην κοινωνία των επιτευγμάτων, υποφέρουμε από μια εσωτερικευμένη πίεση να επιτύχουμε – να κάνουμε περισσότερα, να είμαστε περισσότεροι, να έχουμε περισσότερα. Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, έχουμε εσωτερικεύσει την καπιταλιστική εργασιακή ηθική σε βαθμό που οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας βαραίνουν βαριά στους ώμους μας. Το πρωταρχικό αποτέλεσμα της κοινωνίας των επιτευγμάτων είναι η εξουθένωση – η συναισθηματική, γνωστική και σωματική εξάντληση που προέρχεται από την πίεση να επιτυγχάνουμε συνεχώς.

Και έτσι, για τον Χαν, στον σύγχρονο κόσμο, ο εαυτός δεν είναι πλέον υποκείμενο αλλά ένα project. Ο εαυτός είναι κάτι που πρέπει να βελτιστοποιηθεί, να μεγιστοποιηθεί, να γίνει αποδοτικός, να καλλιεργηθεί για την ικανότητά του να παράγει. Η ανησυχία είναι ότι όλες οι δραστηριότητες της ζωής αντιμετωπίζονται ως γραμμές σε ένα βιογραφικό σημείωμα. Εν γνώσει μας ή όχι, κινδυνεύουμε να μας διέπει διαρκώς το ερώτημα: ‘Πώς αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή επηρεάζει στο μέγιστο τον παραγωγικό εαυτό μου;’. Αυτή η νοοτροπία διεισδύει ακόμη και στις προσωπικές και φαινομενικά ιδιωτικές μας στιγμές, μετατρέποντας κάθε επιλογή και δράση σε μια στρατηγική κίνηση στο παιχνίδι της αυτοβελτίωσης και της εξέλιξης.

Νομίζω ότι ο Χαν έχει δίκιο εδώ, ακόμη και αν ζωγραφίζει την κατάσταση με αδρές γραμμές. Στη σύγχρονη οικονομία μας, η εργασία μας γίνεται όλο και πιο εξατομικευμένη. Την παίρνουμε μαζί μας παντού μέσω των τηλεφώνων μας. Η συνεχής δυνητική συνδεσιμότητά μας με την εργασία μας, σημαίνει ότι όλες οι στιγμές της ζωής μας είναι δυνητικά χρόνος για εργασία. Όσα άτομα εργάζονται στη gig economy* καλούνται να είναι τα ‘αφεντικά’ των εαυτών τους, ακόμη και όταν αισθάνονται τις πιέσεις του αλγορίθμου για να πάνε στη δουλειά. Τα προφίλ μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι αντανάκλαση του πιο βελτιστοποιημένου εαυτού μας, επιμελημένα για να προβάλλουν μια εικόνα επιτυχίας και επίτευξης.

Αλλά δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η κοινωνία των επιτευγμάτων είναι μια απάτη. Από τη δεκαετία του 1970, η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί 3,5 φορές περισσότερο από τον ρυθμό αμοιβής των Αμερικανών εργαζομένων. Η επισφαλής απασχόληση έχει αυξηθεί κατά 9% από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έχουμε δει εξαιρετικά υψηλά επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης στο εργατικό δυναμικό. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι είμαστε κακοπληρωμένοι, ανασφαλείς και εξουθενωμένοι. Και όμως, η κοινωνία των επιτευγμάτων – με την προτροπή της να είμαστε πιο παραγωγικοί, πιο αποδοτικοί, να αυτοβελτιστοποιούμαστε – διατηρεί τη βαρυτική της έλξη.

Το πρόβλημα είναι ότι, ως υποκείμενα επιτευγμάτων, όχι μόνο εξαντλούμε τους εαυτούς μας, αλλά το νόημα και η αξία της ζωής μας αναβάλλεται πάντα. Μόλις αποκτήσουμε τη δουλειά των ονείρων μας, το τέλειο σπίτι, μια τέλεια βελτιστοποιημένη ζωή – μόλις είμαστε αρκετά παραγωγικά, αποδοτικά, επιτυχημένα – μόνο τότε θα φτάσουμε στο νόημα. Αλλά ακριβώς όπως ο καρπός που διαφεύγει της αρπαγής του Ταντάλου στα Τάρταρα, το νόημα παραμένει ακριβώς εκτός της εμβέλειάς μας.

Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα που κάνουμε για τον εαυτό μας. Είναι αυτό που αποκαλούμε αυτοτελή δραστηριότητα – έχει τον εαυτό της ως στόχο και δεν αναζητά κανένα άλλο σκοπό εκτός του εαυτού της. Όταν παίζουμε, καθοδηγούμαστε από το πνεύμα του πάθους και της χαράς που βρίσκεται στη δραστηριότητα. Στο παιχνίδι, δεν παρακινούμαστε από εξωτερικές ανταμοιβές ή εργαλεία. Δεν οδηγούμαστε από την απόδοση και τον εξωτερικό σκοπό. Δεν παίζουμε για να είμαστε παραγωγικοί ή για να αυτο-βελτιωθούμε. Παίζουμε καθαρά για χάρη του εαυτού μας. Εν ολίγοις, όταν παίζουμε, αν πρόκειται για αληθινό παιχνίδι, δεν μπορούμε να είμαστε υποκείμενα επίτευξης.

Το αυθόρμητο παιχνίδι των παιδιών μας βοηθά να το δούμε αυτό καθαρά. Τα παιδιά δεν έχουν καμία χρησιμότητα για το παιχνίδι τους. Οι άκαμπτες προσδοκίες της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας δεν είναι τίποτα γι’ αυτά. Το παιδί δεν βλέπει τίποτα άλλο μπροστά του εκτός από τη δική του παρουσία στον κόσμο. Το παιχνίδι του παιδιού είναι η πιο αγνή μορφή χαράς όχι απλώς επειδή είναι παιδί, αλλά επειδή είναι εντελώς ενθουσιασμένο από την εμπειρία του από στιγμή σε στιγμή. Το παιδί δεν έχει ακόμη πέσει θύμα του κρίσιμου λάθους που οι περισσότερες από εμάς κάνουμε στην ενηλικίωση, ότι “ο άνθρωπος γενικά τείνει πάντα να θεωρεί κάθε κατάσταση, εφόσον καμία δεν είναι απολύτως τέλεια, ως μια απλή προετοιμασία για μια πιο τέλεια“.

Και όμως, εξακολουθούμε να βιώνουμε τη χαρά του παιχνιδιού στην ενήλικη ζωή, αλλά μόνο σε στιγμές που είναι λίγες και σπάνιες. Και ακόμη και όταν παίζουμε, αυτό θεωρείται ανούσιο ή επιπόλαιο. Στην ενήλικη ζωή, το παιχνίδι θεωρείται ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σύντομη ανάπαυλα από τη δουλειά, μια παραμονή που μας βοηθά να περάσει ο χρόνος ανάμεσα σε περιόδους έντονης παραγωγικότητας.

Διαβάστε επίσης: Ζούμε στην «κοινωνία της κόπωσης» του Byung-Chul Han;

Όμως, για τον Γερμανό φιλόσοφο Schlick, είναι πολύ σημαντικό ότι η δουλειά μας μπορεί να γίνει παιχνίδι. Αν η εργασία μπορεί να αποκτήσει τον δημιουργικό και αυτάρκη χαρακτήρα του παιχνιδιού, τότε η διάκριση καταρρέει: “Η ανθρώπινη δράση είναι εργασία, όχι επειδή αποδίδει καρπούς, αλλά μόνο όταν πηγάζει από τη σκέψη του καρπού της και διέπεται από αυτή… Είναι η χαρά της καθαρής δημιουργίας, η αφοσίωση στη δραστηριότητα, η απορρόφηση στην κίνηση, που μετατρέπει την εργασία σε παιχνίδι”. Και έτσι η εργασία μας μπορεί να γίνει παιχνίδι μόνο αν το ευαγγέλιο της εργασιακής ηθικής – η διδασκαλία του οποίου μας επιτάσσει να γίνουμε μέγιστα παραγωγικά πλάσματα – αντικατασταθεί από τη γνώση που είχαμε από την παιδική μας ηλικία, την οποία την έχουμε χάσει.

Ο Schlick κατάλαβε επίσης ότι το κάλεσμά του στο παιχνίδι δεν ήταν ένας ψυχολογικός διακόπτης αυτοβοήθειας που μπορεί να ενεργοποιηθεί και να απενεργοποιηθεί. Απαιτεί επίσης διαρθρωτικές αλλαγές για να καταργηθεί η εργασία που είναι “μηχανική, βάναυση, εξευτελιστική” ή η εργασία που χρησιμεύει για να “παράγει μόνο σκουπίδια και κενή πολυτέλεια”. Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, ο οποίος υποβάλλει τα εργαζόμενα σε αυστηρές απαιτήσεις παραγωγικότητας και προκαλεί κρίσεις υπερπαραγωγής, είναι αντίθετος σε μια κοινωνία παιχνιδιού. Στο βαθμό που το υποκείμενο της επίτευξης είναι απόρροια της καπιταλιστικής εργασιακής ηθικής, το “υποκείμενο του παιχνιδιού” θα πρέπει να προκύψει από ένα νέο σύνολο οικονομικών συνθηκών.

Τι θα σήμαινε να ζούμε πιο παιχνιδιάρικα; Πρώτον, θα απαιτούσε από εμάς να απορρίψουμε την εργασία που δεν έχει εσωτερικά κίνητρα και να δημιουργήσουμε συνθήκες εργασίας που να μας εμπλέκουν με χαρά. Δεύτερον, θα απαιτούσε να αποδυναμώσουμε τη σημασία της εργασίας για την εξεύρεση προσωπικής ολοκλήρωσης και νοήματος στη ζωή μας. Παρά το γεγονός ότι η εργασία έχει κεντρική σημασία για το ποιες είμαστε και πώς μπορούμε να επηρεάσουμε τις ζωές των άλλων, υπερτονίζουμε την κεντρική σημασία της εργασίας στη ζωή μας με δική μας ευθύνη. Τρίτον, θα απαιτούσε μια απομάκρυνση από την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα ως πρωταρχικούς δείκτες της κοινωνικής ευημερίας. Τέλος, θα απαιτούσε να αναπτύξουμε τις δεξιότητες και τις ικανότητες να παίζουμε – να παραδινόμαστε σε εκείνα τα πράγματα που είναι εγγενώς παρακινητικά, εκείνα τα πράγματα που δεν “επισκιάζονται από τα σκοτεινά σύννεφα του σκοπού”.

Το παιχνίδι μπορεί εύκολα να απορριφθεί ως παιδαριώδες, ανεύθυνο και ανάρμοστο για τη σοβαρότητα που απαιτείται από εμάς, τα σύγχρονα υποκείμενα των επιτευγμάτων. Όμως το αίτημα για παιγνιώδη ζωή είναι στην πραγματικότητα ένα αίτημα απόρριψης των συνθηκών της κοινωνίας των επιτευγμάτων. Το να αγκαλιάζουμε το παιχνίδι είναι μια τολμηρή πρόκληση ενάντια στο αμείλικτο μάντρα της παραγωγικότητας της κοινωνίας των επιτευγμάτων. Αλλά θα πρέπει επίσης να προσέξουμε να μην πέσουμε στην παγίδα της αυτοβοήθειας. Κάθε προτροπή να “βρείτε το παιδί που κρύβετε μέσα σας” ή να “αναζητήσετε την παιχνιδιάρικη προσωπικότητα σας” χωρίς δομική αλλαγή κινδυνεύει να μείνει χωρίς κανένα απότελεσμα. Δεν πρόκειται απλώς για μια πράξη προσωπικής εξέγερσης αλλά για μια κοινωνική επιταγή. Το κάλεσμα για παιγνιώδη διάθεση δεν είναι μια ατομική ψυχολογική συνταγή – είναι ένα κάλεσμα για συλλογική δράση ενάντια στην κοινωνία των επιτευγμάτων.

*Η gig economy είναι μια αγορά εργασίας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε θέσεις προσωρινής και μερικής απασχόλησης που καλύπτονται από ανεξάρτητους εργολάβους και ελεύθερους επαγγελματίες και όχι από μόνιμους υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι στην Gig Economy αποκτούν ευελιξία και ανεξαρτησία, αλλά ελάχιστη ή καθόλου εργασιακή ασφάλεια. Πολλοί εργοδότες εξοικονομούν χρήματα αποφεύγοντας την καταβολή παροχών όπως η υγειονομική κάλυψη και ο πληρωμένος χρόνος διακοπών. Άλλοι πληρώνουν για ορισμένες παροχές στους gig εργαζόμενους, αλλά αναθέτουν τα προγράμματα παροχών και άλλα καθήκοντα διαχείρισης σε εξωτερικούς φορείς.

Πηγές: Psyche.com, apa.org, learn.g2.com, investopedia.com, medium.com

Μετάφραση & Επιμέλεια: Τσιλίγκου Αμαλία, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...