Η τοξικομανία ως έκφραση του άγχους αποχωρισμού

Κοινοποίηση

Η τοξικομανία ως έκφραση του άγχους αποχωρισμού

της Ρόδης Καγγελάρη


Η Ρόδη Καγγελάρη είναι ψυχολόγος-εγκληματολόγος.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Εγκληματολογία, στα Γιάννενα, την Αθήνα και το Εδιμβούργο και έχει εκπαιδευτεί στην ψυχοδυναμική θεραπευτική προσέγγιση. Είναι, επίσης, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια. Έκανε την πρακτική της άσκηση στο «18 Άνω» και στη συνέχεια δούλεψε ως ερευνήτρια στο Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Από το 2005, αρχικά εθελοντικά, εργάζεται ως Προσωπικό θεραπείας στα θεραπευτικά Προγράμματα του ΚΕΘΕΑ στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος: με το ΚΕΘΕΑ ΣΤΡΟΦΗ στο Δικαστήριο Ανηλίκων Αθήνας και στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα και με το ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ στη Δικαστική και Γυναικεία Φυλακή Κορυδαλλού, στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, στο Κέντρο Υποδοχής Αποφυλακισμένων και στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θηβών. Από το 2018, είναι Υπεύθυνη του Πολυδύναμου Κέντρου Υπηρεσιών Ψυχικής Απεξάρτησης Νομού Βοιωτίας ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ (Θεραπευτική Κοινότητα Καταστήματος Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θηβών, Συμβουλευτικός Σταθμός Λιβαδειάς).

Η τοξικομανία ως έκφραση του άγχους αποχωρισμού

Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί ένα φυσιολογικό αναπτυξιακό στάδιο, που εκτείνεται, κυρίως, από τον όγδοο μέχρι τον εικοστό τέταρτο μήνα της ζωής. Κατά την περίοδο αυτή, το παιδί διακατέχεται από κύματα ή μόνιμο άγχος απώλειας της μητέρας. Την αναζητά έχοντας ανάγκη να υπάρχει εκείνη στο οπτικό του πεδίο, επιδιώκει να βρίσκεται στην αγκαλιά της, επαγρυπνεί και ξαγρυπνά για την παρουσία της, επιθυμεί να το φροντίζει μόνο εκείνη και αντιδρά στην απουσία της με βαθιά αγωνία, άγχος και φόβο, που συνήθως εκφράζει με το κλάμα. Το άγχος αποχωρισμού και οι εκφράσεις του μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονο και να διαρκέσει πέραν του δεύτερου χρόνου της ζωής. Μπορεί, ακόμη, να αναζωπυρωθεί σε μετέπειτα μεταβατικές περιόδους, ακόμη και στην ενήλικη ζωή.


Το ίδιο διάστημα, επισυμβαίνει μία ακόμη κρίσιμης σημασίας ψυχική διεργασία. Πρόκειται για το Στάδιο του Καθρέφτη (Lacan, 1966) που ξεκινά στον έκτο μήνα της ζωής και ολοκληρώνεται στον δέκατο όγδοο. Το παιδί, τότε, έχει πλέον ενδοβάλει μία -ιδανικάενοποιημένη εικόνα εαυτού, σωματικά καταρχήν και ψυχικά κατ’ επέκταση, ταυτιζόμενο μαζί της. Δεν πρόκειται παρά για την εικόνα που αντίκρισε από τη στιγμή που γεννήθηκε -για τη μητέρα του- κοιτάζοντας τον εαυτό του μέσα στο μητρικό καθρέφτη. Ξέρει, πια, ότι οι δυο τους είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, όπως γνωρίζει εμπειρικά και ότι από εκείνη εξαρτάται η επιβίωσή του. Αυτή η συνειδητοποίηση γεννά στο παιδί μεγάλη αμφιθυμία ως προς την ολοένα και μεγαλύτερη επερχόμενη αυτονομία του, το οποίο, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του βαδίσματος, από το πρώτο έτος κυρίως και μετά, προσανατολίζεται στη δράση. Το γεγονός αυτό συνοδεύεται εκ νέου από ταυτόχρονη αυτοπεποίθηση και φόβο, αφού αφενός επιδιώκει την ανεξαρτησία του με τίμημα την απώλεια της ασφάλειας του μητρικού παραδείσου, αφετέρου επιθυμεί την επιστροφή του σ’ αυτόν, με κόστος την απώλεια της ανεξαρτησίας του. Πρόκειται για ένα δίλημμα (ψυχικής) ζωής και θανάτου. Εφόσον η μητέρα είναι ενήμερη για τη φάση αυτή στην οποία βρίσκεται το παιδί, αλλά και για τα δικά της συναισθήματα, θα ανταποκριθεί στις απεγνωσμένες αναζητήσεις του και την επίμονη προσκόλλησή του, επιβεβαιώνοντάς του, μέσα από έναν ασφαλή δεσμό (Bowlby, 1988) ότι εκείνη δεν χάνεται όταν το ίδιο αυτονομείται, άρα ούτε κι εκείνο. Και, κυρίως, το καθησυχάζει ότι αυτό που διατηρείται και δεν διακυβεύεται είναι η ίδια η αγάπη.

Πως το άγχος αποχωρισμού μετατρέπεται από φυσιολογική διεργασία σε παθολογική ψυχική κατάσταση;

Εικόνα: “Μινώταυρος εντός”, έργο της Εικαστικού-Φωτογράφου Ναταλίας Σταμοπούλου, 2000, (στο εξώφυλλο του βιβλίου Ο τοξικομανής και ο Νόμος).

Παρότι στην αρχή της ζωής το άγχος αποχωρισμού αποτελεί μια φυσιολογική συναισθηματική διεργασία, που αφορά στην προσπάθεια συγκρότησης και διαφοροποίησης του ψυχισμού του παιδιού από αυτόν της μητέρας, αργότερα μπορεί να σημαίνει κάποια παθολογική ψυχική κατάσταση, που να καταδεικνύει μια σχέση μητέρας και παιδιού τέτοιας που συντηρεί τη συναισθηματική εξάρτησή του από εκείνη. Σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για μια μητέρα υπερπροστατευτική, που ανακόπτει συνεχώς την αυθόρμητη συμπεριφορά του παιδιού, εξαιτίας της υπερβολικής της αγωνίας να το προστατέψει από απανταχού φαντασιωτικούς κινδύνους, με προεξάρχοντα την εγκατάλειψή της. Ταυτόχρονα, κάνει η ίδια αντί αυτού όσα το αφορούν, καθιστώντας το τελικά ανέτοιμο να συμμετέχει μόνο του στη ζωή. Αλλά και για μια μητέρα αμφιθυμική, άλλοτε εμπεριεκτική κι άλλοτε επιθετική, που εκπαιδεύει το παιδί σε μια μόνιμη επιφυλακή. Την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης, που θα προσδοκούσε να νιώσει μαζί της, θα αντικαταστήσει ένα σταθερό άγχος-σήμα που θα το προειδοποιεί για την απρόβλεπτη ψυχική παρουσία της και στο οποίο, το εκπαίδευσε η ίδια. Κι ακόμη, πρόκειται για μια μητέρα ψυχικά απούσα, νεκρή (Green, 1983), απασχολημένη, αδιάφορη, πενθούσα, μια μητέρα που δεν επιθυμεί να είναι μητέρα, μια μητέρα δοσμένη αλλού. Η έλλειψη επιθυμίας της δεν αφορά απαραίτητα στην ιδιότητά της ως μητέρα αλλά στην ψυχική ικανότητά της να εμφυσά ζωή στη σχέση της με το παιδί. Το παιδί αυτό, με τη σειρά του, δεν θα νιώσει επιθυμητό, επενδεδυμένο, επιθυμούν τη ζωή, αλλά ανεπιθύμητο, εκτεθειμένο, γυμνό σε έναν κόσμο ερημικό και θλιβερό. Κι όμως, συναντάμε και μια μητέρα σκληρή, πονετική, απαξιωτική, εκδικητική, ελεγκτική, παρότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν λείπουν και από τους άλλους τύπους μητέρας που αναφέραμε. Εδώ, ωστόσο, αποτελούν τη βασική στάση απέναντι στο παιδί, εγκαταλείποντάς το τρομοκρατημένο μπροστά σε έναν κόσμο απειλητικό. Για να υπερνικήσει το φόβο, το παιδί θα αναζητήσει στη ζωή του την ασφάλεια δίπλα στους ισχυρούς ή επί αυτών, στο πλαίσιο μίας απαξιωμένης ταυτότητας. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η κακοποίηση είναι συχνά
μέρος της μητρικής επικοινωνίας. Τέλος, υπάρχει μια μητέρα που διαφέρει σημαντικά από τις προηγούμενες. Ζωντανή, επιθυμούσα, δοτική, εμπεριεκτική, με μια ταυτόχρονη βαθιά αίσθηση ματαιότητας, θα κρατήσει ασυνείδητα το παιδί κοντά της, στη βάση της δικής της αδυναμίας αποχωρισμού. Φυσικά, όπως σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αδυναμία αποχωρισμού της μεταφέρεται στο παιδί διαγενεακά, αφού το πρόσωπο που η ίδια δεν μπορεί πραγματικά να αποχωριστεί είναι η δική της μητέρα.

Σε κάθε περίπτωση, θα διαμορφωθεί ένα παιδί που δεν θα έχει καταφέρει να αναπτύξει εκείνες τις ψυχικές προϋποθέσεις, οι οποίες θα του επιτρέψουν να επιβιώσει συναισθηματικά ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, διαφοροποιημένη από τη μητέρα. Αδύνατον να απομακρυνθεί από κοντά της, δεν θα μπορεί να επιτελέσει ούτε το συμβολικό εκείνο αποχωρισμό που θα σημάνει και την αρχή της συναισθηματικής ενηλικίωσης. Θα παραμείνει, λοιπόν, στην ανάγκη της, προσκολλημένο δίπλα της ακόμη κι όταν θα βρίσκεται μακριά της, να επιβεβαιώνει την παρουσία της ως προϋπόθεση της ύπαρξής του. Ταυτόχρονα, ο πατέρας, που θα αναμενόταν και θα μπορούσε να διαμεσολαβήσει τη μητρική παντοδυναμία, θα είναι σταθερά απών. Δεν θα αποτελέσει, δηλαδή, ούτε πηγή ούτε αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας. Με την απουσία του, θα επικυρώσει και την απουσία του συμβολικού νόμου τον οποίο εκπροσωπεί, χωρίς τον οποίο το ψυχικό παιχνίδι για το παιδί είναι χαμένο. Για τον μελλοντικό τοξικομανή «ουδέποτε υπήρξε συνάντηση με τον πατέρα, το όνομα του οποίου συναντά για πρώτη φορά στο πρόσωπο του θεραπευτή του» (Καγγελάρης, 2022: 63). Ουδέποτε, δηλαδή, θα υπάρξει ψυχική συνάντησή του με τον Νόμο, τον κόσμο των ορίων, της απαγόρευσης, της διαφοροποίησης. Ο συμβολικός νόμος θα είναι για τον τοξικομανή τραγικά απών (Μάτσα, 2010).

Η εφηβεία, ως δεύτερη περίοδος ανεξαρτητοποίησης σε μια θεωρητικά ωριμότερη φάση της ζωής, πολύ πιθανά να αποκαλύψει την κρυφή δίψα του παιδιού αυτού για ανεξαρτησία. Θα το εξοπλίσει με θάρρος και δυσπιστία απέναντι στο θάνατο, ωθώντας το να εξεγερθεί χωρίς δισταγμό ενάντια και στα οικογενειακά δεσμά, διαψεύδοντας ακόμη και την ως τότε υποψία του ότι πρόκειται για ισόβια. Αφοσιωμένος στους ομότιμούς του, ψάχνοντας μια ιδέα να ανήκει και να είναι αποδεκτός με τις ελλείψεις του, ο έφηβος -συνήθως- αυτός θα συναντηθεί για πρώτη φορά με την ουσία. Αν προσδώσει σ’ εκείνη το νόημα μιας λύσης (Olievenstein, 1982), μια μακρά πορεία περιπλάνησης θα ξεκινήσει, έχοντας ως τέλος το παλιό εκείνο δίλημμα: θάνατο ή θεραπεία, συγχώνευση ή ανεξαρτησία. Με την ουσία, θα γίνει όσα δεν ήταν ποτέ, όλα εκείνα που υποτίθεται ότι ήθελε γι’ αυτόν η οικογένειά του, αυτά που κρυφά επιθυμούσε αλλά από ανημποριά απαξίωνε. Δυνατός, κύριος της ζωής και των επιλογών του, πλήρης και αυτάρκης, μέλος μιας ομάδας απόκληρων, θα εξεγερθεί απέναντι στην οικογένειά του και την κοινωνία και θα πιστέψει ότι δεν τις χρειάζεται. Εξαπατημένος και γελασμένος, θα έχει ήδη επιλέξει να τις αντικαταστήσει με έναν καλό αναπληρωτή τους.

Με τα ναρκωτικά, ο τοξικομανής θα ξαναζήσει τη σχέση με τη μητέρα του. Θα ανακουφιστεί στη ζεστασιά της, θα βρει σ’ αυτήν καταφύγιο από τις βολές του ασυνείδητου
που προστάζουν ταυτόχρονη αποκοπή και συγχώνευση μαζί της, θα αφεθεί στην αγκαλιά της και θα δεχτεί, χωρίς να ερωτηθεί, να υποδουλωθεί για πάντα. Η ουσία θα τον εμπεριέξει, θα τον κρατήσει και θα τον φροντίσει όπως δεν τον φρόντισε η μητέρα. Και για λίγο, θα γίνει γι’ αυτόν μια νέα μητ-έ-ρα, επαρκώς καλή (Winnicott, 2001), στην οποία θα επιστρέψει ελπίζοντας να μην ξαναγεννηθεί. «Δεν πρόκειται για εξάρτηση από την ουσία, πρόκειται για εξάρτηση από το μητρικό σώμα […] Το “πονάω” κατά τη φάση της απεξάρτησης (αποτοξίνωσης), οφείλουμε να το ακούσουμε [ως] «από το τραύμα» της αποκοπής από το μητρικό σώμα» (Καγγελάρης, 2022:63, 64). «Ο τοξικομανής επιθυμεί να κάνει στη μητέρα του ένα παιδί, το οποίο θα είναι αθάνατο και δεν θα γεννηθεί ποτέ» (Olievenstein, 1982), ένα παιδί το οποίο θα είναι ο ίδιος.

Ανατρέχοντας στη γέννηση του ψυχισμού, θα φτάσουμε στη μακρινή εκείνη εποχή κατά την οποία μητέρα και έμβρυο συνδιαλέγονται στο πλαίσιο ενός ενιαίου σώματος. Η σωματική τους κοινότητα θα περιέξει τον νεοσύστατο ψυχισμό του βρέφους αλλά και τον κοινό αυτό αδιαφοροποίητο ψυχικό χώρο που θα προηγηθεί του εξατομικευμένου δικού του ψυχισμού. Ως έφηβο, ενήλικο μωρό, το οποίο δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς τη μητέρα του, ο τοξικομανής θα κλειστεί μέσα στους κοινωνικούς σωσίες της, ώστε να καταργήσει το κενό που αφήνει μέσα του η απουσία της. Το κενό αυτό ανάμεσα στους δυο τους, τη διαφοροποίηση δηλαδή των δύο σωμάτων ως βάση του ψυχικού διαχωρισμού τους που επιβάλλει η πραγματικότητα με τη γέννηση, ο τοξικομανής δεν μπορεί να το αντέξει. Με την ουσία και την κατάργηση κάθε ορίου, θα επιχειρήσει να επιστρέψει στην αρχή του κόσμου, πριν τη γέννηση, πριν τον πόνο, πριν το τραύμα. Και ανεπαισθήτως να κλειστεί από τον κόσμον έξω1. Στη βάση του άγχους αποχωρισμού, που τώρα έχει μετατραπεί σε άγχος θανάτου, τρόμο αφανισμού, η εξάρτηση και η αυτονομία θα αποτελέσουν τις δύο πλευρές του νομίσματος της ψυχικής του επιβίωσης, επιβεβαιώνοντας τελικά τη φυλάκισή του στο δίλημμα των πρώτων χρόνων της ζωής. Ο Καγγελάρης θα κάνει λόγο για ένα έμβρυο που αδυνατεί να επιζήσει έξω από το μητρικό σώμα: «η προτροπή προς θεραπεία είναι αναλογικά η προτροπή προς ένα έμβρυο να ανταπεξέλθει […] εκτός μήτρας» (2022: 63). Η πρώιμη, προλεκτική, αδιαφοροποίητη ψυχική οργάνωση του τοξικομανή είναι η βάση της αδύνατης σχέσης του με τον Άλλον. Το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα και την οικογένεια θα πάρει τώρα τη μορφή του στερητικού συνδρόμου από την ουσία.

1 Κατά το στίχο του Κ. Καβάφη, «ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», Τα Τείχη, 1896. 4

Στην πορεία της εξάρτησής του, ο τοξικομανής πιθανά να οδηγηθεί σε ένα νέο κουκούλι, τη φυλακή. Μέσα εκεί, βαθιά απογοητευμένος και ματαιωμένος, ο εξαρτημένος κρατούμενος θα ξαναγεννηθεί όπως στην πιάτσα, με νέο όνομα και νέα ταυτότητα: θα είναι ο Κάποιος ανάμεσα στους Κανείς. Η φυλακή θα τού διασφαλίσει την αποχή από την προσπάθεια ένταξης σε μια κοινωνία για την οποία δεν έχει τα μέσα και θα τον προστατέψει από τις ευθύνες που απαιτεί η ενηλικίωση. Κυρίως, όμως, θα αναβάλει τον τρόμο αποχωρισμού από την οικογένειά του, μέσα από την αποπληρωμή της ενοχής του με το ίδιο του το σώμα, το οποίο από καιρό έχει βάλει ως υποθήκη (McDougall, 2010). Μιας ενοχής που ξεπερνά το αδίκημα για το οποίο συμβολικά κατηγορείται ποινικά, βαθιά ριζωμένη στα πρώτα χρόνια της ζωής και τη σχέση με τη μητέρα: για όσα δεν κατάφερε να είναι, για τα δεινά της οικογένειάς του, για την τοξικομανία του, για τις πιθανές ασυνείδητες αιμομικτικές φαντασιώσεις του, για το θυμό και το μίσος του, αλλά κυρίως, για την βαθιά επιθυμία του να ανεξαρτητοποιηθεί. Παιδί ακόμη, χωρίς ευθύνες, χωρίς παρελθόν, θα παραμείνει στην ιδιότυπη αυτή μήτ-ε-ρα, έως ότου κι αυτή τον φτύσει, με τη σειρά της, έξω (Καγγελάρη, 2021).

Σ’ αυτόν τον σωφρονιστικό λαβύρινθο, ίσως αναζητήσει τη διέξοδο μέσα από τη συμμετοχή του στη θεραπεία απεξάρτησης. Ως άλλη, επαρκώς καλή, μητ-έ-ρα, το θεραπευτικό πλαίσιο με τις μητρικές του λειτουργίες θα τον εμπεριέξει και θα τον κρατήσει, κατά τους Bion και Winnicott, και θα του επιτρέψει να αποκαλύψει τα τραύματα και την ενοχή του. Εκείνος αυθόρμητα θα συνδεθεί με την ομάδα και το θεραπευτή του, όπως με την οικογένειά του, και οι ίδιοι θα τον στρέψουν δια του Λόγου στην αναγνώριση και ερμηνεία των ρόλων, των δυναμικών και, τελικά, των αιτίων της τοξικομανίας του. Μέσα σ’ αυτή την αγωνιώδη αμφιθυμική προσπάθεια να αφεθεί και να αποφύγει την αγκαλιά των Άλλων, θα αναδειχτεί το παλιό του εκείνο δίλημμα: ο φόβος να πλησιάσει για να μη συγχωνευτεί αλλά και η ίδια η δυσκολία του να αντέξει τη διαφοροποίηση που σημαίνει η ίδια η αλλαγή.

Πρακτικά, ίσως προσπαθήσει να κρυφτεί, να μην ξεχωρίζει από τους άλλους, μεταφορά που καταδεικνύει την κυριολεκτικότητα της ψυχικής του φυλακής. Παραβιάζοντας τους κανόνες, μην έχοντας άποψη, επιτρέποντας τις παλιές αξίες, κρατώντας μυστικά και συνάπτοντας αόρατες σχέσεις στο πλαίσιο της μεγάλης ομάδας, ίσως μπερδέψει τους γύρω του για λίγο, που θα συνδιαλλαχθούν με όρους κινήτρου, απόφασης, δέσμευσης. Κι, όμως, γνωρίζουμε τώρα, ότι η συνδιαλλαγή χρειάζεται να στραφεί στη συνθήκη του φόβου και της ψυχικής επιβίωσης, της ενοχής και του τραύματος, που ο θεραπευόμενος τοξικομανής φέρει μέσα του ως όρο διαμόρφωσης της πραγματικότητάς του, μέρος της οποίας είναι η τρομερή δυσκολία του να υπάρξει ανεξάρτητα.

Μέσω της μεταβίβασης, του συνόλου δηλαδή των συναισθημάτων που ο θεραπευόμενος νιώθει για το θεραπευτή του (και την ομάδα του), αντίστοιχων με αυτά που ένιωσε προς τους γονείς του, θα συνδεθεί μαζί του βαθιά. Στο πλαίσιο της σχέσης τους και της θεραπείας γενικότερα, θα παλινδρομήσει συναισθηματικά και θα περάσει προοδευτικά από όλες τις φάσεις της συναισθηματικής ωρίμανσης, έως την διαφοροποίηση. Στη βάση αυτή, το άγχος αποχωρισμού θα προκύψει κατά την απουσία του θεραπευτή και τη μετακίνησή του σε άλλη Μονάδα του Προγράμματος, συχνά με ιδιαίτερη ένταση και ανυπομονησία του θεραπευόμενου να ξαναβρεθεί μαζί του. Ενίοτε, δε, το άγχος θα είναι παρόν ακόμη και ενώ ο θεραπευτής βρίσκεται στο χώρο αλλά όχι στο οπτικό πεδίο του θεραπευόμενου. Στην εύθραυστη αυτή ψυχική συγκυρία, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον θεραπευόμενο να σχετίζεται πάντοτε με τον ίδιο θεραπευτή. Η απόφαση αντικατάστασής του, πάντοτε με ιδιαίτερη ευαισθησία από την κλινική ομάδα, θα πρέπει να συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις κινδύνου για την πορεία του θεραπευόμενου, προερχόμενου είτε από πλευράς του μέσα από, ενδεικτικά, μία παραληρητική μεταβίβαση, είτε από πλευράς του θεραπευτή, μέσα από, για παράδειγμα, την αφύπνιση ανεξέλεγκτων συναισθημάτων, στο πλαίσιο της δικής του αντιμεταβίβασης και, κυρίως, τη δυσκολία του για στενή συναισθηματική σχέση. Για να «ξεκολλήσει» ο τοξικομανής, χρειάζεται πρώτα να «κολλήσει».

Το άγχος αποχωρισμού από το πλαίσιο, προς το οποίο ο θεραπευόμενος θα μεταβιβάσει επίσης συναισθήματα από την ιστορία του στο δικό του σπίτι, θα αναζωπυρωθεί κατά την αποφυλάκισή του αλλά και κατά τη μετάβασή του στη φάση της Κοινωνικής Επανένταξης. Μετά, δηλαδή, από την ολοκλήρωση της κύριας φάσης της θεραπείας, εντός ή εκτός φυλακής, όταν ο θεραπευόμενος τοξικομανής φύγει από το σπίτι της θεραπευτικής Κοινότητας. Αντίστοιχα, συναντάμε θεραπευόμενους που αρνούνται να παραπεμφθούν σε άλλο θεραπευτικό Πρόγραμμα, αισθανόμενοι όχι μόνο το άγχος του αποχωρισμού από το πλαίσιο αλλά και απόρριψη από εκείνο, κατά τα προσωπικά τους βιώματα. Επομένως, είναι ιδιαίτερης σημασίας η ταυτόχρονη παρουσία του παλιού και του νέου θεραπευτή, σε μία προοδευτική διαδικασία παραπομπής.

Η θεραπεία απεξάρτησης, λοιπόν, συνιστά μια νέα, κοινωνική, γέννηση για τον εξαρτημένο, μια κοινωνικοποίηση που θα πραγματοποιηθεί μέσα από τη συμμετοχή στις εμπειρίες των άλλων (Μάτσα, 2010). Στο έδαφος ενός ασφαλούς θεραπευτικού δεσμού και με την παρουσία του συμβολικού νόμου δια μέσου του πλαισίου, της ομάδας, του θεραπευτή, του λόγου και της τέχνης, ο θεραπευόμενος τοξικομανής θα μπορέσει να ταυτιστεί αλλά και να αποχωριστεί, προς τη συνέχεια της ζωής.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Bowlby, J. (1988), A Secure Base: Parent-Child Attachment and Healthy Human Development, Tavistock professional book. London: Routledge.

Green, A. (1983), In Narcissisme de Vie, Narcissisme de Mort (pp. 247-283). Paris: Les editions de Minuit.

Lacan, J. (1966), Le stade du miroir comme formateur de la fonction du «je», telle qu’elle nous est revelée dans l’expérience psychanalytique, Écrits, Paris: Εditions du Seuil.

McDougall, J. (2010), Η ψυχική οικονομία του εθισμού, στο Marinov, V. (2010), Ανορεξία, εξαρτήσεις και ναρκισσιστικές ευθραυστότητες, Συλλογικό, Αθήνα: Κατάρτι.

Olievenstein, C. (1982), Η ζωή του τοξικομανή, Αθήνα: Παλλάδα. Schmid-Kitsikis, E. (2011), Συνοδινού Κ. (επιμ.). Wilfred R. Bion. Μτφρ. Α. Ατσαλάκη, Π. Κεφάλας. Αθήνα: Βήτα.

Winnicott, D. (2001), Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, Αθήνα: Καστανιώτης.

Καγγελάρη, Ρ. (2021), Ο τοξικομανής και ο Νόμος, Αθήνα: Εκκρεμές.

Καγγελάρης Φ. (2022), Σημειώματα Ψ, Αθήνα: Παπαζήση.

Μάτσα, Κ. (2010), Ψάξαμε για ανθρώπους και βρήκαμε σκιές: το αίνιγμα της τοξικομανίας, Αθήνα: Άγρα.

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...