κρίσιμη καμπή: απόσπασμα από το βιβλίο Κρίση και Μετασχηματισμοί

Κοινοποίηση

Η κρίση —και σε αυτό συμφωνώ απολύτως με το Δημήτρη Καραγιάννη, που μου κάνει την τιμή να συνομιλεί μαζί μου σε τούτο το βιβλίο— μπορεί να κατανοηθεί ως συνεχής καθημερινή εμπειρία, στο βαθμό που κάθε διάλογος, κάθε σχέση στην οποία μετέχουμε όπως και κάθε γεγονός το οποίο βιώνουμε, τροποποιεί διαρκώς την ταυτότητά μας.

Μια τέτοια θέση, εξάλλου, νομιμοποιείται και μέσα από τη θεωρία της διαλογικότητας και τις σχετικές ιδέες του Μιχαήλ Μπαχτίν. Αν ο διάλογος, όπως υποστηρίζει ο Ρώσος στοχαστής, είναι υπαρξιακή, οντολογική εμπειρία που επηρεάζει καθοριστικά τον εαυτό ή την ομάδα αφ’ ης στιγμής συμμετέχουμε σε αυτόν, αν η ίδια η ύπαρξη είναι σε τελική ανάλυση διάλογος (εσωτερικός ή διαπροσωπικός/εξωτερικός), που εξελίσσεται και αλλάζει υπό την επίδραση των λόγων αφενός των συνομιλητών μας και αφετέρου των εσωτερικευμένων σημαντικών άλλων,[1] αναπόφευκτα είμαστε διαρκώς εκτεθειμένοι στον επηρεασμό του, δηλαδή σε μια συνθήκη δυνητικής αλλαγής των βεβαιοτήτων μας.

Βέβαια, θα αντέτεινε κανείς ότι διαφέρει αυτό που χαρακτηρίζουμε ως αποσταθεροποίηση και κρίσιμη καμπή από την έννοια της κρίσης όπως την εννοεί ο Δ. Καραγιάννης,  η οποία είναι, από μια άποψη, καλοδεχούμενη. Πράγματι, οι καθημερινές κρίσεις αποτελούν δρόμο για τον εμπλουτισμό της ταυτότητας και των δεξιοτήτων που έχουμε για να αντεπεξέλθουμε σε στρεσογόνες συνθήκες και  για να διαχειριστούμε τις αλλαγές  συμβαίνουν στα πλαίσια όπου ζούμε.

Οι κρίσιμες καμπές —πολύ σπουδαία έννοια, η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα και την αναγκαιότητα της επιλογής— εμπεριέχουν πάντοτε την πιθανότητα ενός αβέβαιου παρόντος κι ενός άγνωστου μέλλοντος, διότι συσχετίζονται, όπως εκτιμώ, με θεμελιακές αλλαγές σε όσα συγκροτούν ένα τοπίο οικειότητας[2], μέσα στο οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, να επικοινωνούμε, να σχετιζόμαστε, να μετακινούμαστε και να αλλάζουμε.

Τέτοιου είδους αλλαγές συνδέονται συχνά, αλλά όχι πάντα, με την απώλεια και την καταστροφή. Ο θάνατος, η απομάκρυνση ενός αγαπημένου προσώπου, η ματαίωση μιας σχέσης στην οποία έχουμε επενδύσει συναισθηματικά και υπαρξιακά, η απώλεια της εργασίας, οι οικονομικές καταστροφές, η αναγκαστική μετανάστευση και η προσφυγιά, οι παραβιάσεις και η σωματική κακοποίηση, αποτελούν ορισμένα παραδείγματα.

Στην κρίσιμη καμπή αναδύονται συχνά, όπως προανέφερα, διλημματικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από μια διαλεκτική σύγκρουση, η οποία μπορεί να προσλάβει πολεμικά χαρακτηριστικά στο διάλογο, είτε αυτός είναι εσωτερικός είτε διαπροσωπικός/εξωτερικός. Έτσι, καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωπες με το δίλημμα ποιο δρόμο θα επιλέξουμε, οι σκέψεις και οι εσωτερικοί μας διάλογοι «βρίθουν από φωνές», που ηχούν μέσα μας επιζητώντας να μας καθοδηγήσουν σχετικά με το ορθό των αποφάσεών μας.

Σε αυτούς τους διαλόγους είναι παρόντες με τον τρόπο τους οι σημαντικοί εσωτερικευμένοι άλλοι, οι άνθρωποι των οποίων τις φωνές έχουμε υιοθετήσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως επίσης συμμετέχει ο ενσυνείδητος εαυτός μας, που, κατά περίπτωση, περιορίζεται από τα βιώματά του ή αντλεί γνώση και δύναμη από αυτά. Οι προκύπτουσες συγκρούσεις σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές αλλά και η συνειδητοποίηση των αδιεξόδων είναι οδυνηρές για όλους και όλες μας, όπως διαφαίνεται από σειρά συμπτωμάτων που καταγράφονται στις έρευνες για την ψυχική υγεία[3] ή στους χώρους όπου παρέχεται ψυχολογική υποστήριξη: κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, φοβίες, απομόνωση και μοναξιά είναι ορισμένα από αυτά. Το κυριότερο: Ανεξάρτητα από το αν είναι το άτομο ή μια κοινωνία που εκδηλώνει όλα τούτα τα συμπτώματα, έχει τεράστια σημασία το πλαίσιο εντός του οποίου αυτά βιώνονται.

Το γεγονός αυτό οφείλεται όχι μόνο στην έλλειψη ή μη ενεργών δεσμών ή κοινοτικών δικτύων φροντίδας, όπως, λ.χ., οργανωμένες δομές υποστήριξης για την ψυχική υγεία, για την αστεγία, τους απόρους, για τις γυναίκες και τα παιδιά που κακοποιούνται κ.ά., αλλά και στον τεράστιο ρόλο που παίζουν η κουλτούρα και οι κυρίαρχοι κανονιστικοί λόγοι για το πώς να ζούμε την καθημερινότητά μας και ποιος είναι ο ορθός τρόπος να βιώνουμε τις κρίσεις και τις απώλειες. Λ.χ., όπως εύστοχα υποστηρίζουν διάφοροι στοχαστές, μεταξύ αυτών οι Έντγκαρ Καμπάνας και Εύα Ιλούζ (στο βιβλίο τους Ευτυχιοκρατία) και ο Πασκάλ Μπρικνέρ (στο Αέναη Ευφορία), στο σύγχρονο κόσμο η αναζήτηση της ευτυχίας καθίσταται εν τέλει καταναγκαστική επιλογή και το άτομο στέκεται αποκλειστικά υπεύθυνο για το εάν θα είναι ευτυχισμένο, εφόσον, σύμφωνα με αυτή την κυρίαρχη κουλτούρα, δεν έχουν βαρύνουσα σημασία οι συνθήκες διαβίωσης αλλά το υποκειμενικό βίωμα σχετικά με αυτές. Έτσι, συμπτώματα σαν τα παραπάνω δεν νομιμοποιούνται κοινωνικά και βιώνονται ενοχικά, ενώ το άτομο χρεώνεται όλη την ευθύνη για τις επιλογές του.

Ωστόσο, εδώ μας ενδιαφέρει, όπως έχει τονιστεί, να διερευνήσουμε πώς ταυτόχρονα και από κοινού τα άτομα και οι κοινότητες τοποθετούνται και δρουν σε μια κρίσιμη καμπή. Σε αυτή τη διερεύνηση καταφεύγω συχνά στην έννοια της ενδεχομενικότητας, την οποία στη συστημική θεωρία χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το εύρος των πιθανών επιλογών που έχουν τα συστήματα, προκειμένου να «απαντήσουν» στην ανατροφοδότηση που δέχονται από το περιβάλλον τους. Η ενδεχομενικότητα έχει καίρια σημασία, καθώς στα σημεία καμπής είναι «άγνωστο πού οδηγούν οι στροφές» και αναδεικνύονται πάντοτε ευκαιρίες για αλλαγές και μετασχηματισμούς αλλά και κίνδυνοι για καταστροφές.

Τα συστήματα, ατομικά ή συλλογικά, τοποθετούνται στις κρίσιμες καμπές επιλέγοντας από το πλήθος των ενδεχομένων απαντήσεων, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προηγείται μια διεργασία στην οποία βιώνουν διλήμματα και αμφιβολίες, καθώς βρίσκονται νοητικά και συναισθηματικά συνδεδεμένα με πλείστες επιλογές, οι οποίες αυξάνουν όσο περισσότερο εκτίθενται στην πληροφορία και στη ρευστότητα.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τη διεργασία μέσω της οποίας τα συστήματα οδηγούνται στη λήψη αποφάσεων, οι συνομιλήτριες και οι συνομιλητές μας προσκαλούνται να εκφράσουν τις ιδέες τους σχετικά. Έτσι, οι αναφορές στον αναστοχασμό αλλά και στην «άρνηση» της πραγματικότητας είναι συχνές, το ίδιο και η εστίαση στην σπουδαιότητα που έχουν οι ηγεμονικοί λόγοι στην κουλτούρα και τον πολιτισμό, η οργάνωση της οικονομίας και των θεσμών, η κυριαρχία της ειδημοσύνης και των ειδικών — και, αντίστοιχα, η υποτίμηση της γνώσης που έχουν τα υποκείμενα μιας κρίσης.

 

[1]. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να εμβαθύνει σε αυτήν τη θεματική μπορεί να καταφύγει στο βιβλίο των Χούμπερτ Τζ. Μ. Χέρμαν & Ανιέσκα Κονόπκα Η θεωρία του διαλογικού εαυτού (Αθήνα, 2016, Εκδ. Παρισιάνος). Επίσης, αναλυτικές αναφορές υπάρχουν στη Γραμματική των Αποθεμάτων, στο κεφάλαιο για το διαλογικό εαυτό.

[2]. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «τοπίο οικειότητας», και όχι αυτόν της «ζώνης ασφάλειας» (safe zone), όπως συνηθίζεται στην ψυχολογία, επειδή συμμερίζομαι την αντίληψη της H. Anderson (δες σχετική συνέντευξη στο https://www.youtube.com/watch?v=iDoHP5NORB8&ab_channel=ThinkPlayPartners) για το αναπόφευκτο να ζούμε διαρκώς μέσα στην αβεβαιότητα και να συγκατασκευάζουμε συνεχώς την ασφάλεια μέσα στη σχέση και την επικοινωνία με τους άλλους.

[3]. Δες ενδεικτικά το δημοσίευμα της Καθημερινής για την αύξηση των κρουσμάτων κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της πανδημίας: https://www.kathimerini.gr/society/561443020/diplasiastike-to-pososto-politon-me-katathlipsi-kata-tin-pandimia/

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...