Λέξεις Κλειδιά: συνήχηση, χάρτης σχεσιακής συνήχησης, ηθικά θέματα και δεοντολογία

Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία ασχολείται με το φαινόμενο της συνήχησης στα πλαίσια των οικογενειακών παρεμβάσεων. Βασικός σκοπός είναι η καλύτερη κατανόηση του φαινομένου. Αρχικά παρουσιάζεται η έννοια της συνήχησης, στη συνέχεια περιγράφονται οι πιθανοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να επηρεάσει τη θεραπευτική σχέση, και τέλος ακολουθεί μια συζήτηση που επισημαίνει ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα. Επίσης, στην εργασία παρουσιάζονται κλινικές περιπτώσεις, ώστε να είναι πληρέστερη η κατανόηση των εννοιών. Το θέμα κρίνεται σημαντικό γιατί συνηχήσεις μπορούν να εμφανιστούν στις οικογενειακές συναντήσεις με μεγάλη συχνότητα, και η αναγνώριση τους βοηθά στη νοηματοδότηση γεγονότων, ενώ αντίθετα η έλλειψη επίγνωσης μπορεί να παρεμποδίσει τη θεραπευτική διεργασία.

Η συνήχηση στην πράξη

Στα πλαίσια μιας μουσικής εκπαίδευσης του συγγραφέα, ένας φίλος μουσικός του έδειξε πώς όταν κούρδιζε μια κιθάρα, ενώ με το δεξί χέρι χτυπούσε την πρώτη χορδή και με το αριστερό έπιανε το πέμπτο τάστο (που αντιστοιχεί στη νότα λα), παλλόταν η δεύτερη χορδή (που είναι επίσης λα), χωρίς να την έχει αγγίξει! Κάτι που συνέβαινε στην πρώτη χορδή, επηρέαζε τη δεύτερη με έναν «μαγικό» τρόπο. Η σκέψη που γεννήθηκε ήταν ότι αυτό σχετίζεται με το φαινόμενο της συνήχησης στη φυσική, όπου προφανώς πραγματοποιήθηκε συντονισμός συχνοτήτων. Ίσως έχει μεγαλύτερη γοητεία να το δείτε στην κιθάρα παρά να το διαβάζετε σ’ ένα κείμενο. Χρόνια μετά από αυτό το γεγονός, την περίοδο που ο συγγραφέας εκπαιδευόταν στο πρόγραμμα «Εισαγωγή στη Συστημική Προσέγγιση και στις Παρεμβάσεις Οικογενειακού Τύπου», η έννοια της συνήχησης εμφανίστηκε ξανά κατά τη διάρκεια οικογενειακών συνεδριών με έναν τρόπο που θύμιζε τις χορδές που πάλλονταν.
Στο πλαίσιο εργασίας μας δημιουργήθηκε μια ομάδα στελεχών που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν συστημικές ιδέες με οικογένειες. Για τις ανάγκες μιας περίπτωσης θεραπείας οικογένειας που περιγράφεται παρακάτω, συνεργάστηκαν δύο στελέχη: ο ψυχολόγος και μία κοινωνική λειτουργός. Ορισμένα στοιχεία της οικογένειας ίσως έχουν παραποιηθεί για την διασφάλιση της ανωνυμίας. Ένα ζευγάρι, (και οι δύο ήταν γύρω στα πενήντα), προσήλθε με αίτημα την αντιμετώπιση των εκρήξεων θυμού και των δυσθυμικών συμπτωμάτων του συζύγου. Και οι δύο είχαν παιδί από προηγούμενο γάμο, που ηλικιακά ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι. Η σύζυγος με το παιδί της είχαν στενή «συγχωνευμένη» σχέση και αυτό είχε ως συνέπεια ο σύντροφός της να παραπονιέται για αποκλεισμό, και κατά περιόδους να χάνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς τη στιγμή που ήθελε να αποκτήσει τον έλεγχο της οικογενειακής κατάστασης. Προφανώς τις εκρήξεις θυμού ακολούθησε μια περίοδος θλίψης, ενοχών και περισυλλογής για τον «ταυτοποιημένο ασθενή» της οικογενείας.
Μετά από μια σειρά συναντήσεων διαμορφώθηκαν ορισμένα ενδιαφέροντα δυναμικά στο θεραπευτικό σύστημα. Όταν η σύζυγος αποφάσισε να φροντίσει το παιδί της και να παραμελήσει τον σύζυγό της, ο σύζυγος βίωσε θυμό, αποκλεισμό και αίσθημα εγκατάλειψης. Κάτι παρόμοιο βίωσε και ο ψυχολόγος στα πλαίσια της θεραπευτικής ομάδας. Η συνεργάτιδά του αποφάσισε να φροντίσει το παιδί της που έδινε πανελλήνιες εξετάσεις και να απεμπλακεί από την ευθύνη της θεραπευτικής ομάδας. Οι δύο άντρες του θεραπευτικού συστήματος βίωσαν εγκατάλειψη, ο πρώτος από τη σύντροφό του, ο δεύτερος από τη συνάδελφό του. Οι δύο γυναίκες του θεραπευτικού συστήματος αποφάσισαν πως ήταν πιο σημαντικό γι’ αυτές (τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, σε τόσο μεγάλο βαθμό) να επενδύσουν σε χρόνο και ενέργεια στα παιδιά τους .
Η αναγνώριση της συνήχησης έγινε από τη θεραπευτική ομάδα κατά τη διάρκεια της συζήτησης μετά τη συνεδρία. Οι ερωτήσεις του ψυχολόγου, ως μέλους του θεραπευτικού συστήματος, ήταν «τι κάνω με αυτό το συναίσθημα εγκατάλειψης που βίωσα κατά τη διάρκεια της συνεδρίας;» και «πώς μπορώ να αξιοποιήσω τη συνήχηση προς όφελος της οικογένειας;». Στην πράξη ακολούθησαν αρκετές συναντήσεις με τη συνάδελφο, όπου μπήκαν σ’ ένα διάλογο τα συναισθήματα που γεννήθηκαν. Ουσιαστικά, αυτό που διευκρινίστηκε (και ίσως ήταν σημαντικό για να μειώσει τη δυσφορία και την ένταση που ένιωσε ο ψυχολόγος), ήταν πως η συνάδελφος θα παραμείνει στην ομάδα οικογενειακών παρεμβάσεων μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας αυτής της οικογένειας, αλλά δεν θα συμμετέχει σε καινούρια θεραπεία μέχρι το τέλος των πανελληνίων εξετάσεων. Επίσης, οι δύο συνεργάτες σκέφτηκαν και αφηγήθηκαν καταστάσεις της δική τους ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που έχουν κοινά στοιχεία με την οικογένεια. Τέλος, το περιστατικό παρουσιάστηκε σε εποπτεία, όπου δόθηκαν πληροφορίες και για τη βιβλιογραφία γύρω από το θέμα.. Ουσιαστικά η διαδικασία της εποπτείας αποτέλεσε έναυσμα για περαιτέρω έρευνα.

Θεωρητική προσέγγιση της συνήχησης

Ο όρος συνήχηση (resonance) εισήχθη στην ψυχοθεραπεία από τον Foulkes (1977), στο πλαίσιο της ομαδικής ανάλυσης, «προκειμένου να υπάρχει απόκριση στο γεγονός ότι κάθε μέλος παίρνει από την κοινοπραξία ότι έχει σχέση μ’ αυτό». H Berman (2011) αναφέρει ότι αυτόν τον όρο τον πρότεινε ο Foulkes, καθώς ο τελευταίος παρατήρησε «κάποιες αυθόρμητες, λεκτικές και μη λεκτικές, αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών της ομάδας που έμοιαζαν σ’ αυτόν με χορδές που δονούνται και ενισχύουν η μια την άλλη». Επίσης, η Berman (2011) καταγράφει την άποψη του Foulkes ότι «το άτομο συνηχεί σ’ ένα μουσικό τόνο στον οποίο είναι κουρδισμένο, στον οποίο η ειδική δομή της προσωπικότητας έχει ρυθμιστεί».
Στη συνέχεια ο Elkaim (1995) χρησιμοποιεί τον όρο «resonances» (συνηχήσεις) για να περιγράψει «τις ειδικές συναθροίσεις που συνίστανται στην τομή κοινών στοιχείων από άτομα ή ανθρώπινα συστήματα. Οι συνηχήσεις αναδύονται από τις αμοιβαίες κατασκευές της πραγματικότητας των μελών του θεραπευτικού συστήματος: αυτά τα στοιχεία φαίνεται να μπαίνουν σε συνήχηση ως αποτέλεσμα ενός «κοινού παράγοντα», ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που υλικά σώματα μπορούν να μπουν σε παλμική κίνηση αν βρεθούν στην ίδια συχνότητα». Ας θυμηθούμε τις χορδές που πάλλονται όταν συντονιστούν στη συχνότητα της νότας λα. Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί και στα μέλη του θεραπευτικού συστήματος. Τα ανθρώπινα συστήματα έρχονται σε συνήχηση υπό την επίδραση ενός κοινού στοιχείου. Ο Elkaim (1995) σημειώνει ότι «δεν μπορούμε να βιώσουμε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα παρά μόνο αν οι ειδικές συνθήκες αγγίξουν κάποια χορδή μέσα μας», και συνεχίζει τονίζοντας ότι «το νόημα και η λειτουργία αυτής της δόνησης της χορδής δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στο επίπεδο των ατομικών δυναμικών: θα πρέπει να συνδεθούν με το σύστημα μέσα στο οποίο βιώνεται το συναίσθημα».
Οι συνηχήσεις δεν υπάρχουν καθαυτές. Δεν πρόκειται για μια «κρυμμένη αλήθεια» που θα πρέπει να φέρουμε στο φως μέσω ενός σημείου, κοινού ανάμεσα σε διάφορα συστήματα. Οι συνηχήσεις συμβαίνουν στην αμοιβαία κατασκευή του πραγματικού (Elkaim, 1991).
Ο Elkaim (1995) προτείνει ορισμένες ερωτήσεις που καλό είναι να θέσει στον εαυτό του κάποιος ειδικός, όταν αναγνωρίσει ένα συναίσθημα (ή ένα θέμα) που του τραβάει την προσοχή κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας με μια οικογένεια.
«Αυτό το θέμα ή το συναίσθημα μου είναι οικείο; Αν ναι τι μου θυμίζει; Τι μου φέρνει στο μυαλό;»
«Πόσο σημαντικό είναι αυτό το θέμα που εγώ θεωρώ κρίσιμο για την οικογένεια; Πόσο τους αφορά;»
«Τι γίνεται αν το θέμα αναδειχθεί σημαντικό, τόσο σε σχέση με τη δική μας ιστορία, όσο και για τα μέλη της οικογένειας;»
Η τελευταία ερώτηση ο Elkaim (1995) θεωρεί ότι μπορεί να βοηθήσει τους θεραπευτές να ανακαλύψουν μια μοναδική και ειδική γέφυρα, μια γέφυρα που ενώνει τους θεραπευτές με τα μέλη της οικογένειας. Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η γέφυρα χαρακτηρίζεται «επικίνδυνη», γιατί αν ενισχυθεί το κοινό θέμα θα παρεμποδιστεί η αλλαγή στη θεραπεία. O Elkaim (1995) σημειώνει ότι «παρόλα αυτά, το επιμέρους θέμα που εξετάζουμε θα παρέχει έναν χάρτη των ναρκών που είναι διασπαρμένες κατά μήκος της γέφυρας, δείχνοντάς μας τους κινδύνους που πρέπει να αποφύγουμε όταν διασχίζουμε αυτή την αμοιβαία κατασκευή».
Η Kaslow και συν (2002) θεωρούν ότι η συνήχηση είναι ένα εργαλείο που μπορεί να αξιοποιήσει ο θεραπευτής όταν απαντήσει στις παρακάτω ερωτήσεις.
– «Ποια είναι η λειτουργία της εμπειρίας μου για το πλαίσιο στο οποίο βρίσκομαι;»
– «Σε ποιο βαθμό τα συναισθήματά μου επιτρέπουν στα άλλα μέλη του συστήματος να διατηρήσουν τα βαθιά «πιστεύω» τους και να παραμείνουν σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο;»
Αν ο θεραπευτής απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να ανακαλύψει με ποιους τρόπους, αφενός επηρεάζεται από το σύστημα, και αφετέρου πώς έχει ο ίδιος συμβάλει στην ανάπτυξη ή τη διατήρησή του.
Η Kaslow και συν παρομοιάζει τη συνήχηση με “ένα παγόβουνο που μόνο το ένα τρίτο συνδέεται με τη δική μας ιστορία και τα άλλα δύο τρίτα μάς είναι άγνωστα”. Η συνήχηση περιλαμβάνει κανόνες που μοιράζονται τα διαφορετικά συστήματα σε μια αμοιβαία σχέση. Για παράδειγμα, ένας κανόνας μπορεί να είναι κοινός και να αφορά ταυτόχρονα το ίδρυμα που προσφέρει υπηρεσίες, την οικογένεια καταγωγής του θεραπευτή (ή της θεραπεύτριας), την οικογένεια που έρχεται για βοήθεια, την ομάδα εποπτείας ή το πολιτισμικό πλαίσιο (Kaslow και συν, 2002).
Ο Jensen θεωρεί ότι η συνήχηση δίνει νόημα στην κυκλικότητα που υπάρχει μεταξύ των προσωπικών ζωών των θεραπευτών και των αφηγήσεων των πελατών, και αναφέρει ότι η έννοια της συνήχησης μπορεί να προσεγγιστεί σε μια σχεσιακή διάσταση. Η έννοια της συνήχησης αναπτύσσεται για να συμπεριλάβει τόσο την προσωπική όσο και τη σχεσιακή συνήχηση. Επίσης ο Jensen αναφέρει πως ότι σχετίζεται με τη συνήχηση, και λαμβάνει χώρα στον νου ή στα συναισθήματα του θεραπευτή και των μελών της οικογένειας, ανήκει στην έννοια της προσωπικής συνήχησης. Όμως, ταυτόχρονα, συνήχηση μπορεί να συμβαίνει και στον χώρο μεταξύ του θεραπευτή και της οικογένειας (Jensen, 2012).

Η έννοια και η τυπολογία της σχεσιακής συνήχησης

Ο Jensen αναφέρει την άποψη ότι «η θεραπευτική σχέση είναι ένας από τους παράγοντες που προάγουν την αλλαγή στην ψυχοθεραπεία». Η επίδραση της προσωπικής εμπειρίας του θεραπευτή κατά τη θεραπευτική διαδικασία είναι ένας σημαντικός παράγοντας και γι’ αυτό καλό είναι να ληφθεί υπόψη και να κατανοηθεί. Οι έμπειροι θεραπευτές περιγράφουν την επίγνωση των «εαυτών» τους ως παράγοντα της αλλαγής μέσα στη σχέση (Jensen, 2012).
Ο Jensen (2012) προχώρησε σε μια τυπολογία της σχεσιακής συνήχησης. Κατασκεύασε έναν «χάρτη», με σκοπό να προσθέσει αναστοχασμούς για την κατανόηση του τι γίνεται μέσα στον χώρο της θεραπείας, όταν η διαδικασία αλληλεπίδρασης επηρεάζεται από τις προσωπικές εμπειρίες του θεραπευτή. Στόχος του ήταν να βοηθήσει στην εποπτεία και στην εκπαίδευση.
Ο Jensen αναφέρει την προσέγγιση των Cross και Papadopoulos που αφορά τέσσερα πεδία όπου μπορεί ο θεραπευτής να εστιάσει: την οικογένεια του, το πολιτισμικό του υπόβαθρο, το φύλο του, τις ηθικές αρχές του. Όπως και στην περίπτωση της συνήχησης, ο θεραπευτής, όταν διερευνά τη σχεσιακή συνήχηση, καλείται να δώσει απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις. Συγκεκριμένα:
«Πώς η οικογένειά μου επηρεάζει την πρακτική μου ως θεραπευτή;»
«Πώς η κουλτούρα μου επηρεάζει τη δουλειά μου;»
«Τι σημαίνει να είμαι άντρας ή γυναίκα, και πολύ περισσότερο τι συνέπειες έχουν αυτές οι έννοιες;»
«Ποια είναι η σχέση μεταξύ των προσωπικών ηθικών αξιών και της επαγγελματικής δεοντολογίας;»
Στο παράρτημα βρίσκεται το σχήμα 1 που είναι μια επισκόπηση της δομής και των εννοιών του χάρτη (Jensen, 2007).

Η αμοιβαία συνήχηση

Η αμοιβαία συνήχηση αναφέρεται σε μια θεραπευτική διαδικασία όπου η σχέση μεταξύ του θεραπευτή και των πελατών έχει έναν χαρακτήρα αμοιβαίας κατανόησης. Οι αμοιβαίες συνηχήσεις περιλαμβάνουν θεραπευτικές συναντήσεις, όπου το ιστορικό του πελάτη ή η κατάσταση, φέρνει αναμνήσεις και συναισθήματα στον θεραπευτή. Επίσης, συνδέουν τον θεραπευτή και τους πελάτες σε κοινά σημεία αναφοράς. Αυτή η σύνδεση ίσως είναι πλήρως αποσαφηνισμένη, μερικώς αποσαφηνισμένη, ή ασαφής. Οι αμοιβαίες συνηχήσεις μεταξύ των θεραπευτών και των μελών της οικογένειας μπορούν να πάρουν τη μορφή είτε υποστηρικτικών, είτε προκλητικών συνηχήσεων (Jensen, 2012).

Υποστηρικτική αμοιβαία συνήχηση

O Jensen (2007), για την καλύτερη κατανόηση της έννοιας της υποστηρικτικής αμοιβαίας συνήχησης, αναφέρει ως παράδειγμα ένα περιστατικό όπου μια έμπειρη θεραπεύτρια δούλευε με μια οικογένεια στην οποία ο «αναγνωρισμένος ασθενής» ήταν ένα κορίτσι δώδεκα χρονών με νυχτερινή ενούρηση. Η θεραπεύτρια δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το κορίτσι κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο οικογενειακών συνεδριών. Στην τρίτη συνεδρία αποφάσισε να πει μια προσωπική ιστορία. Κοίταξε προς το κορίτσι και είπε: «Όταν ήμουν δώδεκα χρονών, έβρεχα κι εγώ το κρεβάτι μου». Για πρώτη φορά το κορίτσι την κοίταξε και μπόρεσαν να μιλήσουν.
Ακόμα, ο Jensen αναφέρει τις απόψεις των Dallos και Vetere, που θεωρούν ότι η υποστηρικτική αμοιβαία συνήχηση είναι μια ασφαλής βάση της θεραπείας, αλλά και του Minuchin, που την παρουσιάζει ως μέρος της σύνδεσης (joining) στην οικογενειακή θεραπεία. Όμως, η υποστηρικτική αμοιβαία συνήχηση αναφέρεται σ’ ένα ειδικό μέρος της θεραπευτικής συνάντησης. Ουσιαστικά περιγράφει τα στοιχεία της οικογενειακής συνεδρίας που πηγάζουν από την προσωπική ζωή του θεραπευτή και μεταφέρονται στη θεραπεία από την αλληλεπίδραση του θεραπευτή με τους πελάτες. Το κοινό στοιχείο των βιωμάτων του θεραπευτή με τα μέλη της οικογένειας προσθέτει νόημα και δίνει νέα κατεύθυνση στη θεραπεία (Jensen, 2012).

Προκλητική αμοιβαία συνήχηση

Ο Jensen αναφέρει ως παράδειγμα προκλητικής αμοιβαίας συνήχησης τον συντονισμό της προσωπικής ζωής μιας θεραπεύτριας με τη ζωή μιας γυναίκας, όπου και οι δύο θα έπρεπε να ζήσουν με τον άρρωστο σύζυγό τους. Η ειδικός θεώρησε ότι θα ήταν λάθος να προχωρήσει χωρίς να σχολιάσει αυτή την παράλληλη κατάσταση. Κατά συνέπεια, είπε στη θεραπευόμενη ότι κάτι κοινό υπάρχει στη ζωή της που την επηρεάζει. Για τον λόγο αυτό, της πρότεινε συνεργασία με άλλον θεραπευτή.
Η προκλητική αμοιβαία συνήχηση διαμορφώνει ένα πλαίσιο για μια αλληλουχία μέσα στη θεραπεία. Η συνήχηση της ιστορίας του πελάτη προκαλεί τον θεραπευτή, με συνέπεια να επηρεάζει τη θεραπευτική σχέση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σ’ αυτή την περίπτωση η θεραπευτική σχέση μπορεί να περιοριστεί, να τεθεί σε κίνδυνο, ή αντίθετα να προσφέρει νέες κατευθύνσεις στη θεραπεία (Jensen, 2007).

Αμοιβαία ασυμφωνία

Η έννοια της «γνωστικής ασυμφωνίας» έχει αναπτυχθεί από τον Festinger και περιγράφει μια κατάσταση έλλειψης συμφωνίας μεταξύ των αρχών, των ιδεών και των στάσεων ενός ατόμου, σε σχέση με τις εμπειρίες της ζωής του (Jensen, 2007). Μια χαρακτηριστική περίπτωση συνήχησης με αμοιβαία ασυμφωνία αναφέρει ο Jensen, όπου ένας θεραπευτής με αντισυμβατικό τρόπο ζωής αναλαμβάνει μια οικογένεια ευσεβών χριστιανών. Κατά τη διάρκεια των συνεδριών ο θεραπευτής συνάντησε μεγάλη δυσκολία όταν η οικογένεια επαναλάμβανε μια ιστορία ή παραπονιόταν χωρίς να κάνει προσπάθεια αλλαγής. Προφανώς σε μια τέτοια περίπτωση η θεραπευτική διαδικασία θα έφερνε ένα άκαρπο αποτέλεσμα, γι’ αυτό καλό είναι παρόμοιες περιπτώσεις να έρχονται σε εποπτεία ή/και να αλλάζουν θεραπευτή (Jensen 2007). Η αμοιβαία ασυμφωνία είναι πιθανό να μειώσει την ενσυναίσθηση του θεραπευτή, αλλά επίσης είναι πιθανό, κάποιες φορές, να αποτελέσει ευκαιρία για να συναντήσει τους πελάτες μέσα από την αναζήτηση διαφορών (Jensen, 2007).
Οι αξίες και οι στάσεις απέναντι στη ζωή που έχει ο θεραπευτής δεν είναι απαραίτητο να ακολουθούνται από μια οικογένεια που έρχεται για θεραπεία. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για το φαινόμενο του «θεραπευτικού αποικισμού».

Θεραπευτικός αποικισμός

Η έννοια του αποικισμού προέρχεται από την πολιτική. Περιγράφει μια ειδική σχέση μεταξύ μιας μητρόπολης και ορισμένων άλλων χωρών, και που κατά κανόνα είναι μια σχέση άνιση. Ο θεραπευτικός αποικισμός περιγράφει τον τρόπο που η κουλτούρα, η εμπειρία και οι ηθικές αρχές ενός συστημικού οικογενειακού θεραπευτή επηρεάζουν τη θεραπευτική πρακτική του. Ο θεραπευτικός αποικισμός δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου η λειτουργία της αμοιβαίας επικοινωνίας μειώνεται. Αυτό γίνεται διότι ο θεραπευτής εισάγει θέματα για συζήτηση βασιζόμενος πάνω στην εξουσία του. Η χρήση της εξουσίας του θεραπευτή, που διαμορφώνει ένα πλαίσιο διαλόγου, φέρνει στην επιφάνεια θέματα ηθικής ευθύνης. Η γνώση της θεωρίας είναι μια βάση ευθύνης απέναντι στις ιδέες του θεραπευτή. Ταυτόχρονα, η εποπτεία και η θεραπεία του θεραπευτή αποτελούν εργαλεία για την καλύτερη κατανόηση και αναγνώριση των προκαταλήψεων που πιθανώς έχει (Jensen 2012).
Οι Rober και Seltzer (2010 β), αναφερόμενοι στον αποικισμό, επισημαίνουν ότι αυτός εμφανίζεται όταν ο θεραπευτής είναι υπερβολικά εστιασμένος στην αλλαγή: με αυτόν τον τρόπο δείχνει έλλειψη σεβασμού απέναντι στην οικογένεια και παραμελεί τους πόρους που η ίδια έχει για να επέλθει η αλλαγή. Όταν ο θεραπευτής παίρνει μια τέτοια στάση κινδυνεύει να χάσει την επαφή με ένα ή περισσότερα μέλη της οικογενείας. Για την αποφυγή του αποικισμού προτείνουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις που συχνά συνδυάζονται: α) Την παύση και την παρατήρηση. β) Την επανασύνδεση. Σχετικά με την πρώτη αναφέρουν ότι συχνά στρέφουν την προσοχή τους στον εσωτερικό διάλογο, παρατηρούν τις δικές τους παρεμβάσεις στη συνεδρία και αναρωτιούνται με ερωτήσεις-κλειδιά σχετικά με στις θέσεις που παίρνουν. Για παράδειγμα, μπορεί να αναρωτηθούν: «Ποια είναι η επίδραση αυτής της θέσης στην οικογένεια;», «Δημιουργεί περισσότερο χώρο για να πουν νέες ιστορίες;» κ.λπ. Όσον αφορά τη δεύτερη, σημειώνουν ότι μια ερώτηση-κλειδί προς την οικογένεια είναι: «Μπορείτε να με βοηθήσετε να καταλάβω;». Επίσης, συχνά μιλούν ανοιχτά για τις ανησυχίες που έχουν σχετικά με τη θέση τους, και τις συνδέουν με αυτό που βιώνουν τα μέλη της οικογένειας. Για να το πετύχουν αυτό μπορεί να ρωτήσουν: «Πώς νιώθουν τα μέλη της οικογένειας για τον τρόπο που η συνεδρία προχωρά;», «νιώθουν άνετα ή άβολα;», «Πώς αντιμετωπίζουν αυτή τη δυσφορία;» κ.λπ.
Στην έννοια του θεραπευτικού αποικισμού παίζουν ρόλο η επίγνωση και η ένταση της δύναμης που ασκεί ο θεραπευτής. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά ο θεραπευτικός αποικισμός κατηγοριοποιείται σε: α) έμμεσο θεραπευτικό αποικισμό, β) άμεσο θεραπευτικό αποικισμό, γ) θεραπευτικό ιμπεριαλισμό.

Έμμεσος θεραπευτικός αποικισμός

Ο έμμεσος θεραπευτικός αποικισμός λαμβάνει χώρα όταν η προσωπική και ιδιωτική εμπειρία του θεραπευτή επηρεάζουν τη συστημική οικογενειακή θεραπεία μ’ έναν απρογραμμάτιστο και ανέκφραστο τρόπο. Ο θεραπευτής δεν είναι πάντα ενήμερος για το τι συμβαίνει, κι αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο το οποίο ενδέχεται να κατανοηθεί σαν να είναι εκτός αυτού που ο θεραπευτής προβάλλει ως επαγγελματική πρακτική του. Οι ιδιαιτερότητες των σχέσεων εξουσίας ίσως είναι κρυμμένες και για τον θεραπευτή και για τον πελάτη (Jensen, 2012).
Επίσης, ο Jensen (2007) αναφέρει ένα παράδειγμα έμμεσου θεραπευτικού αποικισμού. Ένας θεραπευτής, ο οποίος δεν συνήθιζε να δίνει συμβουλές και να υποδεικνύει λύσεις, ρώτησε ένα ζευγάρι αν έχουν μιλήσει σε κάποιους άλλους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Βλέποντας το βίντεο της συνεδρίας φάνηκε σαν o θεραπευτής να συμβούλευε τα μέλη του ζευγαριού να μιλήσουν με τους γονείς και τα αδέρφια τους. Ο θεραπευτής ένιωσε έκπληκτος μ’ αυτό που είπε, έκπληκτος που έδωσε αυτή την οδηγία. Ήταν σαν να έκανε κάτι αντίθετο από τις αρχές του. Όμως, μέσα από τον διάλογο που έκανε ο ερευνητής με τον θεραπευτή, βρέθηκε ότι ο δεύτερος είχε βιώματα που ερμήνευαν την ερώτηση που έκανε. Συγκεκριμένα, όταν η σύντροφός του έμεινε έγκυος εκτός γάμου, εκείνος ζήτησε βοήθεια από την πατρική του οικογένεια.

Άμεσος Θεραπευτικός Αποικισμός

Στον άμεσο θεραπευτικό αποικισμό ο θεραπευτής χρησιμοποιεί την εξουσία του για να ορίσει θέματα συζήτησης αντίθετα με το αίτημα με το οποίο προσέρχονται οι πελάτες. Τα θέματα αυτά ορίζονται από την εμπειρία και τα βιώματα της ιδιωτικής ζωής του θεραπευτή. Κατά συνέπεια, η σφαίρα της αμοιβαίας επικοινωνίας μειώνεται και αναπτύσσεται μια σχέση εξουσίας (Jensen, 2012).
Ο Jensen (2007) περιγράφει ένα περιστατικό όπου έλαβε χώρα ο άμεσος θεραπευτικός αποικισμός. Ένα ζευγάρι ζητάει, με σαφή τρόπο, βοήθεια από μία θεραπεύτρια. Η γυναίκα ξεκινά λέγοντας πως είχαν αποφασίσει να χωρίσουν, αλλά καθώς έχουν δύο παιδιά, χρειάζονται βοήθεια σε θέματα επικοινωνίας. Η θεραπεύτρια ρωτάει τα μέλη της οικογένειας για τα θέματα που τους απασχολούν και εστιάζει σ’ ένα από αυτά (τη χρήση αλκοόλ του πατέρα) σαν να είναι το μόνο σημαντικό, αφιερώνοντας ολόκληρο τον χρόνο της συνεδρίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεραπεύτρια στην προσωπική της ζωή έβλεπε συχνά τον σύζυγό της να κάνει χρήση αλκοόλ. Αυτό το γεγονός είχε ως συνέπεια η συνεδρία να μην έχει την κατεύθυνση που θα ήθελε η οικογένεια και η θεραπεύτρια να χάσει την ικανότητα να ακούσει τις ανάγκες τους, όπως και τον λόγο για τον οποίο ήρθαν.

Ο θεραπευτικός ιμπεριαλισμός

Όπως ο αποικισμός, έτσι και ο ιμπεριαλισμός, ως όρος, χρησιμοποιήθηκε πρώτα στην πολιτική. Είναι μια έννοια που ενσωματώνεται σε διαφορετικές πολιτικές θεωρίες και εστιάζει στον βίαιο τρόπο που ασκείται η εξουσία για να επιβάλει τη βούλησή της (Jensen, 2007). Ο Jensen ορίζει τον θεραπευτικό ιμπεριαλισμό ως μια αλληλουχία ή μια κατάσταση όπου ο θεραπευτής χρησιμοποιεί άμεση εξουσία για να εκφράσει μια προσωπική αξία. Στον θεραπευτικό ιμπεριαλισμό διαμορφώνεται ένα άμεσο υπόβαθρο για κλινικές παρεμβάσεις στη θεραπεία, ενάντια στην επιθυμία ενός ή περισσοτέρων μελών της οικογένειας. Η χρήση της εξουσίας και το γεγονός ότι πηγαίνουμε κόντρα στη ρητή επιθυμία του πελάτη, κάνει τη διαφορά μεταξύ του θεραπευτικού αποικισμού και του θεραπευτικού ιμπεριαλισμού (Jensen, 2007).
Ο Jensen (2007) αναφέρει ότι επινόησε τον «θεραπευτικό ιμπεριαλισμό» για να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κατανόησης των ενεργειών μιας θεραπεύτριας και της συναδέλφου της. Οι δύο θεραπεύτριες ανέλαβαν μια οικογένεια όπου ο πατέρας αρνιόταν να ενημερώσει τα παιδιά του ότι είχαν ετεροθαλή αδέρφια από τον προηγούμενο γάμο του. Η θεραπεύτρια, βασιζόμενη στη δική της παράλληλη εμπειρία ως παιδί, δήλωσε ότι ήταν λάθος ο γονιός να κρατάει ένα τέτοιο μυστικό και τα παιδιά ενημερώθηκαν από την ίδια ότι έχουν δύο ετεροθαλή αδέρφια, ενάντια στη θέληση του πατέρα. Η θεραπεύτρια εργάζονταν σε μια μονάδα οικογενειακής θεραπείας όταν δούλεψε με αυτήν την οικογένεια. Αυτό, προφανώς, σημαίνει ότι η πλειοψηφία των συναδέλφων στο πλαίσιο εργασίας της υποστηρίζουν αυτή την παρέμβαση. Όμως, το ζήτημα που θέτει ο Jensen είναι αν οι προσωπικές εμπειρίες και αξίες αποτελούν επαρκή βάση για κλινικές παρεμβάσεις όπως αυτή.

Συζήτηση

Η παρούσα εργασία εστίασε στο φαινόμενο της συνήχησης και σκιαγράφησε τον χάρτη της συνήχησης σε σχεσιακό επίπεδο όπως πρότεινε ο Jensen (2012). Κατά τη διάρκεια της συλλογής πληροφοριών και της μελέτης κειμένων για τη συγγραφή της, διαπιστώθηκε ότι η «συνήχηση» (resonance) χρησιμοποιήθηκε ως όρος πριν τη διατύπωσή της από τον Foulkes. Συγκεκριμένα ο Jensen (2012), αναφερόμενος σε εργασία της Martha Rogers του 1970, σημειώνει ότι η συγγραφέας «διευρύνει την κατανόηση της συνήχησης, παρουσιάζοντάς την από μια σχεσιακή σκοπιά». Επίσης, κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποίησαν τον συγκεκριμένο όρο στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά με ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα η Horogian και συνεργάτες (2004) αναφέρουν ότι «η συνήχηση ορίζει τη συναισθηματική και ψυχολογική προσβασιμότητα ή απόσταση μεταξύ των μελών της οικογένειας».
Ο Rober (2010) αναφέρει την ύπαρξη ενός εσωτερικού διαλόγου, όπου συμμετέχει ο εαυτός και ο ρόλος του θεραπευτή. Προφανώς, στην έννοια του εαυτού περιλαμβάνονται τα προσωπικά βιώματα και οι εμπειρίες της ιδιωτικής ζωής του θεραπευτή. Εκτός όμως από αυτά, που έχουν τη ρίζα τους στο παρελθόν, υπάρχει και το βίωμα του θεραπευτή κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Η ψυχανάλυση έχει ασχοληθεί σε βάθος μ αυτό το θέμα. Η «αντιμεταταβίβαση» είναι μια έννοια που από πολύ νωρίς απασχόλησε τους ψυχαναλυτές και κατέληξαν στην άποψη ότι δεν είναι εμπόδιο στη θεραπεία, όπως αρχικά έβλεπε ο Freud, αλλά μια πηγή πληροφοριών. Αντίθετα, για πολλά χρόνια η οικογενειακή θεραπεία δεν έδινε σημασία στα συναισθήματα του θεραπευτή (Rober, 2010). Πρώτος ο Elkaim (1991) δίνει μια συστημική διάσταση στα συναισθήματα του θεραπευτή και προτείνει να μην διερευνηθούν μόνο στα πλαίσια μιας προσωπικής οικονομίας, αλλά να συνδεθούν με το σύστημα στο οποίο αναδύονται. Ο Elkaim (1991) και ο Jensen (2012) διαπιστώνουν ότι η προσωπική ζωή των θεραπευτών έχει μια σημαντική επίδραση στη θεραπευτική διαδικασία. Αυτή η επίδραση κάποιες φορές μπορεί να διευκολύνει, ενώ άλλες να δυσκολεύει την θεραπευτική διεργασία. Το ερώτημα που γεννάται απ’ αυτή τη διαπίστωση είναι πώς μπορεί να διαφυλαχτεί η θεραπεία από την ιδιωτική ζωή του θεραπευτή. Ο Jensen (2012) προτείνει, στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των θεραπευτών, να πραγματοποιείται θεραπεία και εποπτεία. Και φυσικά, η εποπτεία μπορεί να συνεχίζεται σε όλα τα στάδια της επαγγελματικής εξέλιξης του θεραπευτή.
Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, αλλά οι ζωές τους πολλές φορές μοιάζουν. Έτσι και οι ζωές των θεραπευτών μπορεί να έχουν τουλάχιστον ένα κοινό σημείο με τη ζωή των πελατών. Ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζεται το κοινό σημείο που δημιουργεί συντονισμό στα συστήματα, είναι ένα βασικό θέμα για τον θεραπευτή. Στην πράξη, κάποιος «ώριμος», «έμπειρος» και «υπεύθυνος» θεραπευτής, ο οποίος έχει επεξεργαστεί τα δύσκολα γεγονότα της ζωής του, μπορεί να τα αξιοποιήσει προς όφελος της οικογένειας που προσέρχεται για βοήθεια. Όμως, κάποια γεγονότα της ζωής μπορεί να λειτουργούν πέρα από την επίγνωση του θεραπευτή. Ο Jensen (2012) θεωρεί ότι η συνήχηση ορισμένες φορές επηρεάζει τη θεραπευτική σχέση σε μεγάλο βαθμό, με έναν τρόπο που εγείρει ηθικά θέματα. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις που ο θεραπευτής επιβάλλει θέματα για συζήτηση ή ακόμη προχωρά σε παρεμβάσεις που είναι αντίθετες με τις ηθικές αρχές, έστω και ενός μέλους της οικογένειας, τίθεται το ζήτημα της ηθικής ευθύνης του. Σύμφωνα με την Kaslow και συν, ο Elkaim προσπάθησε να απαντήσει στο ηθικό ερώτημα πώς μπορεί κάποιος να είναι μέλος ενός συστήματος και ταυτόχρονα να νιώθει ελεύθερος να δράσει με έναν τρόπο υπεύθυνο και ηθικό. Φαίνεται ότι προσέγγισε την έννοια της συνήχησης ως ένα μέσο για να επιλύσει τον διχασμό μεταξύ της ατομικής ευθύνης και της συστημικής λειτουργίας. Με άλλα λόγια, βρίσκει έναν τρόπο να φέρει πιο κοντά τα δύο θέματα, ώστε οι θεραπευτές να μπορούν να είναι πιστοί και στα δύο. Οι θεραπευτές επηρεάζονται από τα συναισθήματα που αναδύονται, λόγω του γεγονότος ότι ανήκουν στο θεραπευτικό σύστημα, που αποτελείται από την οικογένεια και τους ίδιους. Όμως ταυτόχρονα οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τους τρόπους που ενεργοποιούνται αυτά τα συναισθήματα και γι’ αυτό είναι υπεύθυνοι για οτιδήποτε βιώνεται (Kaslow και συν, 2002).
Τέλος, ο Elkaim εντυπωσιάστηκε από την τομή τριών συστημάτων. Για παράδειγμα, ένας θεραπευτής νιώθει «στριμωγμένος» στο πλαίσιο που εργάζεται από τους συναδέλφους του. Στην οικογένεια του θεραπευτή ο ίδιος ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στα αδέρφια και τον πατέρα, και αναλαμβάνει μια οικογένεια που η μητέρα είναι στριμωγμένη από την γιαγιά και την κόρη (Elkaim, 1991). Η συνήχηση τριών συστημάτων φαίνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση του χάρτη σχεσιακής συνήχησης. Ουσιαστικά, ο χάρτης περιγράφει τις πιθανές «πορείες» που μπορεί να πάρει μια θεραπεία όταν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο μεταξύ θεραπευτή και οικογένειας. Η διερεύνηση της πιθανής αλληλεπίδρασης στη θεραπευτική διαδικασία ενός τρίτου συστήματος, που συντονίζεται με τα άλλα δύο, ίσως είναι ένα θέμα μελλοντικών ερευνών.

Βιβλιογραφία

Berman Avi (2014) “Resonance among Members and its therapeutic values in group psychotherapy”. Διαθέσιμο στο: http://www.mindfulnessstudies.com/wp-content/uploads/2014/01/4-Resonance-in-Group-Psychotherapy-Chpt.-9.pdf  . Πρόσβαση 29/6/2015

Elkaim Mony. (1991) «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς». Κέδρος. Αθήνα.

Elkaim Mony. (1995). «Από την αυτοαναφορά στις συναθροίσεις».  Τετράδια Ψυχιατρικής νο 49. Μετάφραση Αλεξάνδρα Πάλλη, Έμμυ Γκίκα.

Foulkes S. H. (1977) “Notes on the concept of Resonance”. Διαθέσιμο στο: http://www.mindfulnessstudies.com/wp-content/uploads/2014/01/4-Resonance-in-Group-Psychotherapy-Chpt.-9.pdf. Πρόσβαση 30 Ιουνίου2015.

Horigian Viviana, Robbins Michael, Szapocznik José. (2004) «Brief Strategic Family Therapy». Διαθέσιμο στο: http://www.bsstreview.net/wp-content/uploads/2014/07/horigian.pdf  . Πρόσβαση25/5/2015.

Jensen Per. (2007). “The narratives which connect. A Qualitative Research Approach to the Narratives which Connect Therapists Personal and Private Lives to their Family Therapy Practices”. Διαθέσιμο στο: http://www.sfft.se/dokument/avhandlingPerJensen.pdf . Πρόσβαση 25/5/2015.

Jensen Per. (2012) “Family Therapy, Personal Life and Therapeutic Practice. The Map of Relational Resonance as a Language for Analyzing Psychotherapeutic Processes”. Διαθέσιμο στο:http://brage.bibsys.no/xmlui/bitstream/id/203543/jensenTheMapofResonance HSPS.pdf . Πρόσβαση 25/5/2015.

Kaslow Florence, Massey Robert, Massey Davis Sharon. (2002). “Comprehensive Handbook of Psychotherapy, Interpersonal/Humanistic/ Existential”. Διαθέσιμο στο: https://books.google.gr/books?hl=en&lr=&id=Ks2z9zkHrVwC&oi=fnd&pg=PR5&dq=international+perspectives+on+professional+ethics+elkaim&ots
=eflnMNejfJ&sig=L_TG2oVMbWrbpcBcQYhPCuuEafE&redir_esc=y#v=onepage&q=international%20perspectives%20on%20professional%20ethics%20elkaim&f=false . Πρόσβαση 26/5/2015

Rober Peter, Seltzer Micheal. (2010). Family Process 49.  “Avoiding colonizer positions in the therapy room: some ideas about the challenges of dealing with the dialectic of misery and resources in families”.

Rober Peter. (2010). “The therapist experiencing in family therapy practice”. Διαθέσιμο στο:  http://ift-malta.com/wp-content/uploads/2012/09/therapist-experience-of-session.pdf .  Πρόσβαση 25/5/2015.

Συγγραφέας: Νίκος Καλδιριμιτζιάν, Ψυχολόγος, Κέντρο Ψυχικής Υγείας Σάμου|

πηγή :https://hestafta.org/systimiki-skepsi-psychotherapeia-periodiko/teuxos-7/fainomeno-synixisis-therapeytis-therapeuomenos-allilepidroun-me-aformi-tous-laistrygonas-kai-tous-kyklopas-tous/  Τεύχος: Τεύχος 7, Νοέμβριος 2015|Λέξεις-Κλειδιά: συνήχησηχάρτης σχεσιακής συνήχησηςηθικά θέματα και δεοντολογία