ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΕΤΑΙΡΙΚΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΠΑΡΑΒΑΤΗ

Κοινοποίηση

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΕΤΑΙΡΙΚΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΠΑΡΑΒΑΤΗ

To άρθρο παρουσιάστηκε το 2008 σε μια επιστημονική συνάντηση για την παραβατικότητα των ανηλίκων, την περίοδo που ήμουν επσιτημονικά υπέυθυνος στην ΜΟΝΑΔΑ ΕΦΗΒΩΝ ΑΤΡΑΠΟΣ ΟΚΑΝΑ

ΑΘΗΝΑ 12-13/5/2008

Τίτλος εισήγησης :

« Θεραπεία δικτύου: Η  συνάντηση του παραβατικού χρήστη και της οικογένειάς του με τους εμπλεκόμενους φορείς με στόχο  την ανάπτυξη της πολυφωνίας για  τη θεραπευτική αλλαγή»

Περίληψη εισήγησης

Τα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης ανηλίκων χρηστών ναρκωτικών ουσιών, βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με ένα πληθυσμό, που οι ανάγκες του δεν μπορούν να καλυφθούν μόνο μέσω θεραπευτικών παρεμβάσεων .

Αυτές οι ανάγκες εκτείνονται από την αντιμετώπιση της χρήσης έως την αντιμετώπιση προνοιακών, εκπαιδευτικών, οικονομικών και νομικών αναγκών.

Η ηθική και επαγγελματική  δέσμευση απέναντι σε αυτό το πληθυσμό και τις οικογένειές του μας προσκαλεί στην διερεύνηση τρόπων συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και στη δημιουργία ενός κοινοτικού δικτύου με όλους τους ενδιαφερόμενους.

Ο διάλογος και η αποδοχή της πολυφωνίας ως βασικής αξιακής αρχής μεταξύ των φορέων αποτελεί παράλληλα μια απάντηση στον κατακερματισμό και την απαξίωση που βιώνουν οι έφηβοι χρήστες.

Πριν από λίγα χρόνια είχα μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Συμμετείχα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για συστημικούς και οικογενειακούς θεραπευτές, το οποίο είχε οργανωθεί από το Κέντρο Συστημικής Θεραπείας και την κα Σμάρω Μάρκου Τσαγκαράκη , ενώ ο βασικός εισηγητής ήταν ο Peter Lang, διευθυντής ενός συστημικού κέντρου στο Λονδίνο.

Στη διάρκεια του σεμιναρίου παρατήρησα ότι ο κος Lang, δεν αναφερόταν σχεδόν καθόλου στον όρο οικογενειακή θεραπεία αλλά χρησιμοποιούσε τον όρο network therapy. Όταν το επισήμανα με κοίταξε απορημένος και μου με ρώτησε πως είναι δυνατό σε μια κοινωνία που η επιρροή της οικογένειας μειώνεται ολοένα και περισσότερο, να εξακολουθώ να έχω την αυταπάτη ότι οι ανάγκες των ανθρώπων είναι δυνατό να καλυφθούν μόνο μέσα από το κλασσικό μοντέλο οικογενειακής θεραπείας. Στη συνέχεια μου περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο οι οικογενειακοί θεραπευτές στο Λονδίνο  συμμετέχουν σε κοινές συναντήσεις με τις υπηρεσίες πρόνοιας, τους δικαστικούς επιμελητές, τους  δασκάλους και όσους άλλους πιθανόν εμπλέκονταν με το άτομο που είχε ανάγκη την θεραπευτική παρέμβαση. Στη συνέχεια μου εξήγησε ότι κάθε ένας από τους εμπλεκόμενους είχε πιθανά μια διαφορετική ματιά για την κατανόηση και την αντιμετώπιση  των προβλημάτων και ότι η σύνθεση και η αποδοχή αυτής της πολυφωνικής ματιάς αποτελούσε μια ισχυρή παρέμβαση καθώς άνοιγε ένα νέο πεδίο.

Εκείνη τη στιγμή σχεδόν ντράπηκα καθώς αισθάνθηκα ότι αναφερόταν σε ένα μοντέλο που ενώ σε μια ευρωπαϊκή χώρα θεωρείται συνηθισμένο, στην δική μας  όχι μόνο δεν εφαρμόζεται αλλά σχεδόν η ουσιαστική αποδοχή του είναι αδύνατη. Συχνά καθώς ήρθα σε επαφή με ανήλικους παραβάτες, που παράλληλα έκαναν χρήση ουσιών, αισθάνθηκα ως θεραπευτής ότι υπήρχε μια εξωτερική πραγματικότητα που προσδιόριζε τα όρια των παρεμβάσεων μου. Έτσι δεν ήξερα και ακόμα δεν ξέρω τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να βοηθήσει κανείς ένα ανήλικο που ταυτόχρονα είναι παραβατικός και κάνει χρήση ουσιών ενώ παράλληλα ζει ουσιαστικά στο δρόμο γιατί έχει εγκαταλειφθεί από την οικογένειά του και δεν υπάρχει καμία δημόσια δομή που να έχει την δυνατότητα να τον φιλοξενήσει. Επίσης συχνά αισθάνθηκα να βιώνω την σχεδόν εχθρική στάση εκπαιδευτικών όταν τους ζήτησα την συμμετοχή τους σε συναντήσεις δικτύου, προκειμένου να βοηθήσουμε από κοινού αυτά τα παιδιά. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι αισθάνθηκα ανακούφιση όταν ορισμένοι επιμελητές ανηλίκων βρήκαν το χρόνο να κάνουμε κοινές οικογενειακές συναντήσεις με έφηβους χρήστες και τις οικογένειές τους.

Η σημερινή εισήγηση θα βασιστεί στην ιστορία της συμπαθέστατης Γεωργίας, (το όνομα είναι αλλοιωμένο), η οποία  ελπίζω ότι κάποτε μπορεί να λάβει τη συγνώμη που της αξίζει από όλους όσους με κάποιο τρόπο επηρέασαν τη πορεία της.

Η Γ. ήρθε στην ΑΤΡΑΠΟ μετά από πρόταση της επιμελήτριας ανηλίκων που την παρακολουθούσε. Η επιμελήτρια εκπαιδευμένη στην οικογενειακή θεραπεία συνήχησε μαζί μου στην ανάγκη μιας συστηματικής συνεργασίας. Ο στόχος που τέθηκε ήταν μικρός: «αν μείνει 2 με 3 μήνες στο πρόγραμμα κάτι θα κερδίσει», καθώς στο ιστορικό της υπήρχαν μικρά και σύντομα περάσματα από θεραπευτικά προγράμματα.

Η Γ. ήταν  ορφανή από τον ένα γονιό και εγκαταλελειμμένη  από τον άλλο και ζούσε με τον παππού και την γιαγιά της. Όταν ήρθε στην ΑΤΡΑΠΟ ήταν 16 ετών και έκανε χρήση χασίς ενώ εκκρεμούσαν δικαστήρια για ληστείες.

Όσο διάστημα παρέμενε στο πρόγραμμα (σχεδόν ένα χρόνο), η πορεία της είχε μια διαρκής επιδείνωση. Όλο αυτό το διάστημα ζούσε συχνά στο δρόμο και δεν υπήρχε, εκτός από τη γιαγιά της, κανένας που να ενδιαφερόταν. Το διάστημα που ζούσε στο δρόμο γινόταν επιθετική, ένα θύμα που το κακοποιούσαν συνεχώς και το οποίο προσπαθούσε  να μετατραπεί σε θύτη.

Ταυτόχρονα η σχέση της με την ουσία γινόταν πιο έντονη  και σταδιακά ξεκίνησε τη χρήση ηρωίνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε μια συστηματική συνεργασία με την επιμελήτρια ανηλίκων. Σχεδόν κάθε εβδομάδα υπήρχε επικοινωνία και αλλληλο ενημέρωση, ενώ γίνονταν παράλληλα κοινές συναντήσεις με την Γ. σε μια προσπάθεια συγκράτησης. Παράλληλα από κοινού  απευθυνόμαστε σε διάφορα πλαίσια, σε μια προσπάθεια να βρεθεί ένας προστατευμένος χώρος που θα μπορούσε να φιλοξενηθεί. Η απάντηση ήταν παντού η ίδια, κανένας ξενώνας δεν μπορούσε να τη δεχτεί εφόσον ήταν παράλληλα χρήστης ουσιών. Την ίδια περίοδο η Γ. εμφάνισε συμπτώματα κατάθλιψης και ανέφερε σκέψεις αυτοκτονίας. Καθώς η παιδοψυχίατρος της Μονάδας απουσίαζε με μακροχρόνια άδεια προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε  δομές που θα μπορούσαν να διαχειριστούν το θέμα της κατάθλιψης. Οι απαντήσεις που λαμβάναμε ήταν οι συνηθισμένες: «Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε το περιστατικό εφόσον είναι παράλληλα χρήστης ουσιών». Προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα, καταφύγαμε σε μια ελληνική λύση : Αναζητήσαμε  κάποιον γιατρό με τον οποίο υπήρχε προσωπική γνωριμία και αυτός τη δέχτηκε στο νοσοκομείο που εργαζόταν.

Σε αυτή την περίπτωση το θεραπευτικό πλαίσιο βρέθηκε αντιμέτωπο με τα όρια της θεραπείας. Παρά τις εξατομικευμένες παρεμβάσεις που σχεδιάζονταν, και στις οποίες η  Γ. αρχικά ανταποκρινόταν παραμένοντας καθαρή για κάποιο διάστημα και επιστρέφοντας στο σπίτι της γιαγιά της, μετά  από λίγο υποτροπίαζε και βρισκόταν στο δρόμο. Ήταν πλέον φανερό σε όλους μας ότι το βίωμα της εγκατάλειψης από τους δυο φυσικούς γονείς  ήταν τόσο ισχυρό ώστε την εμπόδιζε από την εμπλοκή της σε μια μακροχρόνια στενή θεραπευτική σχέση. Παράλληλα η ευθύνη που την προσκαλούσαμε να πάρει σχετικά με την φροντίδα του εαυτού της ήταν πολύ παραπάνω από όσο  της επέτρεπαν οι δυνάμεις της. Ύστερα από ένα χρόνο και εφόσον δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική βελτίωση, και μετά από ένα βιασμό που υπέστη, η θεραπευτική ομάδα έκρινε ότι ίσως το πιο ασφαλές περιβάλλον για αυτό το παιδί ήταν οι φυλακές ανηλίκων. Αυτή η προοπτική παρότι έμοιαζε σκληρή ίσως να ήταν η πλέον ανακουφιστική και για την ίδια και όλους όσους εμπλεκόμασταν μαζί της.

Παρουσίασα αυτό το περιστατικό γιατί  χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από δυο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις. Στην μια μεριά υπάρχει ένα δίκτυο θεραπευτών και της υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων, που λειτούργησε συνεχώς σε μια ισότιμη βάση διαλόγου και στην άλλη μεριά διαπιστώνουμε την  πλήρη  απουσία δομών που ήταν απαραίτητες.

Επίσης μέσω της ιστορίας της Γ γίνεται φανερό ότι η κατάσταση  περιπλέκεται όταν ο έφηβος εμπλέκεται με κάποιο τρόπο με πολλαπλά συστήματα όπως αυτό της δικαιοσύνης ανηλίκων ή της αστυνομίας ανηλίκων καθώς σε  αυτή την περίπτωση απαιτείται  συντονισμένη σύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών εφόσον  κανένα  σύστημα παροχής υπηρεσιών από μόνο του δεν μπορεί να παρέχει όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες για την αποκατάσταση, και απαιτείται μια  συνεχής  συνεργασία με τους άλλους φορείς της κοινότητας.

Αυτό το σχήμα συνεργασίας δεν αναφέρεται μόνο στην παράμετρο της παραβατικότητας αλλά και σε περιπτώσεις όπου για παράδειγμα το οικογενειακό πλαίσιο είναι τελείως ακατάλληλο για την αποκατάσταση, ή  ο έφηβος ζει στον δρόμο, και εδώ θα χρειαζόταν συνεργασία με ξενώνες υποδοχής. Σε αυτή τη περίπτωση το ιδεατό σχήμα  θα ήταν η σύνδεση του εφήβου και της οικογένειας του με  όλα τα συστήματα παροχής υπηρεσιών που θα ήταν κατάλληλα για την διαχείριση της περίπτωσης. Στην πραγματικότητα όμως το νομικό πλαίσιο και η απουσία ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ των φορέων  στην χώρα μας δεν εξασφαλίζουν αυτή την συνεργασία.

Όσον αφορά στο νομικό πλαίσιο, αυτό αφήνει στη διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας ανηλίκων και των δικαστικών αρχών τη δυνατότητα της παραπομπής σε θεραπευτικό πρόγραμμα, στις περιπτώσεις που ο έφηβος εκτός της παραβατικής πράξης συνδέεται παράλληλα και με την χρήση ουσιών. Στην πραγματικότητα ο δικαστής ανηλίκων δεν έχει την δυνατότητα να υποχρεώσει έναν έφηβο ή την οικογένειά του να ενταχθούν σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο, παρά μόνο αν έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης και ως εναλλακτική αυτής. Η συνήθης πρακτική για τους εφήβους όμως δεν περιλαμβάνει επιβολή τέτοιας ποινής, αλλά μόνο επιβολή περιοριστικών μέτρων.

Από την άλλη μεριά οι θεραπευτές ενός πλαισίου δεσμεύονται από το απόρρητο στη συνεργασία τους με άλλους φορείς υποστήριξης (π.χ. τους επιμελητές ανηλίκων), οι οποίοι μπορεί να έχουν οριστεί από τον νόμο ως υπεύθυνοι για το περιστατικό. Έτσι πληροφορίες που μπορεί να διαθέτουν οι θεραπευτές και να είναι εξαιρετικά χρήσιμες στα στελέχη αυτών των υπηρεσιών δεν μπορούν να διοχετευθούν. Αυτό βέβαια θα ήταν δυνατόν να επιλυθεί εφόσον υπήρχε νομική κάλυψη για κοινές συναντήσεις των στελεχών διαφόρων υπηρεσιών με την οικογένεια και τον έφηβο, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αυτή η έλλειψη της ουσιαστικής συνεργασίας μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους όπως:

  • Εφαρμογή διαφορετικής προσέγγισης από τους διάφορους φορείς με  πιθανά αποτελέσματα  την ύπαρξη διπλών μηνυμάτων προς τον έφηβο και την οικογένειά του και την σύγκρουση μεταξύ των φορέων. 
  • Μη κάλυψη των πραγματικών αναγκών του εφήβου

Σε αυτό το σημείο θα επεκταθώ λίγο περισσότερο στην σημασία που έχει η  πολύπλευρη κάλυψη των αναγκών ενός περιστατικού. Ο χρήστης ουσιών βιώνει μια κατακερματισμένη πραγματικότητα. Δεν μπορεί να συνδεθεί συνολικά με την πραγματικότητα που ζει καθώς αυτό θα οδηγούσε πιθανά στην περαιτέρω αποδιοργάνωσή του. Το ίδιο κατακερματισμένη είναι η εσωτερική του πραγματικότητα, εφόσον δεν μπορεί να συνδέσει με ένα διάλογο τις εσωτερικές φωνές και τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού του. Η απάντηση σε αυτό τον κατακερματισμό δεν μπορεί παρά να είναι μια ολιστική παρέμβαση που να στηρίζεται στην αποδοχή του διαλόγου και της πολυφωνίας μεταξύ όσων συμμετέχουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κανένας από τους εμπλεκόμενους φορείς δεν κατέχει την πρωτοκαθεδρία στην διαχείριση του περιστατικού. Καθένας από όσους εμπλέκονται κατέχει μια ιδιαίτερη γνώση για ένα μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένας έφηβος χρήστης ουσιών, με παράλληλες επιπλοκές στην οργάνωση της καθημερινότητάς του.

Η Μονάδα Εφήβων θεωρεί απαραίτητη την ανάπτυξη ενός δικτύου συνεργασίας μεταξύ των φορέων. Αυτός ήτανε και ο λόγος που στην έναρξη της λειτουργίας μας επιδιώξαμε συναντήσεις με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Ο στόχος αυτών των συναντήσεων ήταν να μοιραστούμε με τους εκπροσώπους των φορέων τη φιλοσοφία και το πλαίσιο λειτουργίας της Μονάδας μας και να επιτύχουμε την συνεργασία τους. Δυστυχώς, πολλές φορές, διαπιστώνουμε ότι αυτός ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Το πλαίσιο συνεργασίας που προτείνουμε βασίζεται στο εξής σχήμα:  .

Από το σχήμα προκύπτει ότι θεωρούμε ότι κανένας φορέας από μόνος δεν έχει τις δυνάμεις και τις δεξιότητες να επιλύσει προβλήματα  και να καλύψει ανάγκες  όταν  το πλαίσιο λειτουργίας του είναι προσδιορισμένο στην παροχή υπηρεσιών για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων.

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...