Οι κρίσιμοι ρόλοι της προσκόλλησης στην οικογενειακή θεραπεία

Κοινοποίηση

Οι κρίσιμοι ρόλοι της προσκόλλησης στην οικογενειακή θεραπεία

John Byng-Halla

Εισαγωγή: Το παρακάτω άρθρο προσφέρει με μεγάλη καθαρότητα και σαφήνεια πως οι τύποι προσκόλλησης μπορούν να εμφανιστούν μέσα σε μια οικογενειακή θεραπεία, αλλά και πως εμείς ως θεραπεύτριες μπορούμε να τους εντοπίσουμε, να δούμε τους ρόλους που έχει αναλάβει κάθε μέλος και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό. Είναι γεγονός πως κάθε τύπος προσκόλλησης, ανοίγει ένα μεγάλο κεφάλαιο για κάθε μέλος. Εμβαθύνοντας στην κατανόηση αυτών, ανοίγουμε τον δρόμο για μια πιο ενδυναμωμένη, συναισθηματικά ευέλικτη οικογενειακή εμπειρία.

Παπαδοπούλου Νατάσσα, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Πηγή: Journal of Family Therapy (2008) 30: 129-146

Στόχος του παρόντος εγγράφου είναι να δώσει τη δυνατότητα στους οικογενειακούς θεραπευτές, ανεξαρτήτως προσέγγισης, να ασχοληθούν με τις οικογενειακές προσκολλήσεις κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Διερευνά το ρόλο της προσκόλλησης στην οικογένεια και πώς θα μπορέσουν οι θεραπευτές να αυξήσουν την ασφάλεια στην οικογένεια, ώστε τα μέλη της οικογένειας να μπορούν να επιλύσουν τα δικά τους προβλήματα κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία. Το άρθρο δίνει μια σύντομη επισκόπηση της φύσης των οικογενειακών σχέσεων προσκόλλησης και της επιρροής των ασφαλών και ανασφαλών προσκολλήσεων στην οικογένεια και των αφηγηματικών τους στυλ. Αυτό περιγράφεται σε γλώσσα που ένας θεραπευτής μπορεί εύκολα να κρατήσει στο μυαλό του και να μοιραστεί τις ιδέες σε διάλογο με τις οικογένειες. Το έγγραφο εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανασφαλών δεσμών και άλλων οικογενειακών προβλημάτων, όπως οι γονικές συγκρούσεις και οι διαφωνίες σχετικά με την εξουσία. Συζητά επίσης τρόπους δημιουργίας μιας ασφαλούς θεραπευτικής βάσης και την επιρροή του ίδιου του στυλ προσκόλλησης του θεραπευτή. Περιγράφονται οι συνέπειες για την πρακτική της οικογενειακής θεραπείας και απεικονίζονται με την εργασία με μια συγκεκριμένη οικογένεια.

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για την προσκόλληση έχει αυξηθεί, και η ελκυστικότητα αυτού του τρόπου εννοιολόγησης της οικογενειακής αλληλεπίδρασης βρίσκει μια θέση στην πανσπερμία των εννοιολογήσεων της οικογενειακής θεραπείας. Οι περισσότεροι οικογενειακοί θεραπευτές θα είναι πλέον εξοικειωμένοι με τα βασικά μοτίβα της προσκόλλησης. Ωστόσο, η εφαρμογή των ιδεών της προσκόλλησης στην καθημερινή πρακτική της οικογενειακής θεραπείας δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως.

Η προσκόλληση είναι μέρος της οικογενειακής ζωής- οι οικογενειακές θεραπεύτριες σχετίζονται αναπόφευκτα με τις οικογενειακές προσκολλήσεις σε κάθε οικογένεια και ζευγάρι που βλέπουν, είτε το αντιμετωπίζουν ρητά είτε όχι στη βάση της θεωρίας και της πρακτικής τους. Η προσκόλληση βρίσκεται σε αμοιβαία επιρροή με κάθε άλλη λειτουργία εντός της οικογενειακής οικολογίας (Hill et al., 2003). Ο οικογενειακός θεραπευτής έχει να αντιμετωπίσει ζητήματα και διλήμματα που προκύπτουν σε κάθε οικογενειακή αλληλεπίδραση, συμπεριλαμβανομένων των αλληλεπιδράσεων που ενεργοποιούνται από τις ανάγκες προσκόλλησης, και στη συνέχεια ο θεραπευτής πρέπει να κατανοήσει πώς αυτά τα εσωτερικά συστήματα συνυπάρχουν μεταξύ τους.

Η προσκόλληση παίζει βασικό ρόλο στις διαδικασίες αλλαγής στην οικογενειακή θεραπεία. Η οικογένεια πρέπει να αναπτύξει ένα επαρκώς ασφαλή δεσμό με την θεραπεύτρια, ώστε να αισθάνεται αρκετά ασφαλής για να εξερευνήσει νέους τρόπους σχέσης. Αυτό με τη σειρά του τους επιτρέπει να γίνουν πιο ασφαλείς μεταξύ τους. Στη θεραπεία αποκτούν την ικανότητα να εξερευνούν νέους τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Αυτή η ικανότητα μπορεί στη συνέχεια να εφαρμοστεί για την επίλυση νέων προβλημάτων στο μέλλον.

Η προσκόλληση έχει ερευνηθεί εκτενώς και υπάρχει ένας αυξανόμενος όγκος γνώσεων που βασίζονται σε έρευνες σχετικά με αυτήν- για παράδειγμα, το Handbook of Attachment (1999 σε αναθεώρηση, Crittenden and Claussen, 2000). Η προσκόλληση έχει συνδεθεί με τη συστημική πρακτική (Byng-Hall, 1995, 1999a, ειδική έκδοση για την προσκόλληση του Family Process, 41:3, 2002, Erdman και Caffery, 2003, Johnson και Whiffen, 2003, Akister και Reibstein, 2004, ειδική έκδοση του Context, Απρίλιος 2007).

Ορισμένες προσεγγίσεις στην οικογενειακή θεραπεία έχουν ενσωματώσει πλήρως την προσκόλληση σε μια άλλη ειδική προσέγγιση (Dallos, 2006). Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να περιγράψει τις οικογενειακές σχέσεις προσκόλλησης με έναν απλό και σαφή τρόπο που θα μπορούσε να επιτρέψει σε έναν οικογενειακό θεραπευτή να χρησιμοποιήσει τις ιδέες της προσκόλλησης μέσα στην ένταση των συνεχών αλληλεπιδράσεων κατά τη διάρκεια της θεραπείας σε όποια μέθοδο και αν έχει αρχικά εκπαιδευτεί. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται αποσκοπεί επίσης στο να διευκολύνει τη μετάδοση των ιδεών στις οικογένειες και, ως εκ τούτου, να καταστήσει δυνατό για τον θεραπευτή/την θεραπεύτρια να έχει διάλογο με την οικογένεια σχετικά με τις προσκολλήσεις (Vetere, 2006- Bertrando and Arcelloni, 2006) και να συνδιαμορφώσει τους λόγους προσκόλλησης. Για το σκοπό αυτό προσπαθεί να αποφύγει όσο το δυνατόν περισσότερο τη χρήση της αργκό της ερευνητικής ορολογίας.

Επισκόπηση των μοτίβων προσκόλλησης

Τα μοτίβα της προσκόλλησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής θα περιγραφούν εδώ με όρους σχέσεων και όχι με τη χρήση ενός όρου για τα παιδιά και ενός άλλου για τους ενήλικες, όπως συνηθίζεται στις περισσότερες έρευνες προσκόλλησης. Ο οικογενειακός θεραπευτής πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις κυρίαρχες στρατηγικές προσκόλλησης που χρησιμοποιούνται στις σχέσεις της οικογένειας και να γνωρίζει τυχόν ασυνεπή μοτίβα στις αφηγήσεις τους σχετικά με θέματα προσκόλλησης. Οι ασυνεχείς αφηγήσεις χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις στην ιστορία που είναι δύσκολο να διευκρινιστούν ή να συζητηθούν χωρίς να αντιμετωπιστούν ρητά. Τα μικρά παιδιά δεν έχουν γενικά αναπτύξει την ικανότητα να ζητούν διευκρινίσεις στα συγκεχυμένα μηνύματα των ενηλίκων (Crittenden, 2006).

Το σύστημα προσκόλλησης ενεργοποιείται όταν υπάρχει φόβος ή άγχος. Ο αναστοχασμός τρομακτικών στιγμών προκαλεί επίσης την αντίδραση προσκόλλησης στα παιδιά από την προσχολική ηλικία και πάνω, εφόσον έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν την ικανότητα να αναστοχάζονται τις εμπειρίες τους. Πράγματι, πολλές από τις προβολικές διαδικασίες όπως οι αφηγηματικές ιστορίες (Hodges et al., 2000) και η αξιολόγηση της προσκόλλησης στη σχολική ηλικία (Crittenden, 2006) βασίζονται ακριβώς στο φαινόμενο του αναστοχασμού που ενεργοποιεί το σύστημα προσκόλλησης.

Ασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης γονέα/παιδιού

Η πλειονότητα των δεσμών είναι ασφαλείς και έχει αποδειχθεί ότι συνδέονται με λιγότερα προβλήματα και καλύτερες κοινωνικές προσαρμογές. Ο γονέας είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού. Όταν το παιδί στεναχωριέται ή φοβάται, αυτό οδηγεί στο να έρθουν κοντά γονέας και παιδί για παρηγοριά ή προστασία. Αυτό ονομάζεται συμπεριφορά προσκόλλησης. Το παιδί αρχίζει να αισθάνεται αρκετά ασφαλές για να εξερευνήσει, γνωρίζοντας ότι ο γονέας το έχει στο μυαλό του. Η αφήγηση του γονέα είναι συνεκτική, πράγμα που σημαίνει ότι είναι συνεπής, αληθοφανής και ικανή να μεταφέρει συναισθήματα κατάλληλα για την κατάσταση που συζητείται. Το παιδί μαθαίνει έναν παρόμοιο τρόπο ομιλίας που συμβάλλει στην ικανότητα ενσυναίσθησης μεταξύ τους. Η συνεκτική αφήγηση συνδέεται με ασφαλείς δεσμούς, ενώ η ασυνεχής αφήγηση συνδέεται με ανασφαλείς δεσμούς (Byng-Hall, 1999b- Hesse, 1999).

Ανασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης γονέα/παιδιού

Ανασφαλής αποφευκτικός. Ο γονέας αποφεύγει να αντιμετωπίσει δυσάρεστα συναισθήματα σχετικά με τις εμπειρίες προσκόλλησης και έτσι απορρίπτει τις ανάγκες του παιδιού για παρηγοριά όταν βρίσκεται σε δυσφορία και τείνει να απορρίπτει τη σημασία των αρνητικών συναισθημάτων για το παιδί. Αυτή η προτίμηση για τα θετικά συναισθήματα μόνο, μεταδίδεται στο παιδί, το οποίο με τη σειρά του βρίσκεται αντιμέτωπο με το δίλημμα να προσπαθεί να αγνοήσει τις δικές του ανάγκες για παρηγοριά από τους άλλους και να δώσει την εντύπωση ότι είναι πρόωρα αυτάρκης. Αυτή η αυτάρκεια, διατηρώντας παράλληλα τη σχέση με το γονέα, δεν θεωρείται ότι είναι το ίδιο με την αληθινή αυτοπεποίθηση που έρχεται όταν τα παιδιά είναι πιο ασφαλώς προσκολλημένα. Η συμπεριφορά προσκόλλησης του παιδιού είναι υποενεργοποιημένη σε σύγκριση με τα ασφαλώς προσκολλημένα παιδιά. Η σχέση γονέα/παιδιού μπορεί να φαίνεται συναισθηματικά ψυχρή και απόμακρη. Η αφήγηση είναι αραιή και λαμβάνει ελάχιστα υπόψη τα συναισθήματα, επικεντρώνοντας την προσοχή αντίθετα στα επιτεύγματα ή στα εξωτερικά αντικείμενα.

Ανασφαλής αμφιθυμικός: Ο γονέας είναι διαθέσιμος μόνο κατά διαστήματα, επειδή συχνά τον απασχολούν οι δικές του αναταραχές του παρελθόντος. Το παιδί μαθαίνει να προσκολλάται και να μένει κοντά στον γονέα για να αποφύγει την εγκατάλειψη. Για να καταπραϋνθει σε καταστάσεις άγχους ή κινδύνου το παιδί πρέπει να κάνει τις ανάγκες του ιδιαίτερα εμφανείς και να επαναφέρει τον γονέα από την ενασχόληση με το παρελθόν. Η σχέση είναι υπερβολικά στενή αλλά τα συναισθήματα είναι αμφίρροπα. Το παιδί μπορεί να φαίνεται ότι απορρίπτει το γονέα μέσα από στιγμές αντίστασης στην εγγύτητα με απώθηση. Ο γονιός μπορεί στη συνέχεια να αποστασιοποιηθεί από τη φαινομενική απόρριψη. Έτσι μπορεί να δημιουργηθεί ένα μοτίβο αλληλεπίδρασης στο οποίο η συμπεριφορά προσκόλλησης του παιδιού υπερδραστηριοποιείται. Οι ιστορίες είναι μακροσκελείς, δαιδαλώδεις και χωρίς λύση.

Ανασφαλής αποδιοργανωμένος/αποπροσανατολισμένος: Το παιδί μπορεί να αποπροσανατολιστεί ή/και να αποδιοργανωθεί όταν ο γονέας έχει ένα ανεπίλυτο τραύμα και, κατά καιρούς, φοβάται επειδή το τραύμα του παρελθόντος αναβιώνεται, σαν να βρίσκεται στο παρόν. Ο φόβος του γονέα είναι τρομακτικός για το παιδί που δεν ξέρει αν πρέπει να πλησιάσει ή να απομακρυνθεί από τον γονέα. Μια παρόμοια σύγκρουση προσέγγισης/αποφυγής προκύπτει όταν ένα παιδί κακοποιείται από έναν γονέα. Τα ανασφαλή αποδιοργανωμένα/αποπροσανατολισμένα παιδιά μπορεί να αναπτύξουν στρατηγικές που είναι πολύ ελεγκτικές ή ψυχαναγκαστικά φροντιστικές ως απάντηση στην έλλειψη οργάνωσης και φροντίδας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να πυροδοτήσει μια βαθύτερη σύγκρουση του γονέα. Σε καταστάσεις, όχι τόσο ασυνήθιστες στην κλινική πρακτική όσο θα μπορούσε να θεωρηθεί, όπου το παιδί τρομάζει τον γονέα, δημιουργείται ένα παράδοξο στο οποίο το παιδί στρέφεται για παρηγοριά στον γονέα που είναι το πρόσωπο που το τρομάζει και ως εκ τούτου ενεργοποιεί το σύστημα προσκόλλησης του παιδιού.

Στην έρευνα για την προσκόλληση, το ανεπίλυτο τραύμα μπορεί να συνδέεται με μία από τις άλλες κατηγορίες προσκόλλησης (Hesse et al., 2003). Επομένως, είναι δυνατόν να υπάρχει ένα ασφαλές στυλ προσκόλλησης και να εξακολουθεί να υπάρχει δυσκολία/μη λύση όσον αφορά ένα συγκεκριμένο τραύμα. Όταν οι γονείς είναι κατά τα άλλα ισορροπημένοι από άποψη προσκόλλησης, η αφήγησή τους είναι συνεκτική, εκτός όταν μιλούν για το τραύμα.

Κρίσιμος ρόλος της προσκόλλησης στην οικογενειακή θεραπεία  

  

Ανασφαλείς δεσμοί μεταξύ των γονέων

Οι ρομαντικοί δεσμοί περιλαμβάνουν τη σεξουαλικότητα και την κοινή γονική μέριμνα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα συστήματα αυτά συνδέονται μεταξύ τους στο πλαίσιο του συστήματος προσκόλλησης (Hazan, 2003). Οι δεσμοί των ανασφαλών ζευγαριών που ταιριάζουν ως προς το στυλ μπορούν να δημιουργήσουν μοτίβα όχι διαφορετικά από αυτά που περιγράφονται παραπάνω. Τα ανασφαλή αποφευκτικά ζευγάρια είναι απόμακρα, ενώ τα ανασφαλή αμφίρροπα είναι κοντά, έντονα αλλά με ανάμεικτα συναισθήματα (Lowyck et al., 2008). Η σχέση μεταξύ ενός αποφευκτικού και ενός αμφιθυμικού γονέα, ωστόσο, δημιουργεί συγκρούσεις απόστασης- αυτές αναλύονται παρακάτω. Σύμφωνα με την κλινική εμπειρία, τα ζευγάρια με αυτά τα πρότυπα παρουσιάζονται συχνά για θεραπεία (Johnson, 2002).

Οικογενειακά πρότυπα προσκόλλησης

Οι γενικές κατηγορίες οικογενειακών προτύπων του Minuchin (1974) ταυτίζονται καλά με τα πρότυπα προσκόλλησης: οι προσαρμοστικές οικογένειες ταυτίζονται με το ασφαλές πρότυπο- οι αποσυνδεδεμένες οικογένειες ταυτίζονται με τα ανασφαλή/αποφευκτικά πρότυπα- και οι οικογένειες με υπερεμπλοκή ταυτίζονται με τα ανασφαλή/αμφίρροπα πρότυπα (Marvin, 2003). Τα πρότυπα προσκόλλησης στις οικογένειες, ωστόσο, είναι συνήθως πιο σύνθετα, με διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης στις διάφορες σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που μπορεί να έχουν διαφορετικά πρότυπα προσκόλλησης με κάθε γονέα.

Υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία που υποστηρίζουν την έννοια της ιεράρχησης της σημασίας των δεσμών μέσα στην οικογένεια (Berlin and Cassidy, 1999- Howes, 1999).

Μελέτη περίπτωσης: η οικογένεια Brown

Η οικογένεια Brown θα χρησιμοποιηθεί για να απεικονίσει τα χαρακτηριστικά των προτύπων προσκόλλησης καθώς και τη διαδικασία της θεραπείας. Παραπέμφθηκαν σε μένα επειδή η 6χρονη κόρη τους Jean ήταν αγχωμένη, ασθματική και αντιστεκόταν στο σχολείο. Οι γονείς, η Angela και ο George, βρίσκονταν σε πλήρη διαφωνία για το τι έπρεπε να κάνουν στην οικογένεια και δεν μπορούσαν να πάρουν καμία απόφαση. Ο Fred , ηλικίας 10 ετών, προσπάθησε να βοηθήσει τη σχέση των γονέων του αναλαμβάνοντας ρόλο γονέα.

Μια από τις πιο αποκαλυπτικές στιγμές των οικογενειακών προτύπων προσκόλλησης συμβαίνει όταν η οικογένεια μπαίνει στο δωμάτιο της θεραπείας, το οποίο της είναι παράξενο. Η καινοτομία και η τυπικότητα είναι πιθανό να ενεργοποιήσουν το σύστημα προσκόλλησης και μπορεί να αποκαλυφθούν οι στρατηγικές που έχουν αναπτύξει τα μικρά παιδιά. Στην πρώτη συνεδρία ο Fred μπήκε πρώτος, ρίχνοντας μια ματιά στους γονείς του- ο πατέρας ακολούθησε, κοιτάζοντας τον θεραπευτή. Η μητέρα μπήκε μέσα, βκρατώντας το χέρι της Jean. Ο Fred κοίταξε γύρω στο δωμάτιο και στις καρέκλες. Κοίταξε τον πατέρα του και μετά κοίταξε κάτω σε μια καρέκλα στην άκρη του κύκλου των καρεκλών. Ο πατέρας μου μιλούσε και, χωρίς να το σκεφτεί, πήρε το σύνθημα του γιου του και κάθισε στην καρέκλα που του υπέδειξε ο Fred . Ο Fred κάθισε δίπλα του, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η μητέρα του θα καθόταν στην αντίθετη πλευρά του δωματίου από τον πατέρα του. Η Jean κάθισε στην αγκαλιά της μητέρας της και προσπάθησε να τραβήξει το παλτό της μητέρας της πάνω από το πρόσωπό της. Η Άντζελα την άφησε να το κάνει αυτό. Οι γονείς δεν επικοινωνούσαν καθόλου λεκτικά μεταξύ τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ούτε κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Λίγα λεπτά αργότερα ο George απαίτησε από τη Jean να κατέβει από την αγκαλιά της μητέρας της και να καθίσει σε μια καρέκλα, πράγμα που έκανε απρόθυμα, και μπορούσα τότε να δω ότι αυτή και η μητέρα της έδειχναν να δυσανασχετούν με αυτό. Παρατήρησα τον εαυτό μου να αισθάνεται θυμωμένος με τον George και προστατευτικός με τη Jean , αλλά δεν το έδειξα. Αυτή η επίγνωση των συναισθημάτων μου μού έδωσε ορισμένες ενδείξεις για ορισμένες από τις δυναμικές της οικογένειας, οι οποίες θα συζητηθούν αργότερα.

Διαβάστε επίσης: Το γονεοποιημένο παιδί: Πως μπορούν οι ενήλικες να αναιρέσουν τη βλάβη που έχει προκληθεί από τη γονεοποίηση στην παιδική ηλικία;

Εννοιολογικά πλαίσια για την κατανόηση των οικογενειακών δεσμών

Οικογενειακά σενάρια και σενάρια προσκόλλησης

Η έρευνα έχει δείξει ότι τα σενάρια των ατόμων για την προσκόλληση μπορούν να συνδεθούν με τη συμπεριφορά στις οικογένειες (Vaughn et al., 2006). Η συστημική έννοια των οικογενειακών σεναρίων μπορεί να παρέχει ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει όλες τις οικογενειακές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της προσκόλλησης, οι οποίες μπορούν να ονομαστούν οικογενειακά σενάρια προσκόλλησης. Ο ορισμός του οικογενειακού σεναρίου είναι οι κοινές προσδοκίες της οικογένειας για το πώς πρέπει να εκτελούνται οι οικογενειακοί ρόλοι σε διάφορα πλαίσια (Byng- Hall, 1995, σ. 4). Ο όρος “προσδοκίες” περιλαμβάνει την πρόβλεψη για το τι θα ειπωθεί και τι θα γίνει στις οικογενειακές σχέσεις, καθώς και την εμπλοκή των οικογενειακών πιέσεων προς τα μέλη για να εκτελέσουν τους ρόλους όπως αναμένεται. Οι κοινές προσδοκίες καθίστανται δυνατές, όπως προτείνουν οι Marvin και Stewart (1990), με την ανάπτυξη ενός κοινού μοντέλου εργασίας για το πώς λειτουργεί η οικογένεια. Οι διάφοροι ρόλοι, όπως η παρηγοριά, συχνά ταυτίζονται με συγκεκριμένα μέλη της οικογένειας, αλλά αν κάποιος απουσιάζει ή μια εργασία δεν γίνεται, όλοι γνωρίζουν σε γενικές γραμμές τι πρέπει να γίνει, και στη συνέχεια μπορεί να επιστρατευτούν άλλοι για να την αναλάβουν, συμπεριλαμβανομένου ενός παιδιού που έχει αναλάβει κάποια γονική φροντίδα.

Οι προσδοκίες ορισμένων γονέων για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτελούνται οι οικογενειακοί ρόλοι βασίζονται σε αυτούς που βίωσαν στην οικογένεια καταγωγής τους, ακολουθώντας έτσι αυτό που ονομάζεται αναπαραγωγικό οικογενειακό σενάριο.  Στην οικογένεια Μπράουν η Άντζελα, ως παιδί, αναμενόταν από τους γονείς της να αναλάβει γονικό ρόλο στην οικογένεια, όπως ακριβώς και ο Fred στη δική του γενιά.

Η έρευνα για την προσκόλληση δείχνει ότι η αντιστροφή ρόλων στα παιδιά παίρνει διαφορετικές μορφές στο πλαίσιο των διαφόρων στρατηγικών ανασφαλούς προσκόλλησης (Byng-Hall, 2002, 2008). Η έρευνα δείχνει ότι η πλειονότητα των μοτίβων προσκόλλησης αναπαράγεται στην επόμενη γενιά. Ωστόσο, μια σημαντική μειοψηφία διαφοροποιείται, δείχνοντας έτσι ότι η αλλαγή είναι δυνατή. Υπάρχουν πάντως προσπάθειες των γονέων να μην επαναλάβουν τα λάθη που θεωρούσαν ότι έκαναν οι γονείς τους. Αυτά ονομάζονται διορθωτικά γονικά σενάρια. Η Άντζελα ήταν αποφασισμένη να γίνει καλύτερος γονέας από τους γονείς της, αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησε στη θεραπεία πώς περίμενε από τον Fred και σε κάποιο βαθμό από τον Jean να αναλάβουν τους γονεϊκούς ρόλους.

Μια ασφαλής οικογενειακή βάση

Η οικογένεια στο σύνολό της μπορεί να παρέχει μια ασφαλή βάση για τα μέλη της. Ο ορισμός μιας αρκετά ασφαλούς οικογενειακής βάσης (Byng-Hall, 1995, σ. 104) είναι μια οικογένεια που παρέχει ένα αξιόπιστο δίκτυο σχέσεων προσκόλλησης που επιτρέπει σε όλα τα μέλη της οικογένειας, ανεξαρτήτως ηλικίας, να αισθάνονται αρκετά ασφαλείς ώστε να εξερευνούν τις σχέσεις τους μεταξύ τους και με άλλους εκτός της οικογένειας. Ένα χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι η ικανότητα συνεργασίας, η οποία έχει αποδειχθεί ότι είναι μεγαλύτερη στις ασφαλείς οικογένειες (Cobb, 1996). Η συνεργασία είναι αυτή που κάνει να αισθάνεται κανείς αρκετά ασφαλής ώστε να εξερευνήσει νέους τρόπους σχέσεων. Οι γονείς Brown δεν ήταν σε θέση να συνεργαστούν μεταξύ τους.

Αλληλεπιδραστική επίγνωση

Η έννοια της αλληλεπιδραστικής επίγνωσης, ένα ουσιαστικό μέρος της συνεργασίας, είναι χρήσιμη για να σκεφτούμε πώς τα μέλη της οικογένειας διατηρούν επαφή με το τι συμβαίνει στην αλληλεπίδραση σε διάφορες καταστάσεις και έτσι διατηρούν ασφαλείς οικογενειακές σχέσεις (Byng-Hall, 1995).

Η αλληλεπιδραστική επίγνωση ορίζεται ως η ικανότητα να είναι κανείς ευαίσθητος στον τρόπο με τον οποίο κάθε μέλος της οικογένειας είναι πιθανό να βιώνει την εξελισσόμενη κατάσταση και τον ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσει το καθένα, και να έχει επίγνωση των δικών του συναισθημάτων και του τρόπου με τον οποίο η επικείμενη συμπεριφορά του μπορεί να επηρεάσει τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει να έχει κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης κατά νου ολόκληρη την οικογένεια, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τη δική του συμπεριφορά ώστε να επηρεάσει αυτό που εξελίσσεται. Ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της ικανότητας είναι η ενσυναίσθηση, η οποία επιτρέπει σε κάποιον να μπαίνει στη θέση των άλλων μέσα στο τρέχον πλαίσιο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη ρύθμιση των συναισθημάτων και των συναισθημάτων των άλλων σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Οι ασφαλείς γονείς μπορούν να ανταποκριθούν κατάλληλα στην αγωνία και τις αναταραχές των παιδιών τους μέσα σε οικογενειακά σενάρια. Τα παιδιά μπορούν να περιμένουν αυτή την υποστήριξη, να αισθάνονται ασφάλεια και να ξέρουν ότι είναι στο μυαλό των γονιών τους. Ένα άλλο στοιχείο της διαπροσωπικής επίγνωσης είναι η αναστοχαστική λειτουργία (Fonagy et al., 1991- Slade, 2005), η οποία επιτρέπει την κατανόηση των υποκείμενων νοητικών καταστάσεων και συνεπώς των προθέσεων των άλλων και του εαυτού μας.  Αυτό καθιστά δυνατό για το άτομο να ανταποκριθεί κατάλληλα στους άλλους καθώς εκτυλίσσεται ένα οικογενειακό σενάριο.

Αρκετά ασφαλείς οικογένειες μπορούν να μοιραστούν το πώς αισθάνονται για το τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια και μετά το συμβάν. Η αφήγηση που χρησιμοποιείται είναι συνεκτική (Byng-Hall, 1997, 1999b- Dallos, 2004), μεταφέροντας μια εκτίμηση του πώς αισθάνονται όλοι γι’ αυτό, συμπεριλαμβανομένων των πληγωμένων ή δυσάρεστων συναισθημάτων. Με αυτόν τον τρόπο τα μέλη της οικογένειας μπορούν να επικαιροποιήσουν τη συλλογική τους άποψη για το πώς αντιδρά ο καθένας από αυτούς σε συγκεκριμένα πλαίσια και τι θα προτιμούσε ο καθένας να έχει συμβεί. Αυτό είναι χρήσιμο όταν αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Είναι τότε δυνατό να συνεργαστούν για να διασφαλιστεί ότι όλοι, ιδίως τα παιδιά, έχουν υπόψη τους και ότι οι προτιμήσεις τους είναι γνωστές, τουλάχιστον από κάποιον στην οικογένεια. Η εικόνα της “οικογένειας” μπορεί τότε να προσφέρει στα μέλη μια αίσθηση ασφάλειας. “Με έχουν στο μυαλό τους”. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να βασιστεί στο ότι θα το παραδίδουν και θα το επιστρέφουν, εντός της οικογένειας και με αξιόπιστους ξένους. Για να συμβεί αυτό, δεν χρειάζεται να είναι όλα τα μέλη της οικογένειας ασφαλή, καθώς εκείνα που είναι πιο ασφαλή μπορούν να συνεργαστούν.

Το συναίσθημα οδηγεί σε δράση- επανεξέταση όταν υπάρχει ηρεμία

Οι Hill et al. (2003) παρατήρησαν και ερεύνησαν την αλληλεπίδραση των οικογενειών. Μεταξύ άλλων, περιγράφουν δύο γενικούς τρόπους πέρα από τον συνήθη τρόπο λειτουργίας της οικογένειας. Ο τρόπος Affect/Action καθοδηγείται από την αυξημένη συγκίνηση που οδηγεί σε γρήγορες αυτόματες αντιδράσεις όταν η συμπεριφορά προσκόλλησης πυροδοτείται από το φόβο του κινδύνου. Άλλες οικογενειακές αλληλεπιδράσεις μπορούν επίσης να προκαλέσουν τρόπους Affect/Action, συμπεριλαμβανομένων εκείνων όπως ο θυμός, οι συγκρούσεις για την εξουσία ή η επικίνδυνη συμπεριφορά που απαιτεί πειθαρχία. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις επιβαρυμένες καταστάσεις μπορεί επίσης να προκληθεί συμπεριφορά προσκόλλησης εντός της οικογένειας. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια σύνθετη κατάσταση στην οποία τόσο η συμπεριφορά προσκόλλησης όσο και άλλα συστήματα συμπεριφοράς ενεργοποιούνται αλλά βρίσκονται σε αντίθεση. Μια κοινή σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ των κινήσεων παρηγοριάς και προστασίας έναντι της πειθαρχίας. Η εμφατική πειθαρχία μπορεί να παρερμηνευτεί ως θυμός ή απόρριψη. Η Άντζελα προστάτευε την άρρωστη Jean από την αναίσθητη πειθαρχία του συζύγου της. Ο Geaorge μπορούσε να δει την ανάγκη της Jean για σαφή όρια, και γινόταν θυμωμένος όταν η γυναίκα του δεν υποστήριζε την αρχή του, κάνοντάς την έτσι ακόμη πιο προστατευτική.

Ο άλλος τρόπος είναι ο διερευνητικός, ο οποίος μπορεί να προκύψει όταν η επιρροή είναι χαμηλή και δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη. Τώρα μπορεί να ξεκινήσει μια διερευνητική επανεξέταση των υφιστάμενων παραδοχών και η αναθεώρηση των μοντέλων εργασίας για το πώς λειτουργεί η οικογένεια. Σε όρους οικογενειακών σεναρίων υπάρχουν συχνά καθιερωμένα συνθήματα για το άνοιγμα μιας συζήτησης, την έκφραση της περιέργειας και την έναρξη του αυτοσχεδιασμού νέων τρόπων συσχετισμού κ.ο.κ. Αυτό εξαρτάται από το αν οι οικογενειακές σχέσεις αισθάνονται αρκετά ασφαλείς ώστε να διαφωνούν και να παίρνουν ρίσκα ακόμη και σε αβέβαιες καταστάσεις.

Συγκρούσεις από απόσταση

Συγκρούσεις μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχουν αντίθετες στρατηγικές στα πρότυπα προσκόλλησης των γονέων. Για παράδειγμα, ο George χρησιμοποίησε μια ανασφαλή στρατηγική αποφυγής για να προλάβει να αναστατωθεί από πιθανές απορρίψεις- η Άντζελα, από την άλλη πλευρά, χρησιμοποίησε μια ανασφαλή αμφιθημική στρατηγική προσκόλλησης σε αυτόν για να αποφύγει την εγκατάλειψη. Αυτές οι σχέσεις παράγουν αυτό που ονομάζω σύγκρουση του “πολύ κοντά/πολύ μακριά” (Byng-Hall, 1995). Για παράδειγμα, η σχέση των Browns θα αισθανόταν “πολύ κοντά” για τον George, αλλά “πολύ μακριά” για την Angela. Αυτό οδηγούσε τον George σε απομάκρυνση, γεγονός που έκανε την Άντζελα να αναζητήσει ακόμη μεγαλύτερη εγγύτητα, και ούτω καθεξής, μέχρι που ο George έφυγε ορμητικά. Η θεωρία των συστημάτων το εξηγεί χρησιμοποιώντας την κυβερνητική έννοια της αμοιβαίας θετικής ανατροφοδότησης – ενίσχυσης. Κάθε κίνηση αποσκοπεί στην επιβράδυνση της κλιμάκωσης μέσω της αρνητικής ανατροφοδότησης, αλλά έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, δρώντας ως θετική ανατροφοδότηση, η οποία ενισχύει αντ’ αυτού τη συμπεριφορά του άλλου. Αυτό δημιουργεί ταχείες κλιμακώσεις που ωθούν την οικογένεια σε κατάσταση Affect/ Action, οδηγώντας σε εξαιρετικά αποδιοργανωτικούς κύκλους επιδίωξης/ απομάκρυνσης που απειλούν τη σχέση.

Η Lynn Hoffman (1975) περιέγραψε αυτές τις κλιμακώσεις στην οικογενειακή ζωή ως “runaways” (δραπέτες). Η παρέμβαση ενός παιδιού μπορεί να σταματήσει την επιδίωξη/απομάκρυνση των runaways, μερικές φορές με δραματικό τρόπο, για παράδειγμα, όταν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος που του δίνεται προτεραιότητα, όπως οι κρίσεις άσθματος της Jean. Αυτό τριγωνοποιεί το παιδί στη σχέση των γονέων. Αυτό μπορεί στη συνέχεια να γίνει ο ρόλος του παιδιού στο οικογενειακό σενάριο. Μακροπρόθεσμα, ένα τριγωνοποιημένο παιδί που παραμένει ένα ανησυχητικό πρόβλημα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο περαιτέρω φυγής, επειδή και οι δύο γονείς φροντίζουν το παιδί από κοινού. Αυτό κρατά τους γονείς μαζί, αλλά όχι με εγγύτητα. Σε αυτή την οικογένεια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι γονείς της Jean διαφωνούσαν σχετικά με το πώς να τη βοηθήσουν, καθώς ο καθένας πίστευε ότι ο άλλος θα την έκανε χειρότερα, οπότε έμειναν μαζί για να προστατεύσουν τη Jean ο ένας από τον άλλον, προσπαθώντας και οι δύο να τη βοηθήσουν με αντιφατικούς τρόπους.

Ένας άλλος τρόπος για να μειωθούν οι πιθανές κλιμακώσεις δημιουργείται από τον γονέα που έχει απελπισμένη ανάγκη από εγγύτητα και έτσι στρέφεται σε ένα παιδί ο οποίος στη συνέχεια γίνεται “πολύ κοντά” σε αυτόν τον γονέα αλλά “πολύ μακριά” από τον άλλο γονέα. Η Jean βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Αυτή και η μητέρα της έγιναν αχώριστες, αποκλείοντας τον πατέρα της που αποδοκίμαζε την εγγύτητα. Μια παραβίαση των ορίων μπορεί επίσης να προκύψει στις γονεϊκές μάχες εξουσίας όταν ο ένας γονέας στρατολογεί ένα παιδί ως σύμμαχο, δημιουργώντας έτσι μια διαγενεακή συμμαχία εναντίον του άλλου. Αυτό υπονομεύει τη γονική εξουσία και μπορεί να επηρεάσει τη συνοχή της αδελφικής ομάδας. Η μητέρα και η Jean όχι μόνο απέκλειαν τον πατέρα, αλλά και συνασπίστηκαν εναντίον του- ενώ ο Fred ως γονέας δεν έπαιζε με την Jean, αλλά της έκανε κουμάντο και προσπαθούσε επίσης να οργανώσει τους γονείς.

Τα παιδιά μπορούν να μειώσουν τη συχνότητα της κλιμάκωσης αναλαμβάνοντας γονεϊκούς ρόλους, όπως ο ειρηνοποιός, ο μεσολαβητής ή ο διαμεσολαβητής, ή απλώς να αναλάβουν τον γονεϊκό ρόλο που δεν λειτουργεί- για παράδειγμα, τον ρόλο του Fred να καθοδηγήσει τους γονείς του σε μια απόφαση. Ήταν επίσης μεσολαβητής. Τα runaways δεν συνέβαιναν τόσο συχνά όσο θα μπορούσαν να συμβούν στην οικογένεια Brown λόγω της συμμετοχής των παιδιών.

Επιπτώσεις για την οικογενειακή θεραπεία

Δημιουργία μιας ασφαλούς θεραπευτικής βάσης

Η αίσθηση του επείγοντος μιας οικογένειας αυξάνει την πιθανότητα να δημιουργηθεί γρήγορα μια προσωρινή σχέση προσκόλλησης σε έναν θεραπευτή που θεωρείται ικανός να δώσει λύση σε απειλητικές καταστάσεις. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό, αν είναι δυνατόν, ο θεραπευτής να ανταποκρίνεται γρήγορα. Είναι πολύτιμο για τον θεραπευτή να τηλεφωνήσει στο σπίτι της οικογένειας για να κλείσει το ραντεβού. Αυτό γίνεται κατά προτίμηση νωρίς το βράδυ, όταν οι εργαζόμενοι μπορεί να βρίσκονται στο σπίτι. Δέκα λεπτά θερμής και υποστηρικτικής συζήτησης για το πρόβλημα και για το πώς επηρεάζει κάθε μέλος της οικογένειας μπορεί να οδηγήσει σε μια σχέση με έναν γονέα που αισθάνεται ότι θα ήθελε να φέρει την οικογένειά του. Μια χρήσιμη πρακτική είναι να προσκαλείται όλη η οικογένεια και να γίνονται προσπάθειες να βρεθεί μια ώρα που να μπορούν όλοι να παρευρεθούν. Όλη αυτή η διαδικασία βοηθά επίσης στη διεύρυνση της προοπτικής ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα μέλη. Ο Fred πιθανόν να είχε μείνει πίσω ως το καλό παιδί που δεν χρειαζόταν βοήθεια. Το μοτίβο προσκόλλησης της οικογένειας δεν θα είχε αντιμετωπιστεί επαρκώς και οι συνέπειες της ανάληψης γονικού ρόλου από αυτόν δεν θα είχαν αντιμετωπιστεί.

Η πρώτη συνεδρία θα μπορούσε, αν είναι δυνατόν, να διαρκέσει μιάμιση ώρα ή και περισσότερο. Αυτό δίνει χρόνο σε επώδυνα ή πολύ δύσκολα θέματα να αναδυθούν με κάποια ένταση και να έχουν κάποια πιθανότητα να αντιμετωπιστούν. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου η οικογένεια ελπίζει ότι θα βιώσει τον θεραπευτή ως κάποιον ο οποίος είναι σε θέση να ακούσει για τα σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίζει και να είναι έτοιμος να τα αντιμετωπίσει. Ο θεραπευτής/Η θεραπεύτρια είναι ευαίσθητη/-ος στις ανησυχίες των μελών της οικογένειας, επιτρέποντας στο καθένα να νιώσει ότι ο θεραπευτής μπορεί να του φανεί χρήσιμος. Οι οικογενειακές θεραπεύτριες πρέπει να αναπτύσσουν διαδραστική ευαισθητοποίηση στην εργασία τους. Αυτό περιλαμβάνει τη σάρωση της οικογένειας, την παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο το κάθε μέλος ανταποκρίνεται σε ό,τι συμβαίνει, την περιστασιακή ερώτηση για το πώς αισθάνεται ή τι σκέφτεται και την καταγραφή των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του κάθε μέλους. Ταυτόχρονα, ο θεραπευτής ανησυχεί για τη δική του επίδραση σε κάθε μέλος της οικογένειας. Αυτή η ευαισθησία είναι πιθανό να γίνει αντιληπτή από τα μέλη, τα οποία στη συνέχεια βιώνουν τον θεραπευτή ως εκείνο που είναι εκεί για το καθένα από αυτά, καθώς και για την οικογένεια στο σύνολό της. Αισθάνονται ότι ο θεραπευτής έχει τη δυνατότητα να έχει κατά νου ολόκληρη την οικογένεια. Οι συνεδρίες πραγματοποιούνται τότε ιδανικά αρχικά κάθε δύο εβδομάδες, γεγονός που αφήνει τα μέλη της οικογένειας να είναι υπεύθυνα για τον εαυτό τους, αλλά με αρκετό χρόνο για να συνεχίσουν να εξερευνούν νέους τρόπους σχέσης, κρατώντας παράλληλα τη θεραπεία στο μυαλό τους.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ θεραπευτή και οικογένειας

Η θεραπεία πρέπει να είναι μια μορφή διαλόγου. Ο θεραπευτής, μοιραζόμενος μια υπόθεση με την οικογένεια όταν αυτή έρχεται για πρώτη φορά στο μυαλό του και πριν νιώσει βεβαιότητα, μπορεί να οδηγήσει την οικογένεια να συζητήσει την ιδέα. Αυτό επιτρέπει τη συν-εξέλιξη των ιδεών σχετικά με το τι συμβαίνει (Bertrando and Arcelloni, 2006- Vetere, 2006). Ο θεραπευτής μπορεί να πει κάτι τέτοιο: ‘Μόλις μου ήρθε αυτή η ιδέα. Έχω δει καταστάσεις που μοιάζουν λίγο με τις δικές σας στις οποίες , κάποια από αυτά μπορεί να ταιριάζουν στην οικογένειά σας, αλλά κάποια που περιμένω ότι δεν θα ταιριάζουν”.

Η αβεβαιότητα της θεραπεύτριας είναι γνήσια και διερευνητική, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αμοιβαία διερεύνηση της ιδέας και των συνεπειών της (Mason, 1993). Πρόκειται επίσης για μια αμοιβαία συζήτηση η οποία είναι συμπληρωματική. Η οικογένεια έρχεται σε κάποια που έχει εμπειρία από πολλά οικογενειακά προβλήματα, ενώ η οικογένεια γνωρίζει τι συμβαίνει στο σπίτι. Η θεραπεύτρια μαθαίνει έτσι συνεχώς περισσότερα για την πλούσια ποικιλία της οικογενειακής ζωής. Τα θέματα προσκόλλησης έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι η θεραπεύτρια μπορεί, όταν χρειάζεται, να αναφερθεί σε πρότυπα που βρέθηκαν μέσω ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε φυσιολογικούς πληθυσμούς, γεγονός που βοηθά να διασκεδαστεί η ντροπή της οικογένειας ότι είναι μοναδικά κακή.

Η συναισθηματική κατάσταση της οικογένειας είναι πιθανό να προκαλέσει στον θεραπευτή συναισθήματα κατά τα οποία αισθάνεται ότι πρέπει να αναλάβει κάποια δράση. Εάν ο θεραπευτής αναλάβει δράση, ωστόσο, κινδυνεύει να παρασυρθεί στο σενάριο της οικογένειας- παραμένοντας όμως σε αναστοχαστική λειτουργία ο θεραπευτής θα αποκτήσει ενδείξεις για το τι συμβαίνει στην οικογένεια. Ο θυμός μου με τον πατέρα, τον Γιώργο, στην πρώτη συνεδρία, όταν απαίτησε από τη Ζαν, την κόρη, να καθίσει στη δική της καρέκλα, συνειδητοποίησα ότι στόχευε στην προστασία της Ζαν και ήθελε να εμποδίσει τον πατέρα της να την εκθέσει σε μια τρομακτική κατάσταση. Αυτό υποδήλωνε μια σημαντική οικογενειακή δυναμική, που αφορούσε τόσο θέματα προσκόλλησης όσο και πειθαρχίας. Αν είχα παρασυρθεί σε μια τέτοια ενέργεια, θα κινδύνευα να ενταχθώ στη διαγενεακή συμμαχία της μητέρας και της Jean εναντίον του πατέρα και θα μείωνα την ικανότητά μου να δημιουργήσω μια ασφαλή θεραπευτική βάση για όλη την οικογένεια. Οι θεραπευτές πρέπει να αναλογιστούν τη σημασία των παρορμήσεών τους να δράσουν και τι μπορεί να τους πει αυτή η εμπειρία για την οικογένεια.

Ταυτόχρονα, οι θεραπευτές πρέπει να έχουν επίγνωση των δικών τους οικογενειακών μοτίβων και των ειδών των σεναρίων που είναι πιθανό να πυροδοτήσουν τη δράση τους ή να τους παρασύρουν στην υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στην οικογένεια- με άλλα λόγια, είναι πολύ κοντά στο σπίτι. Έχει αποδειχθεί μέσω αυτοαναφορών από θεραπευτές πολλών προσανατολισμών ότι όσοι έχουν ασφαλές στυλ προσκόλλησης έχουν καλύτερες θεραπευτικές συμμαχίες από ό,τι οι ανασφαλείς θεραπευτές (Black et al., 2005). Πολλοί θεραπευτές έχουν διαδραματίσει γονεϊκό ρόλο στις οικογένειες καταγωγής τους (Jurkovic, 1997) και έχουν ταυτιστεί με τον ρόλο της φροντίδας στην οικογένειά τους.  Αυτή η πρώιμη εκπαίδευση είναι πολύ πολύτιμη, αλλά μπορεί να ήταν περισσότερο κατάλληλη για το παρελθόν παρά για το παρόν. Είναι χρήσιμο για τους θεραπευτές να γνωρίζουν το στυλ με το οποίο αναπτύσσεται συνήθως ο φροντιστικός τους ρόλος, το οποίο όμως μπορούν στη συνέχεια να προσαρμόσουν ώστε να ταιριάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες της οικογένειας. Το δικό μου είναι να είμαι μάλλον υπερβολικά προστατευτικός και θετικός απέναντι στα μέλη της οικογένειας και διστακτικός απέναντι στις απαραίτητες προκλήσεις.

Συζητώντας τωρινά και παλαιότερα συμβάντα

Συχνά ξεκινάω κάθε συνεδρία με την ερώτηση “Τι συνέβη;”, η οποία μπορεί να αναδείξει ιστορίες για οικογενειακές σκηνές, καυγάδες ή κλιμάκωση. Είναι πολύτιμο να ακούσουμε τις αφηγήσεις της οικογένειας, σημειώνοντας πώς λέγονται οι ιστορίες, κάνοντας ερωτήσεις για το πώς αισθάνονται και επεκτείνοντας την έρευνα ευρύτερα για να συμπεριλάβουμε το πώς εμπλέκονται τα παιδιά, αν δεν έχουν αναφερθεί. Προσπαθούσαν να μεσολαβήσουν, να διατηρήσουν την ειρήνη ή φοβόντουσαν πολύ την απειλή που διαφαινόταν και έτσι έφυγαν από το δωμάτιο; Αυτή η διαδικασία επανεξέτασης είναι μια ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν τα μέλη της οικογένειας καλύτερα πώς επηρεάζουν ο ένας τον άλλον καθώς εξελίσσεται το έπος. Προσδίδει επίσης μεγαλύτερη ευαισθησία στα δύσκολα διλήμματα του άλλου. Αυτή η ανασκόπηση παρέχει επίσης την ευκαιρία να διερευνηθεί η αμοιβαία επιρροή μεταξύ της προσκόλλησης και άλλων λειτουργιών, όπως η πειθαρχία. Διερευνήσαμε πώς ο George και η Angela θα μπορούσαν να συνεργαστούν όσον αφορά την πειθαρχία, σε αντίθεση με το ότι ο George είναι αυστηρός με την Jean και την Angela να προστατεύουν το ανήσυχο παιδί της από αυτό που θεωρούσε εκφοβισμό.

Σχεδιάζοντας ένα οικογενειακό δέντρο

Συνήθως σχεδιάζω ένα οικογενειακό δέντρο όταν η οικογένεια είναι λιγότερο απασχολημένη με επείγοντα ζητήματα, κάπου μεταξύ της δεύτερης και της τέταρτης συνεδρίας. Η διαδικασία της σχεδίασης του οικογενειακού δέντρου παρέχει στην οικογένεια και στον θεραπευτή μια εικόνα της οικογένειας και της ευρύτερης οικογένειας όπως είναι τώρα και πώς αυτή επηρεάστηκε από τις προηγούμενες γενιές. Μπορεί επίσης να αποτελέσει μια έντονη εμπειρία για τα μέλη της οικογένειας, τα οποία μπορούν να δουν τη δική τους ιστορία να ξεδιπλώνεται δραματικά, αντιπαραβάλλοντας τόσες πολλές πτυχές της κοινής τους ζωής και αποκαλύπτοντας προηγουμένως αθέατα μοτίβα.

Αυτό παρέχει επίσης μια πολύτιμη στιγμή για να εξερευνήσετε θέματα προσκόλλησης. Οι ερωτήσεις σχετικά με τις σχέσεις στην ανατροφή των γονέων και τα τραύματα και τις απώλειες μπορούν να προκαλέσουν ισχυρά συναισθήματα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά περιγράφονται μπορεί να υποδηλώνει αν το τραύμα ήταν άλυτο ή όχι (Zulueta, 2006). Υπάρχουν ορισμένες ανεκτίμητες ερωτήσεις ρουτίνας, όπως “Και υπήρξαν άλλες εγκυμοσύνες;” μετά την κατονομασία μιας σειράς αδελφών, αποκαλύπτοντας έτσι αποβολές, εκτρώσεις και θνησιγένειες, που αποτελούν ενδεχομένως κομβικά οικογενειακά γεγονότα που δεν συζητήθηκαν και ενδεχομένως δεν επιλύθηκαν. Μια συνήθης ερώτηση που τίθεται όταν λέγεται για ένα τραύμα είναι “Και ποιος φρόντιζε ποιον;”. Συχνά τα παιδιά φροντίζουν τους πενθούντες γονείς τους και μπορεί στη συνέχεια να γίνουν γονείς. Μπορεί να διερευνηθεί η επίδραση των τραυμάτων στους δεσμούς από γενιά σε γενιά.

Συνεργατικές παρεμβάσεις με τους γονείς

Είναι πολύτιμο να διερευνήσουμε πώς οι στρατηγικές προσκόλλησης των γονέων αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει τη συνεργασία, αντί να εντοπίζεται το πρόβλημα σε ένα μέλος. Όταν εργάζομαι με γονείς ή ζευγάρια ονομάζω τις επαναλαμβανόμενες κλιμακώσεις ή σειρές ως “φαύλους κύκλους”, μια ιδέα που αναγνωρίζουν γρήγορα, και συζητώ τις καταστάσεις που οδηγούν σε αυτές τις κλιμακώσεις. Ακόμη και αν ο καβγάς δεν αφορούσε την προσκόλληση, μπορεί να γίνει τόσο τρομακτικός που να προκαλέσει αντιδράσεις προσκόλλησης, καθώς τα εμπλεκόμενα άτομα αναζητούν ασφάλεια. Αυτό μπορεί βέβαια να περιλαμβάνει και παρατηρητές, όπως τα παιδιά.

Μετά την αναφορά ενός επεισοδίου, μπορεί να γίνει προσπάθεια να βοηθηθεί κάθε μέλος της οικογένειας να δει γιατί η δική του συμπεριφορά προκαλεί τις αντιδράσεις του άλλου. Είναι εξίσου πολύτιμο για κάθε γονέα να κατανοήσει την προέλευση των αντιδράσεων του συντρόφου του. Ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει αυτό είναι να στραφεί στο οικογενειακό δέντρο για να διερευνήσουν πώς η τρέχουσα κατάσταση συντονίζεται με τραυματικά γεγονότα από το παρελθόν του καθενός τους.  Αυτό μπορεί να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με το γιατί αντιδρούν ο ένας στον άλλον όπως αντιδρούν, και να εκτιμήσουν τα τρωτά σημεία του συντρόφου και από πού προέρχονται. Το αίσθημα κατανόησης κάθε μέλους είναι εξαιρετικά σημαντικό. Μια συνεργατική παρέμβαση αποφεύγει την αλληλοκατηγορία και εγκαθιδρύει την ιδέα του “Πάμε πάλι” σε αντίθεση με το “Πάει πάλι αυτός/αυτή“.

Μια μέρα οι γονείς Brown ήρθαν μόνοι τους.  Ανέφεραν αυτό που αποκαλούσαν “ένα μικρό ξέσπασμα”. Η Angela είχε φροντίσει το μωρό μιας φίλης της. Αναστατώθηκε, για άλλη μια φορά, επειδή δεν μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά. Ήθελε να την παρηγορήσει, εκείνος εκνευρίστηκε και εκείνη άρχισε να κλαίει και πήγε να καθίσει στον καναπέ δίπλα του. Ο George φώναξε: “Δεν θα σταματήσεις ποτέ αυτές τις ανοησίες;” και έφυγε με ορμή.  Η Angela μου είπε ότι ήταν απρόθυμος να κάνει άλλο ένα παιδί.

Κοιτάζοντας το γενεαλογικό δέντρο διαπιστώσαμε ότι η Angela προερχόταν από πολυμελή οικογένεια και ότι μια πολυαγαπημένη μικρή αδελφή είχε πεθάνει σε ηλικία 10 μηνών. Η Angela ήταν 7 ετών τότε και είχε αγαπήσει και φροντίσει το μωρό και λαχταρούσε για την αντικατάστασή του που δεν ήρθε ποτέ. Όταν ήταν 13 ετών, η μητέρα του George είχε πεθάνει μετά από επτά χρόνια αρρώστιας. Ο μάλλον απόμακρος πατέρας του τότε ξαναπαντρεύτηκε γρήγορα. Η αδελφή του παντρεύτηκε και μετακόμισε. Τόσο η μητριά του όσο και η αδελφή του έκαναν στη συνέχεια παιδιά. Ο George θυμόταν με πικρία ότι “τότε κανείς δεν είχε στο μυαλό του εμένα” και αποφασισε να γίνει ακόμη πιο αυτάρκης. Μπορούσαν να μοιραστούν τη γνώση ότι γι’ αυτόν τα μωρά ήταν καταστροφή, γι’ αυτήν η μη γέννηση μωρών ήταν καταστροφή. Ενθαρρύνθηκαν στο μέλλον να μοιράζονται μαζί όταν κάποιος από τους δύο αισθανόταν μια αυξανόμενη αίσθηση του “πάλι τα ίδια” σε έναν επικείμενο φαύλο κύκλο. Αυτό θα μπορούσε να τους βοηθήσει να μετακινηθούν από τη λειτουργία “Συγκίνηση/Δράση” στη λειτουργία “Διερεύνηση”, ώστε να μπορέσουν να συζητήσουν τι συνέβαινε. Η εκτίμηση των επώδυνων εμπειριών του άλλου τους επέτρεψε να γίνουν πιο φιλικοί μεταξύ τους, μια σημαντική πτυχή ενός πιο ασφαλούς δεσμού.

Η Angela ήθελε να ασχοληθεί περαιτέρω με τις απώλειές της. Στην ηλικία των 2 ετών είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο για ένα μήνα για μια διορθωτική επέμβαση. Οι χρόνοι επίσκεψης ήταν περιορισμένοι και της είπαν ότι ήταν πολύ προσκολλημένη για το υπόλοιπο της παιδικής της ηλικίας, “και εξακολουθώ να είμαι”. Τόνισα ότι ο καθένας τους αντιμετώπιζε τις απώλειες και την ανασφάλεια, αλλά δικαιολογημένα χρησιμοποιούσαν αντίθετες στρατηγικές: εκείνη προσκολλάται για να μην εγκαταλειφθεί, ενώ εκείνος ανεξαρτητοποιείται επαρκώς για να μην πληγωθεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, υποβάθμισε τη σημασία όλων αυτών, αλλά ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την αναστάτωσή του. Αυτό μείωσε κάπως την πόλωσή τους και ένιωσαν λίγο περισσότερο ότι βρίσκονταν τουλάχιστον στον ίδιο πλανήτη.

Μετά από αυτό, η Angela, παραδόξως, έγινε πιο απόμακρη και τον έσπρωξε μακριά. Δεν της άρεσε να ανακαλύπτει ότι είχε μια πλευρά του εαυτού της που απομακρυνόταν. Ο George , ωστόσο, άρχισε να περνάει περισσότερο χρόνο στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Εκείνη βίωσε το αίσθημα αυτό ως παρεμβατικό και έμενε περισσότερο έξω η ίδια. Οι “φυγές” ή οι κλιμακώσεις σε συγκρουσιακές καταστάσεις είναι γνωστό ότι μπορούν ξαφνικά να αντιστραφούν (Hoffman, 1975). Αυτό συνέβαινε εδώ. Η θεραπεία επέτρεψε να γίνουν εμφανείς οι αμοιβαίες προβολές του ζευγαριού. Εκείνος είχε περιφρονήσει την ανάγκη της, η οποία έκρυβε τη δική του λαχτάρα για φροντίδα για τον εαυτό του, ενώ εκείνη είχε μισήσει τη συμπάθεια και την αδιαφορία του, η οποία έκρυβε τη δική της αμφιθυμία για την οικειότητα. Η Angela ήταν σε θέση να δουλέψει με αυτή την ιδέα, ενώ ο George έδειχνε να την καταλαβαίνει, χωρίς όμως να φαίνεται να την υιοθετεί.

Δουλεύοντας με τα παιδιά

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας γινόταν δουλειά με τα παιδιά, η οποία αφορούσε κυρίως το άσθμα της Jean και άλλα θέματα που δεν σχετίζονταν άμεσα με την προσκόλληση. Έκανα κάποια δουλειά με τα παιδιά για να τα βοηθήσω να απελευθερωθούν από το ρόλο τους στη σχέση των γονέων τους. Αυτό περιελάμβανε τη συζήτηση μαζί τους για το πώς ένιωθαν όταν προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους γονείς τους όταν γίνονταν θυμωμένοι μεταξύ τους. Αυτό ήταν κάτι σαν αποκάλυψη για τους γονείς. Ο χρόνος αφιερώθηκε στο πώς οι γονείς θα μπορούσαν να συνεργαστούν σχετικά με τον τρόπο που φρόντιζαν τον Jean. Η διαπίστωση της ανάγκης για πειθαρχία, προκειμένου να πηγαίνει στο σχολείο, καθώς και της ανάγκης για παρηγοριά και προστασία όταν φοβάται το άσθμα, ήταν σημαντική. Η Jean έγινε λιγότερο ανήσυχη καθώς έβλεπε τους γονείς της να συνεργάζονται αντί να τσακώνονται. Ξεκίνησα εναλλάσσοντας συνεδρίες ολόκληρης της οικογένειας και συνεδρίες γονέων, αλλά αύξησα το ποσοστό των συνεδριών γονέων, εν μέρει επειδή τα παιδιά είχαν κατασταλάξει. Όταν τα γονεϊκά παιδιά βλέπουν ότι ο θεραπευτής φροντίζει αποτελεσματικά τους γονείς τους, μπορούν να αρχίσουν να χαλαρώνουν την επαγρύπνησή τους και να είναι παιδιά. Ο Fred άρχισε να παίζει με τον Jean αντί να προσέχει τους γονείς του.

Ολοκλήρωση

Η ολοκλήρωση της θεραπείας περιλαμβάνει ένα σταθερά αυξανόμενο χρονικό διάστημα μεταξύ των συνεδριών, το οποίο συχνά ολοκληρώνεται με ένα κενό τριών μηνών. Με τον τρόπο αυτό παρατείνεται η διάρκεια της επαφής χωρίς να αυξάνεται ο χρόνος θεραπείας, επιτρέποντας στις οικογένειες να καθιερώσουν τρόπους επίλυσης των δικών τους προβλημάτων. Τους λέω ότι μπορούν να επανέλθουν για να συζητήσουν καταστάσεις και δεν χρειάζεται να είναι απελπισμένοι πριν το κάνουν. Με αυτόν τον τρόπο καθιστώ τον εαυτό μου διαθέσιμο και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τους έχει κατά νου. Η αίσθηση της διαθεσιμότητας, έστω και μόνο στο μυαλό, είναι θεμελιώδης για την αυτονομία στην προσκόλληση. Κατά την κλινική μου εμπειρία, η ενθάρρυνση να επανέλθει κανείς πριν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ οδηγεί σε λιγότερες επιστροφές στη θεραπεία από ό,τι οι οριστικές απαλλαγές που μπορεί να οδηγήσουν σε εκ νέου παραπομπές σε επιδεινωμένη κατάσταση.

Η θεραπεία με τους Browns ολοκληρώθηκε όταν οι γονείς ήταν αρκετά ασφαλείς ώστε να συνεργάζονται όταν χρειαζόταν και είχαν βρει έναν τρόπο να παίρνουν αποφάσεις. Εξακολουθούσαν να έχουν διαφωνίες, αλλά αυτές δεν ξέφευγαν τόσο εύκολα. Το άσθμα της Jean ήταν καλύτερα ελεγχόμενο, πήγαινε στο σχολείο χωρίς δυσκολία και ο Fred ήταν πιο χαλαρός. Οι γονείς ήταν πιο ικανοί να αντιμετωπίζουν ο ένας τις διαφορές του άλλου ως συμπληρωματικές, αντί να αντιτίθενται ο ένας στον άλλο. Εκείνος μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ότι πατούσε με τα πόδια στη γη, ενώ εκείνη ήταν αυτή που είχε επαφή με τα συναισθήματά της.

Συμπεράσματα

Οι οικογενειακοί θεραπευτές πρέπει να γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίζουν τα διάφορα υποσυστήματα στο πλαίσιο της οικολογίας της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης της προσκόλλησης. Το υποσύστημα της προσκόλλησης διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην οικογενειακή θεραπεία, διότι παρέχει μια ασφαλή βάση κατά τη διάρκεια της θεραπείας που οδηγεί σε μια πιο ασφαλή βάση για την οικογένεια στο μέλλον. Η σημασία αυτού του γεγονότος δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια προσέγγιση που επικεντρώνεται μόνο στο υποσύστημα της προσκόλλησης ή σε οποιοδήποτε υποσύστημα για το θέμα αυτό. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διερευνηθεί η φύση της σχέσης μεταξύ των υποσυστημάτων, επιτρέποντας έτσι στην εργασία να είναι πραγματικά συστημική.

Μετάφραση & Επιμέλεια: Παπαδοπούλου Νατάσσα, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...