Πώς είναι δυνατόν να σε αγαπούν αλλά και πάλι να νιώθεις βαθιά μοναξιά;

Κοινοποίηση

Πώς είναι δυνατόν να σε αγαπούν αλλά και πάλι να νιώθεις βαθιά μοναξιά;

«…έχουμε ανάγκες, επιθυμίες και αξίες τις οποίες ακόμη δεν ξέρουμε ότι έχουμε. Είμαστε, μέχρι ενός σημείου, ακατανόητοι και στον ίδιο μας τον εαυτό. Δεδομένης αυτής της αδυναμίας κατανόησης του εαυτού μας, ένας βαθμός μοναξιάς είναι πολύ πιθανό να είναι αναπόφευκτος. […] Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μόνος τρόπος να αναγνωρίσεις τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου, είναι να καταλάβεις πως η μοναξιά άρχισε να υποχωρεί από την στιγμή που αυτές οι ανάγκες και οι επιθυμίες άρχισαν ξαφνικά να ικανοποιούνται.

Τι είναι τελικά η μοναξιά; Είναι κάτι το οποίο εξηγείται; Κάτι το οποίο προβλέπεται; Έχει πυρηνικές βάσεις και πανανθρώπινη λειτουργία, ή προσωποποιείται ανάλογα με τη μοναδικότητα, τη νοημοσύνη και τις ανάγκες; Είναι μήπως κάτι το οποίο έχει κλινικό πλαίσιο, είναι παθολογία, είναι ένα σκοτεινό σύννεφο όπως η κατάθλιψη; Κι αν είναι, τότε τι δουλειά έχει η φιλοσοφία μέσα σε όλο αυτό; Εντάξει, εδώ μπορεί να πει κανείς πως η φιλοσοφία χώνει τη μύτη της παντού, και το αν της πέφτει λόγος είναι ένα ακόμη φιλοσοφικό ερώτημα. Μα δεν είμαστε εδώ για να δημιουργούμε κύκλους -στην καλύτερη σπείρες-. Είμαστε εδώ να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω, και σε ακόμη περισσότερα, μέσα από προσωπικές εμπειρίες, από φιλοσοφικές τοποθετήσεις, από παραδείγματα. Να κατανοήσουμε τη μοναξιά, να την ερμηνεύσουμε, να δούμε τη δύναμη που μπορεί να έχει πάνω μας. Γιατί είναι δυνατή, πολύ δυνατή. Και μπορεί να τη νιώσεις «όχι μόνο σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγνώστους, μα και σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγαπημένα πρόσωπα».

Εισαγωγή: Χάρης Κιττές, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενος Συστημικός Ψυχοθεραπευτής

Μπορεί να έχεις την αστείρευτη αγάπη των φίλων και της οικογένειάς σου, μα και πάλι να νιώθεις βαθιά μοναξιά. Μπορεί η φιλοσοφία να εξηγήσει τους λόγους;

Πηγή: aeon

«Παρόλο που μια από τις πιο μοναχικές στιγμές της ζωής μου ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνια πριν, ακόμη θυμάμαι την ιδιαίτερα οδυνηρή της αίσθηση. Είχα μόλις γυρίσει σπίτι από ένα εξάμηνο σπουδών στην Ιταλία. Όσο έμενα στην Φλωρεντία, τα ιταλικά μου είχαν εξελιχθεί στο σημείο που ονειρευόμουν να φτάσω. Είχα επίσης αναπτύξει πνευματικά ενδιαφέροντα για τον Ιταλικό φουτουρισμό, τον Ντάντα και τον Ρωσικό Παραλογισμό (ενδιαφέροντα που δεν είχαν αποκλειστικά τις ρίζες τους στο κόλλημα που είχα με τον καθηγητή που δίδασκε ένα μάθημα πάνω σε αυτά τα θέματα), όπως μάλιστα και τα ερωτικά σονέτα του Δάντη και του Πετράρχη (ενδεχομένως να συνδέονται και αυτά με το κόλλημά μου). Άφησα το εξάμηνό μου αυτό στο εξωτερικό νιώθοντας όπως μάλλον πολλοί φοιτητές: μεταλλαγμένη, όχι μόνο πνευματικά μα και συναισθηματικά. Η εικόνα μου για τον κόσμο ήταν πολύ περίπλοκη, η εμπειρία μου για αυτόν πολύ πιο πλούσια, πιο ιδιαίτερη ποιοτικά.

Μετά από αυτό το εξάμηνο, γύρισα σπίτι μου, σε μια μικρή εργατική πόλη του Νιού Τζέρσι. Και όταν λέω «σπίτι», εννοώ το πατρικό του αγοριού μου, το οποίο βρισκόταν σε διαδικασία κατάσχεσης, αλλά δεν είχε ακόμη κατασχεθεί από την τράπεζα. Και οι δύο μου γονείς είχαν φύγει για να ζήσουν αλλού, και μου είχαν πολύ ευγενικά επιτρέψει να μείνω εκεί με το αγόρι μου, την αδερφή του και το αγόρι της αδερφής του, όσο διαρκούσαν οι ακαδημαϊκές διακοπές. Όσο ήμουν λοιπόν σε διάλειμμα από το πανεπιστήμιο, περνούσα τον περισσότερό μου χρόνο με τους συγκατοίκους που ντε φάκτο είχα, και λίγους από τους αγαπημένους μου φίλους από το σχολείο.

Ήταν τόσα πολλά που ήθελα να μοιραστώ μαζί τους από τη στιγμή που γύρισα από την Ιταλία. Ήθελα να μιλήσω στο αγόρι μου για το πόσο αισθητικά ενδιαφέρων αλλά πνευματικά βαρετός ήταν ο Ιταλικός φουτουρισμός, ήθελα να επικοινωνήσω στους πιο κοντινούς μου φίλους πόσο βαθιά με άγγιξαν εκείνες οι ιταλικές ερωτικές σονάτες, πώς ο Μπομπ Ντίλαν εντόπιζε τόσο υπέροχα την δυναμική τους (“And every one of them words rang true/and glowed like burning coal/Pouring off of every page/like it was written in my soul…”). Και πέρα από αυτή την έντονη ανάγκη μου να μοιραστώ συγκεκριμένα σημεία από τις πνευματικές και συναισθηματικές μου ζωές που είχαν καταλήξει να είναι τόσο κεντρικά σημεία στην κατανόηση του εαυτού μου, αντιμετώπισα επίσης μια δραματικά αυξημένη ανάγκη να συνδεθώ πνευματικά, καθώς και μια έντονη ανάγκη να αναγνωριστεί η συναισθηματική μου ζωή σε όλο της το βάθος και τον πλούτο (για όλο μου το είναι, αυτό το καινούριο είναι). Όταν γύρισα σπίτι, δεν ένιωσα απλώς ανίκανη να συνδεθώ με τους άλλους με τρόπους οι οποίοι κάλυπταν τις ανάγκες μου, που προσφάτως αναδύθηκαν, αλλά ένιωσα και πως δεν αναγνωρίζεται αυτό που έχω γίνει από τότε που έφυγα. Και τότε ήταν που ένιωσα βαθιά, οδυνηρά μόνη.

Η εμπειρία αυτή δεν είναι ασυνήθιστη  για μαθητές οι οποίοι σπουδάζουν στο εξωτερικό. Ακόμη κι όταν κάποιος έχει έναν κύκλο ο οποίος νοιάζεται και είναι υποστηρικτικός, θα αντιμετωπίσει συχνά αυτό το «αντίστροφο πολιτισμικό σοκ» (αυτό που ο ψυχολόγος Κέβιν Γκάου περιγράφει ως μια διαδικασία πολιτισμικού επαναπατρισμού, μετά από ένα μεγάλο διάστημα ζωής σε ένα μέρος με διαφορετική κουλτούρα) και τα συναισθήματα μοναξιάς είναι χαρακτηριστικά για τα άτομα που βρίσκονται στη δίνη αυτής της διαδικασίας.

Αλλά υπάρχουν και άλλες πολλές παρεμφερείς εμπειρίες που προκαλούν συναισθήματα μοναξιάς, ακόμη κι αν τα άτομα που νιώθουν έτσι έχουν οικογένεια και φίλους που τους αγαπούν: το άτομο που έρχεται ξανά πίσω στο σπίτι, στην οικογένεια και στους φίλους του μετά από έναν χρόνο μεταμορφωτικό για εκείνο στο πανεπιστήμιο: το άτομο στην εφηβεία που επιστρέφει σπίτι στους γονείς που τον αγαπάνε μα είναι καταπιεστικοί, μετά από μια σεξουαλική εμπειρία στην καλοκαιρινή κατασκήνωση, που το έκανε να ανοίξουν τα μάτια του περισσότερο: η έγχρωμη γυναίκα πρώτης γενιάς στο μεταπτυχιακό της πρόγραμμα, η οποία νιώθει πως τη νοιάζονται μα νιώθει και πως βρίσκεται «ανάμεσα σε δύο κόσμους», παρεξηγημένη και όχι τόσο ευκρινής ούτε από τα μέλη της οικογένειάς της στο σπίτι, ούτε από τον ακαδημαϊκό της κύκλο στο πανεπιστήμιο: η νοσοκόμα που επιστρέφει ξανά στο σπίτι της μετά από μια ιδιαίτερα σημαντική και ουσιώδη αλλά πιθανότατα και ψυχολογικά τραυματική εργασιακή εμπειρία: ο άνδρας ο οποίος περνάει έναν δύσκολο χωρισμό μετά από πολλά χρόνια συγκατοίκησης: η γυναίκα που είναι η πρώτη από τον κύκλο της που γίνεται μητέρα: και η λίστα μπορεί να συνεχιστεί…

Ούτε χρειάζεται ένα πλήρως μεταμορφωτικό γεγονός για να προκαλέσει αισθήματα μοναξιάς. Όσο περνάει ο καιρός, είναι συχνό φαινόμενο να εμφανίζονται ανίκανοι πλέον να μας καταλάβουν όπως πριν οι φίλοι και η οικογένειά μας, να εμφανίζονται ανίκανοι να μας δουν πραγματικά όπως μπορούσαν να το κάνουν πριν αλλάξουμε. Αυτό, επίσης, θα τείνει να οδηγήσει σε αισθήματα μοναξιάς (παρόλο που αυτή μπορεί να εμφανίζεται πιο σταδιακά και πιο κρυφά). Η μοναξιά φαίνεται να είναι ένα υπαρξιακό βάρος, στο οποία τα ανθρώπινα όντα είναι πάντοτε ευάλωτα, κι όχι μόνο όταν είναι μόνα.

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του «Η ζωή είναι δύσκολη» (2022), ο φιλόσοφος Κίεραν Σετίγια χαρακτηρίζει τη μοναξιά ως «τον πόνο της κοινωνικής αποσύνδεσης». Στο βιβλίο αυτό, επιχειρηματολογεί για την σημασία που έχει η προσοχή που δίνει κανείς στην φύση της μοναξιάς (και το γιατί αυτή πονάει, και το τι μας δίνει ο πόνος να καταλάβουμε για τον τρόπο ζωής μας), ειδικά από τη στιγμή που η μοναξιά εμφανίζει μια σύγχρονη επικράτηση. Ορθώς τονίζει πως η μοναξιά δεν είναι μόνο το να είσαι ολοκληρωτικά αποκομμένος από τους άλλους, καθώς μπορεί να υπάρχει και σε ένα δωμάτιο το οποίο είναι γεμάτο από κόσμο. Τονίζει επίσης πως, αφού οι ψυχοσωματικές επιπτώσεις της μοναξιάς δείχνουν να εξαρτώνται από την υποκειμενική της εμπειρία, η προέλευση αυτής της υποκειμενικής εμπειρίας είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματική καταπολέμησή της.

Ο Σετίγια υποστηρίζει πως είμαστε όλοι «κοινωνικά ζώα με κοινωνικές ανάγκες», οι οποίες περιλαμβάνουν και το να νιώθουμε αγαπητοί και το να μας αναγνωρίζονται οι βασικές μας ποιότητες. Όταν αυτά δεν συμβαίνουν, όπως δηλαδή όταν είμαστε μακριά από τον φιλικό μας κύκλο, υποφέρουμε από μοναξιά. Χωρίς την ύπαρξη των φίλων να μας διαβεβαιώσουν πως αξίζουμε, ζούμε μέσα σε μια «οδυνηρή αίσθηση κενού, μια τρύπα στον εαυτό μας που κάποτε γεμιζόταν μα τώρα σταμάτησε να γεμίζεται». Αυτή είναι η μοναξιά στην πιο βασική της, στοιχειώδη μορφή (Ο Σετίγια χρησιμοποιεί τον όρο «φίλοι» για να συμπεριλάβει τα πάντα, όπως οικογένεια και ερωτικούς συντρόφους, και για αυτόν τον λόγο ακολουθώ στον λόγο μου τη δική του χρήση).

Φανταστείτε μια γυναίκα η οποία ξεκινά να εργάζεται σε μια δουλειά η οποία απαιτεί την παρουσία της σε έναν χώρο πολύ πιο μακριά, κάπου που δεν ξέρει κανέναν. Παρόλο που υπάρχουν πολλοί γείτονες και συνάδελφοι να την καλωσορίσουν, ο Σετίγια πιστεύει πως θα βιώσει μοναξιά, καθώς δεν έχει ακόμη αναπτύξει κοντινές σχέσεις αγάπης με αυτά τα άτομα. Με άλλα λόγια, θα αρχίσει να νιώθει μόνη επειδή δεν έχει ακόμη φίλους των οποίων η αγάπη αντικατοπτρίζεται πάνω στην βασική αξία που η ίδια αντιλαμβάνεται πως έχει, δεν έχει ακόμη φίλους που της θυμίζουν πόσα αξίζει. Μονάχα όταν αναπτύξει πραγματικές φιλίες θα νιώσει την αξία της να αναγνωρίζεται, μόνο τότε θα ικανοποιηθούν οι βασικές της κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή το να νιώσει αγαπητή και αναγνωρισμένη. Η μοναξιά θα φύγει μόνο όταν δει πως είναι σημαντική για κάποιον, λέει ο Σετίγια.

Κι ο Σετίγια δεν είναι ο μόνος που συνδέει την μοναξιά με την απουσία της στοιχειώδους αναγνώρισης. Στο “The Origins of Totalitarianism” (1951), για παράδειγμα, η Χάνα Άρεντ ορίζει και πάλι την μοναξιά ως ένα αίσθημα που προέρχεται από την μη αναγνώριση και επιβεβαίωση της αξίας ή της αξιοπρέπειας, μιας από τις «βασικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης».

Αυτές οι αναλύσεις καλύπτουν ορθώς πολλές πτυχές της μοναξιάς. Μα και πάλι, κάτι τους λείπει. Υπό αυτές τις οπτικές, οι φιλίες μάς επιτρέπουν να αποφύγουμε την μοναξιά, επειδή ο φίλος μάς παρέχει ένα είδος αναγνώρισης, το οποίο μάς είναι απαραίτητο ως κοινωνικά όντα που είμαστε. Χωρίς τις φιλίες αυτές, ή με την απόσταση που μερικές φορές υπάρχει από τους φίλους μας, είμαστε ανίκανοι να λάβουμε την αναγνώριση αυτή. Κι έτσι γινόμαστε μόνοι. Αλλά υπάρχει ένα κύριο σημείο: η αξία μας αυτή, που επιβεβαιώνεται από τους φίλους, είναι ισχυρώς αποπροσωποιημένη. Η αξία αυτή είναι μια αξία που το άλλο άτομο αναγνωρίζει και στις άλλες φιλίες του. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση αυτή, που μας κάνει να αποφεύγουμε την μοναξιά στα μάτια του Σετίγια, είναι η αναγνώριση μιας απρόσωπης, τυπικής πτυχής του εαυτού κάποιου ατόμου, μια ποιότητα  που το άτομο μοιράζεται με κάθε άλλο άτομο: η αξία του ως άνθρωπος. (Η αναγνώριση από τους φίλους είναι πως εγώ έχω αξία και είμαι σημαντικός, όπως και κάθε άλλος)

Όπως μπορείς να νιώσεις μοναξιά σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγνώστους, έτσι μπορείς να νιώσεις και σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγαπημένα πρόσωπα.

Αφού η αξιοπρέπειά μου ή η αξία μου είναι αποσυνδεδεμένη από κάθε πτυχή του δικού μου εαυτού ως οντότητα, οι φίλοι μου μπορούν να αναγνωρίσουν και να επιβεβαιώσουν αυτή την αξία χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις προσωπικές μου ανάγκες, τις συγκεκριμένες μου αξίες ή οτιδήποτε άλλο. Αν ο Σετίγια λοιπόν είναι σωστός, τότε ο κύκλος μου μπορεί να μου πάρει τη μοναξιά χωρίς να λάβει υπόψη του τη μοναδικότητά μου.

Μπορεί όμως; Οι γνώμες που συνδέουν αποκλειστικά την μοναξιά με την αποτυχία της στοιχειώδους αναγνώρισης (όπως και την ανακούφιση της μοναξιάς μέσω της αναγνώρισης της αξίας κάποιου και της αγάπης) μπορεί να έχουν δίκιο σχετικά με την προέλευση ορισμένων μορφών της μοναξιάς. Αλλά μου φαίνεται πως αυτή δεν είναι όλη η εικόνα, και οι γνώμες αυτές αδυνατούν να εξηγήσουν μια μεγάλη ποικιλία γνώριμων συνθηκών μέσα από τις οποίες εμφανίζεται η μοναξιά.

Όταν γύρισα στο σπίτι από το εξάμηνο αυτό που ήμουν εκτός, γύρισα και σε έναν κύκλο στοργικών και ισχυρών φιλιών. Ήμουν περικυκλωμένη μονίμως από άτομα τα οποία συνεχώς αναγνώριζαν και επιβεβαίωναν την ποιότητα και την αξία που έχω ως άνθρωπος, αντιμετωπίζοντας την απεχθή μου προσποίηση (έτσι πρέπει να φαινόταν) και με αποδέχονταν παρόλο που έμοιαζα κάτι σαν εξωγήινος σε σχέση με την φίλη που ήξεραν πριν φύγω. Και πάλι όμως, υπέφερα από μοναξιά. Στην πραγματικότητα μάλιστα, πρέπει να είχα τις περισσότερες κοντινές φιλίες που είχα ποτέ μου, μα και πάλι ήμουν πιο μόνη από ποτέ. Αυτό ισχύει και για τα παραδείγματα που δώσαμε παραπάνω: την νοσοκόμα, την νέα μητέρα, τον πρωτοετή φοιτητή και πάει λέγοντας. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι αφορμές για οδυνηρά αισθήματα μοναξιάς, παρόλο που τα άτομα που έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες εμπειρίες έχουν ένα δίκτυο φίλων, οικογένειας, συναδέλφων που τους υποστηρίζει και αναγνωρίζει την άνευ όρων αξία τους.

Επομένως, πρέπει να υπάρχουν περισσότερα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για την μοναξιά από την γνώμη του Σετίγια και άλλων σαν αυτών. Φυσικά, αν η αξία κάποιου δεν αναγνωρίζεται, αυτό το άτομο θα αισθάνεται τρομερά μόνος. Αλλά όπως μπορείς να νιώσει μοναξιά σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγνώστους, έτσι μπορείς να νιώσεις και σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγαπημένα πρόσωπα. Αυτό που λείπει από τις γνώμες που υποστηρίζουν πως η μοναξιά συνδέεται με την απουσία βασικής αναγνώρισης, είναι η αποτυχία τους να αναγνωρίσουν την μοναξιά ως αίσθημα το οποίο μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο όταν κάποιος δεν έχει στενές, επιβεβαιωτικές σχέσεις, αλλά και όταν κάποιος βλέπει τις σχέσεις που έχει (συμπεριλαμβάνοντας, και ίσως ξεχωρίζοντας τις σχέσεις αγάπης) να στερούνται ορισμένων ποιοτήτων (για παράδειγμα η απουσία του βάθους ή ενός επιθυμητού αισθήματος σύνδεσης). Και το άτομο θα δει αυτές τις σχέσεις ως σχέσεις που τους λείπουν σημαντικές ποιότητες, όταν νιώσει πως οι φίλοι και η οικογένεια δεν στέκονται στο ύψος των συγκεκριμένων αναγκών που έχει, ή δεν το αναγνωρίζουν ως το συγκεκριμένο άτομο που είναι.

Αυτό το παρατηρούμε κυρίως στο ενδιάμεσο ή αμέσως μετά από μεταβατικά ή μεταμορφωτικά γεγονότα ζωής, όταν συμβούν μεγαλύτερες αλλαγές από τις συνηθισμένες. Το αποτέλεσμα τέτοιων γεγονότων είναι να αναπτύξουμε καινούριες ανάγκες, αξίες, και επιθυμίες, και να χάσουμε άλλες μας ποιότητες, ανάγκες και επιθυμίες στην πορεία. Με άλλα λόγια, αφότου μας έχει συμβεί μια τέτοια μεταμορφωτική εμπειρία, γινόμαστε άλλοι άνθρωποι σε πολύ βασικά σημεία. Αν μετά από μια τόσο μεγάλη προσωπική μας αλλαγή, οι φίλοι μας δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις καινούριες μας πυρηνικές ανάγκες ή να αναγνωρίσουν και να επιβεβαιώσουν τις καινούριες μας αξίες και επιθυμίες (ίσως κατά ένα μεγάλο μέρος επειδή δεν μπορούν, επειδή ακόμη δεν καταλαβαίνουν και δεν αναγνωρίζουν ποιοι έχουμε γίνει) θα αντιμετωπίσουμε την μοναξιά.

Αυτό έγινε σε εμένα μετά την Ιταλία. Από την ώρα που γύρισα, είχα αναπτύξει καινούριες πυρηνικές ανάγκες (για παράδειγμα, η ανάγκη να συνδεθώ πνευματικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο και σε έναν συγκεκριμένο βαθμό) οι οποίες δεν ικανοποιούνταν. Βέβαια, θεωρούσα κάπως άδικο να αναμένω από τους φίλους μου να ικανοποιήσουν αυτές μου τις ανάγκες. Δεν είχαν τα θεμέλια να συζητήσουν τον ρωσικό παραλογισμό ή τα ιταλικά σονέτα του 13ου αιώνα. Δεν ήταν θέματα στα οποία είχαν ξοδέψει χρόνο και σκέψη. Και δεν τους κατηγορώ. Το να περιμένω από αυτούς να αναπτύξουν τέτοια θεμέλια μού έμοιαζε γελοίο. Όπως και να ‘χει όμως, χωρίς κοινά θεμέλια, ένιωθα πως ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν οι ανάγκες μου για πνευματική σύνδεση, αδύνατον να επικοινωνήσω στον κύκλο μου την ολότητα του εσωτερικού μου κόσμου, η οποία είχε επιρροές από συγκεκριμένες αισθητικές αξίες, αξίες οι οποίες διαμόρφωσαν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο. Ως αποτέλεσμα, ένιωθα μόνη.

Εκτός από το ότι είχα αναπτύξει καινούριες ανάγκες, καταλάβαινα πως ο εαυτός μου είχε αλλάξει και σε κάποια άλλα βασικά θέματα. Ενώ ήξερα ότι ο κύκλος μου με αγαπάει και με επιβεβαίωνε για την άνευ όρων αξία μου, δεν ένιωθα, όταν γύρισα, πως μπορούσε να δει και να επιβεβαιώσει την μοναδικότητά μου. Είχα αλλάξει ριζικά: στην πραγματικότητα, ένιωθα πως δεν αναγνωρίζομαι σε συγκεκριμένα ζητήματα, ακόμη και από εκείνους που με ήξεραν καλύτερα από όλους. Μετά την Ιταλία, είχα ενστερνιστεί μια διαφορετική, ιδιαίτερη και περίπλοκη οπτική για τον κόσμο: η ομορφιά, η δημιουργία και η πνευματική εξέλιξη είχαν γίνει πυρηνικές μου αξίες. Είχα λατρέψει την ποίηση. Είχα μια οπτική του εαυτού μου ως ανερχόμενη φιλόσοφος. Και εκείνη την περίοδο, οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν και να επιβεβαιώσουν αυτές μου τις πτυχές, πτυχές που ακόμη και σχετικά άγνωστοι στο κολλέγιο είχαν κατανοήσει και αγκαλιάσει (χωρίς, βέβαια, αυτή η κατανόηση να μπορεί να καλύψει τις υπόλοιπές μου ανάγκες, τις οποίες οι φίλοι μου είχαν καλύψει καιρό. Γυρίζοντας λοιπόν σπίτι, ένιωθα πως ο κύκλος μου δεν με έβλεπε.

Δεν χρειάζεται κάποιος να περάσει ένα εξάμηνο στο εξωτερικό για να βιώσει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, η νοσοκόμα που αρχικά διάλεξε επαγγελματικό δρόμο λόγω εργασιακής και οικονομικής σταθερότητας, μπορεί μετά από μια ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία με κάποιον ασθενή να παρατηρήσει πως θέλει να κάνει μια διαφορά στις ζωές των ασθενών της. Μαζί με τα θεμέλια των επιθυμιών της, έχουν αλλάξει και οι βασικές της αξίες: ίσως να αναπτύξει μια νέα πυρηνική αξία να προσπαθεί να κάνει τον πόνο λιγότερο οδυνηρό. Και μπορεί να βρίσκει ορισμένες πτυχές της δουλειάς της (όσες δεν εμπεριέχουν, ή εμπεριέχουν λίγο, πόνο και προσπάθεια αυτός να κατευναστεί) να μην την καλύπτουν όσο την κάλυπταν στο παρελθόν. Με άλλα λόγια, μπορεί να έχει αναπτύξει μια νέα ανάγκη να κάνει σημαντική διαφορά, μια ανάγκη που αν δεν μπορέσει να καλυφθεί, την κάνει να νιώθει κενή και βαθιά ανικανοποίητη.

Αλλαγές όπως οι προαναφερόμενες, αλλαγές σε αυτά που σε παρακινούν να κάνεις πράγματα, σε αυτά που σε κάνουν να νιώθεις γεμάτος, είναι σημαντικές. Όταν αλλάζεις σε αυτά τα θέματα, αλλάζεις ριζικά. Ακόμη κι αν έχεις σχέσεις αγάπης με τους ανθρώπους σου, αν αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν και να επιβεβαιώσουν αυτά τα νέα σου χαρακτηριστικά, μπορεί να νιώθεις πως δεν σε βλέπουν, πως δεν σε αναγνωρίζουν για αυτό που πραγματικά είσαι. Σε αυτό το σημείο, αναδύεται η μοναξιά. Είναι ενδιαφέρον (και προβληματικό κατά τη γνώμη του Σετίγια) πως τα αισθήματα μοναξιάς τείνουν να είναι σιωπηρά και οδυνηρά όταν οι άνθρωποι που αδυνατούν να μας δουν και να μας αναγνωρίσουν είναι εκείνοι που μας αγαπούν ήδη, και ήδη επιβεβαιώνουν την άνευ όρων αξία μας.

Εκείνοι που έχουν μια δυνατή ανάγκη να αναγνωριστεί η μοναδικότητά τους, είναι πιο εκτεθειμένοι στην μοναξιά.

Έτσι λοιπόν, ακόμη και με φίλους που μας αγαπούν, αν εμείς βλέπουμε έναν εαυτό ο οποίος δεν αναγνωρίζεται και δεν τον βλέπουν ως τον εαυτό που πραγματικά είναι, ή αν κάποιες πυρηνικές μας αξίες δεν καλύπτονται, αισθανόμαστε μόνοι. Ο Σετίγια είναι σίγουρα σωστός πάνω στο ότι η μοναξιά είναι αποτέλεσμα της απουσίας αγάπης και αναγνώρισης, αλλά μπορεί επίσης να αναδυθεί από την ανικανότητα, ή μερικές φορές αποτυχία, των ανθρώπων με τους οποίους έχουμε σχέσεις αγάπης να αναγνωρίσουν τις αξίες μας, να εγκρίνουν και να επιδοκιμάσουν επιθυμίες που εμείς βλέπουμε σαν κεντρικές στην ζωή μας, και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας.

Αν μπορούσαμε να το πούμε με άλλα λόγια, θα λέγαμε πως οι κοινωνικές μας ανάγκες έχουν τις ρίζες τους πιο βαθιά από την διαπροσωπική αναγνώριση της άνευ όρων αξίας που έχουμε ως άνθρωποι. Οι ανάγκες αυτές μπορεί να καλύπτουν ένα φάσμα, από την ανταπόδοση συναισθηματικής σύνδεσης μέχρι την ανάγκη απλής πνευματικής σύνθεσης ή δημιουργικής ανταλλαγής. Μα ακόμη κι αν η ανάγκη που δεν καλύπτεται είναι ασυνήθιστη ή συγκεκριμένη, αν είναι τόσο βαθιά και είναι απαραίτητο να ικανοποιηθεί και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, νιώθουμε μόνοι. Το ότι υποφέρουμε από την μοναξιά ακόμη και όταν συγκεκριμένες τέτοιες ανάγκες ικανοποιούνται, δείχνει πως η κατανόηση και η αντιμετώπιση του αισθήματος αυτού δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβεβαίωση της αξίας μου, αλλά με το αν αναγνωρίζομαι και επιβεβαιώνομαι για την μοναδικότητά μου, και με το αν οι μοναδικές μου, ακόμη και εκκεντρικές ανάγκες ικανοποιούνται από τους γύρω μου.

Επίσης, από τη στιγμή που διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές ανάγκες, οι συνθήκες που αναδύουν την μοναξιά είναι ποικίλες. Οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη ανάγκη να αναγνωριστούν, μπορεί να είναι πιο εκτεθειμένοι στην μοναξιά. Άλλοι που δεν δίνουν τόση βάση στο να αναγνωριστούν ή να υπάρχει μια ανταποδοτική συναισθηματική σύνδεση, μπορούν να αντιμετωπίσουν αρκετές φορές κοινωνική απομόνωση χωρίς να νιώθουν καθόλου μόνοι. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να κάνουν την μοναξιά λιγότερο επώδυνη δημιουργώντας έναν κύκλο ανθρώπων όχι απαραίτητα κοντινών, ο καθένας από τους οποίους ικανοποιεί και μια διαφορετική ανάγκη ή εκτιμά μια διαφορετική πλευρά του εαυτού τους. Ενώ άλλοι, μπορεί να νιώθουν μοναξιά χωρίς βαθιές διαπροσωπικές σχέσεις στις οποίες νιώθουν πως φαίνονται και τους εκτιμούν για την περιπλοκότητά τους και την ολότητά τους ως ανθρώπινα όντα.

Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που είμαστε αεί μεταμορφώμενα όντα, με φίλους και συντρόφους που είναι και εκείνοι, είμαστε έτσι και αλλιώς εκτεθειμένοι στην μοναξιά και στον πόνο που ενδέχεται να έρθει όταν οι ανάγκες μας δεν ικανοποιούνται. Οι περισσότεροι μπορούμε να θυμηθούμε κάποιον φίλο που κάποτε μας κάλυπτε, και τελικά σταμάτησε να το καταφέρνει. Αν οι ανάγκες μας δεν ικανοποιούνται από τους άλλους, αυτό θα οδηγήσει στο να νιώθουμε φανερά και οδυνηρά μόνοι.

Σε τέτοιες καταστάσεις, νέες σχέσεις μπορούν να μας προσφέρουν αυτό που ζητάμε. Για παράδειγμα, ένας μοναχικός γονιός μπορεί να έχει φίλους που δεν είναι γονείς και δεν έχουν ιδέα για τις ανάγκες και τις αξίες που αναδύονται μέσα από την πολύ περίπλοκη μετάβαση στον γονεικό ρόλο. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να αναπτύξει σχέσεις με άλλους γονείς, ή με όσους παίζουν εν γένει τον γονεικό ρόλο, ανθρώπους δηλαδή που μπορούν να καταλάβουν αυτές τις νέες αξίες και να κατανοήσουν βαθύτερα τις χαρές, τον πόνο και τα περίπλοκα αισθήματα του να έχεις παιδί. Το πόσο αυτές οι νέες σχέσεις θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες σου και το πόσο θα νιώσεις ότι σε βλέπουν, τόσο θα σε βοηθήσουν στο να αποφύγεις την μοναξιά. Μέσα από τη διαδικασία της αναζήτησης σχέσεων με όσους έχουν κοινά ενδιαφέροντα με εμάς και είναι πιο πιθανό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τη μοναξιά.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως χρειάζεται να βγάλουμε από τη μέση τις παλιές μας σχέσεις για να δημιουργήσουμε αυτές τις καινούριες. Όταν οι φίλοι από τα παλιά, με τους οποίους ακόμη νιώθουμε συνδεδεμένοι, αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, είναι βοηθητικό να ψάξεις να βρεις μια λύση σε αυτό, σώζοντας έτσι και τη σχέση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πιθανό να υιοθετήσουμε μια πιο παθητική στρατηγική, κατανοώντας τα σκαμπανεβάσματα μιας σχέσεις και τον πολύ φυσικό χρόνο που θα περάσει ανάμεσα στην ανάδυση μιας ανάγκης και στην ικανότητα των άλλων να την ικανοποιήσουν. Μπορείς να περιμένεις να δεις τι θα γίνει. Αλλά από τη στιγμή που είναι πολύ πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν οι ανάγκες σου αν δεν τις επικοινωνείς, μια ενεργητική στρατηγική συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Για να μπορέσει το κοντινό σου άτομο να ικανοποιήσει τις ανάγκες σου, μπορεί να πρέπει να προσπαθήσεις να επικοινωνήσεις αυτές σου τις ανάγκες και να τονίσεις τις περιπτώσεις στις οποίες δεν νιώθεις πως φαίνεσαι.

Φυσικά, μια τέτοια στρατηγική θα είναι επιτυχής μόνο αν οι ανάγκες εκείνες που προκαλούν τη μοναξιά επειδή δεν ικανοποιούνται είναι ανάγκες που μπορείς να εντοπίσεις και να αναγνωρίσεις. Αλλά πολύ συχνά επίσης, ίσως και μόνιμα, έχουμε ανάγκες, επιθυμίες και αξίες τις οποίες ακόμη δεν ξέρουμε ότι έχουμε. Είμαστε, μέχρι ενός σημείου, ακατανόητοι και στον ίδιο μας τον εαυτό. Δεδομένης αυτής της αδυναμίας κατανόησης του εαυτού μας, ένας βαθμός μοναξιάς είναι πολύ πιθανό να είναι αναπόφευκτος. Επίσης, αν δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις ανάγκες που προκαλούν την μοναξιά μας, τότε το να υιοθετήσουμε μια πιο παθητική στρατηγική είναι η μόνη λύση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μόνος τρόπος να αναγνωρίσεις τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου, είναι να καταλάβεις πως η μοναξιά άρχισε να υποχωρεί από την στιγμή που αυτές οι ανάγκες και οι επιθυμίες άρχισαν ξαφνικά να ικανοποιούνται.”

Μετάφραση & Επιμέλεια: Χάρης Κιττές, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενος Συστημικός Ψυχοθεραπευτής

Διαβάστε επίσης: Θεραπεύουμε το ένα το άλλο

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...