Οικογενειακή Θεραπεία Υπό το πρίσμα του Τραύματος: Θεραπευτές Οικογένειας: Δέκα Αρχές για Οικογενειακούς Θεραπευτές

Κοινοποίηση

Οικογενειακή Θεραπεία Υπό το πρίσμα του Τραύματος: Θεραπευτές Οικογένειας: Δέκα Αρχές για Οικογενειακούς Θεραπευτές

Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να δείξει πώς το τραύμα μπορεί να ενωματωθεί στις υπάρχουσες πρακτικές οικογενειακής θεραπείας, να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι θεραπευτές αντιλαμβάνονται τα προβλήματα που προκύπτουν και, συνεπώς, τα θέματα και τις περιπτώσεις που χρήζουν παρέμβασης. Μετά την αξιολόγηση της βιβλιογραφίας που αφορά στην οικογενειακή θεραπεία, σχετικά με το τραύμα και τον ορισμό των διαφόρων τύπων τραύματος, η εργασία συζητά το πώς οι τραυματικές αναμνήσεις διαφέρουν από τις συνήθεις αναμνήσεις. Περιγράφονται δέκα αρχές πρακτικής που θα καθοδηγήσουν τους θεραπευτές στην ενσωμάτωση του, στην οικογενειακή θεραπευτική πρακτική τους. Χρησιμοποιήθηκαν τρεις μελέτες περιπτώσεων για να αποτυπωθούν αυτές οι αρχές.

Λέξεις-κλειδιά: τραύμα, οικογενειακή θεραπεία, επεξεργασία τραύματος, αρχές θεραπείας

Η βιβλιογραφία που αφορά την θεραπεία εν γένει κατά την τελευταία δεκαετία, φανερώνει ένα έντονο ενδιαφέρον για το τραύμα, ιδίως για τη νευροβιολογία του τραύματος και τις διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, η θεραπεία του τραύματος ως επί το πλείστον είναι ατομική θεραπεία, δηλαδή η δουλειά γίνεται κυρίως με ένα άτομο κάθε φορά, και εκτός από σύστημα υποστήριξης, τα μέλη της οικογένειας δεν εμπλέκονται.

Οι συστημικοί οικογενειακοί θεραπευτές εννοιολογούν τα συμπτώματα υπό το πρίσμα των οικογενειακών αλληλεπιδράσεων, δίνοντας προτεραιότητα στις οικογενειακές σχέσεις και όχι στο άτομο ως το πρωταρχικό σκοπό παρέμβασης. Η ενσωμάτωση της επεξεργασίας του τραύματος στην οικογενειακή θεραπεία είναι επομένως περίπλοκη, μιας και η οικογενειακή θεραπεία δεν θεωρεί ότι τα προβλήματα περιορίζονται στο άτομο.

Το παρόν έγγραφο περιγράφει δέκα αρχές που μπορούν να καθοδηγήσουν τους θεραπευτές να ενσωματώσουν το τραύμα ως μια άλλη  οπτική γωνία, στην πρακτική της οικογενειακής θεραπείας. Στόχος δεν είναι να παράσχει ένα νέο μοντέλο θεραπείας, αλλά να δείξει ότι η οπτική γωνία αυτή μπορεί να ενσωματωθεί στις υπάρχουσες πρακτικές οικογενειακής θεραπείας, αλλάζοντας διακριτικά τόσο τον τρόπο με τον οποίο οι θεραπευτές κατανοούν τα προβλήματα που παρουσιάζονται και, κατά συνέπεια, τα σημαντικά ζητήματα και τις περιπτώσεις που χρήζουν παρέμβασης.

Η παραδοχή που διέπει αυτή την προσέγγιση είναι ότι, πρώτον, οι ανεπίλυτες τραυματικές αναμνήσεις τροφοδοτούν συμπεριφορικά ή συναισθηματικά προβλήματα και οικογενειακές συγκρούσεις και, δεύτερον, ότι οι οικογενειακές αλληλεπιδράσεις συχνά διατηρούν ή επιδεινώνουν τον πόνο των τραυματικών αναμνήσεων.

Οικογενειακή θεραπεία και βιβλιογραφία για το τραύμα

Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την οικογενειακή θεραπεία και το τραύμα έως το 2000 (Riggs, 2000), ανέφερε ότι όσον αφορά το τραύμα, η οικογενειακή θεραπεία χρησιμοποιήθηκε με δύο τρόπους.

Ο πρώτος επικεντρώθηκε στα επακόλουθα του τραύματος ενός ατόμου, επισημαίνοντας τον αντίκτυπο του τραύματος στις οικογενειακές σχέσεις. Ο δεύτερος, στο ρόλο που παίζει η οικογενειακή θεραπεία στο να παρέχει βοήθεια στους συντρόφους και τα άλλα μέλη της οικογένειας για να βοηθήσουν το τραυματισμένο άτομο να θεραπευτεί. Παρ’ότι οι τάσεις αυτές συνεχίζονται, ορισμένοι οικογενειακοί θεραπευτές εναλλάσσουν τις οικογενειακές και ατομικές συνεδρίες. Στις ατομικές συνεδρίες χρησιμοποιούν μεθόδους επεξεργασίας της τραυματικής εμπειρίας, όπως η Φαντασιακή Έκθεση ή η Απευαισθητοποίηση και Επανεπεξεργασία με την Κίνηση των Ματιών (EMDR) (Shapiro, Kaslow & Maxfield, 2007). Στις οικογενειακές συνεδρίες, ασχολούνται με τον αντίκτυπο του τραύματος του ατόμου στις διαπροσωπικές του σχέσεις.

Ανάλογα με το είδος του τραύματος, οι οικογενειακοί θεραπευτές μπορεί να κάνουν συνεδρίες με όλη την οικογένεια για να αντιμετωπίσουν και να περιορίσουν τα τραυματικά γεγονότα που βίωσε ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας. Η Figley (2009), ανέφερε δύο λόγους για τους οποίους είναι καλύτερο να εμπλέκεται όλη η οικογένεια, υποστηρίζοντας ότι, πρώτον, τα άλλα μέλη της οικογένειας μπορεί να έχουν τραυματιστεί και αυτά  α από τις τραυματικές εμπειρίες  του ενός μέλους τους και, δεύτερον, ότι η οικογένεια έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει σημαντικό στήριγμα στο τραυματισμένο μέλος και μπορεί επομένως να αποτελέσει το “αντίδοτο” στο τραύμα (Figley, 2009, σ. 179-, 1988). Προτείνουμε έναν τρίτο λόγο που υποστηρίζει τις οικογενειακές συνεδρίες, ο οποίος θα φανεί στην παρούσα εργασία: για πολλούς νέους ανθρώπους η οικογένεια δεν είναι μόνο το αντίδοτο, αλλά και η πηγή  του τραύματος.

Η “Οικογενειακή θεραπεία τραυματικού στρες” του Figley (1988), στοχεύει στην αποκατάσταση της σχέσης και της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της οικογένειας, στην προώθηση της αυτο-αποκάλυψης και στη βοήθεια της οικογένειας να αναπτύξει μια θεωρία θεραπείας (σ. 132). Ιδιαίτερη σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο ο θεραπευτής ενθαρρύνει τα μέλη της οικογένειας να μιλήσουν για την προσωπική τους εμπειρία σχετικά με τις επιπτώσεις του τραυματικού γεγονότος και να υποβαθμίσουν τις αρνητικές σκέψεις που έχουν δημιουργήσει για τον εαυτό τους και για τους άλλους ως αποτέλεσμα του τραύματος.

Άλλα μοντέλα οικογενειακής θεραπείας αντιμετωπίζουν το τραύμα, ενσωματώνοντας τη θεωρία και τις τεχνικές του τραύματος στον πυρήνα των δεξιοτήτων τους. Η Θεραπεία Εστιασμένη στο Συναίσθημα, για παράδειγμα, καταπιάνεται  με τις σχέσεις προσκόλλησης παρέχοντας την ασφάλεια και την προστασία που απαιτούνται για την επεξεργασία των συναισθημάτων που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει το τραυματισμένο μέλος να επαναφέρει  το τραύμα και να το ξαναζήσει παρουσία του/της συντρόφου του, δουλεύει πάνω στις αντιδράσεις του συντρόφου και τροποποιεί το μοτίβο αλληλεπίδρασης του ζεύγους εντοπίζοντας αλληλουχία” που ενεργοποιεί το τραυματισμένο άτομο . Η θεραπεία έχει σαν στόχο να βοηθήσει το ζεύγος να ρυθμίσει τη συναισθηματική τους έκφραση (Johnson, 2002- McIntosh & Johnson, 2008- Johnson, 1998- Greenman & Johnson, 2012).

Δουλεύοντας με τραυματισμένα παιδιά που έχουν ψυχιατρική διάγνωση, η Goldfinch (2009) ενσωματώνει επίσης μια οπτική προσκόλλησης και νευροβιολογίας, δίνοντας έμφαση στο πώς οι φαύλοι κύκλοι αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών της οικογένειας μπορούν να αλλάξουν, μειώνοντας όλα αυτά που οδηγούν στην πυροδότηση και διευκολύνοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις. Δύο άλλες προσεγγίσεις, η “Child- in Family Therapy” (Lander, 2011) και η “Υπαρξιακή Οικογενειακή Θεραπεία” συμπεριλαμβάνουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που μιλούν μεταξύ τους για τις τραυματικές αναμνήσεις και τα συνδεδεμένα συναισθήματα. Ο υπαρξιακός οικογενειακός θεραπευτής βοηθά το άτομο να ανακαλέσει τις τραυματικές αναμνήσεις μέσω της αφήγησης και του ελέγχου, ενώ παράλληλα βοηθά τα μέλη της οικογένειας να κρατήσουν και να τιμήσουν την εμπειρία αυτού του ατόμου (Lance & Gyamerah, 2002- Lance & Raiz, 2003).

Τι είναι το τραύμα;

Επειδή οι οικογενειακοί θεραπευτές πάντα δούλευαν με οικογένειες που βίωναν δύσκολες στιγμές, σε τι διαφέρει η ενασχόληση με το τραύμα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να ορίσουμε το τραύμα και τις τραυματικές αναμνήσεις. Το τραύμα μπορεί να είναι “big-t” ή “small-t”, απλό ή σύνθετο.

Μεγάλο Τραύμα «Τ» και Μικρό Τραύμα «τ», Τα Μεγάλα τραύματα «Τ» αναφέρονται στην έκθεση σε ιδιαίτερα ενοχλητικές καταστάσεις, όπως η σεξουαλική και ενδοοικογενειακή βία ή κακοποίηση, ή σε μια μεμονωμένη εμπειρία γεγονότων, όπως οι σεισμοί και οι μετασεισμοί, μια ληστεία σε τράπεζα ή ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (McCullough, 2002). Τα Μεγάλα τραύματα «Τ» αφορούν θάνατο ή την απειλή θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού, στα οποία το άτομο αντιδρά με συναισθήματα έντονου φόβου, αδυναμίας ή τρόμου. Τα Μεγάλα τραύματα «Τ» υπερβαίνουν την ικανότητα του ατόμου να ανταπεξέλθει και πληρούν ένα από τα κριτήρια για τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) (APA, 2000).

Τα Μικρά Τραύματα «τ», αν και δεν απειλούν τη ζωή, έχουν έντονα αρνητική επίδραση και έχουν ως αποτέλεσμα επώδυνες, ανεπίλυτες αναμνήσεις, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά το σύνολο των αντιλήψεων που έχει το άτομο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν βιώσει αρκετές τέτοιες εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους, με τα γεγονότα  της παιδικής  τους ηλικίας να έχουν τον μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο. Ο χωρισμός των γονέων, ο εκφοβισμός ή η τιμωρία στο σχολείο, ο θάνατος ενός κατοικιδίου, είναι γεγονότα που μπορούν να δημιουργήσουν “μικρά” τραύματα «τ» (McCullough, 2002). Η ψυχολογική κακοποίηση, ένα άλλο “μικρό” τραύμα «τ», αποτελεί βασικό συστατικό της ενδοοικογενειακής βίας και μπορεί να είναι ακόμη πιο καταστροφική από το  Μεγάλο τραύμα «Τ»  της σωματικής κακοποίησης (James & MacKinnon, 20 10; MacKinnon, 2008).

Απλά ή σύνθετα τραυματικά γεγονότα

Οι όροι απλό τραύμα και σύνθετο τραύμα χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να γίνει διάκριση μεταξύ των τραυματικών γεγονότων ενός περιστατικού που είναι οριοθετημένος (απλό) και εκείνων που περιλαμβάνουν πολλά περιστατικά στα οποία άλλοι ήταν υπαίτιοι, διέπραξαν ή δεν ενήργησαν για να προστατεύσουν (σύνθετο). Στο σύνθετο τραύμα, το θύμα είναι παγιδευμένο και δεν μπορεί να ξεφύγει από τον δράστη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα συνεχή βασανιστήρια, η παιδική κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία, όπου οι δράστες είναι εκείνοι οι οποίοι  το θύμα εξακολουθεί και έχει σαν προστάτες, αποτελούν παραδείγματα σύνθετου τραύματος (Herman, 2003- Van der Kolk, McFarlane & Weisaeth, 1996).

Εξελικτικά μιλώντας, ο αποχωρισμός από τον φροντιστή εκθέτει τα βρέφη πρωτευόντων θηλαστικών σε κίνδυνο θανάτου. Τα παιδιά μπορεί να τραυματιστούν από την απώλεια ή τον αποχωρισμό από τους γονείς ή από την επικίνδυνη, ή τρομακτική συμπεριφορά των γονέων. Όταν ένα παιδί είναι σοβαρά άρρωστο, τόσο οι γονείς όσο και το παιδί μπορεί να επιφορτιστούν με τραυματικές αναμνήσεις από την ασθένεια ή από την μαρτυρία της ασθένειας ή την ανάγκη για παρεμβατική ιατρική προσέγγιση.

Όλες οι μορφές παιδικής κακοποίησης είναι πιθανό να αφήσουν ένα τραυματικό αποτύπωμα στον εγκέφαλο, όπως το να βιώσεις ενδοοικογενειακή βία (Perry, 2009, 2006). Το παιδί μπορεί να απομείνει με τραυματικές αναμνήσεις της ίδιας της κακοποίησης, του γονέα που δεν είναι κακοποιητικός αλλά που δεν κατάφερε να το προστατεύσει, και των αρνητικών αντιδράσεων των υπολοίπων όταν αποκαλύφθηκε η κακοποίηση. Ο εγκέφαλος των παιδιών βρίσκεται σε διαδικασία ραγδαίας ανάπτυξης κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και συνεχίζει να αναπτύσσεται μέχρι τις αρχές της ενήλικης ζωής (Schore & McIntosh, 2011). Τα τραυματικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ιδίως οι συνεχείς εμπειρίες κακοποίησης ή παραμέλησης, έχουν αντίκτυπο στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του παιδιού, δημιουργώντας δομικές αλλαγές που επηρεάζουν τη μετέπειτα ικανότητά του να ρυθμίζει τα συναισθήματα, να ελέγχει το στρες και να συγκρατεί τη συμπεριφορά του (Perry, 2006). Οι καλοπροαίρετες προσπάθειες των επαγγελματιών να παρέμβουν σε οικογένειες όπου τα παιδιά κακοποιούνται, μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε έναν καταιγισμό αλλαγών για το παιδί όταν απομακρυνθεί από τους γονείς και τον κοινωνικό του περίγυρο, επιτείνοντας τις επιπτώσεις του αρχικού τραύματος (Perry, 2006) και οι ίδιοι οι γονείς που μπορεί να έχουν ιστορικό τραυμάτων, μπορεί να νιώσουν προδοσία (MacKinnon, 1998).

Τραυματικές αναμνήσεις και PTSD

Με καλό κοινωνικό δίκτυο, οι άνθρωποι είναι ανθεκτικοί. Έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που επιβιώνουν από μια καταστροφή θα ανακάμψει ψυχολογικά και θα έχει ελάχιστα ή και καθόλου συμπτώματα (Galea, Nandi & Vlahov, 2005). Όσοι δεν ανακάμπτουν πλήρως από τα τραυματικά γεγονότα, αποθηκεύουν τραυματικές αναμνήσεις, μερικώς ή πλήρως και οι οποίες μπορεί να πυροδοτηθούν από γεγονότα στον περίγυρο τους.

Οι τραυματικές αναμνήσεις διαφέρουν από τις συνήθεις αναμνήσεις, στο ότι δεν περνούν από τη διαδικασία της επεξεργασίας από τον εγκέφαλο ως αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, αλλά παραμένουν ως μη αφομοιώσιμες αναμνήσεις με τη μορφή εικόνων, ήχων, οσμών και σωματικών αισθήσεων (Briere & Scott, 2006). Συχνά, οι άδηλες μνήμες, οι αναμνήσεις που δεν έχουν «χωνευτεί» μπορεί να ενεργοποιηθούν όταν κάτι στο περιβάλλον του θυμίσει στο άτομο την αρχική εμπειρία και μπορεί να προκαλέσουν μια έντονη σωματική και συναισθηματική αντίδραση, μια υπερβολική αντίδραση που παρομοιάζεται με κάποια πτυχή του τραυματικού γεγονότος, παρόλο που το άτομο μπορεί να μην έχει καμία έκδηλη ανάμνηση αυτού που θυμάται.

Αυτές οι αναμνήσεις είναι επαναλαμβανόμενες και οδυνηρές και για να τις αποφύγει το τραυματισμένο άτομο μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ συναισθηματικών καταστάσεων, όπου από τη μια αισθάνεται αποκομμένος από τον περίγυρο, και από την άλλη βιώνει περιόδους συναισθηματικής υπερφόρτωσης (Herman, 2002). Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων σχετίζεται με τη σοβαρότητα του τραυματικού γεγονότος. Για να διαγνωστεί με μετατραυματική διαταραχή, το τραυματικό γεγονός πρέπει να είναι απειλητικό για τη ζωή και η εμπειρία πρέπει να υπερκαλύπτει την ικανότητα του ατόμου να διαχειριστεί την κατάσταση (APA, 2000). Ωστόσο, ακόμη και όταν τα άτομα δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για τη μετατραυματική διαταραχή, τόσο τα μεμονωμένα περιστατικά όσο και τα σύνθετα τραυματικά γεγονότα μπορεί να βρίσκονται πίσω από μια σειρά προβλημάτων που παρουσιάζονται, όπως προβλήματα συμπεριφοράς των παιδιών, κατάχρηση ουσιών, διατροφικές διαταραχές, κατάθλιψη και κακή απόδοση στο σχολείο ή στην εργασία.

Το πρόβλημα και τα τραυματικά γεγονότα

Η άνεση με την οποία οι θεραπευτές μπορούν να αναγνωρίσουν τη σύνδεση μεταξύ του προβλήματος που τους παρουσιάζεται και των τραυματικών γεγονότων εξαρτάται τόσο από το οργανωτικό πλαίσιο του θεραπευτή όσο και από τον τρόπο με τον οποίο η οικογένεια παρουσιάζει το πρόβλημα. Στις δομές υπηρεσιών ψυχικής υγείας, οι οικογένειες συχνά παρουσιάζουν το τραυματικό γεγονός και τις επιπτώσεις του ως πρωταρχικό τους μέλημα, όπως συμβαίνει και στο ακόλουθο παράδειγμα.

Μια μητέρα επικοινώνησε με μια Υπηρεσία Υποστήριξης Ψυχικής Υγείας ζητώντας βοήθεια για την 16χρονη κόρη της, η οποία τις τελευταίες ημέρες ήταν ολοένα και πιο ανήσυχη και αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Στην οικογενειακή συνέντευξη, οι γονείς φαίνονταν πελαγωμένοι και ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τη συναισθηματική δυσφορία της κόρης τους. Ανέφεραν ότι η κόρη τους κατέρρευσε αφότου ένας οικογενειακός φίλος, ένας νεαρός άνδρας γύρω στα 20, της είχε επιτεθεί σεξουαλικά τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Από τη σκοπιά της ψυχικής υγείας, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι η επιδείνωση της οικογενειακής λειτουργικότητας οφείλεται στον αντίκτυπο που είχε το τραυματικό γεγονός. Αυτό που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, είναι ο βαθμός στον οποίο τα προϋπάρχοντα προβλήματα της οικογένειας δημιούργησαν μια παραπάνω ευαισθησία αναφορικά με το τραύμα ή συνέβαλαν στην αύξηση  του αντίκτυπου του τραυματικού γεγονότος. Στο παραπάνω παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η δυσφορία των γονέων και της κόρης ήταν μια φυσιολογική αντίδραση στη σεξουαλική επίθεση. Σε αυτή την περίπτωση, χρειάστηκαν αρκετές οικογενειακές συνεδρίες για να γίνει φανερό ότι η ατμόσφαιρα στο σπίτι πριν από την επίθεση ήταν έτσι και αλλιώς τεταμένη, καθώς οι γονείς βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους για πολλά χρόνια και ότι και οι δύο ήταν απασχολημένοι με τα προβλήματα της σχέσης τους. Πριν από την επίθεση, οι γονείς δεν παρείχαν καμία υποστήριξη στην κόρη τους ή τα μικρότερα παιδιά τους, τις περισσότερες φορές δεν γνώριζαν που βρίσκονταν τα παιδιά τους  και συχνά τα άφηναν χωρίς επίβλεψη. Ο οικογενειακός “φίλος” είχε απεριόριστη πρόσβαση στα παιδιά και εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση.

Από την άλλη πλευρά, οι οικογένειες μπορεί να αναζητήσουν θεραπεία από έναν οργανισμό που ασχολείται με την οικογενειακή ψυχοθεραπεία χωρίς να αναφέρουν κάποιο πιθανό τραυματικό γεγονός – αντίθετα, το πρωταρχικό κίνητρο για την αναζήτηση θεραπείας μπορεί να είναι αποκλειστικά η ανησυχία τους για τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Μπορεί να έχουν περάσει μήνες ή ακόμη και χρόνια μετά το τραυματικό γεγονός και οι γονείς να μην θεωρούν ότι αυτά σχετίζονται. Όταν πρωτοεμφανίστηκε η προβληματική συμπεριφορά του παιδιού, οι γονείς μπορεί ακόμη και να απέδωσαν την αλλαγή στη συμπεριφορά, στο εν λόγω τραυματικό γεγονός. Ωστόσο, όταν φτάνουν στη θεραπεία, μήνες ή χρόνια αργότερα, οι γονείς είναι θυμωμένοι, απογοητευμένοι και είναι πιο πιθανό να βλέπουν τη συμπεριφορά του παιδιού ως μεμονωμένη, και ξέχωρη από τα γεγονότα που την προκάλεσαν. Αντίθετα, χρειάζονται βοήθεια για να διαχειριστούν τη σύγκρουση με το παιδί

Τσακωνόμαστε συνέχεια, ή η προβληματική συμπεριφορά του παιδιού – Είναι τόσο άτακτος, ή αγχώδης ή έχει καταθλιπτική συμπεριφορά – το παιδί κλαίει συνέχεια και δεν πηγαίνει στο σχολείο.

Επομένως, είναι εύκολο να παραβλέψουμε την πιθανότητα ότι οι ανεπίλυτες αναμνήσεις τραυματικών εμπειριών μπορεί να συμβάλλουν στην τρέχουσα κατάσταση. Αν ο θεραπευτής εστιάσει στα προβλήματα του παρόντος, για παράδειγμα, στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων, στην στήριξη των γονέων ώστε να είναι πιο αυστηροί και συνεπείς στη διαχείριση ενός προκλητικού παιδιού, ή στο να βοηθήσει τους γονείς να οριοθετήσουν τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς, και, αν στην πραγματικότητα το ανεπίλυτο τραύμα τροφοδοτεί τις δυσκολίες της οικογένειας, οι παρεμβάσεις αυτές μπορεί να λειτουργήσουν μόνο προσωρινά και θα εξαφανιστούν σε περιόδους άγχους, όταν κάποιος θα « χάσει τον έλεγχο». Χωρίς την κατανόηση του υποκείμενου τραύματος, οι οικογενειακοί θεραπευτές δεν έχουν τρόπο να κατανοήσουν γιατί η θεραπεία δεν λειτουργεί.

Η Jenny, μητέρα σε μονογονεϊκή οικογένεια με 2 παιδιά [βλ. Γενεογράμμα Σχήμα 1] αναζήτησε οικογενειακή ψυχοθεραπεία για να διαχειριστεί τη συμπεριφορά της 10χρονης κόρης της, Sarah, η οποία ήταν προκλητική και αντιδραστική. Η μητέρα ανέφερε πως είχε δοκιμάσει οικογενειακή ψυχοθεραπεία στο παρελθόν και είχε μάθει στρατηγικές για να είναι σταθερή με τους κανόνες και τις αντίστοιχες συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, διαφωνούσε ακόμη περισσότερο με τη Sarah, της οποίας τα ξεσπάσματα είχαν χειροτερέψει, συχνά διαρκούσαν για ώρες και κατέληγαν σε κρίσεις υστερικού κλάματος. Προφανώς, στον πρώτο γύρο της θεραπείας τους, δεν είχε εξεταστεί η σύνδεση μεταξύ της συμπεριφοράς της Sarah και της Sarah σαν μάρτυρα της βίας του πατέρα της προς τη μητέρα της.

Σχήμα 1

(Χρώμα στη γραμμή) Οικογένεια “Α”

Εν ολίγοις, η σχέση μεταξύ του τραυματικού γεγονότος, του προβλήματος που παρουσιάστηκε και του μοτίβου επικοινωνίας της οικογένειας μπορεί αρχικά να μην είναι εμφανής. Σε περιβάλλοντα όμως, όπως στο νοσοκομείο ή σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, όπου το σωματικό ή το ψυχολογικό τραύμα είναι αυτό που παρουσιάζεται, είναι σημαντικό να υποθέσουμε την σύνδεση μεταξύ των συμπεριφορών των μελών της οικογένειας  και παραγόντων που προϋπήρχαν του τραύματος, οι οποίοι μπορεί να δημιούργησαν αυξημένη ευαισθησία στο τραύμα ή στο μέγεθος της επίδρασης του. Στις οικογενειακές ψυχοθεραπείες, όταν ένα σύμπτωμα ή μια συμπεριφορά παρουσιαστεί ως το πρόβλημα, είναι σημαντικό να διερευνηθούν προηγούμενα τραυματικά γεγονότα και να υποθέσουμε τη σύνδεση των τραυματικών αναμνήσεων με το τρέχον πρόβλημα που παρουσιάζεται.

10 Βασικές Αρχές Πρακτικής

Σε ό,τι ακολουθεί, προτείνουμε δέκα αρχές για να καθοδηγήσουμε τους θεραπευτές να προσεγγίσουν  την οικογενειακή θεραπεία τους υπό το πρίσμα του τραύματος. Τρεις μελέτες περιπτώσεων χρησιμοποιήθηκαν για να αποτυπώσουν αυτές τις αρχές”.

Αρχή 1η: Φροντίστε πρώτα για την ασφάλεια

Για να επωφεληθούν από τη θεραπεία, τα μέλη της οικογένειας πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς μέσα στην οικογένεια τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο , όπως  και το να αισθάνονται ασφαλείς στον ίδιο χώρο με τον θεραπευτή.

Όταν ένα παιδί ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας νιώθει κίνδυνο μέσα στην οικογένεια ή στον κοινωνικό του περίγυρο, προτεραιότητα του θεραπευτή είναι να διασφαλίσει την ασφάλεια του ατόμου αυτού. Η εξασφάλιση ότι τα παιδιά είναι ασφαλή, μπορεί να συμπεριλαμβάνει και την εμπλοκή των αρχών παιδικής προστασίας ή τη βοήθεια των γονέων να βρουν τρόπους να προστατεύσουν τόσο τους ίδιους όσο και τα παιδιά τους. Σε περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης ή ενδοοικογενειακής βίας, ο δράστης δεν πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι ή το άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο πρέπει να βρίσκεται σε προστατευμένο περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι η “θεραπεία” αναβάλλεται έως ότου ο θεραπευτής διασφαλίσει ότι το άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο είναι προστατευμένο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, ο θεραπευτής παραμένει σε εγρήγορση για τυχόν αλλαγές στο περιβάλλον που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο και εστιάζει στα ζητήματα αυτά (MacKinnon, 1998).

Ενώ η ασφάλεια είναι πάντα η πρώτη αρχή, στην πράξη δεν είναι πάντα δυνατό να εκτιμηθεί πλήρως ο κίνδυνος στην πρώτη συνέντευξη, καθώς τα μέλη της οικογένειας μπορεί να είναι απρόθυμα να αποκαλύψουν πληροφορίες σε έναν θεραπευτή που δεν γνωρίζουν ή δεν εμπιστεύονται (Breckenridge & James, 2010). Ο θεραπευτής πρέπει να εστιάσει σε μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας ή σε εκφοβιστική συμπεριφορά ή σε κατάχρηση εξουσίας από ένα μέλος της οικογένειας προς κάποιο άλλο. Ο θεραπευτής μπορεί να εξασφαλίσει  την εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας με το να εμπλακεί με τα μέλη της οικογένειας, να είναι ξεκάθαρος σχετικά με την εχεμύθεια και τα όριά της, να εξηγεί ποιος είναι ο ρόλος του θεραπευτή και να αντιμετωπίζει τις ανησυχίες των μελών της οικογένειας σχετικά με τον ίδιο τον θεραπευτή, το πλαίσιο της θεραπείας ή τη φύση της. Όταν είναι ξεκάθαρο από τις πληροφορίες που έχει αποκομίσει ότι η οικογένεια, ή το μέλος της οικογένειας, έχει βιώσει τραύμα, είναι σημαντικό ο θεραπευτής να ρωτήσει κατά τη διάρκεια ή στο τέλος της πρώτης συνεδρίας: Αισθάνεστε ασφαλείς μαζί μου εδώ;

Αρχή 2η: Χρησιμοποιήστε έναν χάρτη: το Γενεογράμμα με επίκεντρο το τραύμα και μια λίστα τραυμάτων

Πώς αρχίζουν οι θεραπευτές να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τα τραυματικά γεγονότα με τρόπο που δεν είναι χρονοβόρος, δεν αναλώνεται σε απλή καταγραφή ιστορικού και δεν οδηγεί τη θεραπεία σε μια απλουστευμένη συσχέτιση αιτίας και αποτελέσματος; Η απάντηση βρίσκεται στην ενασχόληση με τα γενεογράμματα   και τις λίστες των τραυμάτων.

Τα γενεογράμματα, ένα βασικό εργαλείο για τους οικογενειακούς θεραπευτές, είναι η χαρτογράφηση της οικογενειακής δομής και η σκιαγράφηση των σχέσεων της οικογένειας που αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα των δεδομένων σχετικά με τη σειρά γέννησης, τους γάμους, τα διαζύγια και τους θανάτους (McGoldrick, Gerson, & Petry, 2008- Friedman, Rohrbaugh, & Krakauer, 1988). Το στάδιο της «συμφωνίας» στην πρώτη συνεδρία είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την έναρξη του γενεογράμματος με επίκεντρο το τραύμα. Αυτό μπορεί να γίνει οργανικά κατά τη διάρκεια της γνωριμίας με τα μέλη της οικογένειας και πριν από τη διερεύνηση του προβλήματος που παρουσιάστηκε. Εάν αφεθεί για αργότερα ή σε μια μελλοντική συνεδρία, οι γονείς μπορεί να νιώσουν ότι ο θεραπευτής έχει υποθετικά συσχετίσει τα τραυματικά γεγονότα με το πρόβλημα.

Μέσω του διαλόγου, όσο ο θεραπευτής κάνει ερωτήσεις για το πού μεγάλωσε ο κάθε γονέας και ποια είναι η σειρά γέννησης σε σχέση με τα αδέλφια του, μπορεί να ενσωματώσει το γενεόγραμμα κάνοντας την εξής ερώτηση: Συμφωνείτε στο  να σχεδιάσω το γενεαλογικό σας δέντρο για να έχω μια εικόνα αυτών που μου λέτε; Οι γονείς είναι καλό να αισθάνονται ότι το ενδιαφέρον του θεραπευτή για το οικογενειακό ιστορικό είναι κάτι που βοηθάει στη γνωριμία και όχι τόσο στην αξιολόγηση ή στη συλλογή δεδομένων ή στον υπαινιγμό απόδοσης ευθύνης για τα προβλήματα της οικογένειας.

Η σχεδίαση ενός γενεογράμματος οδηγεί φυσικά τον θεραπευτή να κάνει ερωτήσεις σχετικά με θέματα μετανάστευσης, μετεγκατάστασης, εθνικού ή πολιτισμικού υποβάθρου και να καταγράψει κατά προσέγγιση τις ηλικίες ή τις ημερομηνίες χωρισμού και διαζυγίου. Ο θεραπευτής μπορεί να κάνει ερωτήσεις με διακριτικότητα για θέματα ασθενειών, ψυχικών ασθενειών, κατάχρηση ουσιών, απώλειες και θανάτους και αν οι θάνατοι ήταν ξαφνικοί ή κράτησαν καιρό και αν αφορούσαν ατυχήματα ή αυτοκτονία. Για να καταγραφούν τα τραυματικά γεγονότα με την πάροδο του χρόνου, το γενεόγραμμα θα πρέπει να αποτυπώνει τρεις γενιές: τα παιδιά, τους γονείς, τα αδέλφια των γονέων και τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

ΗλικίαΓεγονόςSUDS
4Μητέρα θυμωμένη. Τσαντίστηκε και άρχισε να πετάει πράγματα9
5Ο πατέρας χτυπάει τη μητέρα. Το πρόσωπο της είναι γεμάτο αίματα8
7Ο πατέρας πυροβόλησε τη γάτα9
7Ο πατέρας με χτυπάει με τη ζώνη, προσπαθώ να ξεφύγω7
8Αλλαγή σχολείου. Δέχομαι bullying6
8H δασκάλα επέτρεψε σε όλη την τάξη να γελάσει μαζί μου5
9Μητέρα και πατριός τσακώνονται. Ο πατριός ουρλιάζει και ρίχνει μπουνιές στον τοίχο6
12Προσπαθώ να προστατέψω τη μητέρα μου. Ο πατριός μου έριξε μπουνιά9
13Από ώρα σε ώρα ο πατριός θα μπει στο σπίτι και θα μας βρει εκεί που κρυβόμαστε9
14Η γιαγιά σκοτώθηκε σε δυστύχημα7

Σχήμα 2

Λίστα Τραυμάτων

H δημιουργία γενεογράμματος δεν είναι ο τελικός σκοπός; Η συλλογή πολλών πληροφοριών αποσπά την προσοχή από το τραύμα ή από το  πρόβλημα που παρουσιάζεται. Αντί μιας ολοκληρωμένης απεικόνισης του οικογενειακού ιστορικού, το γενεόγραμμα είναι ένας χάρτης, ένα έγγραφο εργασίας, όχι ένα αρχείο που αρχειοθετείται και δεν ξανασυζητείται. Συνεχίζοντας να προσθέτουμε νέες πληροφορίες με την πάροδο του χρόνου, ο θεραπευτής μπορεί να επισημάνει νοερά πιθανά τραυματικά γεγονότα και να κάνει υποθέσεις σχετικά με τον αντίκτυπο αυτών των γεγονότων.

Στο σχήμα 1, οικογένεια Α’ απεικονίζεται ένα γενεόγραμμα που αποτυπώνει αρκετές σημαντικές αλλαγές και απώλειες: τον ξαφνικό θάνατο της γιαγιάς από καρδιακή προσβολή, τον χωρισμό των γονέων, τον θάνατο ενός κατοικιδίου. Ο πατέρας ήταν βίαιος προς τη μητέρα, μετακόμισε σε άλλη πολιτεία και είχε μόνο τηλεφωνική επαφή με τα παιδιά.

Ένας άλλος τρόπος για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τα τραύματα του παρελθόντος και το πόσο επηρεάζουν την τρέχουσα συμπεριφορά είναι η δημιουργία  μιας λίστας τραυμάτων (βλ. Σχήμα 2). Αυτή είναι μια συνήθης διαδικασία στις ατομικές θεραπευτικές προσεγγίσεις του τραύματος (Greenwald, 2007). Με έναν έφηβο ή ενήλικα, η πηγή πληροφοριών είναι το ίδιο το άτομο. Για ένα μικρότερο παιδί, ο θεραπευτής λαμβάνει αυτές τις πληροφορίες από τον γονέα καθώς και από το παιδί ξεχωριστά. Είναι σημαντικό να αφιερώσετε μια ολόκληρη συνεδρία για αυτή τη δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας τα πρώτα δύο τρίτα της συνεδρίας για να δημιουργήσετε μια λίστα με τις χειρότερες εμπειρίες. Αυτή είναι η λίστα τραυμάτων που αποκτήθηκε από τον 16χρονο Rowan, η περίπτωση του οποίου περιγράφεται παρακάτω.

Έχοντας λάβει τη λίστα των γεγονότων, ο θεραπευτής ζητά στη συνέχεια από τον πελάτη να βαθμολογήσει κάθε εμπειρία σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10 (κλίμακα βαθμολόγησης SUD ή οι υποκειμενικές μονάδες κλίμακας κινδύνου (SUDs). Ο αριθμός δείχνει  τον βαθμό ενόχλησης του θεραπευόμενου εάν μιλούσε για το συγκεκριμένο γεγονός εκείνη τη στιγμή (όχι πόσο ενοχλητικό ήταν τη στιγμή που συνέβη το γεγονός) (Greenwald, 2007). Αφιερώνοντας το τελευταίο τρίτο της συνεδρίας στην αναβίωση των καλύτερων εμπειριών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων των ευχάριστων αναμνήσεων και των επιτευγμάτων, ο θεραπευτής βοηθά τον πελάτη να φύγει από τη συνεδρία επικεντρωμένος στις θετικές πτυχές του εαυτού του και της ζωής του.

Αρχή 3η: Τα τραυματικά γεγονότα βρίσκονται σε μια σχεσιακή ακολουθία χρόνου

Για να εντοπιστεί η σχέση μεταξύ του παρόντος προβλήματος και προηγούμενων τραυματικών γεγονότων, πρέπει να γίνει συσχέτιση μεταξύ του προβλήματος και της φύσης και του χρόνου των δυσμενών γεγονότων που έχουν βιώσει τα μέλη της οικογένειας. Για να γίνει αυτό, ο θεραπευτής παρακολουθεί την έναρξη και την εξέλιξη του προβλήματος, πώς τα μέλη της οικογένειας αντέδρασαν στις προβληματικές συμπεριφορές ή τα συμπτώματα και πώς οι οικογενειακές σχέσεις έχουν αλλάξει πριν και μετά το τραυματικό γεγονός (James & MacKinnon, 2011).

Αρχή 4η: Όταν η συγκεκριμένη συμπεριφορά ενός ατόμου «πατάει τα κουμπιά ενός άλλου ατόμου», η διερεύνηση της αυξημένης συναισθηματικής αντιδραστικότητας αυτού του ατόμου μπορεί να είναι ένα παράθυρο σε σιωπηρές μνήμες παρελθοντικών τραυμάτων.

Ένας άλλος τρόπος για τον εντοπισμό ανεπίλυτων αναμνήσεων παλαιών τραυμάτων είναι να παρατηρήσετε τη διαδικασία αλληλεπίδρασης κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής συνεδρίας και να είστε σε εγρήγορση για σημαντικές συνδέσεις  όπου ένα άτομο μπορεί να πυροδοτηθεί συναισθηματικά από τη συμπεριφορά – τα λόγια, το βλέμμα, τον τόνο ή τη γλώσσα του σώματος – ενός άλλου μέλους της οικογένειας. Στο ακόλουθο παράδειγμα, η οικογένεια ζήτησε θεραπεία λόγω της κλιμακούμενης σύγκρουσης μεταξύ της μητέρας και του έφηβου γιου της, Rowan. Ο θεραπευτής τους παρότρυνε να μιλήσουν μεταξύ τους για τη σχέση τους κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Μέσα σε λίγα λεπτά, η φωνή της μητέρας εξέπεμπε έναν ελαφρύ εκνευρισμό και ο Rowan ύψωσε τη φωνή του και έστρεψε το σώμα του, στην καρέκλα, μακριά από τη μητέρα του. Ο θεραπευτής διέκοψε τη συζήτηση.

Θεραπευτής: Rowan;

Rowan: Απλώς υπερασπίζομαι τον εαυτό μου.

Για να ερευνήσει περισσότερο αυτό που έγινε εκείνη τη στιγμή και να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που τον πίεζε, ο θεραπευτής έκανε ερωτήσεις στη μητέρα του σχετικά με την εμπειρία αυτή.

Θεραπευτής: Τι συνέβη και σε έκανε να νιώσεις ότι έπρεπε να υπερασπιστείς τον εαυτό σου.

Rowan: Είναι αυτό το βλέμμα που μου ρίχνει. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι, μπορώ να είμαι με οποιονδήποτε άλλο και να είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Χαμογελάω, κάνω αστεία, γελάω και όταν επιστρέφω σπίτι είναι σαν όλα τα προβλήματα που καθορίζουν το ποιος είμαι, να τα βλέπω στους ανθρώπους γυρνώντας στο σπίτι

Μητέρα: Σε ποιον;

Rowan: Εσύ είσαι ένα από αυτά τα άτομα, δεν θέλω να πω …

Μητέρα: Rowan, πες ότι έχεις να πεις. Είναι η κατάλληλη ώρα και το κατάλληλο μέρος για να το πεις.

Rowan: Εντάξει, θα είμαι λεπτομερής. Είσαι ένας άνθρωπος με πολύ θυμό και έχω αναμνήσεις από τις εκρήξεις σου.

Θεραπευτής: Ποιες είναι μερικές από τις αναμνήσεις αυτές;

Rowan: Εντάξει, θα είμαι  λεπτομερής. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι ότι η μαμά «τρελάθηκε» ένα βράδυ και δεν είχα υπάρξει πιο τρομαγμένος . Κοιτάζοντας πίσω, αυτό είναι που μου έρχεται στο μυαλό. Έτσι, τώρα όταν η  μαμά θυμώνει, ναι, θα αντιδράσω υπερβολικά και θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου.

Μητέρα: Θυμάμαι το περιστατικό για το οποίο μιλάει και το μόνο που μπορώ  να πω είναι ότι συνέβη μόνο μία φορά. Δεν έφταιγε εκείνος. Απλά έχασα το μυαλό μου και άρχισα να πετάω πράγματα και να ουρλιάζω. Ένιωθα ότι τρελαινόμουν και ότι δεν μπορούσα να αντέξω άλλη μια μέρα με ατελείωτες ευθύνες και φόρτο εργασίας.

Θεραπευτής: Τι επίδραση νομίζετε ότι μπορεί να είχε αυτό στον Rowan;     

Μητέρα: Δεν θέλω να υποβαθμίσω αυτά που είπε ο Rowan , αλλά  «κουβαλάει» μεγάλο φορτίο. Κουβαλάει αυτά τα βάρη και αυτές τις αναμνήσεις και ανησυχώ ότι θα τα κουβαλάει και στο μέλλον.

Θεραπευτής: Πώς τον βοηθάτε όταν τον βλέπετε σε αυτή τη κατάσταση;

Μητέρα: Προσπαθώ να είμαι λογική και πρακτική αλλά ξέρω ότι αυτή δεν είναι η λύση. Του λέω: ” Θα περάσεις όλη σου τη ζωή με αυτές τις άσχημες αναμνήσεις να κρέμονται πάνω από το κεφάλι σου, αναμνήσεις τις οποίες δεν μπορείς να αλλάξεις;”.

Rowan: Αυτό που δεν καταλαβαίνει η μαμά είναι ότι απλά δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω όλο αυτό που συνέβη. Οπότε είναι πάντα εκεί και δεν ξέρω πως να το αποβάλλω Δεν ξέρω πως να το αφήσω να φύγει.

Θεραπευτής: Μήπως συνέβη και κάτι άλλο;

Rowan: Ναι. Πολλά πράγματα συνέβησαν.

Μητέρα: Αυτά τα παιδιά εκτέθηκαν σε τόση ενδοοικογενειακή βία. Ο Rowan κουβαλάει αυτό το βάρος και τιμωρεί τους ανθρώπους και έχει τεράστια προβλήματα εμπιστοσύνης.

Παρατηρώντας το μοτίβο αλληλεπίδρασης μεταξύ του Rowan και της μητέρας του και ψάχνοντας το σημείο στο οποίο ο Rowan αντέδρασε, ο θεραπευτής ανέσυρε μια παλαιότερη ανάμνηση που αιτιολόγησε την αντιδραστικότητα του Rowan. Η εκκίνηση αυτής της συζήτησης οδήγησε τόσο τον Rowan όσο και τη μητέρα του στο να αποκαλύψουν κι άλλες αναμνήσεις τραυματικών γεγονότων. Στην επόμενη συνεδρία, ο θεραπευτής συναντήθηκε με τον Rowan για να πάρει ιστορικό αυτών των γεγονότων με τη μορφή μιας λίστας τραυμάτων (βλ. Σχήμα 2).

Αρχή 5η: Καθώς οι τραυματικές εμπειρίες είναι παντού και πάντα παρούσες, είναι σημαντικό να εξαλειφθεί η πιθανότητα οι ανεπίλυτες αυτές τραυματικές αναμνήσεις να συμβάλλουν στο πρόβλημα που παρουσιάζεται.

Η πέμπτη αρχή καθοδηγεί τον θεραπευτή στο να αναγνωρίσει τα συμπτώματα που σχετίζονται με το τραύμα. Αν και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την απόκτηση μιας λίστας τραυμάτων για το κάθε μέλος της οικογένειας, ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η χρήση διαγνωστικών εργαλείων για την ανίχνευση συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες, άγχους και κατάθλιψης (Briere & Scott, 2006) και στη συνέχεια η χρήση της λίστας  τραυμάτων με κάθε μέλος της οικογένειας, που σημειώνει βαθμολογία και ανήκει στο εύρος των κλινικών περιπτώσεων. Για παράδειγμα, όταν μια μητέρα αντιδρά στη συμπεριφορά του έφηβου γιου της, ο έλεγχος θα βοηθήσει στο να διαχωρίσουμε εάν η μητέρα βίωσε βία από τον πατέρα του γιου της ή  η μητέρα έχει κατάθλιψη λόγω απουσίας κοινωνικής υποστήριξης.

Τα διαγνωστικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως θεραπευτικά μέσα βελτίωσης των συμπτωμάτων πριν και μετά την θεραπεία, καθώς και για την παροχή πληροφοριών στους ιατρούς για πιθανή φαρμακολογική αγωγή. Υπάρχουν αρκετά και άμεσα διαθέσιμα διαγνωστικά εργαλεία στους ιατρούς για χρήση, με ενήλικες και παιδιά (βλ. Σχήμα 1).

Αρχή 6η: Χαρακτηριστικό γνώρισμα του PTSD είναι η συμπεριφορά αποφυγής. Σε μια προσπάθεια να τα προστατεύσουν, πολλοί γονείς αποφεύγουν τις συζητήσεις με τα παιδιά τους για τα τραυματικά γεγονότα.

Αυτή η αρχή καθοδηγεί τον θεραπευτή στο να εντοπίσει τις στιγμές κατά τις οποίες οι γονείς αποφεύγουν να συζητήσουν με τα παιδιά τους για τα τραυματικά γεγονότα και χρειάζονται βοήθεια για να μπουν σε αυτή τη συζήτηση και να διευκολύνουν έναν θεραπευτικό διάλογο.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι γονείς έχουν βιώσει το ίδιο τραυματικό γεγονός με το παιδί τους, και γι’ αυτό το λόγο μπορεί να αποφεύγουν τις δικές τους τραυματικές αναμνήσεις. Συχνά όμως, η αποφυγή συμβαίνει επειδή οι γονείς φοβούνται να προκαλέσουν στα παιδιά τους μεγαλύτερη αγωνία ή να τα επιβαρύνουν με τον δικό τους πόνο ή θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τις υπενθυμίσεις του τραύματος και να τα βοηθήσουν να “προχωρήσουν”. Ορισμένες φορές οι γονείς δεν είναι σίγουροι για το ποια είναι τα όρια ή ποια η κατάλληλη ηλικία όσον αφορά στο πόσες πληροφορίες πρέπει να δώσουν στο παιδί τους. Η κατάσταση περιπλέκεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ή παιδικής κακοποίησης. Οι γονείς μπορεί να συζήτησαν με το παιδί τους την ώρα του γεγονότος, υποστηρίζοντας το παιδί συναισθηματικά και απαντώντας στις ερωτήσεις του. Ωστόσο, καθώς το παιδί ωριμάζει, μπορεί να δει τα γεγονότα με άλλο «μάτι» και να χρειάζεται άλλος ένας γύρος συζητήσεων.

Στο ακόλουθο παράδειγμα, ο Jamie, δώδεκα ετών σήμερα, ήταν οκτώ ετών όταν ο πατέρας του πέθανε με τραυματικό τρόπο. Ο Jamie έπασχε από ήπια εγκεφαλική παράλυση, η οποία τον άφησε με μυϊκή σπαστικότητα στο δεξί του πόδι και μειωμένο βάδισμα. Δυσκολευόταν να κάνει και να κρατήσει φίλους στο δημόσιο σχολείο στο οποίο φοιτούσε. Ο Jamie είχε ανακαλύψει πρόσφατα νέες πληροφορίες σχετικά με το θάνατο του πατέρα του, αλλά δεν το είχε πει στη μητέρα του. Η ίδια η μητέρα ήθελε να αποφύγει να συζητήσει το θάνατο του πατέρα, φοβούμενη ότι ο Jamie ήταν “πολύ μικρός”. Η μητέρα του περιέγραψε τον Jamie ως αντιδραστικό και επιθετικό, που μερικές φορές την ενοχλούσε, σπρώχνοντάς την και παρενοχλώντας την, μέχρι που εκείνη του έλεγε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Είπε ότι η συμπεριφορά του είχε γίνει πρόβλημα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Απέδωσε την κακή συμπεριφορά του στο bullying που είχε βιώσει στο σχολείο και στις δυσκολίες της να μεγαλώσει μόνη της ένα ζωηρό και απαιτητικό αγόρι.

Καθώς ο θεραπευτής σχεδίαζε το γενεόγραμμα κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας, η μητέρα είπε ότι ο πατέρας του Jamie είχε σκοτωθεί τέσσερα χρόνια πριν εξαιτίας ενός ατυχήματος, πέφτωντας από ένα μπαλκόνι. Στη δεύτερη συνεδρία, ο θεραπευτής συναντήθηκε με τον Jamie μόνος του για να φτιάξει μια λίστα με τις “χειρότερες εμπειρίες” του. Ο θεραπευτής ήθελε να δει κατά πόσο οι προηγούμενες εμπειρίες του Jamie που είχε υποστεί bullying και ο θάνατος του πατέρα του μπορεί να εξακολουθούν να συμβάλλουν στην τρέχουσα συμπεριφορά του . Σε αυτή τη συνεδρία, ο Jamie είπε στον θεραπευτή ένα μυστικό που είχε κρατήσει από τη μητέρα του. Λίγους μήνες πριν, είχε βρει και διαβάσει την έκθεση της αστυνομίας, η οποία έλεγε ότι ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει.

Στην τρίτη συνεδρία, με την ενθάρρυνση του θεραπευτή, ο Jamie είπε στη μητέρα του ότι είχε ψαχουλέψει και είχε διαβάσει την έκθεση της αστυνομίας. Όταν εκείνη τον μάλωσε, κατέβασε το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει και εκείνη τον άγγιξε στοργικά το κεφάλι του. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν μια σημαντική αλληλουχία  στην οποία πήραν μέρος και  οι δυο, αποφεύγοντας να μιλήσουν για τον θάνατο του πατέρα.

Jamie: Γιατί; Γιατί πέθανε;

Μητέρα: Το ξέρω

Σηκώθηκε και έσπρωξε το χέρι της μακριά.

Jamie: Αλλά μετά μου λες ότι πρέπει να το ξεπεράσω.

Μητέρα: Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο.

Jamie: Ναι, το είπες. Είπες ότι δεν μπορώ να κρύβομαι πίσω από το θάνατο του πατέρα μου.

Μητέρα: Όχι, δεν το έκανα.

Jamie: Ναι, το έκανες. Είπες ότι δεν μπορώ να κρύβομαι πίσω από αυτό, ως δικαιολογία για τη συμπεριφορά μου.

Μητέρα (υψώνοντας τη φωνή της) : ‘Ακου, Jamie, δεν είναι δικαιολογία, οκ;

Jamie (υψώνοντας τη φωνή του) : Εσύ μου είπες να προχωρήσω. Όμως δεν θέλω να προχωρήσω!

Μητέρα (με υψωμένη φωνή) : Δεν υπάρχει δικαιολογία γι’ αυτή σου την συμπεριφορά.

Παρατηρώντας αυτή την αλληλεπίδραση, ο θεραπευτής εντυπωσιάστηκε από την απόρριψη της παρηγοριάς της μητέρας του. Σε αυτή την ακολουθία, όπου ο Jamie άρχισε να μιλάει για το θάνατο του πατέρα του και, αντ’ αυτού, ξεκίνησε να διαφωνεί με τη μητέρα του η οποία ενέδωσε, οπότε απέφυγαν τη συζήτηση που έπρεπε να είχαν κάνει για τον πατέρα του. Ήταν σημαντικό ο θεραπευτής να τους κρατήσει εστιασμένους στο γιατί και στο πώς σχετικά με τον θάνατο του πατέρα και στην πρόκληση έντονων συναισθημάτων, όχι μόνο για τον Jamie αλλά και για τη μητέρα του, που ήταν πιθανό να συνοδεύουν μια τέτοια συζήτηση.

Θεραπευτής: Επιτρέψτε μου να σας σταματήσω εδώ μια στιγμή.

Θεραπευτής (απευθυνόμενος στη μητέρα): Βλέπετε πως προσπαθεί να σας κάνει να θυμώσετε ώστε να σας απομακρύνει από τη θλιψη του; Εκείνος στεναχωριέται. Τότε, την ώρα που προσπαθείτε να τον παρηγορήσετε, φοβάται ότι θα κυριευτεί από στεναχώρια οπότε σας λέει κατι που θα σας ενοχλήσει για να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί σας. Με αυτόν τον τρόπο, αισθάνεται θυμωμένος αντί για στεναχωρημένος.

Jamie: Η ιστορία της ζωής μου.

Θεραπευτής: Ας επιστρέψουμε στον Jamie-θα πεις στη μαμά σου για ποιο λόγο νιώθεις θλίψη;

Jamie: Φοβάμαι πως αν είμαι κακός θα θέλεις να με ξεφορτωθείς. Οπότε τότε είμαι και λυπημένος και θυμωμένος. Και θυμώνω ακόμα περισσότερο προσπαθώντας  να απαλλαγώ από τη λύπη που έχω μέσα μου.

Θεραπευτής (στη μητέρα) : Γιατί πιστεύετε  ότι στεναχωριέται περισσότερο ο Jamie ;

Μητέρα: Που έχασε τον πατέρα του. Ο σύζυγος μου ήταν πολύ κοντά σε αυτό το αγόρι. Παύση. Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό με εκείνον μπροστά

Θεραπευτής: Jamie θα ήθελα να βοηθήσω εσένα και τη μητέρα σου να συζητήσετε, να κάνετε μια συζήτηση όπου θα βοηθήσω τη μητέρα σου να εστιάσει σε αυτό που νιώθεις χωρίς να κλιμακωθεί η ένταση και να θυμώσετε.

Jamie: Ναι, αφού εγώ το προκαλώ αυτό

Θεραπευτής: Δεν το κάνεις επι τούτου, από κάπου πυροδοτείται

Jamie: Ναι, είναι σαν μια σκανδάλη.

Θεραπευτής: Μπορείς να πεις στη μαμά σου τι ακριβώς γνωρίζεις για τον θάνατο του πατέρα σου;

Jamie (κοιτάζοντας το πάτωμα): Θα προτιμούσα να μην μιλήσω γι’ αυτό.

Θεραπευτής: Ξέρεις κάτι; αυτό το πιο πιθανό είναι ότι κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι ‘αυτό. Όμως, όταν δε μιλάς γι ‘αυτά, τα συναισθήματα εντείνονται μέσα σου.

Jamie: ΟΚ. Σκοτώθηκε πέφτοντας από το μπαλκόνι.

Θεραπευτής: Μπορείς να μας πεις τι γνωρίζεις σχετικά μ’ αυτό;;

Ο Jamie διηγήθηκε την ιστορία του πώς επέστρεψε στο σπίτι του παίζοντας στη γειτονιά, και είδε το αιμόφυρτο σώμα του πατέρα του στο πεζοδρόμιο και πώς η αστυνομία και το ασθενοφόρο ήρθαν και τον πήραν μακριά. Καθώς τελείωνε την ομιλία του, γύρισε προς τη μητέρα του και τη ρώτησε: Έχω καταλάβει καλά; Είναι τίποτα από αυτά που είπα ψέματα;

Μητέρα (στον θεραπευτή): Δεν είναι πολύ μικρός για όλα αυτά;

Θεραπευτής: Όχι, πρέπει να σας πει ότι γνωρίζει. Αυτά που σας περιέγραψε είναι τα σωστά γεγονότα; Θέλει να μάθει αν είναι αλήθεια;

Μητέρα: Τίποτα δεν είναι ψέμα; Έτσι έγιναν τα γεγονότα.

Jamie: Πέθανε αμέσως ή στο νοσοκομείο;

Μητέρα:: Στο νοσοκομείο.

Jamie: Πέθανε επειδή  το κεφάλι του είχε συνθλιβεί ή επειδή δεν του είχε μείνει καθόλου αίμα;

Μητέρα: Πέθανε από τα τραύματα στο κεφάλι.

Στην παραπάνω αλληλουχία, τόσο ο Jamie όσο και η μητέρα του έκαναν διάφορες προσπάθειες για να αποφύγουν την επώδυνη συζήτηση σχετικά με τον θάνατο του πατέρα – Προτιμώ να μη μιλήσω γι’ αυτό – Δεν θέλω να το συζητήσω με εκείνον εδώ – Δεν είναι πολύ μικρός για όλα αυτά;

Ο θεραπευτής αγνόησε τις προσπάθειες και με ήπια επιμονή βοήθησε να συνεχίσει ο διάλογος μεταξύ μητέρας και γιου.

Η 6η αρχή τονίζει τη σημασία του να συνειδητοποιεί ο θεραπευτής τι δεν λέγεται. Μερικές φορές αυτός είναι ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”. Χωρίς αυτή τη συνειδητοποίηση, οι θεραπευτές θα παρασυρθούν από την σύμπραξη  όλων των μελών της οικογένειας για αποφυγή είτε μη θέτοντας το θέμα επι τάπητος είτε εγκαταλείποντας, όταν τα μέλη της οικογένειας αντιστέκονται στις προσπάθειες του να τους βοηθήσει να εστιάσουν.

Αρχή 7η: Οι ανεπίλυτες τραυματικές αναμνήσεις έχουν αρνητικές γνωστικές λειτουργίες στον πυρήνα τους.

Η εμπειρία ενός  πολύ σοβαρού τραυματικού γεγονότος καταρρακώνει την εμπιστοσύνη μας προς τον εαυτό μας, προς τους άλλους και προς την ασφάλεια του κόσμου . Οι αρνητικές σκέψεις που πυροδοτούνται από τις τραυματικές εμπειρίες συνεχίζουν και τροφοδοτούν τις αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις των επιζώντων, όπως το άγχος, η κατάθλιψη, ο φόβος και ο θυμός. Οι βασικές αρνητικές γνωστικές λειτουργίες επικεντρώνονται γύρω από, θέματα ευαλωτότητας – Είμαι ευάλωτος – Είμαι αδύναμος – Είμαι ανίσχυρος, θέματα αναξιότητας – είμαι κακός – είμαι μια αποτυχία , ή όταν αισθάνεσαι «ελαττωματικός»  – είμαι ακατάλληλος – είμαι κατεστραμμένος, και, τέλος, όταν αισθάνεσαι υπεύθυνος για όλα- Εγώ φταίω – Εμένα πρέπει να κατηγορήσουν. Αυτά είναι τα αρνητικά μαθήματα που μαθαίνουμε μέσα από το τραύμα και στόχος της θεραπείας είναι να εντοπιστούν, να διερευνηθούν και να αλλάξουν αυτά τα μαθήματα και οι συνοδευτικές επιδράσεις (Greenwald, 2005- Greenwald, 2007: Shapiro, 2001).

Καθώς η συζήτηση μεταξύ του Jamie και της μητέρας του συνεχίστηκε, ο Jamie αποκάλυψε τις αρνητικές  πεποιθήσεις του σχετικά με το θάνατο του πατέρα του και πώς αυτές οι πεποιθήσεις είχαν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.

Θεραπευτής:  Μπορείς να πεις στη μαμά σου τι σκεφτόσουν σχετικά με αυτό, γιατί μοιάζει σαν να σκεφτόσουν κάτι άλλο από αυτό που σκέφτεσαι τώρα

Jamie: Πίστευα πως εσύ τον σκότωσες. Δεν ήξερα πως μπορεί κάποιος να βάλει τέλος στη ζωή του, νόμιζα πως πάντα άλλοι άνθρωποι σκοτώνουν τους άλλους.  Οπότε, επειδή  πίστευα αυτό, νεύριασα.

Θεραπευτής: Μπορείς να πεις στη μαμά σου τι είναι αυτό που σε θύμωσε;

Jamie: Ότι πέθανε. Κάποτε ήμασταν μια οικογένεια. Και μετά ξαφνικά δεν υπήρχε πατέρας και τώρα υπάρχει  ένας μισός πατέρας, ο πατριός. Σκεφτόμουν  «από τη στιγμή λοιπόν που σκότωσες τον πατέρα μου θα έπρεπε κι εσύ να είσαι νεκρή». Μέχρι που διάβασα την έκθεση της αστυνομίας.

Θεραπευτής: Πες στη μαμά σου τι σκεφτόσουν αφού διάβασες την έκθεση της αστυνομίας.

Jamie: Αφού την διάβασα, σκέφτηκα, “Λοιπόν, μια στιγμή, δεν τον σκότωσες εσύ. Μόνος του σκοτώθηκε. Ήταν αυτοκτονία.

Θεραπευτής: Πες στη μαμά τι πιστεύεις για την αυτοκτονία του μπαμπά σου.

Jamie: Με μισούσε, δεν ήθελε να είμαι μαζί του εγώ και όλα τα προβλήματα που προκαλούσα. Γι’ αυτό αυτοκτόνησε.

Μητέρα: Δηλαδή κατηγορείς τον εαυτό σου, νομίζεις ότι εσύ φταις;

Jamie: Εσύ δεν έκανες τίποτα κακό. Εμένα δεν ήθελε κοντά του γιατί ήμουν σπαστικός, αυτό πιστεύω. Εγώ φταίω για όλα.

Θεραπευτής: Εξακολουθείς και το πιστεύεις αυτό;

Jamie: Ναι, επειδή με μισούσε.

Θεραπευτής προς μητέρα: Γνωρίζατε εσείς τι σκεφτόταν;

Μητέρα: Σκέφτηκα ότι μπορεί και να κατηγορούσε τον εαυτό του, αλλά πίστευα ότι ήταν πολύ μικρός να μιλήσει γι’ αυτό.

Θεραπευτής: Πιστεύετε πως ο πατέρας του αυτοκτόνησε για να γλυτώσει από τον Jamie;

Μητέρα: Φυσικά και όχι!

Θεραπευτής: Σύμφωνα με αυτά που ξέρετε για τη σχέση του Jamie  με τον πατέρα του, νομίζετε ότι ήταν μια σχέση όπου ένας πατέρας είχε βαρεθεί τον γιό του και ήθελε να ξεφύγει από αυτόν;

Μητέρα: Καθόλου. Jamie, ο μπαμπάς σε λάτρευε. Το ξέρεις αυτό.   

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Jamie δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για την αιτία θανάτου του πατέρα του. Ενδεχομένως, δεν είχε εκφράσει ποτέ ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, αυτά που αποκάλυψε στη συνεδρία αυτή. Ωστόσο, οι δυσάρεστες αυτές σκέψεις που δεν είχε εκφράσει ποτέ, θα συνέβαλαν στο μίσος που ένιωθε για τον εαυτό του και στην επιθετική του συμπεριφορά. Η συζήτηση αυτή, επέτρεψε στον Jamie και τη μητέρα του να εξετάσουν τις αρνητικές γνωστικές λειτουργίες και να τις αμφισβητήσουν.

Η έβδομη αρχή υποστηρίζει ότι η τραυματική μνήμη είναι συνυφασμένη με αρνητικές γνωστικές λειτουργίες και ο βασικός σκοπός της θεραπείας πρέπει να είναι η ανάδειξη τους. Για τα παιδιά, το πιο κατάλληλο πρόσωπο στο οποίο μπορούν να αποκαλύψουν αυτές τις λειτουργίες και να τις αμφισβητήσουν είναι στην πρωταρχική φιγούρα προσκόλλησης.

Αρχή 8η: Οι άδηλες αναμνήσεις γίνονται λιγότερο δυσάρεστες όταν περνούν από το στάδιο της επεξεργασίας και μετατρέπονται σε έκδηλες αναμνήσεις

Παρ’ όλο που ο Jamie είχε τη δυνατότητα να διηγηθεί το πως πέθανε ο πατέρας του, σε άλλες περιπτώσεις τα παιδιά βιώνουν τραυματικά γεγονότα και μένουν με άδηλες αναμνήσεις αλλά χωρίς να γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη. Χωρίς να γνωρίζουν τα γεγονότα, δεν μπορούν να κατανοήσουν τις δυσάρεστες εικόνες, τις αναδρομές και αυτά που αισθάνονται. Για να κατανοήσουν τι τους συμβαίνει τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους, για να αφηγηθούν σε αυτούς το τραυματικό γεγονός.

Στο επόμενο περιστατικό, η μητέρα διηγήθηκε στη δεκάχρονη Sarah τον λόγο για τον οποίο ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια τους. Η μητέρα είχε αναζητήσει θεραπεία για τη διαχείριση της προκλητικής και αντιδραστικής συμπεριφοράς της Sarah. Είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει ούτε μια συζήτηση με τη Sarah χωρίς εκείνη να οδηγηθεί εκρήξεις θυμού. Όταν ερωτήθηκε αν υπήρχαν συγκεκριμένα πράγματα που πυροδοτούσαν τις εκρήξεις της Sarah, η μητέρα της είπε ότι η συζήτηση για τον πατέρα της χειροτέρευε τα πράγματα. Η μητέρα συμφώνησε ότι στόχος της συνεδρίας θα ήταν να μπορεί να μιλάει στη Sarah για τον πατέρα της χωρίς η Sarah να εκρήγνυται.

Απαντώντας στις ερωτήσεις του θεραπευτή σχετικά με τη μεταξύ τους σχέση , τόσο η Sarah όσο και η μητέρα της συμφώνησαν ότι τσακώνονταν περισσότερο από άλλες μητέρες και κόρες. Κάποτε ήταν κοντά η μια με την άλλη, αλλά όχι από τότε που έφυγε ο πατέρας της . Αυτό οδήγησε τον θεραπευτή να διερευνήσει , μαζί με τη μητέρα της, τις αλλαγές που επήλθαν στη σχέση τους περίπου τότε που έφυγε ο πατέρας.

Θεραπευτής: Sarah ο λόγος που άλλαξε η σχέση σας, είναι η φυγή του πατέρα της;

Μητέρα: Ναι. Νομίζω πως αυτό ξεκίνησε επειδή είχε πολύ θυμό και κατηγορώ απέναντι μου.

Θεραπευτής: Πίστευε ότι έφυγε εξαιτίας σας;

Μητέρα: Ναι

Θεραπευτής: Και τι σας είπε ότι κάνατε και γι’αυτό έφυγε;

Μητέρα: Ότι τον έδιωξα. Ότι τον ανάγκασα να φύγει.

Καθώς η μητέρα μιλούσε για τον πατέρα της, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Sarah.

Θεραπευτής: Γιατί πιστεύετε ότι δάκρυσε ;

Μητέρα: Όταν μιλώ για τον πατέρα της Η μητέρα πλησίασε και τράβηξε την καρέκλα της Sarahς  για να έρθει πιο κοντά της.

Θεραπευτής: Τι πιστεύετε ότι συμβαίνει μέσα της;

Μητέρα: Δεν της αρέσει όταν μιλώ για τον πατέρα της. Είναι δύσκολο να της εξηγήσω ότι πολλά από αυτά που έκανε ο πατέρας της ήταν λάθος.

Η μητέρα πλησίασε και τράβηξε κι άλλο την καρέκλα της Sarah για να ‘ρθει πιο κοντά της και την αγκάλιασε

Θεραπευτής: Sarah, όταν μιλάμε για τον πατέρα σου, σου λείπει;

Η Sarah έγνεψε θετικά.

Θεραπευτής: Τι γνωρίζεις σχετικά με το γιατί ο πατέρας σου δεν ζει μαζί σας;

Ανασήκωσε τους ώμους.

Μητέρα: Είναι εντάξει. Μπορείς να πεις αυτό που θες.

Sarah: Δεν θέλω.

Μητέρα: Γιατί;

Sarah: Έτσι

Θεραπευτής: Πως πιστεύετε ότι νιώθει;

Μητέρα: Ξέρω ότι της λείπει πολύ.

Θεραπευτής: Πιστεύετε ότι αισθάνεται ότι θα τον πρόδιδε εάν σας έλεγε;

Μητέρα: Ναι. Αισθάνεται ότι τον προδίδει. Ξέρει γιατί έφυγε. Αλλά νιώθει ότι θα τον προδώσει αν το πει.

Ο θεραπευτής μίλησε για λίγο με τη μητέρα της για την καλή πλευρά του πατέρα της. Η μητέρα μίλησε για το πώς συνήθιζε να παίζει με τα παιδιά, να τα πηγαίνει στην παραλία και να παίζει κρίκετ μαζί τους στην αυλή.

Αυτή η θετική περιγραφή του πατέρα άνοιξε το δρόμο στη μητέρα για να εξιστορήσει τα τραυματικά γεγονότα που οδήγησαν στην φυγή του πατέρα από το σπίτι. Παρ’ όλο που η Sarah είδε αυτά τα γεγονότα με τα ίδια της τα μάτια και επομένως θα είχε πολλές άδηλες αναμνήσεις, δεν είχε καμία συλλογική μνήμη που να είχε συνοχή για να βγάζουν νόημα τα εκρηκτικά συναισθήματά της.

Θεραπευτής: Ας δούμε τι θα συμβεί αν της μιλήσεις για το λόγο που ο πατέρας της δεν ζει μαζί σας αυτή τη στιγμή. Και θα σε βοηθήσω με αυτό καθώς θα εξελίσσεται η συζήτηση.

Μητέρα: ΟΚ

Μητέρα (στρέφεται προς τη Sarah) : Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς συνέβη στο μπαμπά. Ο μπαμπάς άρχισε να πίνει, και αυτό τον οδήγησε στο να κάνει πολλά πράγματα που δεν συνήθιζε να κάνει πριν, και μετά όταν η μαμά προσπάθησε να μιλήσει στον μπαμπά για να τον κάνει να ζητήσει βοήθεια, αλλά ο μπαμπάς δεν ζητούσε βοήθεια. Και μετά μαλώναμε γι’ αυτό και καυγαδίζαμε και όλο αυτό έγινε επικίνδυνο.

Όπως δείχνει το παραπάνω κείμενο, το να βοηθήσετε τον γονέα να πει την ιστορία του τραύματος στο παιδί μπορεί να μην είναι και τόσο απλό. Ο γονέας ή το παιδί ή και οι δύο μπορεί να αλλάξουν θέμα, να αρνηθούν να συνεργαστούν ή να αναστατωθούν ή να θυμώσουν. Η δουλειά του θεραπευτή είναι να επιμείνει διακριτικά αλλά σθεναρά, βρίσκοντας έναν τρόπο να πραγματοποιηθεί αυτή η συζήτηση.

Αρχή 9η: Η εξιστόρηση τραυματικών γεγονότων συχνά συνοδεύεται από την καθαρτική απελευθέρωση ισχυρών συναισθημάτων.

Ένα τραυματισμένο άτομο μερικές φορές διαχωρίζει τα δυσάρεστα συναισθήματα και τις αναμνήσεις για να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει. Με αυτόν τον τρόπο, το άτομο κλείνεται συναισθηματικά και αποστασιοποιείται από τους κοντινούς του ανθρώπους. Κατά την εξιστόρηση των τραυματικών γεγονότων, το “τείχος” μπορεί να πέσει και τα καταπιεσμένα συναισθήματα να αναδυθούν με καθαρτική μορφή. Σε αυτό το σημείο, ο θεραπευτής πρέπει να έχει το θάρρος να εστιάσει σε αυτό το συναίσθημα και να το αφήσει να ολοκληρώσει την πορεία του αντί να το οδηγήσει σε κάτι λιγότερο οδυνηρό. Ο θεραπευτής εντείνει την εστίαση για να εκμαιεύσει το συναίσθημα και στη συνέχεια κάνει παύσεις εκεί όπου το συναίσθημα φαίνεται να υπερβαίνει το παράθυρο ανοχής (Briere & Scott, 2006), και στη συνέχεια εστιάζει ξανά.

Καθώς μιλούσε η μητέρα της, η Sarah άρχισε να κλαίει με σπασμωδικές, κοφτές αναπνοές. Ο θεραπευτής ανησυχούσε για τη Sarah, αλλά ήξερε ότι ήταν σημαντικό να συνεχιστεί η διαδικασία και να αφεθεί η ένταση της επίδρασης να πάρει τον δρόμο της.

Θεραπευτής: Τι θυμάσαι, Sarah;

Sarah: Τον μπαμπά. Αισθάνομαι τόσο αναστατωμένη όταν μιλάει γι’ αυτό.

Θεραπευτής: Φέρνει άσχημες αναμνήσεις;

Sarah: Ναι

Για τα επόμενα λεπτά, τόσο η μητέρα όσο και η Sarah έκλαιγαν με λυγμούς. Ο θεραπευτής έκανε παύση και περίμενε. Όταν οι λυγμοί τους υποχώρησαν, ο θεραπευτής συνέχισε.

Θεραπευτής: Πες της τα υπόλοιπα τώρα. Ο πατέρας της είχε αρχίσει να πίνει. Και άλλαξε. Μίλησε της λίγο ακόμα για τα υπόλοιπα.

Μητέρα: Μετά ο μπαμπάς χτύπησε τη μαμά. με χτύπησε και με έσπρωξε. Ήταν φρικτό πράγμα. Ήμουν πολύ, πολύ φοβισμένη πως ο μπαμπάς σου θα μου έκανε κακό και μετά δεν θα μπορούσα να σε φροντίζω. Τότε ποιος θα σε φρόντιζε; Επειδή ο μπαμπάς υποτίθεται ότι θα μας φρόντιζε όλους. Αλλά δεν το έκανε.

Τόσο η Sarah όσο και η μητέρα της έκλαψαν ξανά. Όταν οι λυγμοί τους ηρέμησαν, ο θεραπευτής συνέχισε.

Θεραπευτής: Τι συνέβη στη συνέχεια;

Μητέρα: Τότε έπρεπε να καλέσω την αστυνομία. Η αστυνομία ήρθε και τον συνέλαβε και έπρεπε να πάει στο δικαστήριο.

Η Sarah κοίταξε πάλι μπροστά, κλαίγοντας με λυγμούς, αναπνέοντας πολύ γρήγορα, με δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό της. Η μητέρα της αναζήτησε το χέρι της Sarah, αλλά η Sarah την έσπρωξε μακριά, κοιτάζοντάς την θυμωμένα.

Θεραπευτής: Συνεχίστε.

Μητέρα: Τότε ο μπαμπάς δε μπορούσε να επιστρέψει.

Θεραπευτής προς Sarah: Νιώθεις θυμό που ο μπαμπάς σου έφυγε. Θυμωμένη και λυπημένη.

Η Sarah δεν απάντησε και συνέχισε να αναπνέει βαριά, με κοφτούς λυγμούς, με τα δάκρυα να καλύπτουν το πρόσωπό της. Δεν ταέκρυψε.

Θεραπευτής προς μητέρα: Τι θα μπορούσε να θυμάται; Είδε ή άκουσε κάτι;

Μητέρα: Τον είδε να με χτυπάει. Τον είδε να πετάει πράγματα μέσα στο σπίτι. Μάλλον άκουσε περισσότερα πράγματα απ’ όσα είδε.

Θεραπευτής: Ήταν φοβισμένη;

Μητέρα: Ναι

Θεραπευτής: Προσπάθησε να κάνει κάτι;

Μητέρα: Ναι. Του φώναξε. Προσπάθησε να τον σταματήσει.

Θεραπευτής: Ήταν φοβισμένη και γενναία.

Η μητέρα έγνεψε θετικά και άρχισε να κλαίει πάλι έντονα. Ο θεραπευτής περίμενε μερικά λεπτά.

Θεραπευτής (προς μητέρα) : Φέρνει άσχημες αναμνήσεις και σε σας. Είστε και οι δύο πολύ θλιμμένες.

Θεραπευτής (προς τη Sarah): Εύχεστε να μην είχε φύγει ο πατέρας σας;

Η Sarah έγνεψε θετικά και στη συνέχεια σκούπισε τα δάκρυα από το υγρό πρόσωπό της με το πίσω μέρος του χεριού της.

Θεραπευτής (προς μητέρα) : Πρέπει να εύχεστε να μην είχαν συμβεί όλα αυτά.

Η μητέρα κούνησε το κεφάλι της και μετά αγκάλιασε τη Sarah.

Μητέρα: Λυπάμαι. Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα.

Sarah (υψώνοντας τη φωνή της, θυμωμένη): Μα πάντα έλεγε ότι έφταιγε ο μπαμπάς και όχι εκείνη. Τότε γιατί λυπάται όταν λέει ότι έφταιγε  ο μπαμπάς;

Μητέρα (υψώνοντας τη φωνή της): Δεν φταίω εγώ. Λυπάμαι γιατί δεν ήθελα η ζωή σου να καταλήξει έτσι και λυπάμαι γι’ αυτό, παρόλο που δεν φταίω εγώ.

Θεραπευτής προς Sarah: Είναι ένα μέρος του εαυτού σου θυμωμένο μαζί της που έκανε τον πατέρα σου να φύγει;

Η Sarah έγνεψε θετικά.

Θεραπευτής: Μπορεί αυτό το «μέρος» σου να κατανοήσει, γιατί ανάγκασε τον πατέρα σου να φύγει;

Sarah: Υπάρχει ένα μικρό κομμάτι που καταλαβαίνει πως έπρεπε να τον αναγκάσει να φύγει.

Θεραπευτής: Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος όμως που… τι;

Sarah: Που πιστεύει ότι ο μπαμπάς έπρεπε να είχε μείνει.

Θεραπευτής: Αισθάνεσαι τόσο άσχημα, που εύχεσαι να γύριζε ο πατέρας σου, παρ’ όλο που ήταν επικίνδυνο;

Η Sarah έγνεψε. Πήρε ένα χαρτομάντιλο, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και σταμάτησε να κλαίει.

Θεραπευτής: Υπάρχει κάτι άλλο, Sarah, που πρέπει να πεις στη μαμά σου;

Sarah: Γιατί λέει πάντα πράγματα αφού τηλεφωνεί ο μπαμπάς; Γιατί μου κάνει πάντα τόσες πολλές ερωτήσεις;

Για υπόλοιπο της συνέντευξης η Sarah και η μητέρα της, συζήτησαν για τα τηλεφωνήματα του πατέρα και η μητέρα συμφώνησε να μην την ανακρίνει, αφού έχει μιλήσει με τον πατέρα της στο τηλέφωνο. Προς το τέλος της συνέντευξης, η Sarah είχε σκύψει στην αγκαλιά της μητέρας της. Δύο εβδομάδες αργότερα η μητέρα ανέφερε ότι η συμπεριφορά της Sarah είχε αλλάξει δραματικά μετά τη συνεδρία. Ήταν πιο συνεργάσιμη, δεν είχε πια εκρήξεις θυμού και φαινόταν πιο ευτυχισμένη.

Χρειάζεται θάρρος, εμπειρία και δεξιοτεχνία για να εστιάσουν οι θεραπευτές στην έντονη συγκίνηση και να την αφήσουν να ξεδιπλωθεί, διατηρώντας τη διαδικασία μέσα στα όρια του παραθύρου ανοχής των πελατών. Οι θεραπευτές μπορεί να βιώσουν έντονη πίεση (τόσο από τους πελάτες όσο και από τους ίδιους τους εαυτούς τους) στο να οδηγήσουν σε κάτι λιγότερο δυσάρεστο. Το καθήκον του θεραπευτή είναι να μπλοκάρει την αποφυγή του πελάτη αυξάνοντας έτσι το συναίσθημα, ενώ παράλληλα παρακολουθεί την υπερδιέγερση που θα υποδείκνυε την ανάγκη για προσωρινή μείωση της έντασης.

Αρχή 10η: Δώστε σημασία στον αντίκτυπο που έχει στον εαυτό μας το να ακούμε ιστορίες τραυματικών γεγονότων και να γινόμαστε μάρτυρες έντονης δυσφορίας. Κατανοήστε, φροντίστε και θεραπεύστε τον εαυτό σας

Όταν ακούνε τακτικά ιστορίες πελατών που έχουν υποστεί τραύμα, οι ίδιοι οι θεραπευτές μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα που σχετίζονται με το τραύμα. Στη βιβλιογραφία, αυτό είναι γνωστό με διάφορους όρους, όπως το τραύμα δι΄ αντιπροσώπου, η κόπωση της συμπόνιας και το δευτερογενές τραυματικό στρες (Bride, Radey, & Figley, 2007: Sabin-Farrell & Turpin, 2003). Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν: αυξημένες συναισθηματικές αντιδράσεις κατά την επαφή με τους πελάτες, συμπεριλαμβανομενων έντονων συναισθημάτων θλίψης, κατάθλιψης, άγχους, φόβου, ενοχής, θυμού, ντροπής- σωματικές ενοχλήσεις, που συμπεριλαμβάνουν δυσκολίες συγκέντρωσης και υπερεγρήγορσης- μούδιασμα και αποφυγή, ιδίως όταν αφορά βία- και διεισδυτικές εικόνες των ιστοριών των πελατών, που περιλαμβανομένων εφιάλτες και αναδρομές (Todd, 2007).

Ένας από τους σημαντικούς δείκτες του τραύματος δι΄ αντιπροσώπου είναι ότι ο θεραπευτής αισθάνεται αυξημένη την ευαλωτότητα και ευθραυστότητα της ζωής και βιώνει μια μετατόπιση στη νόηση, γίνεται καχύποπτος απέναντι στους άλλους, πιο κυνικός ή δύσπιστος ή αναπτύσσει κυνικές ή απαισιόδοξες απόψεις για την ανθρώπινη φύση, τους  πελάτες ή για το έργο της θεραπείας (McCann & Pearlman, 1990).

Οι συνέπειες για τους θεραπευτές που εργάζονται με τραυματισμένους πελάτες είναι ξεκάθαροι: βρείτε τρόπους να φροντίσετε τον εαυτό σας. Βεβαιωθείτε ότι έχετε μια υποστηρικτική εποπτεία που σας βοηθά να αναπτύξετε δεξιότητες, και σας δίνει χώρο για να συζητήσετε τις αντιδράσεις σας. Παρακολουθήστε τα αντιδραστικά σας συναισθήματα και να είστε μέρος άλλων ομάδων θεραπευτών, οι οποίοι προσέχουν και φροντίζουν ο ένας τον άλλον.

Ο πιθανός μηχανισμός που ευθύνεται για το τραύμα δι΄ αντιπροσώπου, είναι η ενσυναίσθηση του θεραπευτή για τα συναισθήματα του πελάτη την ώρα του τραύματος (Sabin-Farrell & Turpin, 2003). Οι κλινικοί ιατροί που είναι επιρρεπείς στο τραύμα δι΄ αντιπροσώπου, βιώνουν την ενσυναίσθηση ως συμπάθεια. Αυτοί που είναι σε θέση να διατηρούν την κλινική ενσυναίσθηση ως συντονισμένη περιέργεια και φαντασία για τη μοναδική εμπειρία του πελάτη, χωρίς να ενεργοποιούνται συναισθηματικά, φαίνεται να τα καταφέρνουν καλύτερα (Sabin-Farrell & Turpin, 2003).

Η ικανότητα διατήρησης της κλινικής ενσυναίσθησης  και η δυνατότητα να μη μετατραπεί σε συμπάθεια μπορεί να οφείλεται, εν μέρει, στην εκπαίδευση και στο θεραπευτικό μοντέλο που χρησιμοποιείται. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που έχουν να κάνουν με τους πελάτες που διηγούνται όλη την ιστορία στον θεραπευτή, ίσως αρκετές φορές, είναι πιθανό να πυροδοτήσει συναισθηματικά τους θεραπευτές. Προσεγγίσεις που δομούν τη συνεδρία και έχουν λιγότερο διάλογο μεταξύ θεραπευτή και πελάτη έχουν περισσότερες πιθανότητες να μην καλλιεργήσουν  συμπάθεια. Όταν ο θεραπευτής έχει έναν ξεκάθαρο χάρτη πορείας, στόχο για τη θεραπεία, η κλινική ενσυναίσθηση αντί για τη συμπάθεια, μπορεί να είναι ένα φυσικό υποπροϊόν.

Όταν κάποιες πτυχές της ιστορίας ενός πελάτη συντονίζονται με κάποιο τρόπο με την ιστορία ζωής του θεραπευτή, ο θεραπευτής είναι πιο πιθανό να αντιδράσει συναισθηματικά. Επομένως, οι θεραπευτές είναι πιο επιρρεπείς στο τραύμα δι΄ αντιπροσώπου, όταν έχουν έναν «κουβά» ανεπίλυτων τραυματικών αναμνήσεων και εύκολα “πατάνε τα κουμπιά τους” όταν ακούνε τις ιστορίες των πελατών. Το τραύμα βρίσκεται παντου. Συμβαίνει σε όλους μας. Ως θεραπευτές, που απευθυνόμαστε σε όσους έχουν βιώσει τραύμα, πρέπει κι εμείς να βρούμε τρόπους να θεραπεύσουμε τους εαυτούς μας.

Συμπέρασμα

Στο παρόν έγγραφο, ορίσαμε τι είναι το τραύμα και δείξαμε πώς το πλαίσιο και το πρόβλημα που παρουσιάζεται επηρεάζουν το αν και πώς οι θεραπευτές αντιλαμβάνονται τις τραυματικές εμπειρίες. Παρουσιάστηκαν δέκα αρχές προσέγγισης της οικογενειακής θεραπείας υπό το πρίσμα του τραύματος .

Συνοψίζοντας, το γενεόγραμμα που επικεντρώνεται στο τραύμα και η λίστα τραυμάτων μπορούν να καθοδηγήσουν τους θεραπευτές στο να εντοπίσουν την επίδραση των τραυματικών αναμνήσεων. Οι τυποποιημένες μετρήσεις παρέχουν επίσης την δυνατότητα  για τακτικό έλεγχο της επίδρασης του παρελθοντικού τραύματος στις τρέχουσες συμπεριφορές. Επειδή η αποφυγή είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του τραύματος, οι θεραπευτές πρέπει να έχουν υπόψιν τους ότι τα μέλη της οικογένειας θα προσπαθήσουν να αποφύγουν σημαντικά θέματα συζήτησης και ότι θα ήταν καλό να βοηθήσουν στο να γίνουν αυτοί οι διάλογοι. Κατά τη διάρκεια αυτών των διαλόγων, ο θεραπευτής είναι σε εγρήγορση για τον εντοπισμό αρνητικών γνωστικών λειτουργιών και παρακολουθεί το επίπεδο των συναισθημάτων ώστε να το διατηρήσει εντός του παραθύρου ανοχής.

Η τελευταία αρχή αφορά στον αντίκτυπο που έχει στον θεραπευτή , το να ακούει δυσάρεστες  ιστορίες και το βίωμα έντονων συναισθημάτων και ενθαρρύνει τους θεραπευτές να παρατηρούν τον αντίκτυπο αυτό, να αναζητούν υποστήριξη και να κατανοούν βαθύτερα τις δικές τους αντιδράσεις.

Η τελική αρχή δίνει έμφαση στην επίδραση.

Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι συλλογή διαφόρων περιστατικών. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Μετάφραση & Επιμέλεια: Λίνα Λυκομήτρου BA, MSc School Psychology, Εκπ. Τραυματοθεραπευτρια EMDR, Ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης “ΆΓΓΙΓΜΑ ΚΑΙ ΟΡΙΑ”

Πηγή στα αγγλικά

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: