Πυρηνική Οικογένεια

Κοινοποίηση

Πυρηνική Οικογένεια 

Rebecca Sear 

“Η πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη δεν είναι η “παραδοσιακή” ανθρώπινη οικογένεια και η προώθηση αυτού του μύθου μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες για την υγεία. “

Rebecca Sear 

Περίληψη  

Η σημασία της κοινωνικής υποστήριξης για την υγεία και την ευημερία των γονέων και των παιδιών δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί επαρκώς. Ο ευρέως διαδεδομένος μύθος στα δυτικά πλαίσια ότι η πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη-γυναίκας-νοικοκυράς είναι η “παραδοσιακή” οικογενειακή δομή οδηγεί στην εστίαση αποκλειστικά στις μητέρες ως τα άτομα με ευθύνη για την ευημερία των παιδιών. Οι ανακριβείς αντιλήψεις για την οικογένεια έχουν τη δυνατότητα να διαστρεβλώσουν την ακαδημαϊκή έρευνα και τις αντιλήψεις του κοινού και να παρεμποδίσουν τις προσπάθειες για τη βελτίωση της υγείας των γονέων και των παιδιών. Αυτές οι αντιλήψεις μπορεί να έχουν προκύψει εν μέρει από την ακαδημαϊκή έρευνα σε κλάδους που επικεντρώνονται στις δυτικές μεσαίες τάξεις, όπου η συγκεκριμένη μορφή οικογένειας εξιδανικεύτηκε στα μέσα του εικοστού αιώνα, όταν πολλοί από αυτούς τους κλάδους ανέπτυσσαν τη θεμελιώδη έρευνά τους. Αντίθετα, τα στοιχεία από επιστημονικούς κλάδους που λαμβάνουν διαπολιτισμική ή ιστορική προοπτική δείχνουν ότι στις περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες, πολλά άτομα πέρα από τη μητέρα συμμετέχουν συνήθως στην ανατροφή των παιδιών: στην εξελικτική ανθρωπολογία, είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι έχουμε αναπτύξει μια στρατηγική συνεργατικής αναπαραγωγής. Το να περιμένουμε από τις μητέρες να φροντίζουν τα παιδιά τους με ελάχιστη υποστήριξη, ενώ από τους πατέρες να φροντίζουν τις οικογένειές τους με ελάχιστη υποστήριξη, είναι, επομένως, πιθανό να οδηγήσει σε δυσμενείς συνέπειες για την υγεία των μητέρων, των πατέρων και των παιδιών. Η ενσωμάτωση των τεκμηριωμένων εξελικτικών και ανθρωπολογικών προοπτικών στην έρευνα για την υγεία είναι ζωτικής σημασίας αν θέλουμε να διασφαλίσουμε την ευημερία των ατόμων σε ένα ευρύ φάσμα πλαισίων. Αυτό το άρθρο αποτελεί μέρος του θεματικού τεύχους “Διεπιστημονικές προοπτικές για την κοινωνική στήριξη και υγεία μητέρας-παιδιού”. 

1. Εισαγωγή 

Για να παραφράσουμε τον John Donne, “καμία γυναίκα δεν είναι νησί”, ικανή να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της. 

Στην εξελικτική ανθρωπολογία, είναι πλέον ευρέως διαδεδομένο ότι είμαστε ένα είδος που εφαρμόζει τη συνεργατική αναπαραγωγή: σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, τα παιδιά έχουν ανατραφεί από συνεργατικά δίκτυα ατόμων [1,2]. Στα δυτικά πλαίσια, η ιδέα αυτή δεν φαίνεται να είναι ακόμη ιδιαίτερα διαδεδομένη πολύ πέρα από την ανθρωπολογία, είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, είτε στη λαϊκή κουλτούρα, είτε μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής. Αντίθετα, η “παραδοσιακή” οικογένεια θεωρείται ευρέως ότι είναι μια πυρηνική οικογένεια, όπου η μονάδα συζύγου-συζύγου θεωρείται ότι είναι οικονομικά αυτόνομη και υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών με λίγη βοήθεια, με έναν ακραίο καταμερισμό εργασίας βάσει φύλου όπου οι άνδρες είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την “τροφοδοσία” και οι γυναίκες για το “νοικοκυριό”. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες κοινωνίες, η μονάδα συζύγου-συζύγου σπάνια είναι αυτόνομη, αλλά αντίθετα εμπλέκεται σε εκτεταμένες σχέσεις συνεργασίας με άλλα άτομα, ιδίως με άλλα μέλη της οικογένειας. Αυτές περιλαμβάνουν εκτεταμένη βοήθεια στην ανατροφή των παιδιών. Ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ άνδρα-τροφοδότη και γυναίκας-νοικοκυράς είναι επίσης ασυνήθιστος. Ενώ συχνά υπάρχει ένας καταμερισμός εργασίας βάσει φύλου, με τρόπο που οι γυναίκες και οι άνδρες να μην έχουν ακριβώς τους ίδιους ρόλους (για παράδειγμα, οι γυναίκες συνήθως αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών), η φροντίδα των παιδιών δεν είναι αποκλειστικό καθήκον των γυναικών στις περισσότερες κοινωνίες και, ακόμη περισσότερο, η παραγωγική εργασία δεν είναι αποκλειστικό καθήκον των ανδρών. 

Οι ανακριβείς παραδοχές για την “παραδοσιακή” ανθρώπινη οικογένεια έχουν σημασία επειδή αντανακλώνται στην ακαδημαϊκή έρευνα, στις παρεμβάσεις πολιτικής και υγείας και στις δημόσιες συζητήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν τη δυνατότητα να διαστρεβλώνουν την έρευνα, να παρεμποδίζουν τις προσπάθειες βελτίωσης της υγείας και της ευημερίας και να τροφοδοτούν προβληματικές πολιτικές αφηγήσεις. Οι παραδοχές αυτές διαχέονται επίσης στην έρευνα και τις παρεμβάσεις δημόσιας υγείας στον Παγκόσμιο Νότο, δεδομένης της ηχηρής φωνής του Παγκόσμιου Βορρά σε αυτούς τους χώρους. Τέτοιες παραδοχές είναι ιδιαίτερα προβληματικές λόγω της ευκολίας με την οποία το “παραδοσιακό” γίνεται “φυσικό” και “καλό”, παρά την ατελείωτη επανάληψη των κινδύνων της φυσιοκρατικής και της πλάνης του είναι/πρέπει. Η συμπεριφορά που είναι “φυσική” ή που επιτελείται με τυπικό τρόπο δεν είναι απαραίτητα πάντα η “σωστή” συμπεριφορά, αλλά συχνά γίνονται ηθικές επικρίσεις σχετικά με τη μορφή της οικογένειας, πιθανότατα λόγω της σπουδαιότητας της οικογένειας στις ανθρώπινες ζωές. Για να αποφευχθεί η παρεμπόδιση της έρευνας, της δημόσιας υγείας και της πολιτικής, καθώς και η παραπληροφόρηση της δημοφιλούς κουλτούρας, είναι σημαντικό, επομένως, να προωθηθεί μια ακριβής εικόνα για το πώς πραγματικά μοιάζει η ανθρώπινη οικογένεια παγκοσμίως, δίνοντας έμφαση στην ποικιλομορφία των οικογενειακών μορφών στις οποίες μπορούν να μεγαλώσουν επιτυχώς τα παιδιά. 

2. Από πού προέρχεται η ιδέα ότι η “παραδοσιακή” ανθρώπινη οικογένεια είναι μια πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη; Αν η πυρηνική οικογένεια με τον άνδρα-τροφοδότη είναι μια σχετικά ασυνήθιστη μορφή οικογένειας, τότε από πού προέρχεται η ιδέα ότι είναι η “παραδοσιακή” οικογένεια; Οι ερευνητές της εξέλιξης χρειάζεται να φέρουν κάποια ευθύνη για την προώθηση αυτής της άποψης. Οι κοινωνικές νόρμες γύρω από την οικογένεια και τους ρόλους των φύλων έχουν αναμφίβολα πολύπλοκη προέλευση, αλλά στον ευρύτερο διάλογο στη Δύση, τους δίνεται συχνά μια εξελικτική αιτιολόγηση- για παράδειγμα, η οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη και της γυναίκας-νοικοκυράς μπορεί να θεωρείται η “φυσική” μορφή των πραγμάτων λόγω της εικασίας ότι οι γυναίκες είναι βιολογικά σχεδιασμένες να γεννούν και να μεγαλώνουν παιδιά, ενώ οι άνδρες να φροντίζουν για εκείνους. 

Αυτή η άποψη δυστυχώς εμφανίζεται σε ορισμένες εξελικτικές έρευνες, ιδίως από τα μέσα έως τα τέλη του εικοστού αιώνα. Για παράδειγμα, το “Ο άνδρας- κυνηγός” ήταν ένα συνέδριο με μεγάλη επιρροή και μετέπειτα βιβλίο που ακολούθησε τη δεκαετία του 1960, το οποίο προωθούσε ένα όραμα για ένα εξελικτικό παρελθόν στο οποίο το κυνήγι από τους άνδρες και ο τροφοδότηση των γυναικών και των παιδιών ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανθρώπινη εξέλιξη [3]. Η εργασία του Lovejoy με τον εύστοχο τίτλο “The origin of man” (Η καταγωγή του ανθρώπου) του 1981 προέκτεινε αυτό το όραμα πέρα από την παροχή προμηθειών από την πλευρά των ανδρών και υποστήριξε ότι η γυναικεία φροντίδα του νοικοκυριού είχε επίσης μακρά ιστορία: “η πυρηνική οικογένεια … μπορεί να έχει [την] απόλυτη προέλευσή της πολύ πριν από την αυγή του Πλειστόκαινου” [4, σ. 348]. Υπήρχαν πάντα κάποιες φωνές στην εξελικτική κοινωνική επιστήμη που τόνιζαν τη σημασία της εκτεταμένης οικογένειας, και τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια έκρηξη της εξελικτικής ανθρωπολογικής βιβλιογραφίας που παρείχε στοιχεία ότι οι πυρηνικές οικογένειες με τον άνδρα-τροφοδότη απέχουν πολύ από το να είναι “παραδοσιακές” (βλ. επόμενη ενότητα), αλλά ακόμη και το 2020, ορισμένοι εξελικτικοί ψυχολόγοι εξακολουθούν να δημοσιεύουν εργασίες που αναφέρονται ρητά σε αυτή τη μορφή οικογένειας ως “παραδοσιακή”. Δεδομένου του ότι αυτή η ιδέα εξακολουθεί να προωθείται (ανακριβώς) σε ορισμένους τομείς των εξελικτικών επιστημών συμπεριφοράς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δημοφιλής αντίληψη ότι η οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη είναι “παραδοσιακή”. 

Ορισμένες κοινωνικές επιστήμες πρέπει επίσης να αναλάβουν την ευθύνη για την προώθηση της άποψης ότι η πυρηνική οικογένεια με τον άνδρα-τροφοδότη είναι η “παραδοσιακή”. Η έρευνα σε σχέση με την οικογένεια από τον οικονομολόγο Gary Becker, η οποία έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή πολύ πέρα από την οικονομική επιστήμη, υποθέτει ότι η πυρηνική οικογένεια είναι η οργανωτική μονάδα στην οποία επικεντρώνεται η οικονομική παραγωγή. Στην πολυδιαβασμένη διατριβή του “A treatise on the family”/”Μια πραγματεία στην οικογένεια”, απέδωσε ρητά την εξειδίκευση του νοικοκυριού στις βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων: “Ο πιο διαδεδομένος καταμερισμός [της εργασίας] είναι μεταξύ των παντρεμένων γυναικών, οι οποίες παραδοσιακά αφιέρωναν τον περισσότερο χρόνο τους στην τεκνοποίηση και σε άλλες οικιακές δραστηριότητες, και των παντρεμένων ανδρών, οι οποίοι κυνηγούσαν, ήταν στρατιώτες, καλλιεργούσαν και ασχολούνταν με άλλες δραστηριότητες της “αγοράς”” [5, σ. 30]. Αναφέρθηκε μάλιστα στους άνδρες στο νοικοκυριό και στις γυναίκες στην αγορά εργασίας ως μια μορφή “αποκλίνονος καταμερισμού εργασίας” [5, σ. 40], αν και σε άλλα κείμενα [6] υπαναχώρησε από τις βιολογικές διαφορές ως την αιτία της εξειδίκευσης των νοικοκυριών σε οικιακές εργασίες ή εργασίες της αγοράς. Παρά την αναγνώριση της σημαντικής οικονομικής συμβολής των παιδιών στο νοικοκυριό σε ορισμένες κοινωνίες, φάνηκε επίσης να μην αναγνωρίζει τη σημαντική υποστήριξη που λαμβάνουν οι μητέρες για την ανατροφή των παιδιών: “με την πάροδο των ετών τα περισσότερα νοικοκυριά στις δυτικές και ανατολικές κοινωνίες έχουν ως επικεφαλής τους παντρεμένους άνδρες και γυναίκες που μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά” [5, σ. 80]. 

Σε μεγάλο μέρος της κοινωνιολογίας και της δημογραφίας, επίσης, φαίνεται να υπάρχει μια διάχυτη παραδοχή ότι η πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη είναι ο κανόνας: οι αλλαγές στη δομή της οικογένειας που συνέβησαν, σε ορισμένα τμήματα των δυτικών πληθυσμών, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η τεκνοποίηση εκτός γάμου και η μείωση των ποσοστών γάμου, έχουν περιγραφεί ως η “παρακμή” της οικογένειας [7] και “ο σεισμός που ταρακούνησε την αμερικανική οικογένεια τα τελευταία 20 χρόνια” [8, σ. 451]. Ενώ οι ιδέες αυτές μπορεί να έχουν επηρεαστεί εν μέρει από τις απόψεις του Becker σχετικά με την “παραδοσιακή” φύση της πυρηνικής οικογένειας του άνδρα-τροφοδότη [5], μπορεί επίσης να προκύπτουν από το έργο κοινωνιολόγων όπως ο Talcott Parsons. Ο Parsons, αν και αναγνώριζε ότι υπήρχαν και άλλες μορφές οικογένειας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η “απομονωμένη” πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη ήταν η καταλληλότερη (η πιο “φυσική” στις;) βιομηχανικές κοινωνίες (π.χ. [9]). Αυτές οι ιδέες σχετικά με την “παρακμή” της οικογένειας στα τέλη του εικοστού αιώνα οδήγησαν σε ανησυχίες σχετικά με την “εγκατάλειψη” των παιδιών τους από τις μητέρες που έβγαιναν για δουλειά, αν και στη συνέχεια οι δημογράφοι “προβληματίστηκαν” για το γεγονός ότι αυτό δεν φαινόταν να έχει την αναμενόμενες καταστροφικές συνέπειες για την ευημερία των παιδιών [10]. 

Ωστόσο, το ευρέως αναφερόμενο στη δημογραφία πλαίσιο του McLanahan για τα “αποκλίνοντα πεπρωμένα” υποστηρίζει ότι η μετατόπιση από τους “παραδοσιακούς” γάμους – των οποίων ο βασικός πυλώνας είναι η “εξειδίκευση του ρόλου του φύλου” – έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα παιδιά. Παρόμοιες υποθέσεις σχετικά με τη σημασία της αποκλειστικής αφοσίωσης των μητέρων στην ανατροφή των παιδιών, επηρεασμένες από το εξελικτικό έργο του Bowlby στα μέσα του εικοστού αιώνα σχετικά με τον “δεσμό”, γίνονται στην ψυχολογία, όπου η ευθύνη για την ανάπτυξη και την επιτυχία των παιδιών τυπικά τοποθετείται κυρίως στην αγκαλιά των μητέρων [11]. 

Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ερευνητικών κατευθύνσεων που δίνουν έμφαση στην πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη είναι ότι προέκυψαν λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς πολλοί ακαδημαϊκοί κλάδοι αναπτύχθηκαν. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου που η εξιδανίκευση της πυρηνικής οικογένειας του άνδρα-τροφοδότη έφτασε στο ζενίθ της στη Δύση. Αυτή η μορφή οικογένειας φαίνεται ότι προωθήθηκε σκόπιμα από ορισμένες κυβερνήσεις ως ένας τρόπος να απομακρυνθούν οι γυναίκες από το εργατικό δυναμικό αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας για τους επιστρέφοντες στρατιώτες [11]. 

Αυτή η προώθηση διευκολύνθηκε από την άνοδο νέων μορφών μέσων μαζικής ενημέρωσης, όπως η τηλεόραση, και την άνοδο ισχυρών εταιρειών μέσων ενημέρωσης, που επέτρεψαν σε αυτή την οικογενειακή μορφή να αποτυπωθεί στη συνείδηση τόσο των ακαδημαϊκών όσο και του κοινού [12,13]. Οι ακαδημαϊκοί ερευνητές που ήταν υπεύθυνοι για ορισμένες θεμελιώδεις εργασίες σε διάφορους κλάδους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ενδέχεται να έχουν βγάλει συμπεράσματα σχετικά με το ποια είναι η “παραδοσιακή” ή “φυσική” ανθρώπινη οικογένεια από τις οικογενειακές μορφές στις οποίες μεγάλωσαν και ανέθρεψαν τα δικά τους παιδιά και τις οποίες είδαν να αναπαρίστανται στα μέσα ενημέρωσης. Αυτές οι ιδέες έχουν έκτοτε επηρεάσει την ανάπτυξη αυτών των ακαδημαϊκών κλάδων. Επιπλέον, τα στρεβλά κίνητρα στον ακαδημαϊκό χώρο που ενθαρρύνουν τους ακαδημαϊκούς να παραμένουν εντός των επιστημονικών τους ορίων σημαίνουν ότι μπορεί να υπάρχει λιγοστή αλληλεπίδραση μεταξύ των επιστημονικών κλάδων που εξάγουν συμπεράσματα για την “παραδοσιακή” οικογένεια από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και χρονική περίοδο και εκείνων που μπορεί να έχουν διαφορετικές προοπτικές για την οικογένεια, όπως η ανθρωπολογία ή η ιστορία. Οι επόμενες δύο ενότητες ανασκοπούν την έρευνα από αυτούς τους δυο κλάδους για να δείξουν ότι η πυρηνική οικογένεια με τον άνδρα που είναι ο τροφοδότης, στο βαθμό που υπάρχει πράγματι, είναι πιθανότατα σχετικά νέα στην ανθρώπινη ιστορία. 

3. Πως μοιάζει στην πραγματικότητα η “παραδοσιακή” ανθρώπινη οικογένεια; Μια πιο ακριβής εικόνα της ανθρώπινης οικογένειας είναι αυτή της ευελιξίας. Η ανθρωπολογία, συμπεριλαμβανομένης της εξελικτικής ανθρωπολογίας, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο όγκο εργασιών σχετικά με τη δομή της οικογένειας και τον καταμερισμό της εργασίας εντός των οικογενειών από πολιτισμούς σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά της πυρηνικής οικογένειας του άνδρα-τροφοδότη που είναι κοινά παγκοσμίως: η τάση να δημιουργούνται δεσμοί ζευγαριών μεταξύ ατόμων που εργάζονται από κοινού για την ανατροφή των παιδιών και η τάση των γυναικών να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην ανατροφή των παιδιών από ό,τι οι άνδρες. Όμως, αυτοί οι δεσμοί ζεύγους δεν είναι πάντα μακροχρόνιοι, αποκλειστικοί ή από κοινού, και δεν περιλαμβάνουν απαραίτητα μόνο τους γονείς των παιδιών [14]- ούτε τα παιδιά μεγαλώνουν πάντα από τους ίδιους τους γονείς τους [15,16]. Η μεγαλύτερη έμφαση στην ανατροφή των παιδιών από τις γυναίκες δεν σημαίνει επίσης ότι ακολουθεί αυτόματα η αποκλειστική γυναικεία ιδιότητα της νοικοκυράς. Για τις μητέρες σε όλα τα είδη και στις περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες, η “ανατροφή των παιδιών” περιλαμβάνει τη διασφάλιση της διατροφής των παιδιών, πράγμα που, για το είδος μας, σημαίνει ότι οι γυναίκες συνήθως εργάζονται σε παραγωγική εργασία για την παραγωγή τροφής, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας. Αυτό που λείπει ιδιαίτερα από την “παραδοσιακή” άποψη της οικογένειας είναι η αναγνώριση των συνεργατικών σχέσεων πέρα από τους γονείς: η τροφή που παράγουν οι άνδρες και οι γυναίκες δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα για να θρέψουν τα δικά τους παιδιά, αλλά μοιράζεται ευρύτερα τόσο με την ευρύτερη οικογένεια όσο και με άλλα μέλη της ομάδας. Η διευρυμένη οικογένεια και άλλα μέλη της ομάδας μοιράζονται επίσης άλλα καθήκοντα που απαιτούνται για την επιτυχή ανατροφή των παιδιών, όπως η άμεση φροντίδα των παιδιών.  

Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό στην εξελικτική ανθρωπολογία ότι οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει μια συνεργατική στρατηγική αναπαραγωγής. Σε σύγκριση με άλλους πιθήκους, εμείς οι άνθρωποι γεννάμε σχετικά μεγάλο αριθμό παιδιών σε γρήγορη διαδοχή, και τα παιδιά μας εξαρτώνται από την εξασφάλιση της διατροφής των ενηλίκων για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό δημιουργεί ένα βαρύ φορτίο φροντίδας, αφού οι μητέρες έχουν ταυτόχρονα πολλά εξαρτώμενα παιδιά – ένα φορτίο που οι μητέρες δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνες τους, όπως τείνουν να κάνουν οι μητέρες άλλων πιθήκων. Είμαστε επίσης ένα είδος που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κοινωνική μάθηση, και άλλα μέλη της οικογένειας και της ομάδας παρέχουν υποστήριξη στα παιδιά για να αναπτύξουν τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες στην ενήλικη ζωή, τόσο για την παραγωγική εργασία όσο και για την ανατροφή των παιδιών. Αυτά τα χαρακτηριστικά του είδους μας σημαίνουν ότι υιοθετούμε μια αναπαραγωγική στρατηγική που περιλαμβάνει έναν ασυνήθιστα υψηλό βαθμό επένδυσης από τους πατέρες, σε σύγκριση με άλλα θηλαστικά. Όμως η πατρική επένδυση δεν είναι καθολική ούτε απαραίτητα επαρκής [17], με τρόπο ώστε συνήθως πολλά άλλα άτομα να συμμετέχουν επίσης στην ανατροφή των παιδιών, αν και το ποιος ακριβώς συμμετέχει στην ανατροφή των παιδιών ποικίλλει μεταξύ των κοινωνιών [1,18-21].  

Αποδείξεις τόσο για τη σημαντική συμβολή των γυναικών στη διατροφή της οικογένειας όσο και για μια συνεργατική στρατηγική αναπαραγωγής προέρχονται από δεδομένα σχετικά με τα πρότυπα παραγωγής σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής, δηλαδή πόσο συμβάλλουν τα άτομα διαφορετικού φύλου και ηλικίας στη διατροφή, από την άποψη του αριθμού των παραγόμενων θερμίδων. Σε όλες τις αυτάρκεις κοινωνίες -αυτές που είναι εξ ολοκλήρου ή σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτάρκεις στην παραγωγή τροφής- οι γυναίκες συνεισφέρουν συνήθως ένα σημαντικό ποσοστό των θερμίδων στη διατροφή. Κατά μέσο όρο, η συνεισφορά των γυναικών κυμαίνεται λίγο κάτω από το 50% [22,23], αν και τα πρότυπα αυτά ποικίλλουν μεταξύ των πληθυσμών: υπάρχουν ορισμένες κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες παράγουν λίγες θερμίδες, αλλά υπάρχουν και ορισμένες στις οποίες οι γυναίκες συνεισφέρουν την πλειονότητα της παραγόμενης τροφής [24-27]. Οι αναλύσεις του τρόπου με τον οποίο τόσο τα πρότυπα παραγωγής όσο και τα πρότυπα κατανάλωσης ποικίλλουν κατά τη διάρκεια της ζωής καταδεικνύουν επίσης ότι και τα δύο φύλα τείνουν να παραμένουν “net producers”, παράγοντας περισσότερες θερμίδες από όσες καταναλώνουν, μέχρι τα τέλη της ζωής τους [28-30]. Το πλεόνασμα της τροφής που παράγουν χρησιμοποιείται στη συνέχεια για να βοηθήσει να συντηρήσουν τα υπάρχοντα παιδιά και εγγόνια τους. 

Αυτή η διαγενεακή υποστήριξη από τη γενιά των παππούδων και των γιαγιάδων είναι συνηθισμένη παγκοσμίως, και όχι μόνο όσον αφορά την παροχή τροφής στα παιδιά. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες παρέχουν μια σειρά από άλλα είδη υποστήριξης στα ενήλικα παιδιά και εγγόνια τους, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης φροντίδας των παιδιών και της βοήθειας στις οικιακές εργασίες, καθώς και συναισθηματική υποστήριξη και συμβουλές. Οι ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας του Aubel σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα καταδεικνύουν τον σημαίνοντα ρόλο που έχουν οι γιαγιάδες και οι ηλικιωμένες γυναίκες ως σύμβουλοι και φροντιστές γύρω από την περιγεννητική περίοδο και τη διατροφή των παιδιών [31,32]. Μια άλλη πρόσφατη βιβλιογραφική ανασκόπηση αξιολόγησε τα στοιχεία για τον αντίκτυπο της επένδυσης των παππούδων και των γιαγιάδων (που μετράται με τη συμβίωση, τη φροντίδα, την οικονομική και άλλη υποστήριξη) στα οφέλη των εγγονών (συμπεριλαμβανομένης της σωματικής υγείας, της κοινωνικοσυναισθηματικής ευημερίας και της γνωστικής ανάπτυξης) [33]. Οι εν λόγω συσχετίσεις ήταν αρκετά ετερογενείς, με την εξαίρεση ότι οι μελέτες σχετικά με τη γνωστική ανάπτυξη έτειναν να δείχνουν ευεργετικές συσχετίσεις μεταξύ της επένδυσης των παππούδων και των οφελών στα παιδιά. Μια προηγούμενη βιβλιογραφική ανασκόπηση πρότεινε ότι η παρουσία των γιαγιάδων, ιδιαίτερα των γιαγιάδων από την πλευρά των μητέρων, συσχετίστηκε με υψηλότερη επιβίωση των παιδιών σε ορισμένα περιβάλλοντα [34,35]. 

Αυτές οι ανασκοπήσεις σχετικά με τους παππούδες και τα οφέλη των παιδιών πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, καθώς λίγες μελέτες για αυτό το θέμα έχουν χρησιμοποιήσει μεθόδους που παρέχουν στοιχεία για αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της παρουσίας ή της επένδυσης των παππούδων και των οφελών στα εγγόνια (βλ. όμως [36,37]). Οι συσχετίσεις δεν είναι επίσης πάντα θετικές, τουλάχιστον όταν χρησιμοποιούνται μετρήσεις δημόσιας υγείας. Για παράδειγμα, ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η συμμετοχή των παππούδων και των γιαγιάδων τείνει να συνδέεται θετικά με ΔΜΣ του παιδιού σε περιβάλλοντα υψηλού ή μεσαίου εισοδήματος, πράγμα που σημαίνει ότι υψηλότερα ποσοστά “υπερσιτισμού” μπορεί να παρατηρούνται σε αυτά τα παιδιά. Τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια των παππούδων και των γιαγιάδων να στηρίξουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ακόμη και αν αυτές οι προσπάθειες δεν είναι σύμφωνες με τις συστάσεις δημόσιας υγείας (βλ. επίσης [38,39]). Μια ακόμη δυσκολία είναι ότι η βιβλιογραφία για τη μη μητρική φροντίδα των παιδιών συχνά υιοθετεί μια στενόμυαλη οπτική γωνία, με ιδιαίτερη έμφαση στη γιαγιά – πιθανώς επηρεασμένη από την αφθονία των παππούδων και των γιαγιάδων στη Δύση, λόγω της υψηλότερης μακροζωίας (αν και οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν είναι νέο φαινόμενο: [40]). Όμως η συνεργατική μας αναπαραγωγή είναι μια ευέλικτη στρατηγική, με τις μητέρες να αναζητούν βοήθεια όπου αυτή είναι διαθέσιμη. Εάν οι γιαγιάδες δεν είναι διαθέσιμες, οι μητέρες μπορεί να στραφούν αντ’ αυτού σε άλλους φροντιστές, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά χωρίς γιαγιάδες μπορεί να μην φαίνονται να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από εκείνα με γιαγιάδες [41-43]. Παρ’ όλα αυτά, οι εν λόγω ανασκοπήσεις παρουσιάζουν σαφείς αποδείξεις ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες παρέχουν πολλούς διαφορετικούς τύπους υποστήριξης στα παιδιά και τα εγγόνια τους σε ένα ευρύ φάσμα πλαισίων παγκοσμίως, υποστηρίζοντας την υπόθεση ότι η ανατροφή των παιδιών απαιτεί συνεργασία στο είδος μας. 

Παρά την εξιδανίκευση της πυρηνικής οικογένειας και την έμφαση στη μητέρα ως φροντίστρια στη Δύση, η συνεργατική αναπαραγωγή παρατηρείται και σε αυτές τις κοινωνίες. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι υψηλά ποσοστά παππούδων και γιαγιάδων στην Ευρώπη παρέχουν φροντίδα για τα εγγόνια τους [44], καθώς και συναισθηματική υποστήριξη, συμβουλές και μεταβιβάσεις οικονομικών πόρων [45]-υποστήριξη που έχει αποδειχθεί ότι είναι επαρκής για να αυξήσει τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό [46]. Ακόμη και το 1959, περίπου στο απόγειο της εξιδανίκευσης της οικογένειας του άνδρα-τροφοδότη, οι έρευνες που διερευνούσαν τις σχέσεις μεταξύ των γενεών κατέληγαν στο συμπέρασμα: “Η απάντηση στο ερώτημα “Η απομονωμένη πυρηνική οικογένεια, 1959: γεγονός ή μυθοπλασία;” είναι ως επί το πλείστον μυθοπλασία. Οι συγγενικοί δεσμοί, ιδιαίτερα οι διαγενεακοί, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι έχουμε οδηγηθεί να πιστεύουμε στις διαδικασίες ζωής των αστικών [ΗΠΑ] οικογένεια” [47, σ. 338]. 

Αν η διευρυμένη οικογένεια ήταν σταθερά τόσο σημαντική, τότε και πάλι τίθεται το ερώτημα γιατί υπάρχει τόση εξιδανίκευση της πυρηνικής οικογένειας στη Δύση; Μέρος της απάντησης μπορεί να έγκειται σε κάποιες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο η συνεργατική αναπαραγωγή εφαρμόζεται σε πληθυσμούς με υψηλότερο εισόδημα, πληθυσμούς ενσωματωμένους στην αγορά σε σύγκριση με τις κοινωνίες διαβίωσης που ζούσαν οι άνθρωποι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας. Στους πληθυσμούς υψηλού εισοδήματος, μια σημαντική συνιστώσα της συνεργατικής ανατροφής των παιδιών περιλαμβάνει την κρατική ή ιδιωτική φροντίδα και εκπαίδευση των παιδιών (Hughes et al. [48] που υπογραμμίζουν πώς ο τομέας της αμειβόμενης παιδικής φροντίδας επίσης ταχύτατα αυξάνεται σε χώρες με χαμηλότερο και μεσαίο εισόδημα). Η επίσημη εκπαίδευση μπορεί να μην θεωρείται συνήθως ως “παιδική φροντίδα”, αλλά παρέχει στους γονείς ένα ασφαλές και κοινωνικά αποδεκτό μέρος για να αφήσουν τα παιδιά, όπου αυτά αναπτύσσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για την ενηλικίωση, ενώ οι γονείς μπορούν να ασχοληθούν με παραγωγική εργασία. Η αδυναμία αναγνώρισης της αμειβόμενης παιδικής μέριμνας ή της επίσημης εκπαίδευσης ως ενός από τους άξονες της στρατηγικής μας για τη συνεργατική αναπαραγωγή μπορεί να καλλιεργήσει την αντίληψη ότι οι γονείς είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών. Η πανδημία COVID μπορεί να μετέβαλε αυτές τις αντιλήψεις, καθώς ανέδειξε σαφώς, ελλείψει αυτών, την εξάρτηση των γονέων από τα σχολεία και τις εγκαταστάσεις φροντίδας παιδιών. 

Οι διαγενεακές μεταβιβάσεις είναι επίσης κάπως διαφορετικές μεταξύ των σύγχρονων κοινωνιών υψηλού εισοδήματος και των κοινωνιών βιοπορισμού. Στις πρώτες, τα ηλικιωμένα άτομα υποστηρίζουν τις οικογένειές τους με πολλούς τρόπους και οι ιδιωτικές οικονομικές μεταβιβάσεις εξακολουθούν να ρέουν από γενιά σε γενιά, αλλά τα ηλικιωμένα άτομα συχνά καθίστανται οικονομικά ανενεργά σχετικά νωρίς στη ζωή τους. Η παροχή κρατικών συντάξεων και υγειονομικής περίθαλψης σημαίνει ότι οι καθαρές οικονομικές μεταβιβάσεις ρέουν προς τα πάνω από τις γενιές, αφού ληφθούν υπόψη αυτές οι δημόσιες μεταβιβάσεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνίες βιοπορισμού, όπου τα ηλικιωμένα άτομα παραμένουν καθαροί παραγωγοί μέχρι το τέλος της ζωής τους, πράγμα που σημαίνει ότι οι καθαρές μεταβιβάσεις πόρων ρέουν προς τα κάτω από τις γενιές [29]. Μια άλλη αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ της συνεργατικής αναπαραγωγής, όπως εφαρμόστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, και των σύγχρονων κοινωνιών υψηλού εισοδήματος είναι ο ρόλος των παιδιών. Στους πληθυσμούς με υψηλό εισόδημα, τα παιδιά αναμένεται να πηγαίνουν στο σχολείο και όχι να εργάζονται, αλλά στις κοινωνίες βιοπορισμού τα παιδιά συνεισφέρουν σημαντικά στην οικογενειακή οικονομία, συμμετέχοντας σε μια σειρά από βιοποριστικές και οικιακές εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της φροντίδας των μικρότερων αδελφών ή συγγενών [49-53]. Η οικονομική αδράνεια τόσο των παιδιών όσο και της μεγαλύτερης ηλικιακής γενιάς στους πληθυσμούς υψηλού εισοδήματος μπορεί να ενισχύει τα ιδεώδη σχετικά με το παντρεμένο ζευγάρι ως την ιδρυτική οικογενειακή μονάδα, υπεύθυνη για τη φροντίδα τόσο των παιδιών όσο και των γονέων τους, ακόμη και αν -στην πραγματικότητα- είναι τουλάχιστον η γενιά των παππούδων, εξακολουθεί να παρέχει σημαντική υποστήριξη διαφόρων ειδών για την ανατροφή των παιδιών. 

Πριν προχωρήσουμε στην επόμενη ενότητα, αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί να υπάρξουν ορισμένες απροσδόκητες παρενέργειες στη συνεργατική στρατηγική αναπαραγωγής μας. H Hrdy [54] πρότεινε ότι ο λόγος που οι άνθρωποι και οι καλιτριχίδες (μαρμότες και ταμαρίνια) μοιράζονται το σχετικά ασυνήθιστο μεταξύ των πρωτευόντων θηλαστικών χαρακτηριστικό της μητρικής παιδοκτονίας είναι επειδή και οι δύο είναι συνεργατικοί αναπαραγωγοί. Ελλείψει βοηθών, μπορεί να είναι καλύτερο για τις μητέρες να σταματήσουν να επενδύουν σε ένα συγκεκριμένο απόγονο και να περιμένουν μια στιγμή που θα υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια για να προσπαθήσουν να μεγαλώσουν ένα παιδί. Η συνεργατική στρατηγική μας για την αναπαραγωγή θα μπορούσε επομένως να βοηθήσει στην εξήγηση της εξαρτώμενης φύσης της μητρικής αγάπης, όπως περιγράφεται από την Hrdy [55], από ανθρωπολόγους όπως η Scheper-Hughes [56] και από ιστορικούς όπως ο Badinter [57], βάσει των οποίων οι μητέρες δεν προσφέρουν πάντα άνευ όρων αγάπη στα παιδιά τους, αλλά μπορεί να αποσύρουν ή να μειώσουν την επένδυση υπό ορισμένες συνθήκες. Η συνεργατική στρατηγική μας για την αναπαραγωγή ανοίγει επίσης τη δυνατότητα συγκρούσεων εντός της οικογένειας. 

4. Η έννοια του άντρα-τροφοδότη φαίνεται να είναι σχετικά νέα στην ανθρώπινη ιστορία 

Επομένως, έρευνα στην ανθρωπολογία έχει παρουσιάσει σαφείς αποδείξεις ότι η πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη δεν είναι η “παραδοσιακή” μορφή οικογένειας, καθώς, σε όλες τις κοινωνίες, οι γυναίκες εργάζονται ως επί το πλείστον και οι γονείς συνήθως λαμβάνουν σημαντική υποστήριξη για την ανατροφή των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κοινωνιών όσον αφορά πώς ακριβώς μοιάζει η ανθρώπινη οικογένεια, με ορισμένες να συμμορφώνονται λίγο περισσότερο με τον άνδρα-τροφοδότη ως πυρηνικό μοντέλο οικογένειας από ότι άλλες -αν και, όπως περιγράφεται παραπάνω, ακόμη και εκείνες που μοιάζουν περισσότερο με απομονωμένες πυρηνικές οικογένειες κατά κανόνα λαμβάνουν μεγάλη “κρυμμένη” υποστήριξη για την ανατροφή παιδιών. Οι επιστημονικοί κλάδοι της ιστορίας έχουν συμβάλει σε αυτή τη συζήτηση αποδεικνύοντας ότι ο άντρας-τροφοδότης φαίνεται να είναι σχετικά καινούργιος στην ιστορία μας- η άνοδος του άντρα ως τροφοδότη φαίνεται να συνδέεται με την εκβιομηχάνιση στη Δυτική Ευρώπη [61-64].  

Στις περισσότερες οικονομίες διαβίωσης, η οικονομική συμβολή των γυναικών και των παιδιών είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της οικογένειας- οι εξαιρέσεις, όπου οι γυναίκες συνεισφέρουν σχετικά λίγες θερμίδες στη διατροφή, συνήθως περιλαμβάνουν τη συνεργασία μεταξύ των ανδρών για την παραγωγή τροφίμων [65]. Η τροφοδοσία από την πλευρά των ανδρών είναι μια στρατηγική που είναι συχνά αναποτελεσματική – σπαταλώντας τη δυνητική οικονομική συνεισφορά των γυναικών και των παιδιών – και επικίνδυνη – δεδομένου ότι ο θάνατος, η ανικανότητα ή η εγκατάλειψη του τροφοδότη θέτει σε κίνδυνο τη μητέρα και τα παιδιά που μένουν πίσω, εάν δεν έχουν μέσα να συντηρηθούν μόνα τους. Στην Ευρώπη, τους τελευταίους αιώνες, ο συνδυασμός της αυξανόμενης γεωργικής παραγωγικότητας, του πλούτου που αντλήθηκε από τις αποικίες και της βιομηχανικής επανάστασης σήμαινε ότι οι οικονομίες της αγοράς αναπτύχθηκαν και το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε. Αυτό κατέστησε πιο εφικτή τη στρατηγική του άνδρα ως τροφοδότη, καθώς βασίζεται στο ότι ο τροφοδότης είναι σε θέση να φέρει μια αρκετά υψηλή και αξιόπιστη ροή πόρων για να συντηρήσει μια ολόκληρη οικογένεια. Ωστόσο, αυτή η γενική επισκόπηση αποκρύπτει σημαντικές διαφορές στη δομή της οικογένειας στη δυτική εκβιομηχάνιση: σε πιο οικονομικά μειονεκτικές περιοχές και ομάδες, η ανδρική στρατηγική τροφοδοσίας μπορεί να μην είχε ποτέ αποκτήσει ισχυρά ερείσματα, επειδή απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο πόρων και ασφάλειας [66]. Η τάση των ακαδημαϊκών να προέρχονται από το είδος των εύπορων οικογενειών στις οποίες είναι εφικτή η αντρική τροφοδότηση, παρεμπιπτόντως, είναι πιθανότατα ένας άλλος λόγος για τον οποίο ορισμένες ακαδημαϊκές έρευνες είναι ιδιαίτερα προσηλωμένες σε αυτή τη μορφή οικογένειας. Αφού καθιερώθηκε σε αυτές τις οικονομικά ευνοημένες περιοχές και οικογένειες, οι ιστορικοί έχουν προτείνει ότι η νόρμα του άνδρα τροφοδότη εξήχθη στη συνέχεια σε άλλα μέρη του κόσμου από τη Δύση [63]. Σε μέρη της Αφρικής, για παράδειγμα, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κανόνας του άνδρα-τροφοδότη εισήχθη από τις αποικιακές αρχές και από τους χριστιανούς ιεραποστόλους που συνόδευσαν την αποικιοκρατία κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα [67]. Αλλού, στη Νότια Ασία, για παράδειγμα, η εκβιομηχάνιση μπορεί επίσης να οδήγησε στην εμφάνιση της νόρμας του άνδρα τροφοδότη, αλλά μέσω μιας ελαφρώς διαφορετικής πορείας από εκείνη στην Ευρώπη, με μια προοδευτική διαφοροποίηση της ανδρικής και της γυναικείας εργασίας και υποτίμηση της γυναικείας εργασίας[68]. Οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες μπορεί κάλλιστα να υπήρξαν ο καταλύτης για τη στροφή προς τον άνδρα τροφοδότη στη Δυτική Ευρώπη, αλλά υπάρχει μια μακροχρόνια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον ορισμένα στοιχεία της μορφής της πυρηνικής οικογένειας – ιδίως τα πρότυπα διαμονής που περιλαμβάνουν πυρηνικές οικογένειες που διαμένουν μακριά από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας – μπορεί να προϋπήρχαν της εκβιομηχάνισης σε αυτό το μέρος του κόσμου [69-71]. Ο Henrich συνέβαλε πρόσφατα σε αυτή τη συζήτηση υποστηρίζοντας ότι η χριστιανική εκκλησία ήταν υπεύθυνη για τα ασυνήθιστα ευρωπαϊκά πρότυπα γάμου που εκτείνονται αρκετούς αιώνες πίσω, όπου τα ζευγάρια είχαν την τάση να παντρεύονται αργά και να δημιουργούν ανεξάρτητα νοικοκυριά μετά το γάμο. Ειδικότερα, η Εκκλησία απαγόρευσε την πολυγαμία και αποθάρρυνε τις εκτεταμένες οικογένειες και τα ισχυρά δίκτυα συγγένειας ([72], αλλά βλέπε [73]). Αυτό μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή προς τις πυρηνικές οικογένειες και την απομάκρυνση από τη συγκατοίκηση με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, αλλά αυτές οι πυρηνικές οικογένειες δεν ήταν “απομονωμένες” με την έννοια ότι οι μητέρες και οι πατέρες παρείχαν και φρόντιζαν εξ ολοκλήρου τα δικά τους παιδιά. Οι οικιακοί βοηθοί (μισθωτοί βοηθοί στην “φωλιά”) ήταν σύνηθες να απασχολούνται στα νοικοκυριά στην ιστορική Ευρώπη, γεγονός που υποδηλώνει ότι η υποστήριξη της ανατροφής των παιδιών από μη συγγενείς μπορεί να έχει σχετικά μακρά ιστορία στην Ευρώπη [74]. Επιστρέφοντας στον καταλύτη της εκβιομηχάνισης, αυτό επέτρεψε όχι μόνο επαρκές εισόδημα για να γίνει πιο εφικτή η στρατηγική του άνδρα-τροφοδότη, αλλά και έναν σαφή διαχωρισμό δημόσιου/ιδιωτικού τομέα, καθώς η παραγωγική εργασία γινόταν όλο και περισσότερο εκτός σπιτιού. Αυτό σήμαινε ένα διαχωρισμό των ρόλων του ” τροφοδότη” και της ” νοικοκυράς”, ενώ στις οικονομίες βιοπορισμού, η εργασία και η ζωή στο σπίτι είναι συνήθως πιο θολές [68]. Αυτό καταδεικνύει ένα σημαντικό σημείο σχετικά με το πρότυπο της “παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας” του άνδρα-τροφοδότη: συνδέεται όχι μόνο με έναν συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας εντός του νοικοκυριού, αλλά και με άκαμπτους ρόλους των φύλων [75,76]. Αυτό το όραμα της οικογένειας είναι ένα πατριαρχικό μοντέλο, στο οποίο οι ρόλοι των ανδρών βρίσκονται σταθερά στη δημόσια σφαίρα και έχουν εξουσία επί των συζύγων και των παιδιών- οι ρόλοι των γυναικών βρίσκονται σταθερά στην ιδιωτική σφαίρα. Το μοντέλο αυτό συνδέεται επίσης με την εξιδανίκευση ενός συγκεκριμένου είδους παιδικής ηλικίας και μητρότητας. Τα παιδιά στις περισσότερες κοινωνίες συνέβαλαν παραγωγικά στην οικογενειακή οικονομία [77,78], επειδή η βοήθειά τους ήταν απαραίτητο μέρος της συνεργατικής στρατηγικής αναπαραγωγής μας, αλλά και επειδή η εργασία των παιδιών τόσο στην ανατροφή των μικρότερων παιδιών όσο και σε εργασίες επιβίωσης τους επέτρεπε να μάθουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την ενηλικίωση [79,80]. Οι αντιλήψεις για την παιδική ηλικία άλλαξαν κατά τη διάρκεια και μετά τη βιομηχανική επανάσταση, πιθανότατα επηρεασμένες από τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας και την άνοδο της επίσημης εκπαίδευσης, που σχετίζεται με την αλλαγή των προτύπων παραγωγικής εργασίας. Το πρώτο σήμαινε ότι η επιτυχής ανατροφή των παιδιών έγινε μια λιγότερο στοχαστική διαδικασία και έτσι η εντατική επένδυση στα παιδιά μπορεί να είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στον καθορισμό της επιτυχίας των παιδιών. Το δεύτερο σήμαινε ότι τα παιδιά εκπαιδεύονταν εκτός του σπιτιού, οπότε μπορεί να είχαν λιγότερες ευκαιρίες να συνεισφέρουν στην οικονομία της οικογένειας. Καθώς ο ρόλος των παιδιών στην οικογένεια άλλαξε με την εκβιομηχάνιση, άλλαξε και ο ρόλος των γυναικών. Η ανάδυση του μοντέλου του άνδρα-τροφοδότη έσπρωξε τις γυναίκες στο σπίτι, όπου η παιδική ηλικία επανερμηνεύτηκε ως περίοδος κατανάλωσης και όχι παραγωγής. Οι ρόλοι των γυναικών, επομένως, επικεντρώθηκαν στο να είναι “καλές μητέρες” που αφιέρωναν την ενέργειά τους στη φροντίδα των συζύγων και των παιδιών [81]. Η Basu [81] θεωρεί ότι αυτά τα νέα ιδανικά μητρικής αυτοθυσίας -που θα μπορούσαν να μετρηθούν, για παράδειγμα, σε μειωμένο ελεύθερο χρόνο για τις γυναίκες- μετατόπισαν επίσης τις σχέσεις εξουσίας εντός της οικογένειας, “περιορίζοντας” την αυτονομία των γυναικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προβιομηχανικές κοινωνίες ήταν παράδεισοι γυναικείας ενδυνάμωσης. Πατριαρχικές οικογένειες υπήρχαν πολύ πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία της θέσης των γυναικών φαίνεται να εντοπίζουν τη συμβολή τους στον βιοπορισμό- διάφορες ενδείξεις δείχνουν ότι σε αυτές τις κοινωνίες βιοπορισμού όπου οι γυναίκες συμβάλλουν περισσότερο στην παραγωγική εργασία, έχουν υψηλότερο κύρος [82]: για παράδειγμα, υψηλότερο διατροφικό κύρος [83]. Η πυρηνική οικογένεια του άνδρα-τροφοδότη αντιπροσωπεύει μια μορφή οικογένειας στην οποία οι γυναίκες έχουν μικρή οικονομική δύναμη και, δυνητικά, μειωμένη πρόσβαση σε υποστήριξη από τις οικογένειες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θέση των γυναικών μπορεί να μην είναι υψηλή στην κοινωνίες που εξιδανικεύουν αυτή τη μορφή οικογένειας. 

5. Ποιες είναι οι επιπτώσεις του κανόνα της απομονωμένης πυρηνικής οικογένειας με αρσενικό οικογενειάρχη για την υγεία και την ευημερία; Λοιπόν, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι η ιδέα ότι η “παραδοσιακή” ανθρώπινη οικογένεια είναι μια απομονωμένη πυρηνική οικογένεια, στην οποία οι μητέρες είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για τη φροντίδα των παιδιών και οι πατέρες αποκλειστικά υπεύθυνοι για την εξασφάλιση της οικογένειάς τους, είναι ένας μύθος. Οι απομονωμένες πυρηνικές οικογένειες, οι οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά χωρίς βοήθεια πέραν της γονικής μονάδας, δεν φαίνεται να υπάρχουν σχεδόν καθόλου, ακόμη και στις δυτικές κοινωνίες του εικοστού ή του εικοστού πρώτου αιώνα, και ο ρόλος του άντρα τροφοδότη είναι τόσο σπάνιος όσο και καινοφανής στην ιστορία μας. Μύθοι σχετικά με την “παραδοσιακή” οικογένεια και το πώς θα έπρεπε να μοιάζουν οι “παραδοσιακοί” μητρικοί και πατρικοί ρόλοι είναι πιθανό να έχουν επιπτώσεις στον πραγματικό κόσμο. Η υπόθεση ότι οι μητέρες είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών, ότι θα πρέπει να θυσιάζονται για να επενδύουν εντατικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα στα παιδιά τους, μπορεί να ασκήσει σημαντική πίεση στις γυναίκες να συμπεριφέρονται με τρόπους συμβατούς με αυτό το δύσκολα επιτεύξιμο και καινοφανές ιδανικό της μητρότητας [11]. Ιδιαίτερα επιζήμια μπορεί να είναι η ιδέα ότι οι μητέρες θα πρέπει να είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα με σχετικά λίγη υποστήριξη. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι νέες μητέρες στο Ηνωμένο Βασίλειο περνούν ένα σημαντικό ποσοστό του χρόνου τους μόνες τους με τα βρέφη τους (μια μελέτη διαπίστωσε ότι το 38% των μητέρων περνούσαν περισσότερες από 8 ώρες την ημέρα μόνες τους και το 34% μεταξύ 4 και 8 ωρών [84]). Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν φαίνεται να είναι καθόλου επιθυμητή σε ένα κοινωνικό είδος που βασίζεται στη συνεργασία για την ανατροφή των παιδιών και στην κοινωνική μάθηση για την ανάπτυξη δεξιοτήτων σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένης της γονεικότητας. Μια τέτοια απομόνωση και η προσδοκία ότι οι μητέρες θα πρέπει να τα καταφέρουν με λίγη υποστήριξη δεν είναι πιθανό να παρέχει ιδανικές συνθήκες ανατροφής ούτε για τη μητέρα ούτε για το παιδί: για παράδειγμα, προκαλεί μητρική ενοχή όταν οι μητέρες αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το ιδανικό [85,86], αυξημένα ποσοστά επιλόχειας κατάθλιψης [87] και μειωμένο θηλασμό [88] ελλείψει υποστήριξης, και άλλες αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία της μητέρας [89]. 

Οι υποθέσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις της “κατάρρευσης” των γάμων, οι οποίες εξιδανικεύουν την πυρηνική οικογένεια ως τον καλύτερο τρόπο ανατροφής των παιδιών και αποδίδουν την ευθύνη για τα δυσμενή αποτελέσματα των παιδιών στην απουσία μιας τέτοιας οικογενειακής δομής, έχουν επίσης οδηγήσει σε κυβερνητικές παρεμβάσεις με στόχο να πείσουν τα ζευγάρια να παντρεύονται αντί να συμβιώνουν στις ΗΠΑ [90]. Οι παρεμβάσεις αυτές τείνουν να επικεντρώνονται σε κοινωνικοοικονομικά μειονεκτούσες ομάδες, επειδή οι ομάδες αυτές έχουν χαμηλότερα ποσοστά γάμου από ό,τι οι πιο ευνοημένες ομάδες. Μια πεποίθηση που διέπει αυτές τις παρεμβάσεις φαίνεται να είναι ότι αν οι μειονεκτούσες ομάδες μπορούν να γίνουν ικανές να δημιουργήσουν συζυγικές σχέσεις που αντικατοπτρίζουν την οικογενειακή δομή των ευνοημένων ομάδων, τότε το μειονέκτημά τους θα λιώσει. Τέτοιες παρεμβάσεις έχουν προσελκύσει επικρίσεις, διότι ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη μείωση των “κακών οικογενειακών αποτελεσμάτων” είναι πιθανό να είναι η αντιμετώπιση του ίδιου του οικονομικού μειονεκτήματος και όχι ενός δείκτη μειονεξίας, όπως η συμβίωση [91]. Αυτές οι παρεμβάσεις για τον γάμο επίσης δεν αποδίδουν. 

Οι πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία γύρω από την υγεία της μητέρας και του παιδιού σε χώρες με χαμηλότερο και μεσαίο εισόδημα συνήθως υιοθετούν επίσης μια προκαθορισμένη δομή πυρηνικής οικογένειας, στην οποία οι μητέρες είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την υγεία των παιδιών τους – αυτό αποκλείει ζωτικές δομές υποστήριξης, όπως οι γιαγιάδες (βλ. [92]). Υπάρχουν ακόμη και ορισμένες αντιλήψεις στην παγκόσμια υγεία ότι οι γιαγιάδες είναι οι “θεματοφύλακες της παράδοσης” [93] και ότι, αν έχουν καθόλου ρόλο, είναι ένας ρόλος που μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα για τη μητέρα και την υγεία, δεδομένου ότι οι συμβουλές των ηλικιωμένων γυναικών μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις συμβουλές των επαγγελματιών της δημόσιας υγείας. Αυτό απηχεί ορισμένα από τα ευρήματα της βιβλιογραφίας σχετικά με την επένδυση των παππούδων και των γιαγιάδων, τα οποία υποδηλώνουν ότι η συμβολή των παππούδων και των γιαγιάδων μπορεί να μην οδηγεί πάντα σε αποτελέσματα για τα παιδιά που θα ενέκρινε ένας επαγγελματίας της δημόσιας υγείας. Αλλά ακόμη και αν οι συμβουλές των ηλικιωμένων γυναικών έρχονται σε αντίθεση με αυτές των δημόσιων επαγγελματιών υγείας, έχουν συνήθως μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις γύρω από την υγεία της μητέρας και του παιδιού, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι ακόμη πιο σημαντικό να ενσωματωθούν οι ηλικιωμένες γυναίκες σε παρεμβάσεις δημόσιας υγείας [31]. Τα θετικά αποτελέσματα στις λιγοστές μελέτες που έχουν ενσωματώσει τις γιαγιάδες και τις ηλικιωμένες γυναίκες σε πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία υποδηλώνουν ότι αυτό θα είναι μια γόνιμη δίοδος για τη βελτίωση της υγείας της μητέρας και του παιδιού. [93-96], και της ψυχικής υγείας (Dixon Chibanda’s “Friendship Bench” είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα μιας επιτυχημένης παρέμβασης που χρησιμοποιεί “γιαγιάδες” [97,98]). 

Οι ιδεολογίες γύρω από την οικογένεια και τους “παραδοσιακούς” ρόλους των φύλων τροφοδοτούν πολιτικές ιδεολογίες που προωθούν ιεραρχίες ανδρικής κυριαρχίας έναντι των γυναικών. Τα διαδικτυακά φόρουμ διευκόλυναν την εξάπλωση μισογυνιστικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ομάδων ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ανδρών και των Incels (ακούσια άγαμοι), που αναφέρονται συλλογικά ως “Manosphere”. Τα κινήματα αυτά χρησιμοποιούν και καταχρώνται την εξελικτική ψυχολογία ως τη θεωρητική τους αιτιολόγηση και στηρίζονται σε δήθεν βιολογικά επιχειρήματα ότι οι γυναίκες είναι “σχεδιασμένες” να γεννούν και να μεγαλώνουν παιδιά, ενώ οι άνδρες είναι “σχεδιασμένοι” να κάνουν σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στην κοινωνία [99,100]. Τα κινήματα αυτά έχουν οδηγήσει σε θανατηφόρες τρομοκρατικές επιθέσεις [101,102]. Αυτές οι ιδεολογίες όχι μόνο συνιστούν τρομοκρατική απειλή, αλλά επίσης δεν φαίνεται να ωφελούν τους άνδρες που τις υιοθετούν, δεδομένου ότι τέτοιες ιδεολογίες μερικές φορές προωθούν “τους άνδρες να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο” και να απομακρυνθούν από τη (γυναικεία) κοινωνία [103]. Η συνεργατική φύση του είδους μας υποδηλώνει ότι ένας τέτοιος απομονωτισμός μπορεί να μην ταιριάζει στις εξελιγμένες προτιμήσεις μας [104]. Σε ένα λιγότερο ακραίο επίπεδο, η νόρμα του άνδρα τροφοδότη προωθεί τα ιδανικά της ανδρικής ανεξαρτησίας και της απομόνωσης από τους άλλους, καθώς υποθέτει ότι οι άνδρες θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να παρέχουν εξ ολοκλήρου σε μια γυναίκα και στα παιδιά χωρίς υποστήριξη, γεγονός που μπορεί να ενισχύει τις έμφυλες νόρμες και την κοινωνικοποίηση των φύλων που έχουν ευρέως αναφερθεί ως “τοξικός ανδρισμός”. Αυτές περιλαμβάνουν την έμφαση στην στην ανδρική κυριαρχία και την αυτοδυναμία, και θεωρούνται ότι είναι επιζήμια για τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά [105]. 

Τέλος, παρά την πεποίθηση ορισμένων κύκλων ότι η εντατική μητρότητα, και η μακρά, εξαρτημένη παιδική ηλικία, είναι βέλτιστη για τα παιδιά, οι λίγες έρευνες σχετικά με τις επιπτώσεις της εντατικής μητρότητας δεν βρίσκουν σαφείς και πειστικές αποδείξεις ότι αυτή η γονική μέριμνα έχει ουσιαστικές θετικές επιπτώσεις στα παιδιά [106]. Αυτό το είδος παιδικής ηλικίας μπορεί ακόμη και να μην επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύξουν ορισμένες από τις δεξιότητες που χρειάζονται για να επιτύχουν στην ενήλικη ζωή [107]. Τα παιδιά και οι έφηβοι συνήθως δεν έχουν ευκαιρίες να αναπτύξουν γονεϊκές δεξιότητες στις δυτικές κοινωνίες, για παράδειγμα, καθώς δεν συμμετέχουν πλέον στη φροντίδα μικρότερων παιδιών. Η Hrdy μας προειδοποιεί επίσης ότι, αν είμαστε ένα είδος προσαρμοσμένο σε μια στρατηγική συνεργατικής αναπαραγωγής, τότε οι μητέρες που μεγαλώνουν παιδιά με ελάχιστη υποστήριξη από άλλους και διατηρούν τα παιδιά εξαρτημένα από τις μητέρες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί να παρεμποδίζουν τις ικανότητες των παιδιών να αναπτύξουν τις κοινωνικές, γνωστικές και συναισθηματικές δεξιότητες που χρειάζονται για να επιτύχουν στην κοινωνία των ενηλίκων:  

Αν η ενσυναίσθηση και η κατανόηση αναπτύσσονται μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες ανατροφής και αν ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό του είδους αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει αυτές τις συνθήκες, αλλά παρ’ όλα αυτά επιβιώνει για να αναπαραχθεί, δεν θα έχει σημασία πόσο πολύτιμα ήταν τα θεμέλια της συνεργασίας στο παρελθόν. Η συμπόνια και η αναζήτηση της συναισθηματικής σύνδεσης θα εξαφανιστούν τόσο σίγουρα όσο και η όραση στα ψάρια που ζουν σε σπηλιές. [1, p. 239] 

6. Συζήτηση 

Οι άνθρωποι είναι ένα κοινωνικό είδος, και η επιτυχία μας, η ικανότητά μας να ευδοκιμούμε σε όλα σχεδόν τα περιβάλλοντα σε όλο τον κόσμο, πιθανότατα σχετίζεται με τη συνεργατική μας φύση [108]. Η Hrdy [1,109] υποστηρίζει ότι η στρατηγική μας για συνεργατική αναπαραγωγή μπορεί ακόμη και να οδήγησε σε συνεργασία σε άλλους τομείς και να επηρέασε τη γνωστική μας εξέλιξη, στηρίζοντας έτσι την επιτυχία μας ως είδος. Ωστόσο, η σύγχρονη δυτική κοινωνία φαίνεται να κινδυνεύει να το ξεχάσει αυτό, και ίσως να ενθαρρύνει μια τέτοια απώλεια μνήμης σε άλλα πλαίσια. Ή τουλάχιστον, υπάρχει σημαντική εξιδανίκευση της απομονωμένης πυρηνικής οικογένειας ως “παραδοσιακής” οικογένειας στη Δύση, ακόμη και όταν οι μητέρες λαμβάνουν πράγματι υποστήριξη με τη φροντίδα των παιδιών. Ίσως οι άκαμπτοι έμφυλοι ρόλοι και τα στερεότυπα που συνδέονται με αυτή την εξιδανίκευση της πυρηνικής οικογένειας να είναι ιδιαίτερα προβληματικά. Οι έμφυλοι ρόλοι που αναμένουν από τις μητέρες να είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για τη φροντίδα των παιδιών και από τους άνδρες να είναι σε θέση να στηρίζουν τις οικογένειες χωρίς βοήθεια μπορεί να οδηγήσουν σε πεποιθήσεις σχετικά με το πώς “πρέπει” να είναι ο καταμερισμός εργασίας στο νοικοκυριό και οι στρατηγικές ανατροφής των παιδιών και να αποθαρρύνουν τις μητέρες και τους πατέρες από το να υιοθετήσουν στρατηγικές που ταιριάζουν καλύτερα στις δικές τους καταστάσεις και από το να έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλη την υποστήριξη που χρειάζονται. Μια αντίληψη για τη γονική μέριμνα, την οικογενειακή ζωή και την παιδική ηλικία που αναγνωρίζει παράλληλα το κλισέ ότι “χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσεις ένα παιδί” και αναγνωρίζει επίσης ότι αυτό το “χωριό” μπορεί να περιλαμβάνει σημαντική ποικιλομορφία μπορεί να είναι απαραίτητη για τις γυναίκες, άνδρες και τα παιδιά να ευδοκιμήσουν. 

Μετάφραση: Κατερίνα Κατρατζή – Ψυχολόγος, Εκπαιδευόμενη στη Συστημική Ψυχοθεραπεία

Μετάφραση του άρθρου  https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC8090810/pdf/rstb.2020.0020.pdf 

Sear R. 2021 The male breadwinner nuclear family is not the ‘traditional’ human family, and promotion of this myth may have adverse health consequences. Phil. Trans. R. Soc. B 376: 20200020. https://doi.org/10.1098/rstb.2020.0020 

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...