Οικοσυστημική Ψυχολογία

Κοινοποίηση

Οικοσυστημική Ψυχολογία

Μια οικολογική επιστημολογία

Κυβερνητικές Α’ και Β’ τάξης

Μια σύγκριση, με κριτική ματιά, της επιστημολογίας που διέπει τις προσεγγίσεις των Κυβερνητικών Α΄ και Β τάξης ως προς τα ακόλουθα ερωτήματα:  

  1. Πώς κατανοεί την πραγματικότητα η κάθε προσέγγιση;

Ορισμός της πραγματικότητας

Πριν επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές του τρόπου με τον οποίο αυτές οι δύο προσεγγίσεις κατανοούν την πραγματικότητα, θα ήταν σκόπιμο να δούμε τι σημαίνει η λέξη «πραγματικότητα». Η πραγματικότητα ορίζεται ως μια υπαρκτή οντότητα ή ένα υπαρκτό ον σε αντίθεση με το φανταστικό, εξιδανικευμένο ή ψευδές. Είναι κάτι που συμβαίνει στην πραγματική ζωή και είναι συγκρίσιμο με ένα γεγονός (Rooney, 2001· Branford, 1987). Οι πηγές πληροφοριών που επιλέχθηκαν για τον ορισμό της λέξης «πραγματικότητα» ήταν το Oxford και το Encarta. Από αυτόν τον ορισμό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι η πραγματικότητα είναι κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί, κάτι που μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με έναν ορισμένο τρόπο. Ο ορισμός φέρνει στην επιφάνεια την ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι κάτι που οποιοδήποτε άτομο θα μπορούσε να παρατηρήσει σε μια δεδομένη στιγμή αλλά και ότι αυτό που παρατηρείται αποτελεί από μόνο του ένα είδος πραγματικότητας ή γεγονότος στο τώρα. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε που και πως γίνεται αντιληπτή αυτή η «πραγματικότητα».

Ένας άλλος τρόπος για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα είναι να την εξετάσουμε σε σχέση με όλα εκείνα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτού που ένα άτομο πιστεύει ότι είναι πραγματικό (Reber, 2001). Εδώ βλέπουμε ότι η ιδέα της αντικειμενικότητας αντικαθίσταται από την έννοια της υποκειμενικής αντικειμενικότητας ή πιο σωστά από την υποκειμενικότητα. Η αντίληψη και η πεποίθηση συνδέονται με το κάθε άτομο με ξεχωριστό τρόπο και ως εκ τούτου από αυτόν τον ορισμό προκύπτει ότι η ιδέα της πραγματικότητας γίνεται μια προσωπική πραγματικότητα.

Κυβερνητική Α΄ και Β’ τάξης

Ήδη από τον ορισμό της πραγματικότητας παρατηρούμε μια σχετικά διαφορετική ματιά για το τι είναι ή τι θα μπορούσε να είναι η πραγματικότητα. Αυτή η διαφορετική οπτική μοιάζει με τον διαφορετικό τρόπο που η κυβερνητική Α’ και Β΄ τάξης ορίζουν την πραγματικότητα. Υπό το πρίσμα της Α΄ κυβερνητικής θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε τι είναι πράγματι η πραγματικότητα; Αυτή η ερώτηση δεν θα συμβάδιζε με την προσέγγιση της Β΄ κυβερνητικής καθώς μέσα από αυτή αναδύεται η ιδέα ότι  υπάρχει ένα μοναδικό κατασκεύασμα ή νόημα για την πραγματικότητα. Μια αλήθεια που μπορεί να ανακαλυφθεί, να κατακτηθεί και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί ως  παράδειγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να τοποθετηθεί σε ένα βάθρο για να τo δει μια ομάδα ανθρώπων. Η ιδέα της πεπερασμένης αλήθειας και της ύπαρξης ενός πραγματικού κόσμου που έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε με αντικειμενική βεβαιότητα είναι αντίθετη με την οπτική της Β΄ κυβερνητικής.

Η πρόκληση από την κυβερνητική Β’ τάξης

Ο Maturana αμφισβήτησε τον τρόπο που υποθέτουμε ότι αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Τα ευρήματά του καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπήρχε τρόπος να είμαστε σίγουροι το ότι αυτό που πιστεύουμε ότι βλέπουμε είναι πραγματικά εκεί. Ο Maturana πρότεινε ένα νευρικό σύστημα που εσωκλείεται στον εαυτό. Ο Maturana μιλά για δομική σύζευξη, η οποία σύμφωνα με την Hoffman (1985) είναι παρόμοια με το να πηδά κανείς με σχοινάκι έχοντας κλειστά τα μάτια. Η ίδια αναφέρει ότι είναι σαν να μην «κατακτούμε» ή να μην «αγγίζουμε» ποτέ το ερέθισμα, αλλά ίσως να δημιουργούμε σπείρες, μη ορατές σε εμάς, που αλληλοπεριορίζονται και που οι συνδέσεις τους προβάλλονται στο πάνελ μας. Η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται ως μια κοινωνική κατασκευή. Οι ιδέες μας για τον κόσμο εξαρτώνται από το άτομο που τον παρατηρεί και δεν είναι απαραίτητα συνταιριασμένες με τα γεγονότα και τα αντικείμενα «εκεί έξω» (Boscolo et al, 1987).

Η πραγματικότητα ως ένα Πολυσύμπαν

Η αντίληψη είναι μια διαδικασία κατασκευής, δηλαδή μέσω αυτής ανακαλύπτουμε το περιβάλλον εντός του οποίου βρίσκουμε την εαυτή μας όπως την αντιλαμβανόμαστε/κατασκευάζουμε (Becvar & Becvar, 2006). Κάθε άτομο θεωρείται ότι είναι ικανό να δημιουργήσει την δική του πραγματικότητα και έτσι ο καθένας θα έχει μια διαφορετική πραγματικότητα από τον άλλο, η οποία θα βασίζεται στο μοναδικό μείγμα εμπειριών, γενετικών υποθέσεων και κατ επέκταση  αντιλήψεων του καθενός. Για κάθε άτομο, η πραγματικότητά του είναι υποκειμενικά αληθινή και έγκυρη. Η ιδέα ενός ενιαίου σύμπαντος δεν συμφωνεί με την κυβερνητική Β’ τάξης, καθώς τα άτομα ζουν σε ένα πολυσύμπαν με πολλές  εξίσου έγκυρες και εξαρτημένες από την παρατηρήτρια πραγματικότητες, όπου δεν υπάρχει χώρος για αντικειμενικότητα και αλλά ούτε και για υποκειμενικότητα (Becvar & Becvar, 2006). Από την οπτική της κυβερνητικής Β’ τάξης μπορούμε να συμπεράνουμε και μια ιστορική πραγματικότητα.

Η παρατηρήτρια και η πραγματικότητα

Από την επιστημολογική θέση της Α΄ κυβερνητικής, ο θεραπευτής αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως κάτι που μπορεί κανείς να ανακαλύψει μέσω μιας διαδικασίας παρατήρησης χωρίς να επηρεαστεί από αυτή τη διαδικασία. Έτσι, μια θεραπεύτρια μπορεί να ανακαλύψει και να φροντίσει τα προβλήματα από μια εξωτερική θέση με σκοπό να ενεργοποιηθεί η αλλαγή. Η Β’ κυβερνητική αντιλαμβάνεται τον παρατηρητή ως μέρος αυτού που παρατηρείται. Η πραγματικότητα είναι αυτοαναφορική χωρίς αναφορές σε ένα εξωτερικό περιβάλλον. Το σύστημα θεωρείται κλειστό με άψογα όρια εντός των οποίων μπορεί να οριστεί μόνο η αρνητική ανατροφοδότηση. Δίνεται έμφαση στην εσωτερική δομή και στον δομικό ντετερμινισμό. Η εστίαση τοποθετείται στις νοητικές διεργασίες (Becvar & Becvar, 2006).

Οι θεραπεύτριες Β’ κυβερνητικής αναγνωρίζουν ότι εργάζονται με τις αντιλήψεις και τις κατασκευές τόσο των πελατών τους όσο και των εαυτών τους (Becvar & Becvar, 2006). Η πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να γίνει πλήρως κατανοητή στην απόλυτη αλήθεια της από ένα άλλο άτομο. Οι παρατηρήσεις του θεραπευτή επηρεάζουν αυτό που εκείνος βλέπει και αναγνωρίζει, καθώς υπάρχουν πολλές εναλλακτικές, οι οποίες είναι εξίσου έγκυρες αντιλήψεις για το ίδιο φαινόμενο. Η θεραπευτική διαδικασία επηρεάζεται από τις πραγματικότητες όλων των εμπλεκομένων καθώς η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.

Συμπέρασμα

Οι προσεγγίσεις των κυβερνητικών της Α’ και Β΄ τάξης είναι σε συμφωνία μεταξύ τους στην υπόθεση ότι η πραγματικότητα κατανοείται ως κατασκευασμένη ή δημιουργημένη από την αντίληψή μας (Becvar & Becvar, 2006). Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα μπορεί να εξηγηθεί και να ερμηνευτεί σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο με την προσέγγιση της Α΄ κυβερνητικής από μια απομονωμένη και απομακρυσμένη θέση, ενώ στο αντίστοιχο πλαίσιο η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής  είναι ενήμερη για το ότι δεν είναι δυνατό να κατανοήσουμε την πραγματικότητα ενός άλλου ατόμου αν δεν γίνουμε μέρος αυτής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, και οι δύο προσεγγίσεις εστιάζουν στο πλαίσιο και στη σημασία της επικοινωνίας. Για να κατανοηθεί αυτό το πλαίσιο απαιτείται η διερεύνηση των ξεχωριστών υποκειμενικών αντιλήψεων και νοημάτων αλλά και του κυριάρχου κοινωνικού συστήματος εντός του οποίου περιέχονται οι σχέσεις. Και οι δύο προσεγγίσεις  επικεντρώνονται στην ιδέα ενός σχεσιακού πλαισίου. Οι θεωρητικοί της Β΄ κυβερνητικής διαφέρουν στο ότι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιος σωστός ή έγκυρος τρόπος να ζήσει ένα άτομο τη ζωή του, επομένως η πραγματικότητα δεν είναι δεδομένη.

  • Πώς αντιμετωπίζεται η υγεία και η παθολογία από κάθε προσέγγιση;

Εισαγωγή

Για να μπορέσουμε να ορίσουμε την παθολογία θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στην κανονικότητα. Η ιδέα ενός σημείου αναφοράς συναντάται συνήθως στις προσεγγίσεις της Α’ κυβερνητικής, όπως στην προσέγγιση της δομικής οικογενειακής θεραπείας. Χρειάζεται να υπάρχει ένα μοντέλο για το φυσιολογικό απέναντι στο οποίο θα βασίζονται οι υποθέσεις για τις αποκλίσεις από αυτό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω συνεντεύξεων με οικογένειες από διάφορους πολιτισμούς, οι οποίες λειτουργούν «αποτελεσματικά». Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως ένα σημείο αναφοράς (Minuchin, 1974). Από αυτές τις δηλώσεις θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μια άποψη που εξηγεί τι είναι υγιές και τι όχι. Τι είναι σωστό και τι όχι. Οι προσεγγίσεις της Β’ κυβερνητικής δεν θα συμφωνούσαν με την ιδέα ενός σημείου αναφοράς ως προς το τι είναι σωστό και τι λάθος. Και αυστηρά μιλώντας, η παθολογία σχετίζεται με το πλαίσιο, επομένως η υγεία και η κανονικότητα δεν θα μπορούσαν εύκολα να εντοπιστούν από μια προσέγγιση Β’ κυβερνητικής. Η ιδέα της προσπάθειας να ορίσουμε και να βάλουμε ετικέτες συνδέεται με την διάγνωση, η οποία από μόνη της δεν συνάδει με μια προσέγγιση Β’ κυβερνητικής.

Μπορεί η οικογενειακή υγεία να οριστεί από την οπτική της Α’ κυβερνητικής;

Πολλές προσεγγίσεις Α’ κυβερνητικής θα επέτρεπαν έναν τέτοιο ορισμό. Για παράδειγμα, θα χρησιμοποιήσουμε τη δομική προσέγγιση του Minuchin για να το εξηγήσουμε: Για τη σωστή λειτουργία της οικογένειας χρειάζεται να είναι σαφή τα όρια των υποσυστημάτων. Θα πρέπει να είναι καλώς καθορισμένα έτσι ώστε να επιτρέπουν στα μέλη του κάθε υποσυστήματος να εκτελούν τις αντίστοιχες λειτουργίες τους χωρίς μη απαραίτητες παρεμβολές. Ωστόσο, αυτά τα όρια πρέπει να επιτρέπουν την επαφή μεταξύ των μελών των υποσυστημάτων (Minuchin, 1974). Τα υποσυστήματα που έχουν ξεκάθαρες θέσεις ευθύνης και εξουσίας καθιστούν δυνατή την καλύτερη λειτουργία τους (Minuchin, 1974). Επομένως, σύμφωνα με τον Minuchin (1974), η σαφήνεια των ορίων μέσα σε μια οικογένεια μπορεί να είναι μια χρήσιμη παράμετρος για την αξιολόγηση της λειτουργικότητάς αυτής. Ο Minuchin προχωρά στην περιγραφή του πότε και πώς μπορεί να προκύψουν δυσκολίες ή προβλήματα. Μιλά για την υπερεμπλοκή, την αυτονομία, τα μοτίβα συνδιαλλαγής, τους αναπτυξιακούς παράγοντες κ.λπ., καθώς όλα τα παραπάνω έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν μια υγιή και μια μη υγιή οικογενειακή δομή και/ή διαδικασία.

Ο τόπος της παθολογίας

Μια οικογένεια ξεκινά, συνήθως, μια θεραπευτική διαδικασία ως απάντηση στα συμπτώματα ενός από τα μέλη αυτής. Αυτό το άτομο ονομάζεται «αναγνωρισμένος ασθενής» και συχνά θεωρείται από την οικογένεια είτε ότι «έχει προβλήματα» είτε ότι  «είναι το πρόβλημα» (Minuchin, 1974). Σύμφωνα με τη θεωρία των συστημάτων, τα συμπτώματα του αναγνωρισμένου ασθενή μπορεί να θεωρηθεί, από με μια συστημική ματιά, ότι αποτελούν μια παράμετρο που συμβάλει στην διατήρηση της οικογένειας.  

Το σύμπτωμα που εκδηλώνεται από τον  αναγνωρισμένο ασθενή μπορεί να είναι μια έκφραση της οικογενειακής δυσλειτουργίας ή ένα αποτέλεσμα των συνθηκών ζωής του μεμονωμένου μέλους της οικογένειας, τα οποία έχουν διατηρηθεί από την οικογένεια στο σύνολό της (Minuchin, 1974). Στη συνέχεια, το σύστημα θα τείνει να ενισχύει το σύμπτωμα.

Ο Minuchin δεν ορίζει μόνο την παθολογία και την κανονικότητα, αλλά περιγράφει  πώς εμφανίζεται η παθολογία και πώς μπορεί να μειωθεί. Όλα τα παραπάνω είναι συμβατά με τις προσεγγίσεις της Α’ κυβερνητικής, καθώς ο Minuchin έχει το ρόλο του ατόμου που μπορεί να «δει» την παθολογία αντικειμενικά και να βρίσκεται σε μια θέση εκτός της οικογένειας. Είναι σαν να την αναλύει έχοντας το «μάτι του Θεού». Από την άλλη πλευρά, η προσέγγισή του τονίζει την εσωτερική δομή, τη διαδικασία και την ατομική πραγματικότητα που συμβαδίζουν με προσεγγίσεις της Β΄ κυβερνητικής. Ωστόσο, υποστηρίζει τις σκόπιμες παρεμβάσεις για την αλλαγή των μοτίβων, γεγονός που δεν συνάδει με τις προσεγγίσεις της Β’ κυβερνητικής.

Μπορεί η οικογενειακή υγεία να οριστεί από την οπτική της Β’ κυβερνητικής;

Η απάντηση που έρχεται στο μυαλό του συγγραφέα είναι: Τι είναι λοιπόν μια υγιής οικογένεια; Και σύμφωνα με ποιο το πλαίσιο ορίζεται η υγεία της;

Η ιδέα της παθολογίας συνδέεται με ένα πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του είναι συνδεδεμένο/ «παντρεμένο» με την κουλτούρα και την κοινωνία. Η κοσμοθεωρία ενός ατόμου καθρεφτίζεται στη χρήση και τον τύπο της γλώσσας του. Οι Becvar και Becvar (2006), θέτουν ένα εννοιολογικό πλαίσιο ως μια κοσμοθεωρία ή ένα σύνολο υποθέσεων για τον κόσμο σύμφωνα με το οποίο παρατηρούνται ομοιότητες ή/και διαφορές. Εάν μια συμπεριφορά ορίζεται ως παθολογική από το εννοιολογικό πλαίσιο ενός ατόμου, τότε αυτό το πλαίσιο επηρεάζει επίσης τους τρόπους διαχείρισης της παθολογίας και οι λογικές λύσεις περιορίζονται σε εκείνες που συνάδουν με το πλαίσιο (Becvar & Becvar, 2006). Από ένα διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς, η αρχική παθολογία του αρχικού πλαισίου μπορεί να μην είναι πλέον παθολογική. Έτσι, όπως αναφέρουν οι Becvar και Becvar (2006), είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι οι ετικέτες “υγιές” και “δυσλειτουργικό” είναι αποδόσεις που συνάδουν με τις προσωπικές αξίες ενός ατόμου και με αυτές της κοινωνίας στην οποία ζει. Με παρόμοιο τρόπο, η εμπειρία ενός προβλήματος υπάρχει μόνο σε σχέση με ένα ορισμένο πλαίσιο συλλογισμού.

Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τώρα ένα πρόβλημα, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να επιχειρήσει να επιβάλει κάποια απολύτως σωστή σκέψη ως απάντηση σε αυτήν την ερώτηση, ακόμη κι αν άφηνε τον αναγνώστη μόνο με ιδέες για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιλογές, καθώς και αυτό θα μπορούσε να αποτελεί μέσο για να επηρεάσει την αντίληψη του. Παρόλα αυτά έχει γίνει μια προσπάθεια.

Η ιδέα των ετικετών

Η παθολογία αποτελεί και αποτελείται από ετικέτες. Οι άνθρωποι αναζητούν ετικέτες όταν είναι μπερδεμένοι, και έτσι είναι πολύ εύκολο να πέσουν στην παγίδα της τοποθέτησης «ταμπέλας» στη συμπεριφορά τους. Οι Boscolo et al (1987) έγραψαν:

Μόλις η διαδικασία τοποθέτησης ετικετών γίνει αποδεκτή από την οικογένεια, τότε όλες οι συμπεριφορές σχετίζονται με την κάθε ετικέτα… Πάντα με εντυπωσιάζει η δύναμη της ετικέτας: «Είσαι συνεργάσιμος», «Είσαι καλός», «Είσαι κακός». Είναι σαν να σου δίνουν ρόλο σε ένα έργο και να μην μπορείς ποτέ να ξεφύγεις από αυτόν. Αν πει κανείς «Τα πάω καλά με τον γιο μου, περνάμε καλά μαζί», αυτό είναι σχεσιακό. Αλλά αν πει «Η κόρη μου είναι έξυπνη», χρησιμοποιεί λέξεις για να καταστρέψει τη σχέση. Για να ξεκολλήσει αυτό το σύστημα, πρέπει να εισαχθεί μια διαδικασία που βοηθά τους ανθρώπους να ξεφύγουν από τις ετικέτες – όχι μόνο από τις αρνητικές, αλλά και θετικές (σελ. 44).

Η Β΄ κυβερνητική θα έλεγε ότι η διάγνωση υπάρχει μόνο στο μάτι του παρατηρητή. Επιπλέον, οι διαγνώσεις θεωρούνται ότι αποδίδουν αιτιότητα και ως εκ τούτου ενοχοποιούν, γεγονός που ενισχύει το πρόβλημα που προσπαθούν να εξηγήσουν. Η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής θεωρεί ότι ένα πρόβλημα είναι έγκυρο μόνο εάν το ίδιο το άτομο το θεωρεί πρόβλημα. Έτσι, δίνεται έμφαση στον τρόπο που η πελάτισσα το ορίζει. Ο τρόπος με τον οποίο μια πελάτισσα επικοινωνεί το πρόβλημά της είναι πιο σημαντικός από το ίδιο το πρόβλημα.

Το πρόβλημα δημιουργεί το σύστημα

Η παλιά επιστημολογία υπονοεί ότι το σύστημα δημιουργεί το πρόβλημα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη νέα επιστημολογία που υπονοεί ότι το πρόβλημα δημιουργεί το σύστημα. Το πρόβλημα, σύμφωνα με την Hoffman (1985), περιλαμβάνει οτιδήποτε συνδέεται με την αρχική ψυχική δυσφορία προσθέτοντας την ψυχική δυσφορία που προσελκύει το ίδιο άτομο στην πορεία του στον κόσμο. Το πρόβλημα γίνεται αντιληπτό ως το σύστημα νοήματος που δημιουργείται από την ψυχική δυσφορία και το θεραπευτικό σύστημα συνεισφέρει σε αυτό το σύστημα νοημάτων. Επίσης περιλαμβάνει και την θεραπεύτρια από την στιγμή που ο πελάτης εισέρχεται στο δωμάτιο (Hoffman, 1985).

Η παλαιότερη ιδέα για την θεραπεία ενός ψυχικού συμπτώματος βασιζόταν στην υπόθεση ότι ένα μέρος του σώματος χρειαζόταν θεραπεία. Η παθολογία υπήρχε «μέσα» στον οργανισμό ή στο άτομο ή στην οικογένεια. Αυτό δεν συνάδει με την Β’ κυβερνητική  καθώς σε αυτήν την επιστημολογία τα προβλήματα υπάρχουν «μέσα» στο μυαλό ή στον αντιληπτικό μηχανισμό του κάθε ατόμου που έχει λάβει μέρος στην ονομασία του προβλήματος. Η ιδέα ενός ατόμου που είναι άρρωστο και πηγαίνει να δει κάποιον που μπορεί να τον «φτιάξει» είναι σύμφωνη με την Α’ κυβερνητική σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ πελάτη και θεραπευτή.

Τι είναι λοιπόν ένα υγιές σύστημα από την οπτική της Β’ κυβερνητικής;

Ένα υγιές σύστημα χρησιμοποιεί τη διαθέσιμη ενέργεια με λογικό τρόπο και έτσι η κατανομή της είναι αποτελεσματική, ενώ ένα μη υγιές σύστημα μπορεί να αφιερώσει πάρα πολλή ενέργεια σε μια μόνο πτυχή σε βάρος των άλλων πτυχών (Becvar & Becvar, 2006). Επιπλέον, η έννοια του υγιούς ή μη υγιούς συνδέεται με τον τρόπο που η ίδια η οικογένεια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Σύμφωνα με τους Becvar και Becvar (2006), το κύριο μέλημα ενός θεραπευτή είναι το πως οι οικογένειες κάνουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που θέλουν να κάνουν παρά το τι κάνουν. Η υγεία ορίζεται ως η επιτυχία της οικογένειας στο να είναι λειτουργική για να καταφέρει να πετύχει τους δικούς της στόχους (Becvar & Becvar, 2006). Αυτοί οι στόχοι και αυτή η δομή καθορίζονται από την ίδια την οικογένεια και όχι από τον θεραπεύτρια.

Οι Becvar και Becvar (2006) δηλώνουν ότι μια χαρούμενη οικογένεια είναι αυτή στην οποία συμβαίνουν χαρούμενα πράγματα. Οι οικογένειες που επιλέγουν να αφιερώσουν τον χρόνο και την ενέργειά τους σε θετικές διαδικασίες έχουν λιγότερη διαθέσιμη ενέργεια για αρνητικές διαδικασίες και το αντίστροφο. Οι θετικές διεργασίες λειτουργούν αναζωογονητικά ενώ οι αρνητικές διεργασίες βαραίνουν το σύστημα (Becvar & Becvar, 2006).

Συμπέρασμα

Στο επίπεδο της Α’ κυβερνητικής μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα σύστημα και να αποφασίσουμε πόσο υγιές ή πόσο παθολογικό είναι. Η Β’ κυβερνητική δεν δέχεται κανέναν ορισμό που υπονοεί το τι είναι καλό ή κακό για το σύστημα. Ένα σύστημα ανταποκρίνεται σε διάφορες αναστατώσεις με τρόπο που είναι συνεπής με τη δομή του, επομένως, όλα τα συστήματα κάνουν ό,τι κάνουν και δεν μπορούν να θεωρηθούν παθολογικά εκτός και αν τα ονομάσουμε έτσι (Becvar & Becvar, 2006). Επομένως,

Η Β’ κυβερνητική προτείνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στον κόσμο. Είναι ένα πλήρες, ενιαίο σύνολο στο οποίο όλα χωρούν, είναι συνεκτικά και έχουν νόημα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι προβλήματα ενός δεδομένου πλαισίου αναφορών ή  κοσμοθεωρίας (σελ.358).

Έτσι, στην προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής τίποτα δεν θεωρείται από μόνο του αρνητικό, αλλά γίνεται αρνητικό όταν ο ακροατής το αντιλαμβάνεται ως αρνητικό. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προσπαθεί να δηλώσει η Β’ κυβερνητική:

Εσύ [η επαγγελματίας] με ελέγχεις πάντα… με τσεκάρεις, για να δεις αν ήξερα αυτό που ήξερες, αντί να βρεις ένα τρόπο να μιλήσεις μαζί μου. Θα ρωτούσες «Είναι αυτό ένα τασάκι;» για να δεις αν το ήξερα ή όχι. Ήταν σαν να ήξερες και να ήθελες να δεις αν μπορούσα… αυτό με έκανε μόνο να φοβάμαι περισσότερο, να πανικοβάλλομαι περισσότερο. Αν μπορούσες να είχες μιλήσει με εκείνο το «εγώ» μου που ήξερε πόσο φοβόμουν… (Anderson & Goolishian, 1992, σελ. 25).

  • Πώς αντιμετωπίζει κάθε συγκεκριμένη προσέγγιση τη θεραπεία; Ποια είναι η έννοια της αλλαγής που περιλαμβάνεται σε κάθε προσέγγιση;

Εισαγωγή

Στην θεραπεία η προσέγγιση της Α’ κυβερνητικής δίνει έμφαση στον βαθμό ανοιχτότητας ή κλειστότητας σε σχέση με τα όρια, δηλαδή σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες μπορούν να εισέλθουν στο σύστημα αλλά και να βγουν από αυτό. Έτσι καθορίζεται η σχέση του με την σταθερότητα και την αλλαγή. Η τάση του συστήματος να κινείται προς ή μακριά από την τάξη είναι μια σημαντική πτυχή. Οι προσεγγίσεις και της Α΄ και της Β΄ κυβερνητικής αντιλαμβάνονται την αλλαγή ως έναν απαιτούμενο μετασχηματισμό του πλαισίου. Η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής επισημαίνει την σημασία του νοήματος και της κατανόησης, γεγονός που αποτελεί ένα ζήτημα διαπραγμάτευσης που συμβαίνει μεταξύ των συμμετεχόντων στη θεραπεία. Μέσω της γλώσσας και της συνομιλίας, οι συμμετέχοντες συλλογίζονται τις μνήμες, τις αντιλήψεις και τις ιστορίες τους και τι αυτές σημαίνουν. Σε συμφωνία με την Β’ κυβερνητική, η σχολή του Μιλάνο πιστεύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει «διδακτική αλληλεπίδραση», παρά μόνο μια αναστάτωση του συστήματος που στη συνέχεια θα αντιδράσει σε συνέπεια με την δική του δομή (Boscolo, Cecchin, Hoffman, & Penn, 1987) . Στις προσεγγίσεις της Β΄ κυβερνητικής προτιμάται να δίνεται έμφαση στον καθορισμό ενός πλαισίου για την αλλαγή, χωρίς να προσδιορίζεται η ίδια η αλλαγή.

Αλλαγή

Μια θεωρία για την αλλαγή

Οι Watzlawick, Weakland και Fisch (1974) κάνουν μια διάκριση της αλλαγής υπό το πρίσμα της Α’ και της Β΄ κυβερνητικής. Η αλλαγή που συμβαίνει εντός του συστήματος και είναι συνεπής με τους κανόνες του θεωρείται μια αλλαγή πρώτης τάξης. Όταν αλλάζουν οι κανόνες του συστήματος και ως αποτέλεσμα και το ίδιο το σύστημα, θεωρείται αλλαγή δεύτερης τάξης. Η αλλαγή δεύτερης τάξης φαίνεται να είναι παράλογη ή παράδοξη όταν εξετάζεται από το τρέχον πλαίσιο με τους τρέχοντες κανόνες αυτού (Becvar & Becvar, 2006). Εάν αλλάξουν οι κανόνες, αλλάζει και ο τρόπος που βλέπουμε το πρόβλημα και ως εκ τούτου αλλάζει η αντίληψή μας. Σε αυτή την διαδικασία γίνονται δυνατές νέες εναλλακτικές σε επίπεδο συμπεριφοράς (Becvar & Becvar, 2006).

Ένα παράδειγμα για το πως διευκολύνεται η αλλαγή σε μια προσέγγιση Α΄ κυβερνητικής

Η χρήση της δομικής προσέγγισης του Minuchin είναι η κάτωθι:

Η θεραπεία βασίζεται στην αλλαγή της οργάνωσης της οικογένειας (Minuchin, 1974). Ο Minuchin θεωρεί ότι όταν η δομή της οικογένειας μετασχηματίζεται, αλλάζουν αντίστοιχα και οι σχετικές θέσεις των μελών αυτής, με αποτέλεσμα να λαμβάνει χώρα μια αλλαγή για κάθε άτομο (1974). Η αλλαγή στη δομή της οικογένειας μπορεί να έχει επίδραση στη συμπεριφορά και την εσωτερική ψυχική διεργασία των μελών μέσα στο σύστημα (Minuchin, 1974). Αλλάζοντας το άμεσο πλαίσιο των μελών της οικογένειας με τρόπο που αλλάζει τις αντίστοιχες θέσεις τους, μπορεί να ξεκινήσει μια αλλαγή στην εμπειρία(Minuchin, 1974). Η υποκειμενική εμπειρία του κάθε ατόμου μπορεί να αλλάξει όταν οι σχέσεις μεταξύ όλων των μελών ή κάποιων από τα μέλη έχουν αλλάξει. Η αλλαγή επηρεάζει τις νέες συνθήκες του κάθε μέλους και τη νέα οπτική του ενός για τον άλλον αλλά και για τον εαυτό του, στο περιβάλλον τους.

Η ανατροφοδότηση ως παράγοντας αλλαγής

Αν και οι αξιακές κρίσεις δεν σχετίζονται με την ανατροφοδότηση, υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανατροφοδότησης που κινητοποιεί μια αλλαγή, η οποία θα γίνει αποδεκτή από το σύστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση η ανατροφοδότηση θεωρείται θετική ενώ η αρνητική ανατροφοδότηση θυμίζει ένα σύστημα που διατηρεί το κατεστημένο του. Και οι δύο ανατροφοδοτήσεις μπορεί να προκαλέσουν καλά ή κακά αποτελέσματα. Το πλαίσιο είναι το υπόβαθρο, βάση του οποίου η ανατροφοδότηση θα γίνει αντιληπτή ως ένα καλό στοιχείο ή ως μια αρνητική διάσταση.  

Η ιδέα της αλλαγής στην προσέγγιση της Β΄ κυβερνητικής

Παράγοντας αναστάτωσης ή παράγοντας αλλαγής

Η αλλαγή δεύτερης τάξης διευκολύνεται καθώς η θεραπεύτρια και ο πελάτης συν-δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο, εντός του οποίου αποδομούνται οι παλαιότερες δομές που είναι εστιασμένες στο πρόβλημα και δημιουργούνται νέες ιστορίες που είναι εστιασμένες στη λύση μέσα από την αμοιβαία αλληλεπίδρασης και ανατροφοδότηση του πελάτη και του θεραπευτή. Αυτό συμβαίνει μέσα από μια διαλογική διεργασία που διακρίνεται από σεβασμό και στον οποίο οι καταστάσεις μπορεί να γίνουν αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο. Οι θεραπευτές της Β΄ κυβερνητικής γνωρίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τα συστήματα ούτε να θεραπεύσει τις οικογένειες. Αντίθετα, μπορεί να αλλάξει κανείς τη συμπεριφορά του, όταν εξετάζει τον αντίκτυπο αυτής της νέας του συμπεριφοράς σε σχέση με τις αντιδράσεις των άλλων σε αυτήν και στη συνέχεια όταν καταφέρνει να απαντήσει σε αυτές τις αντιδράσεις εν μέσω μια διαδικασίας συνεχούς τροποποίησης. Εάν η αλληλεπίδραση που περιγράφεται χαρακτηρίζει μια αλλαγή στο σύστημα, μπορούμε να πούμε ότι έχει εγκατασταθεί σε αυτό η ανατροφοδότηση και έχει συμβεί μια αλλαγή στο πλαίσιο. Η στρατηγική είναι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο στο οποίο το επιθυμητό αποτέλεσμα – μια αλλαγή στη συμπεριφορά – θα αποτελεί μια λογική απάντηση.

Μια αλλαγή στη γλώσσα καταδεικνύει μια αλλαγή στην εμπειρία, καθώς η πραγματικότητα είναι η μόνη που μπορεί να βιωθεί και η βιωμένη «πραγματικότητα» υπεισέρχεται στις σκέψεις για την κατανόηση της δομής (Becvar & Becvar, 2006).

Οι θεραπεύτριες της Β΄ κυβερνητικής γνωρίζουν ότι δεν επηρεάζουν οι ίδιες τους ανθρώπους με την αυστηρή έννοια της λέξης, αλλά τους επηρεάζει μόνο το πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα γίνεται κατανοητό ότι το μόνο κομμάτι μπορεί να ελέγξει καμιά είναι η εαυτή της (Hoffman, 1985).

Η μέθοδος αντικαθίσταται με τη θέση. Οι προσεγγίσεις της Β’ κυβερνητικής  χρησιμοποιούν το περιβάλλον ως έναν παράγοντα για την αλλαγή. Η ανοιχτότητα του θεραπευτή δημιουργεί το περιβάλλον για να πραγματοποιηθεί αλλαγή (Griffith & Griffith, 1992).

Η θεραπεία γίνεται κατανοητή ως ένα γλωσσικό γεγονός που λαμβάνει χώρα σε μια «θεραπευτική συνομιλία». Αυτός ο τύπος συνομιλίας συμβαίνει όταν λαμβάνει χώρα μια από κοινού αναζήτηση και διερεύνηση. Μια ανταλλαγή ιδεών σε ένα πλαίσιο όπου εκδηλώνονται συνεχώς νέα νοήματα που καταδεικνύουν την «διάλυση» των προβλημάτων (Anderson & Goolishian, 1992). Η αλλαγή προκύπτει από την δημιουργία νέων αφηγήσεων για τα τρέχοντα νοήματα. Η αλλαγή είναι συνώνυμη με τη γέννηση ενός ευρύτερου πλαισίου για την εμφάνιση μιας νέας συμπεριφοράς. Τα νέα νοήματα  προκύπτουν από μια διαφορετική αφήγηση ενός υπάρχοντος νοήματος. Οι δυνατότητες της δομής ενός οργανισμού σχετίζονται με τους περιορισμούς του περιβάλλοντος, ωστόσο ο ίδιος ο οργανισμός μπορεί να κάνει ή να γίνει οτιδήποτε του επιτρέπει η δομή του με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν εμποδίζεται από το περιβάλλον.

Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, ο θεραπευτής αναπροσαρμόζει συνεχώς την κατανόησή του για τον πελάτη και έτσι βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς αλλαγής. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι να προσπαθεί να κατανοήσει τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο του πελάτη του. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια ανάλυσης ή κυριαρχίας του πελάτη υπό το πρίσμα ενός ψυχολογικού δόγματος. Ο θεραπευτής μαθαίνει από την τεχνογνωσία του πελάτη του και καθοδηγείται από τα ίδια τα φαινόμενα όπως αυτά εκδηλώνονται.

Η επιτυχημένη θεραπεία ολοκληρώνεται όταν μια νέα αφήγηση έχει το απελευθερωτικό αποτέλεσμα του αισθήματος της ελευθερίας.

  • Ποιος είναι ο ρόλος και η λειτουργία της θεραπεύτριας σε κάθε συγκεκριμένη προσέγγιση;

Εισαγωγή

Οι θεραπεύτριες της Α΄ κυβερνητικής περιγράφουν το τι συμβαίνει μέσα στο σύστημα διατηρώντας οι ίδιες μια ξεχωριστή θέση εκτός αυτού. Αξιολογούν και προσπαθούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με το υπόβαθρό τους, το οποίο συνδέεται με τα κανονιστικά πρότυπα και κοινωνικές παραδοχές. Θεωρούν ότι τα προβλήματα βρίσκονται «εκεί έξω» σε μια πραγματική, γνωστή πραγματικότητα (Becvar & Becvar, 2006). Η θεραπεύτρια θεωρείται ως μια ειδικός (π.χ. προπονήτρια, χορογράφος, σκηνοθέτης). Η ίδια θέτει τους στόχους όπως αυτοί ορίζονται από τη θεωρία της και αντιμετωπίζει το «πραγματικό» πρόβλημα, που είναι η υποβόσκουσα δομική ροή ή οι λανθασμένες διαδικασίες που είναι ενσωματωμένες στο σύστημα. Σε αντίθεση με αυτό, η θεραπεύτρια της Β΄ κυβερνητικής αποτελεί μέρος αυτού που χρειάζεται να παρατηρηθεί και ως εκ τούτου μπορεί μόνο να περιγράψει  την συσχέτιση των υπό παρατήρηση συστημάτων (Becvar & Becvar, 2006). Η θεραπεία γίνεται αντιληπτή ως μια συνεργατική διαδικασία μεταξύ της θεραπεύτριας και του συστήματος της πελάτισσας. Η θεραπεύτρια συμμετέχει από κοινού με την πελάτισσα στην αποδόμηση της παγκόσμιας αλήθειας που η ίδια φέρνει στη θεραπεία και συνεργάζεται μαζί της για να κατασκευάσουν μια νέα ιστορία που λύνει/επιλύει προβλήματα που καθρεφτίζονται στην αφηγούμενη ιστορία. Μείζονος ανησυχίας είναι το πλαίσιο εντός του οποίου υπάρχει το πρόβλημα που φέρνει η πελάτισσα καθώς και η νοηματοδότηση του προβλήματος όπως περιγράφεται τόσο από την πελάτισσα όσο και από την θεραπεύτρια. Η εστίαση τοποθετείται περισσότερο στην πελάτισσα παρά σε κάποια προκατάληψη για το τι πραγματικά συμβαίνει στο σύστημα της. Στόχος δεν είναι να επιβληθεί κάποιος κανονιστικός τρόπος (που να συμφωνεί με τη θεωρία της θεραπεύτριας).

Ένα παράδειγμα από την θεραπεία σύμφωνα με την προσέγγιση της Α΄ κυβερνητικής

Χρησιμοποιώντας τη δομική προσέγγιση για την απεικόνιση της θεραπείας υπό το πρίσμα της Α΄ κυβερνητικής:

Το πεδίο δράσης του θεραπευτή

Η δομική θεραπεία βασίζεται στη πράξη στις τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο παρόν πλαίσιο. Ο θεραπευτής χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως εργαλείο για να μεταμορφώσει το οικογενειακό σύστημα. Οι θέσεις των μελών της οικογένειας αλλάζουν συχνά, κάτι που στη συνέχεια αλλάζει την υποκειμενική τους άποψη για την ίδια την οικογένεια. Η θέση του θεραπευτή στην οικογένεια είναι η θέση του ατόμου που θα τροποποιήσει και θα επιδιορθώσει και όχι μια θέση εκπαιδευτή (Minuchin, 1974). Ο θεραπευτής διερευνά τις αλληλεπιδράσεις του ατόμου μέσα στα σημαντικά πλαίσια της ζωής του. Η παρατήρηση των σχέσεων των μελών της οικογένειας μεταξύ τους είναι κοινή (Minuchin, 1974). Ο θεραπευτής έχει την ικανότητα να δει από πρώτο χέρι τις σχέσεις μεταξύ των μελών αντί να βασίζεται στις μεμονωμένες αναφορές που δίνονται σε μια ατομική συνθήκη. Ο θεραπευτής δεν περιορίζεται στην αλληλεπίδραση της οικογένειας όπως αυτή φανερώνεται από ένα μέλος της οικογένειας, αλλά μπορεί να βιώσει τον τρόπο με τον οποίο όλα τα μέλη της οικογένειας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ο θεραπευτής μπορεί στη συνέχεια να αναπτύξει μια θεωρία για την συνδιαλλαγή την οποία χρησιμοποιεί για να εξηγήσει τις αλληλεπιδράσεις που έχει παρατηρήσει (Minuchin, 1974). Η συμπεριφορά ενός θεραπευτή γίνεται μέρος του πλαισίου του οικογενειακού συστήματος, επομένως ο θεραπευτής και η οικογένεια συμμετέχουν από κοινού για να σχηματίσουν ένα νέο, θεραπευτικό σύστημα το οποίο θέτει πλέον το νέο πλαίσιο για τη συμπεριφορά των μελών του (Minuchin, 1974). Ο στόχος της οικογενειακής θεραπείας είναι ο θεραπευτής να ενταχθεί στην οικογένεια με σκοπό να επιφέρει την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της οικογένειας με τελικό αποτέλεσμα την αλλαγή στις εμπειρίες του κάθε μεμονωμένου μέλους (Minuchin, 1974).

Ο Minuchin δηλώνει (1974):

Μια θεραπεύτρια λειτουργεί συχνά ως δημιουργός ορίων, διευκρινίζοντας τα διάχυτα όρια και διευρύνοντας τα ακατάλληλα και άκαμπτα όρια. Η εκτίμησή της για τα οικογενειακά υποσυστήματα και τη λειτουργία των ορίων παρέχει γρήγορα μια εικόνα διάγνωσης για την οικογένεια, η οποία προσανατολίζει τις θεραπευτικές της παρεμβάσεις… Το καθήκον της θεραπεύτριας είναι να βοηθήσει το υποσύστημα να διαπραγματευτεί με τα υπόλοιπα και στην συνέχεια να συμβιώσουν όλα μεταξύ τους… Μερικές φορές, η θεραπεύτρια χρειάζεται να ενεργεί ως μεταφράστρια, ερμηνεύοντας τον κόσμο των παιδιών στους γονείς ή το αντίστροφο. Μπορεί επίσης να χρειαστεί να διαπραγματευτεί τα ξεκάθαρα αλλά αλληλεπικαλυπτόμενα όρια με πλαίσια έξω από την οικογένεια… Στις παθολογικές οικογένειες, η θεραπεύτρια χρειάζεται να γίνει ηθοποιός στο οικογενειακό δράμα, με το να εμπλακεί στις μεταβατικές συμμαχίες  προκειμένου να παραποιήσει το σύστημα και να αναπτύξει ένα διαφορετικό επίπεδο ομοιόστασης (σ. 56- 60).

Ο θεραπευτής ακούει τις ατομικές πραγματικότητες των μελών βασιζόμενος στις εμπειρίες τους στην οικογένεια. Ο θεραπευτής έχει επίγνωση του τρόπου με τον οποίο σχετίζονται τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους αλλά και με τον ίδιο, κάτι το οποίο θα αποτελέσει στη συνέχεια τη βάση για τη δομική του διάγνωση. Ο θεραπευτής παρατηρεί και προσπαθεί να εντοπίσει τα μοτίβα συνδιαλλαγής μεταξύ των μελών καθώς και τα όρια. Κάνει υποθέσεις σχετικά με το αν τα μοτίβα είναι λειτουργικά ή παθολογικά μέσα από τον οικογενειακό χάρτη (Minuchin, 1974).

Διεισδύοντας μέσα στο θεραπευτικό σύστημα

Η θεραπεύτρια μπορεί να αναθέσει διάφορες εργασίες στην οικογένεια. Η θεραπεύτρια επιχειρεί να διερευνήσει τη δυσλειτουργική δομή με στόχο να εντοπίσει τα σημεία για ενδεχόμενη ευελιξία και αλλαγή. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στη συνέχεια θα εμφανιστούν οι υποβόσκουσες δομικές εναλλακτικές. Η λειτουργία της θεραπεύτριας είναι να βοηθά τον αναγνωρισμένο ασθενή και την οικογένεια του με το να διευκολύνει τον μετασχηματισμό του οικογενειακού συστήματος. Η θεραπεύτρια σε μια  ηγετική θέση μέσα στην οικογένεια, αναπτύσσει θεραπευτικούς στόχους με βάση την αρχική της εκτίμηση για την οικογένεια. Επεμβαίνει με τρόπους που διευκολύνουν τον μετασχηματισμό του οικογενειακού συστήματος προς την κατεύθυνση των στόχων που έχει επιλέξει. Η εστίαση της θεραπεύτριας θα πρέπει να είναι στο να ενισχύσει τη λειτουργία και τη θεραπεία των μελών της οικογένειας. Η ευθύνη για την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων ανήκει στην θεραπεύτρια (Minuchin, 1974).

Ανισορροπία στο Μετασχηματισμό

Ο θεραπευτής χρειάζεται να παρέμβει στο οικογενειακό σύστημα για να το μετασχηματίσει ώστε να το εξισορροπήσει (Minuchin, 1974). Η εξάρτηση της οικογένειας από τον θεραπευτή είναι αναπόσπαστο μέρος της μετασχηματιστικής διαδικασίας. Όταν ο θεραπευτής αποδυναμώνει την ισορροπία του συστήματος με την συμμαχία του με κάποιο μέλος, τα άλλα μέλη βιώνουν άγχος. Οι αντιδράσεις τους μπορεί να είναι να επιμείνουν στη διατήρηση του οικογενειακού κατεστημένου με το οποίο είναι άνετοι. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι να αντιταχθεί σε αυτές με το να επιμείνει στο γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας κινούνται προς την κατεύθυνση της επίτευξης των θεραπευτικών στόχων καθώς αντέχουν τις αβεβαιότητες της μεταβατικής περιόδου (Minuchin, 1974). Ο οικογενειακός θεραπευτής αμφισβητεί τις αντιλήψεις του κάθε μέλους της οικογένειας για την πραγματικότητα. Ο θεραπευτής αμφισβητεί τη βεβαιότητα που έχει το κάθε μέλος για την εγκυρότητα της εμπειρίας του/της με υποστηρικτικό τρόπο, με στόχο να διευρύνει την αντίληψη του καθενός για την ίδια του την εμπειρία του (Minuchin, 1974).

Ένα παράδειγμα από την θεραπεία σύμφωνα με την προσέγγιση της Β΄ κυβερνητικής

Η πραγματικότητα της θεραπεύτριας βασίζεται στις ιδέες της και στο θεραπευτικό της πλάνου. Η κατανόηση και το δέσιμο μεταξύ πελάτισσας και θεραπεύτριας φθάνει στο απόγειό της όταν γίνεται μια διαπραγμάτευση για την πραγματικότητα επισημαίνοντας πηγές και επιλογές για λύσεις. Αυτές οι λύσεις συχνά ανακαλύπτονται από τα ίδια τα μέλη της οικογένειας. Το θεραπευτικό περιβάλλον θα πρέπει να θεωρείται ως ένας τόπος όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι συνυπάρχουν μαζί. Η συναισθηματική θέση της θεραπεύτριας συνδέεται με την κατανόηση της για την δική της πραγματικότητα, οπότε οι ιδέες και οι αντιλήψεις της ίδιας συνδέονται με την διαπραγματευόμενη πραγματικότητα μεταξύ θεραπεύτριας και οικογένειας. Η θεραπεύτρια χρειάζεται να γνωρίζει το θεραπευτικό της πλάνο καθώς αυτό αλλάζει την πραγματικότητα που δουλεύεται μεταξύ της ίδιας και της πελάτισσας. Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την δημιουργία ενός υγιούς διαπροσωπικού πλαισίου περιλαμβάνουν την ετοιμότητα της θεραπεύτριας να μιλήσει και να ακούσει με τρόπο που να ενθαρρύνει τον διάλογο. Συχνά οι προτάσεις και οι παρεμβάσεις προσφέρονται με αβεβαιότητα και με προτροπή ως τρόποι που θα μπορούσες να φανούν χρήσιμοι στην πελάτισσα στην επίτευξη των στόχων του.

Συναισθηματική θέση

Η αναγνώριση της επιρροής της στάσης του σώματος στη συνομιλία, είναι σημαντική για πολλές από τις προσεγγίσεις της Β΄ κυβερνητικής. Η στάση του σώματος που δείχνει φροντίδα, εμπιστοσύνη, μοίρασμα και ενεργητική ακρόαση προάγει τον προβληματισμό ως μια διαδικασία ανακατασκευής νοήματος (Griffith & Griffith, 1992). Ο θεραπευτής θα πρέπει να γνωρίζει την στάση του σώματος των μελών της οικογένειας καθώς και τη δική του, καθώς επηρεάζει το διάλογο. Η παρατήρηση των εκφράσεων του προσώπου, της θέση του σώματος, της αναπνοής, του τόνου της φωνής, της βλεμματικής επαφής και της κατεύθυνσης του βλέμματος βοηθούν στη βελτίωση της κατανόησης των όσων αποκαλύπτονται στη θεραπεία. Η ενημερότητα για τις ανακόλουθες στάσεις του σώματος βοηθά στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ των λεκτικών και των μη λεκτικών πληροφοριών. Ο θεραπευτικός διάλογος χρειάζεται  να δημιουργεί τον χώρο για εναλλακτικές λύσεις, νέα νοήματα, ανακατασκευές και επανερμηνείες. Η θεραπευτική ατμόσφαιρα συνδημιουργείται. Η περιέργεια, η ανοιχτότητα και ο σεβασμός εκδηλώνονται με κοινό τρόπο από τα άτομα που είναι παρόντα, αλλά είναι ευθύνη του θεραπευτή να εισέλθει στον χώρο της θεραπείας μέσα από μια συναισθηματική θέση που προσκαλεί αυτούς τους παράγοντες να αναπτυχθούν (Griffith & Griffith, 1992).

Η θέση του «να μην γνωρίζει»

Η θεραπεύτρια έχει την ευθύνη για την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας περιέργειας, ανοιχτότητας και σεβασμού. Η περιέργεια εκδηλώνεται σε ένα περιβάλλον αναζήτησης κατανόησης. Η θεραπεύτρια διατηρεί μια θέση συνειδητοποίησης ότι δεν έχει ακριβείς απαντήσεις για το πως χρειάζεται να συμπεριφέρονται τα μέλη της οικογένειας. Είναι σημαντική η ενημερότητά της για τον δικό της εγωισμό και την δική της αλαζονείας σε όλη την διαδικασία, καθώς η θεραπεύτριας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τον τρόπο με τον οποίο θα λύσει το πρόβλημα. Η περιέργεια χάνεται από μια θεραπεύτρια που λειτουργεί σαν «να τα ξέρει όλα». Η θεραπεύτρια θεωρείται η αρχιτέκτονας της συνομιλίας που έχει εκτεταμένη εμπειρία στην τέχνη της δημιουργίας του πλαισίου και της διευκόλυνσης μιας διαλογικής συζήτησης (Anderson & Goolishian, 1992). Η θεραπεύτριας χρησιμοποιεί τις θεραπευτικές ερωτήσεις ως το κύριο εργαλείο της για να διευκολύνει τον πλαίσιο της συζήτησης και τη διαδικασία του διαλόγου. Το πλάνο της θεραπεύτριας για την διαδικασία της συνομιλίας είναι εκείνο του «να μην γνωρίζει». Δεν αναζητά συγκεκριμένες απαντήσεις καθώς δεν έχει προκατασκευασμένες ιδέες ή διαγνωστικούς ορισμούς που απαιτούν μια θεραπευτική μέθοδο.

Η δεξιότητα του θεραπευτή βασίζεται στην ικανότητά του/της να συμμετέχει στην αναδημιουργία νέων νοημάτων κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, έχοντας πάντα επίγνωση ότι ο «εαυτός» μας βρίσκεται συνεχώς σε αλλαγή (Anderson & Goolishian, 1992). Η διαλογική διαδικασία είναι μια συνεχής διαδικασία όπου το νόημα εκδηλώνεται συνεχώς. Ο θεραπευτής δεν θεωρείται ως ο δημιουργός ιδεών ή ως δότης νοημάτων, αλλά οι ιδέες και τα νοήματα αναδύονται από το διάλογο μεταξύ του θεραπευτή και του πελάτη, σε ένα περιβάλλον συν-ιδιοκτησίας και συνκατασκευασμένης σύμπραξης. Επομένως, ο θεραπευτής περιλαμβάνεται στα νοήματα της συνομιλίας.

Κάνοντας την ειδικό να εξαφανιστεί

Η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής θέτει υπό αμφισβήτηση την θέση της ειδικού. Ερωτήσεις ή σχόλια που ξεκινούν με φράσεις όπως: «Θα μπορούσε να είναι αυτό;» ή «τι θα γινόταν αν;»  καταστρέφουν ή μειώνουν την επαγγελματική εικόνα και ενισχύουν τη συμμετοχή και την ανακάλυψη (Hoffman, 1992). Ως αποτέλεσμα μειώνεται το στάτους της θεραπεύτριας. Η Hoffman (1992) δίνει ένα παράδειγμα αυτού:

Η σημασία της σιωπής της στον τρόπο με τον οποίο ο ερωτώμενος έρχεται να πει την ιστορία του με τον δικό του τρόπο, σημειώνοντας ότι σε πολλά σημεία, για παράδειγμα, όταν ο ερωτώμενος σταμάτησε, παρέμενε σιωπηλή ενώ θα μπορούσε να μπει στο ροή του λόγου (σελ. 19)

Η προσέγγιση του Μιλάνο

Το θεραπευτικό περιβάλλον θεωρείται ως ο χώρος που λαμβάνει χώρα μια ερευνητική διαδικασία η οποία γίνεται τόσο από τον θεραπευτή όσο και από την οικογένεια (Boscolo et al, 1987). Η ιδέα της ουδετερότητας, όπως υποστηρίζεται από την ομάδα του Μιλάνο, αφορά στην φαινομενικά ουδέτερη στάση του θεραπευτή. Η ιδέα του Μιλάνο για την «ουδετερότητα» αναπτύχθηκε από την υπόθεση του Bateson ότι όλα τα μέρη ενός δεδομένου συστήματος πρέπει να έχουν ίση βαρύτητα, αν δούμε  το σύστημα με μια συστημική ματιά (Boscolo et al, 1987). Σχετίζεται με τη στάση πολλαπλών θέσεων του θεραπευτή. Εάν ο θεραπευτής επιτύχει την ουδετερότητα κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, κανένας στην οικογένεια δεν θα μπορούσε ή δεν θα έπρεπε να μπορεί να πει ότι ο θεραπευτής έχει πάρει το μέρος κάποιου έναντι του άλλου. Επομένως με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η ιδέα της υιοθέτησης μιας ηθικής στάσης, καθώς αυτό θα σήμαινε ότι ο θεραπευτής θα έπρεπε να πάρει το μέρος κάποιου (Boscolo et al, 1987). Η ουδετερότητα εκδηλώνεται με τις κυκλικές ερωτήσεις που επιτρέπουν στον θεραπευτή να κινηθεί μεταξύ των διαλόγων που αναπτύσσεται μεταξύ των διαφορετικών μελών χωρίς να κολλήσει σε μία άποψη ή σε μια οπτική. Ο θεραπευτής είναι ένας ενεργός συνεισφέρων όπως και όλοι οι άλλοι στον χώρος της θεραπείας και όλοι μαζί δημιουργούν ένα σύστημα νοήματος.

Συμπέρασμα

Οι προσεγγίσεις της Α’ κυβερνητικής επιδιώκουν να κάνουν αντικειμενικές παρατηρήσεις για να ανακαλύψουν γεγονότα. Χρησιμοποιούν αυτά τα γεγονότα για να σχηματίσουν μια θεωρία ή μια υπόθεση για να εξηγήσουν τα γεγονότα. Αυτή η θεώρηση κάνει μια πρόβλεψη, η οποία ελέγχεται κάνοντας μια άλλη ξεχωριστή  αντικειμενική παρατήρηση.

Η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής προτιμά την στάση ενός «συστήματος παρατήρησης» που συμπεριλαμβάνει και το πλαίσιο του ίδιου του θεραπευτή. Ενισχύεται μια συνεργατική και όχι ιεραρχική δομή με μη υποτιμητικό και μη επικριτικό τρόπο. Επιχειρείται μια «κυκλική» αξιολόγηση του προβλήματος δίνοντας μειωμένη έμφαση στα εργαλεία.

  • Ποιες κρίσιμες ηθικές ανησυχίες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε κάθε προσέγγιση; Τι σας αρέσει σε κάθε προσέγγιση; Ποιες είναι οι ανησυχίες σας;

Ηθικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τις προσεγγίσεις της Α’ κυβερνητικής

Όταν δουλεύουμε με μια οικογένεια υπάρχει ο κίνδυνος να μην λαμβάνεται υπόψη η αναπτυξιακή διαδικασία όλων των πιθανών οικογενειακών υποσυστημάτων. Μία θεραπεύτρια μπορεί να ενταχθεί σε ένα υποσύστημα για να δει πως αυτό ανταποκρίνεται ως ένα ξεχωριστό σύνολο, συνθήκη που μπορεί να αποτελέσει, ορισμένες φορές, ουσιαστικό μέρος της διαγνωστικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ο κίνδυνος της ένταξης και της υποστήριξης μόνο ενός υποσυστήματος. Η διατήρηση της θέσης της με τρόπο που εδραιώνει έναν δυσλειτουργικό τρόπο οργάνωση είναι μια πράξη τυφλότητας (Minuchin, 1974).

Οι ιδέες της ανισορροπίας κατά την διαδικασία των μετασχηματισμών μπορεί να είναι ανήθικες. Ο θεραπευτής χρειάζεται να παρέμβει στο οικογενειακό σύστημα, ώστε να το εξισορροπήσει για το μεταμορφώσει (Minuchin, 1974). Η μεταμόρφωση ενεργοποιεί την σκέψη ότι η οικογένεια πρέπει να μετασχηματιστεί, γεγονός που με την σειρά του σημαίνει έχει υπάρξει κριτική από τον θεραπευτή. Ο θεραπευτής έχει χρησιμοποιήσει τις δικές του αξίες στις οποίες βασίζει την στρατηγική της μεταμόρφωσής. Έτσι, είναι σαν ο θεραπευτής να ξέρει τι είναι καλύτερο για την οικογένεια. Αυτό δεν συνάδει με μια προσέγγιση Β΄ κυβερνητικής όπου ο θεραπευτής δεν γνωρίζει τι είναι καλύτερο. Επιπλέον, η μετασχηματιστική διαδικασία βασίζεται στην εξάρτηση της οικογένειας από τον θεραπευτή. Ο θεραπευτής προκαλεί σκόπιμα άγχος στο σύστημα. Εάν ο θεραπευτής δεν ξέρει τι κάνει, μπορεί να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην οικογένεια. Ο θεραπευτής θα πρέπει να παρακολουθεί την επίδραση της θεραπείας στις συνθήκες ζωής στην οικογένεια και να είναι έτοιμος να προσφέρει υποστήριξη.

Οι προσεγγίσεις πρώτης τάξης είναι γνωστές για την κατηγοριοποίησή τους σε σχέση με το τι είναι υγιές και τι όχι. Είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η παθολογικοποίηση  της οικογένειας με τη χρήση ετικετών. Οι προσεγγίσεις της Α’ κυβερνητικής κινδυνεύουν να υποθέσουν ότι έχουν πρόσβαση στην αλήθεια. Μπορούν επίσης να υποκινήσουν ένα θεραπευτικό πλάνο χωρίς να έχουν επίγνωση των συμπτωμάτων της οικολογίας που σχετίζονται με το σύστημα και με το πως η υποτιθέμενη θεραπεία μπορεί στη συνέχεια να εκδηλωθεί στο σύστημα. Επομένως, η θεραπεύτρια χρειάζεται να εξετάσει προσεκτικά τη φύση μιας παρέμβασης σε σχέση με το υποτιθέμενο καλό που μπορεί να προσφέρει και σε σχέση με το αν θα είναι δυνητικά εποικοδομητική ή καταστροφική.

Οι προσεγγίσεις της Α΄ κυβερνητικής μπορεί να χρειαστεί να εξετάσουν το ενδεχόμενο να είναι ο ορισμός τους για την υγεία πολύ εξιδανικευμένος για να είναι εφικτός από τα περισσότερα ζευγάρια και οικογένειες. Χρειάζεται επίσης να διερευνήσουμε εάν η προσέγγισή μας είναι λειτουργική για μια συγκεκριμένη οικογένεια σε ένα δεδομένο πολιτισμικό πλαίσιο και εάν η θεωρία μας για την αποτελεσματική οικογενειακή διαδικασία είναι ευνοϊκή για αυτήν την οικογένεια.

Η Ηθική της Συμμετοχής (Β’ κυβερνητική)

Αν ήταν με κάποιο τρόπο δυνατό να συνκατασκευαστεί η θεραπευτική διαδικασία, θα γινόταν δυνατή η ίση κατανομή ισχύος. Αυτή η ιδέα προσπαθεί να μειώσει ορισμένα από τα ηθικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στις προσεγγίσεις της Α΄ κυβερνητικής. Εδώ αναδεικνύεται η ηθική συμμετοχής που είναι σύμφωνη με τις προσεγγίσεις της Β΄ κυβερνητικής. Η συμμετοχή μειώνει το εξουσία της θεραπεύτριας . Υπάρχουν κίνδυνοι επαγγελματισμού όταν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας έχουν υψηλό στάτους, η Hoffman (1992), δηλώνει:

Σε μια ελεύθερη κοινωνία, οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες πρέπει να έχουν πρόσβαση στη σκέψη των ατόμων που συμβουλεύονται, προκειμένου να αποφύγουν τη συνθήκη οι «επαγγελματίες μεταμφιεσμένοι σε ειδικοί» να κάνουν τις επιλογές τους για λογαριασμό τους. (σελ.23).

Ο έλεγχος έχει χρησιμοποιηθεί σε προσεγγίσεις Α’ κυβερνητικής, ενώ σε μια προσέγγιση Β΄κυβερνητικής ο θεραπευτής γνωρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να ελέγξει πραγματικά τον πελάτη και θα ήταν ανήθικο ακόμα και το να σκεφτεί κανείς με αυτόν τον τρόπο.

Κανείς δεν έχει τον τελευταίο λόγο στη θεραπευτική διαδικασία. Το θεωρώ αυτό ως μια δήλωση κρίσιμης σημασίας. Αυτή η ιδέα δημιουργεί περισσότερο χώρο στον πελάτη να αναλάβει την ευθύνη για τη ζωή του/της. Η συμμετοχή και όχι η αναζήτηση της «αιτίας» ή της «αλήθειας» προκύπτει σε μια προσέγγιση Β’ κυβερνητικής, την οποία θα έβρισκα πιο ηθική.

Ηθική και Β’ Κυβερνητική

Η διάγνωση και η τοποθέτηση ετικετών δεν θα πρέπει να βρίσκονται σε μια προσέγγιση Β΄ κυβερνητικής. Το πρόβλημα προκύπτει από την ύπαρξη ιατρικών βοηθημάτων που αναζητούν μία διάγνωση ως προϋπόθεση για την πληρωμή. Ο θεραπευτής της Β΄ κυβερνητικής χρειάζεται να βρει έναν τρόπο να διαπραγματευτεί αυτό το σημείο, πιθανώς εξηγώντας το στον πελάτη και αποφασίζοντας το πως θα ενεργήσουν από κοινού.

Οι προσεγγίσεις της Β’ κυβερνητικής βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη γλώσσα ως μέσο για την θεραπεία. Αυτοί οι επαγγελματίες χρειάζεται να προσέχουν την επιλογή των λέξεων καθώς και τη χρήση στερεοτύπων για το φύλο. Είναι απαραίτητη η επίγνωση του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα μπορεί να συνεχίσει να βιώνεται ως καταπιεστική χάριν των όσων λέμε αλλά και των όσων δεν λέμε.

Η ουδετερότητα θεωρείται μια ευνοϊκή θέση στη θεραπευτική διαδικασία. Εάν ο θεραπευτής καταφέρει αν επιτύχει την ουδετερότητα κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, κανένας στην οικογένεια δεν θα μπορούσε ή δεν θα έπρεπε να μπορεί να πει ότι ο θεραπευτής έχει πάρει το μέρος κάποιου έναντι του άλλου. Επομένως με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η ιδέα της υιοθέτησης μιας ηθικής στάσης, καθώς αυτό θα σήμαινε ότι ο θεραπευτής θα έπρεπε να πάρει το μέρος κάποιου (Boscolo et al, 1987). Η ουδετερότητα εκδηλώνεται με τις κυκλικές ερωτήσεις που επιτρέπουν στον θεραπευτή να κινηθεί μεταξύ των διαλόγων που αναπτύσσεται μεταξύ των διαφορετικών μελών χωρίς να κολλήσει σε μία άποψη ή σε μια οπτική. Ο θεραπευτής είναι ένας ενεργός συνεισφέρων όπως και όλοι οι άλλοι στον χώρος της θεραπείας και όλοι μαζί δημιουργούν ένα σύστημα νοήματος.

Κριτική της Προσέγγισης της Β’ κυβερνητικής

Οι προσεγγίσεις δεύτερης τάξης τείνουν να υποστηρίζουν την «στάση που δεν έχει καμία κρυφή ατζέντα».

Οι Becvar και Becvar (2006), αναφέρουν ότι:

Αν και το να είναι ένα άτομο ειλικρινές για την πρόθεσή του και να μην έχει κρυφές ατζέντες μπορεί ίσως να αντιπροσωπεύει μια ειλικρινή προσπάθεια να αποφύγει να χειραγωγήσει τον άλλο, αυτή η ειλικρίνεια εξακολουθεί να είναι και πάλι μια προσπάθεια επηρεασμού, καθώς θα οριστεί μια σχέση στην οποία ο κανόνας είναι: όχι κρυφές ατζέντες. Και αυτό φυσικά είναι μια κρυφή ατζέντα! Η ρητή αναγνώριση του σκοπού ή της κρυφής ατζέντας κάποιου αποκαλύπτει μόνο κρυφή ατζέντα  υψηλότερης τάξης. Πράγματι, δεν υπάρχουν σχέσεις χωρίς κρυφές ατζέντες και δεν υπάρχουν σχέσεις χωρίς χειραγώγηση (σελ. 207).

Ο Golann (όπως αναφέρεται στους Becvar & Becvar, 2006) μιλάει για ασυνείδητη πειθώ. Λέει ότι η ασυνείδητη πειθώς μπορεί να θεωρηθεί από ηθικής πλευράς ως πιο προσβλητική από την ρητή στρατηγική προσέγγιση, καθώς είναι δυνητικά ανέντιμη και τείνει να δημιουργήσει μια ακόμη μεγαλύτερη δύναμη στην εξουσία προς όφελος της θεραπεύτριας. Έτσι, ο Golann θα ένιωθε ότι οι προσεγγίσεις Β’ κυβερνητικής είναι εξίσου σαγηνευτικές με άλλες θεραπείες που υποστηρίζουν παρόμοιες ιδέες σεβασμού, μη χειραγώγησης, μη κατευθυντικότητας κ.λπ.

Ερωτήσεις που μπορεί να ενισχύσουν μια ηθική συμπεριφορά

Οι Becvar και Becvar (2006), επισημαίνουν ορισμένα ερωτήματα που σχετίζονται με την Β’ κυβερνητική. Θεώρησα ότι αυτές οι ερωτήσεις συνάδουν με την ευαισθητοποίηση για ζητήματα ηθικής τόσο για την Α’ όσο και για την Β’ κυβερνητική. Εάν ο θεραπευτής μπορούσε να γνωρίζει αυτές τις ερωτήσεις, τότε θα ήταν απίθανο να δημιουργήσει συνειδητά ηθικά προβλήματα στη θεραπεία.

Οι ακόλουθες ερωτήσεις βρίσκονται στο κεφάλαιο 13 των Becvar and Becvar (2006):

  • Πώς μπορώ να έχω πρόσβαση σε μια διαπλαισιακή οικογενειακή θεραπεία με τέτοιο τρόπο που να αποφεύγει την παθολογικοποίηση των πελατών μου;
  • Αναρωτιέμαι πώς το σύστημα πελατών θα όριζε την υγεία και την κανονικότητα.
  • Αναρωτιέμαι τι αντίκτυπο έχω στις ιστορίες που μου λένε οι πελάτες μου.
  • Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσα να δω και να καταλάβω διαφορετικά αν έλεγα στον εαυτό μου μια διαφορετική ιστορία.
  • Μου επιτρέπουν οι προϋπάρχουσες υποθέσεις μου για τα διάφορα είδη οικογενειών να γνωρίσω πραγματικά αυτή την οικογένεια από μια ανθρωπολογική σκοπιά;
  • Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να εκφραστώ με άλλο τρόπο εκτός από την ένταση και να συνεχίσω να ακούγομαι;
  • Πώς μπορώ να ενταχθώ στην οικογένεια και να αναλάβω την ηγεσία με τέτοιο τρόπο ώστε να επικυρώνω επίσης την ειδημοσύνη όλων των μελών της.
  • Αναρωτιέμαι τι επιρροές έχω στα μοτίβα που παρατηρώ.
  • Πώς μπορώ να συμπεριλάβω τον εαυτό μου στις παρατηρήσεις που κάνω;
  • Αναρωτιέμαι πώς αυτή η οικογένεια μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά αν συνεργαστεί με άλλο θεραπευτή.
  • Αναρωτιέμαι ποια γνώση των πελατών, για τον εαυτό τους και το σύστημά τους δεν αναγνωρίζεται καθώς αξιολογώ τα μοτίβα αλληλεπίδρασής τους.
  • Είναι η εστίασή μου στην πραγματολογία αρκετά ευαίσθητη για αυτό που μπορεί να αισθάνονται τα μέλη της οικογένειας;
  • Αναρωτιέμαι στην δημιουργία ποιας πραγματικότητα συμμετέχω καθώς λειτουργώ με αυτήν την προσέγγιση.
  • Αναρωτιέμαι πώς θα όριζε η οικογένεια την πρόοδο.
  • Αναρωτιέμαι πώς οι συνταγές μου μπορούν να αναγνωρίσουν τη μοναδικότητα κάθε πελάτη.
  • Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να θυμάμαι να παρατηρώ την επίδραση ως μια αμοιβαία διαδικασία στην οποία συμμετέχουν όλοι.
  • Πώς μπορώ να χρησιμοποιήσω την κατανόησή μου για τα σχήματα για να διευκολύνω την επίγνωση του βαθμού στον οποίο συμμετέχουμε στη δημιουργία της πραγματικότητάς μας;
  • Μπορώ να επεκτείνω την οπτική μου για να εξετάσω ευρύτερα ζητήματα και παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν αυτό που συμβαίνει με τον πελάτη;
  • Αναρωτιέμαι αν μπορώ να αναγνωρίσω ότι η θεωρία μου είναι μόνο μία από τις πολλές ιστορίες και δεν περιγράφει απαραίτητα πως είναι όντως τα πράγματα.
  • Απαντώ σε αυτό που μόλις είπε ο πελάτης ή σε αυτό που σήμαινε το σχόλιο του για μένα;
  • Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να κάνω ερωτήσεις «που προϋποθέτουν την αλλαγή» και επικυρώνουν την τρέχουσα εμπειρία της πραγματικότητας του πελάτη μου.
  • Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν φορές που η ενθάρρυνση των πελατών να κατανοήσουν την πραγματικότητα από μια αφηγηματική οπτική μπορεί να μην είναι κατάλληλη.
  • Εάν επιτρέψω στη συνομιλία να πάει εκεί που την κατευθύνει ο πελάτης, εξυπηρετώ το συμφέρον του πελάτη;
  • Αναρωτιέμαι αν μπορώ να διατηρώ την επίγνωση της δύναμης που συσσωρεύεται σε εμένα λόγω του ισχυρισμού μου ότι δεν είμαι ειδικός.
  • Σύμφωνα με τη θέση και των δύο προσεγγίσεων, αντί για ένα είτε – ή, διατυπώστε ιδέες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι προσεγγίσεις της Α’ και της Β’ κυβερνητικής μπορούν να ενοποιηθούν με χρήσιμο και συμπληρωματικό τρόπο.

Εισαγωγή

Η προσέγγιση της Β΄ κυβερνητικής επιδιώκει να ενεργήσει ως επόπτρια της προσέγγισης της Α’ κυβερνητικής. Αμφισβητεί τα «γεγονότα» που η θεραπεύτρια  πιστεύει ότι είναι αληθινά και τον αφήνει σε έναν κόσμο προσωπικών αξιών και πεποιθήσεων. Οι δύο προσεγγίσεις φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται. Όπως ακριβώς η ατομική θεραπεία αντιπαραβάλλεται με την οικογενειακή/συστημική θεραπεία, έτσι και οι προσεγγίσεις της Α’ και Β’ κυβερνητικής έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οικογενειακής θεραπείας, η θεραπεύτρια χρειάζεται να έχει επίγνωση του ατόμου και των ατομικών αναπτυξιακών του αναγκών, έτσι και η θεραπεύτρια της  Α’ κυβερνητικής χρειάζεται να είναι ενήμερη για το ότι μπορεί να υπάρχει ένα εναλλακτικό μοτίβο σκέψης που μπορεί να προσθέσει μια διαφορετική άποψη, ίσης εγκυρότητας.

Οι Becvar και Becvar (2006) μιλούν για τον θεραπευτή που φορά διαφορετικά καπέλα. Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς τη ζωή του σύμφωνα με τις αρχές της Β’ κυβερνητικής  σε μια δυτικοποιημένη θετικιστική κοινωνία; Η απάντηση βρίσκεται στα καπέλα. Δυστυχώς ή ευτυχώς μπορούμε να αλλάξουμε ρόλους για να ταιριάξουμε σε διαφορετικά περιβάλλοντα και το κλειδί για αυτό είναι η επίγνωση των εναλλακτικών λύσεων. Όταν αντιλαμβάνεται κανείς ότι μπορούν να αλλάξουν οι ρόλους του ή ακόμα και να συγχωνευτούν αυτοί οι ρόλοι έχει ως αποτέλεσμα οι προσεγγίσεις Α’ και Β’ κυβερνητικής αποκτούν ποσοτικές διαστάσεις και βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Η επίγνωση της πολικότητας τους επιτρέπει την ενοποίηση τους, όπως ακριβώς ο σαδιστής ορίζεται από τον μαζοχιστή και χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να ολοκληρώσουν τον ορισμό τους έτσι και η Α’ κυβερνητική ορίζει την Β’ κυβερνητική και το αντίστροφο.

Πρακτικά Ζητήματα

Οι προσεγγίσεις Β’ κυβερνητικής επισημαίνουν την συμπεριφορά της ίδιας της θεραπεύτριας στη θεραπευτική διαδικασία. Η γλώσσα, η στάση, η συμπεριφορά και οι αξίες που χρησιμοποιεί η θεραπεύτρια είναι όλα σημαντικά στη θεραπευτική διαδικασία. Σε πολλές προσεγγίσεις Β’ κυβερνητικής η εστίαση δίνεται στην στάση της θεραπεύτριας, ενώ στις προσεγγίσεις Α’ κυβερνητικής δεν γίνεται στον ίδιο βαθμό. Είναι σημαντική η επίγνωση της επιρροής της σωματικής στάσης στη συνομιλία. Η σωματική στάση που δείχνει φροντίδα, εμπιστοσύνη, μοίρασμα και ενεργητική ακρόαση προάγουν το καθρέφτισμα ως μια διαδικασία ανακατασκευής νοήματος (Griffith & Griffith, 1992). Η θεραπεύτρια θα πρέπει να γνωρίζει την σωματική στάση των μελών της οικογένειας καθώς και την δική της, καθώς επηρεάζει το διάλογο. Η επίγνωση της έκφρασης του προσώπου, της στάσης του σώματος, της αναπνοής, του τόνου της φωνής, της βλεμματικής επαφής και της κατεύθυνσης του βλέμματος βοηθούν στη βελτίωση της κατανόησης των όσων αποκαλύπτονται στη θεραπεία. Επομένως, η προσέγγιση της Β’ κυβερνητικής προσθέτει στην προσέγγιση της Α’ κυβερνητικής σε αυτόν τον τομέα.

Η προσέγγιση της Α’ κυβερνητικής δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τη σχέση που συνδέει τον θεραπευτή ή τον παρατηρητή με τον πελάτη ή το παρατηρούμενο άτομο. Η θεραπευτική ατμόσφαιρα συνδημιουργείται. Η περιέργεια, η ανοιχτότητα και ο σεβασμός εκδηλώνονται με κοινό τρόπο από τα άτομα που είναι παρόντα, αλλά είναι ευθύνη του θεραπευτή να εισέλθει στον χώρο της θεραπείας μέσα από μια συναισθηματική θέση που προσκαλεί αυτούς τους παράγοντες να αναπτυχθούν (Griffith & Griffith, 1992).

Συμπέρασμα

Ο σεβασμός θεωρείται κεντρικός στην προσέγγιση της Β΄ κυβερνητικής όπου ο θεραπευτής γνωρίζει πως η δική του συμπεριφορά μπορεί να ενοχλήσει τον πελάτη. Αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν οι προσεγγίσεις Β’ κυβερνητικής δεν ενσωματώνονταν στην πρακτική της ψυχολογίας. Μήπως οι προσεγγίσεις Α’ κυβερνητικής ξεφεύγουν από τον έλεγχο; Μια προσέγγιση που ορίζει την πραγματικότητα με βάση το δικό της πλαίσιο, η παθολογία διαφοροποιείται από την κανονικότητα και το σωστό από το λάθος, με κάνει να πιστεύω ότι το μέλλον των προσεγγίσεων Α’ κυβερνητικής μπορεί να θεωρηθεί ως ένας καμβάς με μαύρο χρώμα στα αριστερά και λευκό στα δεξιά. Όταν κοιτάζω γύρω από τον φυσικό μου κόσμο, βλέπω την ενοποίηση. Δεν βλέπω πεπερασμένες γραμμές, ακριβείς ακολουθίες και πολωμένες αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, βλέπω μόνο ότι στον κόσμο που φτιάχτηκε από τον άνθρωπο υπάρχουν κτίρια, αυτοκίνητα, ιατρικές εξετάσεις και μηχανική. Στον φυσικό μου κόσμο υπάρχει μπέρδεμα, σπασμένα όρια και μοτίβα που δεν έχουν άλλη εξήγηση από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να δω ένα όριο, ένα μπέρδεμα ή να καταλάβω μια εξήγηση αν δεν ζούσα σε έναν κόσμο όπου αυτά τα πράγματα έχουν σημειωθεί σε μια κοινωνία Α’ κυβερνητικής.

Βιλιογραφία
Anderson, H., & Goolishian, H. (1992). The client is the expert: A not-knowing approach to therapy. In McName, S., & Gergen, K.J. (Eds.) Therapy as social construction (pp25-39). London: Sage.

Becvar D.S., & Becvar, R.J. (2006). Family therapy: A systemic integration. Boston: Allyn & Bacon.

Boscolo, L., Cecchin, G., Hoffman, L. & Penn, P (1987). Milan systemic family therapy: Conversations in theory and practice. New York: Basic Books

Branford, W. (1987). The South African oxford Pocket Dictionary. (7th ed). Maitland. Cape Town.

Griffith, J.L., Griffith, M.E & Slovik, I.S. (1992). Owning one’s epistemological stance in therapy. Dulwich Centre Newsletter, 1, 5-11

Hoffman, L. (1985). Beyond Power and control: Towards a “Second order” family systems therapy. Family systems Medicine, 3, 381-396.

Hoffman, L. (1992). A reflexive stance for family therapy. In McNamee, S., and Gergen, K.J. (Eds), Therapy as a social construction (pp7-24). London: Sage

Minuchin, S. (1974). Families and family therapies. London: Tavistock.

Reber,E.S., & Reber, A.S. (2001). Dictionary of Psychology (3rd ed). Penguin books. p. 601

Rooney, K. (2001). Encarta concise English dictionary. Bloomsbury. London

Watzlawick, P., Weakland, J.H., & Fisch, R. (1974). Change: Principles of problem formation and problem resolution. New York: Norton Philip Baron. 2007.

Μετάφραση & Επιμέλεια: Μυρτώ Νοχού, Ψυχολόγος – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...