Άυπνη πόλη Φ.Γκ. Λόρκα
Κανείς δεν κοιμάται στον ουρανό. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Τα πλάσματα της σελήνης
Μυρίζουν και κυκλωνουν τις καλύβες.
Θα ‘ρθούνε οι ζωντανές ιγουάνες να δαγκώσουν τους άνδρες που δεν ονειρεύονται
κι αυτός που φεύγει με ραγισμένη την καρδιά θα συναντήσει στις γωνίες
τον απίστευτο κροκόδειλο ήσυχο κάτω από την τρυφερή προστασία των άστρων
Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Υπάρχει ένας νεκρός στο πιο απόμακρο το κοιμητήριο
που παραπονιέται τρία χρόνια
γιατί έχει ένα τοπίο ξερό στο γόνατο
και το παιδί που θάψανε σήμερα το πρωί έκλαιγε τόσο
που υπήρξε ανάγκη να φωνάξουνε τους σκύλους για να πάψει.
Δεν είναι όνειρο η ζωή. Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορείτε!
Πέφτουμε από τις σκάλες για να φάμε χώμα υγρό
ή ανεβαίνουμε στην κόψη του χιονιού με χορωδία απ’ τις νεκρές ντάλιες.
Μα δεν υπάρχει λησμονιά ούτε όνειρο:
ζωντανή σάρκα. Τα φιλιά δένουν τα στόματα
σ’ ένα κουβάρι από καινούριες φλέβες
κι όποιος πονάει ο πόνος του θα τον πονάει χωρίς ανάπαυλα
κι όποιος τρέμει το θάνατο θα τονε κουβαλά στους ώμους
Κανείς δεν κοιμάται στον ουρανό. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Αλλά αν κάποιος σφαλίζει τα μάτια
μαστιγώστε τον, παιδιά μου, μαστιγώστε τον!
Για να υπάρχει ένα πανόραμα ανοιχτών ματιών
και πικρές πληγές που καίνε.
Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
Το έχω κιόλας πει.
Δεν κοιμάται κανείς.
Μια μέρα
τ’ άλογα θα ζήσουν στις ταβέρνες
και τα μυρμήγκια μανιασμένα
θα επιτεθούν στους ουρανούς τους κίτρινους που καταφεύγουνε στα μάτια των γελάδων.
Μιαν άλλη μέρα
θα δούμε ν’ ανασταίνονται οι λιωμένες πεταλούδες
κι ακόμη προχωρώντας μες από ένα τοπίο γκρίζων σφουγγαριών και καραβιών βουβών
θα δούμε το δαχτυλίδι μας να λάμπει και ρόδα να τρέφονται απ’ τη γλώσσα μας.
Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορείτε!
Αυτούς που φυλάνε ακόμα σημάδια από σαλπάρισμα και μπόρα,
το αγόρι εκείνο που κλαίει γιατί αγνοεί την ανακάλυψη της γέφυρας
ή εκείνο το νεκρό που πια δεν έχει πιότερο απ’ το κεφάλι κι ένα του παπούτσι,
πρέπει να τους πάμε στον τοίχο όπου ιγουάνες κι ερπετά προσμένουν,
όπου προσμένει η οδοντοστοιχία της αρκούδας,
όπου προσμένειτο ταριχευμένο χέρι του παιδιού
και της καμήλας το πετσί σηκώνεται μ’ ένα βίαιο ανατρίχιασμα γαλάζιο.
Κανείς δεν κοιμάται στον ουρανό. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Αλλά αν κάποιος σφαλίζει τα μάτια
μαστιγώστε τον, παιδιά μου, μαστιγώστε τον!
Για να υπάρχει ένα πανόραμα ανοιχτών ματιών
και πικρές πληγές που καίνε.
Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
Το έχω κιόλας πει.
Δεν κοιμάται κανείς.
Αλλά αν κάποιος έχει τη νύχτα μιαν αφθονία από βρύα στους κροτάφους
ανοίξτε τις καταπακτές για να δει κάτω από τη σελήνη
τις ψεύτικες κούπες, το φαρμάκι και τη νεκροκεφαλή απ’ τα θέατρα.
~Ποιητής στη Νέα Υόρκη, 1929-1930~
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης