Ραούλ Βανεγκέμ: Η Βίβλος των Ηδονών
Ο έρωτας αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του.
Άν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας.Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.
O Ραούλ Βάνεγκεμ, γιος σοσιαλιστή και αντικληρικαλιστή σιδηροδρομικού υπαλλήλου που συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση εναντίον των ναζί κατακτητών, γεννήθηκε τo 1934 και μεγάλωσε στην πόλη Λεσίν του Βελγίου. Σπουδάζει στις Βρυξέλλες λατινική φιλολογία και αρχίζει να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Το 1960 συναντά την Γκυ Ντεμπόρ και προσχωρεί στην Καταστασιακή Διεθνή μέχρι το 1970. Το 1967 γράφει ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της ομάδας, την “Πραγματεία για την τέχνη του βίου προς χρήση των μελλοντικών γενεών”, ενώ αρθρογραφεί τακτικά στο ομώνυμο έντυπο της ομάδας. Το 1970 έρχεται σε ρήξη με τον Ντεμπόρ και από τότε οι δύο άνδρες δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ. Έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία.
Η Βίβλος των Ηδονών : Αποσπάσματα
Ο έρωτας αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του.
Άν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας.Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.
Αν πάντως, οι εραστές που χτες λατρευόταν, χωρίζουν ξαφνικά μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, η αιτία δεν βρίσκεται σε κάποιον αναλλοίωτο νόμο της παρακμής, σε κάποια αδυσώπητη μοίρα της κούρασης. Προέρχεται από τη μέγγενη των ανταλλαγών, που μαραίνει τα πάθη, σβήνει τις φλόγες της καρδιάς, πνίγει τις παρορμήσεις.
Αντί να μείνουν άπληστοι για τα πάντα μέχρι την εσχατιά του κορεσμού, να που οι εραστές επικαλούνται το καθήκον, απαιτούν αποδείξεις, αναζητούν μια παραγωγικότητα της στοργής. Επιβάλλονται νόρμες συνοδευόμενες από την απαίτηση της αυστηρής τήρησής τους, δεν γίνεται πια ανεκτή η απερίσκεπτη λήθη, η αδεξιότητα, το ανάρμοστο, η φαντασιοκοπία, τα πάντα αποτελούν αφορμή επιπλήξεων και κυρώσεων. Επειδή τους λείπει η θέληση να δημιουργήσουν την αλλαγή όπου θα ξαναβρεθούν, δανείζονται τα δεκανίκια της κοινωνίας που τους ακρωτηριάζει από τη γενναιοδωρία τους.
Η ψυχρή λογική αποδιώχνει την τρέλα της αφθονίας και έρχεται να κάνει απολογισμό των πραγμάτων. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί του να ζητάς και να δίνεις λογαριασμό, των υποχρεώσεων που πληρώνουν εντόκως τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα, των φιλιών έναντι φιλιών που προαναγγέλλουν το ”μία σου και μία μου” του απελπισμένου γοήτρου.
Με το να ιδιοποιούνται ο ένας τον άλλο, με το να μετράνε την αμοιβαία στοργή, ο καθένας καταλήγει να πειστεί ότι τα προτερήματα του αλλού ήταν προϊόν της φαντασίας, ότι η γενναιοδωρία δεν ανταμείβεται όπως πρέπει κι ότι η έλξη δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη.
Ο έρωτας διαμαρτύρεται ότι εκχωρήθηκε σε αφερέγγυο οφειλέτη, οι απογοητεύσεις συντάσσουν ένα πιστοποιητικό χρεωκοπίας, το πάθος καταλήγει στη μικροπρέπεια, η στοργή στο παζάρεμα, η φιλία στη συκοφάντηση…
Πως να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται; Τις λίγες απολαύσεις που σας απέμειναν να προσφέρετε στους άλλους και στον εαυτό σας, έχετε βαλθεί να τις ανταλλάξετε, να τις λογαριάσετε, να τις ζυγίσετε, να ορίσετε ισοτιμίες.
Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ. Αυτό το ξέρουν τα παιδιά, που παίρνουν τα πάντα για να τα προσφέρουν στην τύχη. Η αισθησιακή αφθονία ζωογονεί τις τοπιογραφίες τους πριν η οικονομική επιταγή αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση του βιώματος. Πριν μάθουν την ανταποδοτικότητα, πριν μυηθούν στο να αξίζουν ένα δώρο, να απαιτούν τα οφειλόμενα, να ανταμείβουν για ένα κέρδος, να τιμωρούν για μια υποτίμηση, να ευχαριστούν εκείνους που τους αφαιρούν ένα προς ένα τα θέλγητρα μιας ύπαρξης δίχως αντάλλαγμα.
Το ίδιο ισχύει και για τους παθιασμένους, αυτά τα παιδιά που ξανα-ανακαλύφθηκαν μέσα στον εαυτό τους. Οι εραστές δίνουν τα πάντα και παίρνουν τα πάντα ανεπιφύλακτα. Σαν να συναγωνίζονται ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα, δίχως να ζητά τίποτα σε ανταπόδοση. Κι αυτό δεν παύει να δίνει περισσότερη δύναμη στον έρωτα, που αντλεί νέες απολαύσεις ακόμα κι από τις ατονίες του και τις εξαντλήσεις του.
Αν η συγκυρία των συναντήσεων μου προσφέρει τον έρωτά σου και σου προσφέρει τον δικό μου, μην υποβιβάζεις την αρμονία των επιθυμιών μας σε ανταλλαγή… [Πρέπει να ζητώ ανταπόδοση] για να αγαπήσω; Τόσο λίγο αγαπώ τον εαυτό μου; Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στον δρόμο του δούναι και λαβείν, προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και τον θάνατο…
Όποιος ξέρει να αφουγκράζεται προσεκτικά την απόλαυση, αγνοεί πατρίδες και σύνορα, αφέντες και δούλους, κέρδος και ζημία. Η σεξουαλική πληθώρα είναι αυτάρκης, έχει στον χώρο της και στον χρόνο της αρκετή τόλμη για να συντρίψει ό,τι την εμποδίζει».