Η θεωρία του διπλού δεσμού
Η διπλή σύνδεση είναι ένα δίλημμα στην επικοινωνία κατά το οποίο ένα άτομο (ή ομάδα) λαμβάνει δύο ή περισσότερα αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα. Σε ορισμένα σενάρια (π.χ. μέσα σε οικογένειες ή ρομαντικές σχέσεις) αυτό μπορεί να είναι συναισθηματικά οδυνηρό, δημιουργώντας μια κατάσταση στην οποία μια επιτυχημένη απάντηση σε ένα μήνυμα έχει ως αποτέλεσμα μια αποτυχημένη απάντηση στο άλλο (και το αντίστροφο), έτσι ώστε κάθε απάντηση θα είναι αναπόφευκτα λανθασμένη, Αυτή η συνθήκη εμποδίζει το άτομο είτε να επιλύσει το υποκείμενο δίλημμα είτε να εξαιρεθεί από την κατάσταση.
Η θεωρία του διπλού δεσμού περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Gregory Bateson και τους συνεργάτες του τη δεκαετία του 1950, σε μια θεωρία σχετικά με την προέλευση της σχιζοφρένειας και της διαταραχής μετατραυματικού στρες .
Οι διπλοί δεσμοί χρησιμοποιούνται συχνά ως μια μορφή ελέγχου χωρίς ανοιχτό εξαναγκασμό – η σύγχυση που προκαλείται καθιστά δύσκολη τόσο την θετική απόκριση σε ένα μήνυμα όσο και την αντίσταση σε αυητό.
Ένας διπλός δεσμός γενικά περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης στη σειρά των μηνυμάτων και αυτά τα μηνύματα μπορούν είτε να δηλωθούν ρητά είτε σιωπηρά στο πλαίσιο της κατάστασης, είτε μπορούν να μεταφερθούν με τον τόνο της φωνής ή τη γλώσσα του σώματος. Περαιτέρω επιπλοκές προκύπτουν όταν οι συχνοί διπλοί δεσμοί αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης σχέσης στην οποία έχει δεσμευτεί το άτομο ή η ομάδα. (απόσπασμα από https://en.wikipedia.org/wiki/Double_bind ).
Σε ένα άρθρο του Γιώργου Λεχουρίτη, ψυχολόγου και ψυχοθεραπευτή διαβάζουμε τα ακόλουθα, τα οποία μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε σε βάθος αυτή την σημαντική έννοια:
“Ο όρος double bind (διπλός δεσμός) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ανθρωπολόγο Gregory Bateson και τους συνεργάτες του Don D. Jackson, Jay Haley και John H. Weakland, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, κατά τις έρευνες και συζητήσεις τους σχετικά με την πολυπλοκότητα της επικοινωνίας σε σχέση με τη σχιζοφρένεια. Πρόκειται για ένα μοντέλο ερμηνείας της σχιζοφρενικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της σύνθεσης της θεωρίας της επικοινωνίας και της θεωρίας του παραδόξου (η λογικής ασυμβατότητας) του B. Russel.
Η έρευνα για την διαταραχή στην εμπειρία της οικογένειας, που μπορούσε να περιγραφεί, μετρηθεί και θετικά συνδεθεί με τους σχιζοφρενείς, ήταν κάτι όπως το «ιερόν ποτήριον» ή ο «μυστικός δείπνος» για τους ψυχίατρους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πιο ελπιδοφόρα και δελεαστική πρακτική από αυτήν την έρευνα, πιστεύουμε ότι ήταν η θεωρία του «διπλού δεσμού». Το 1956, ο Gregory Bateson και οι συνεργάτες του (Jay Haley, Don Jackson, John H. Weakland) στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, δημοσίευσαν μια αναφορά γύρω από ένα ερευνητικό σχέδιο, στο οποίο είχαν εξετάσει, διαμορφώσει και δοκιμάσει μια ευρύτερη και συστημική αντίληψη της φύσης, της αιτιολογίας και θεραπείας της σχιζοφρένειας («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», 1956, στο Σχιζοφρένεια και Οικογένεια, εκδ. Γράμματα, 1978).
Η θεωρία του «Διπλού Δεσμού», που αναδύθηκε από το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα, βασιζόταν πάνω στις θεωρίες της επικοινωνίας. O Bateson διατύπωσε το 1956 την υπόθεση/θέση ότι όταν η επικοινωνία ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί έχει σταθερό της χαρακτηριστικό το στοιχείο της αντιφατικότητας των ανταλλασσόμενων μηνυμάτων τότε η επικοινωνία αυτή είναι παθογόνος και μάλιστα σχιζοφρενιογόνος.
Βασικό λοιπόν στοιχείο της υπόθεσης αυτής είναι ότι αν η επικοινωνιακή σχέση (λεκτική και μη λεκτική) ενός παιδιού με τη μητέρα του χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα και λογική ασυμβατότητα, τότε η επικοινωνία είναι παθογόνος (σχιζοφρενικογόνος). Δηλαδή, το παιδί στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το αβάσταχτο αδιέξοδο (αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα) που του δημιουργεί η οικογένεια καταφεύγει στη σχιζοφρενική συμπεριφορά.
Μια σωστή επικοινωνία εξαρτάται:
α) από το άτομο-πομπό του μηνύματος,
β) από τον δέκτη.
Αν η μητέρα είναι συγκεχυμένη, αμφίβολη, αμφιθυμική, αβέβαιη, αντιφατική, τότε αντιφατικά θα είναι και τα μηνύματα που θα εκπέμπει στο παιδί με συνέπεια να δημιουργείται σε αυτό η συνθήκη του «διπλού δεσμού».
Συχνά, η επικοινωνία μέσα στην οικογένεια μπορεί να γίνει αδιέξοδη. Τα μέλη εμπλέκονται σε σχέσεις και μορφές αλληλεπίδρασης που χαρακτηρίζονται από φαύλους κύκλους, ισχυρές αντιφάσεις και βιώνονται με έντονο αίσθημα ενοχής.
Η συναισθηματική εμπλοκή και η σύγκρουση στον άξονα της αντιφατικής εμπειρίας, τις περισσότερες φορές παραμένουν άρρητες, ενδοβάλλονται στα άτομα και επηρεάζουν ως έναν βαθμό τη συμπεριφορά τους όχι μόνο εντός του οικογενειακού πλαισίου αλλά και έξω από αυτό.
Τέτοιες καταστάσεις, που περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον G. Bateson (1972), ονομάζονται «διπλοί δεσμοί» και το χαρακτηριστικό τους είναι πως «ό,τι και να κάνεις, θα είσαι ένοχος..!». Η σχιζοφρενογόνος μητέρα αποτελούσε μόνο ένα από τα πιθανά μπλεξίματα της παιδικής ηλικίας των σχιζοφρενών, που λαμβανόταν υπόψη για την ασθένεια.
Ο Bateson και η ομάδα των συνεργατών του, εστίασαν την προσοχή τους πάνω στη δυναμική της σχέσης μητέρας-παιδιού:
«Η Υπόθεση μας στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η μητέρα ενός σχιζοφρενικού θα εκφράσει ταυτόχρονα, τουλάχιστον δύο είδη μηνυμάτων: ένα εχθρικό ή αδιάφορο και ψυχρό μήνυμα όταν την πλησιάζει το παιδί της και ένα άλλο μήνυμα που δείχνει μια υποτιθέμενη, καθόλου γνήσια και αυθόρμητη συμπεριφορά προσέγγισης και αγάπης, όταν το παιδί της ανταποκρίνεται αρνητικά στην εχθρική και αποσυρμένη συμπεριφορά της σαν δικαιολογία για την εχθρότητα και την απόσυρση που του έδειξε» («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ό.π., σελ.23).
O Bateson μέσα από τις παρατηρήσεις που έκανε στην διάρκεια της κλινικής του πρακτικής, έδωσε ένα παράδειγμα για την κατάσταση του διπλού δεσμού. Το παράδειγμα αυτό με συνοπτικό τρόπο δείχνει τον μηχανισμό του διπλού δεσμού:
«Ένας νεαρός άνδρας που μόλις είχε συνέλθει από ένα οξύ σχιζοφρενικό επεισόδιο δέχθηκε την επίσκεψη της μάνας του, στο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Χαρούμενος που την έβλεπε έβαλε το χέρι του αυθόρμητα γύρω από τους ώμους της, όταν αυτή ξαφνικά τινάχτηκε με μια κίνηση που έδειχνε το άκαμπτο και το απορριπτικό της κίνησης. Αμέσως ο γιός απόσυρε το μπράτσο του. Η αντίδραση της μάνας ήταν ακαριαία: ‘’Δεν με αγαπάς πια;’’ τον ρώτησε. Τότε αυτός κοκκίνισε από ντροπή κι ένταση, και αυτή συνέχισε. ‘’Αγάπη μου δεν πρέπει να γίνεσαι τόσο εύκολα αμήχανος και φοβισμένος από τα συναισθήματά σου’’.
Ο ασθενής άντεξε τη μάνα του μόνο λίγα λεπτά και μόλις αυτή αναχώρησε επιτέθηκε σε μια νοσοκόμα. Τον έβαλαν στην απομόνωση, έξαλλο, ενώ ούρλιαζε και ωρυόταν» («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ό.π., σελ.26).
Η θέση του Bateson και των συνεργατών του ήταν ότι η εσωτερική ταραχή και αναστάτωση που οι σχιζοφρενείς βιώνουν συνδέεται με την συνήθεια μιας συμβατικής και ρουτινιάρικης επικοινωνίας στην μεταφορική γλώσσα, χωρίς όμως την πρωταρχική αναγνώριση (στέλνω σήμα) ότι χρησιμοποιείται μια μεταφορά.
«Η ιδιορρυθμία των σχιζοφρενών δεν έγκειται στο ότι χρησιμοποιούν μεταφορές, αλλά στο ότι χρησιμοποιούν μη γνωστές μεταφορές.
Τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να χειρίζονται τα σήματα εκείνης της τάξης, που τα μέλη της συσχετίζουν λογικούς τύπους με διαφορετικά σήματα» («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ό.π.).
Οι «Λογικοί Τύποι» που αναφέρονται, προέρχονται από την θεωρία του Bertrand Russell, η οποία αναφέρει ότι υπάρχει ασυνέχεια ανάμεσα σε μια τάξη και τα μέλη της.
Ο Bateson προσάρμοσε την θεωρία του Russel, για το βασίλειο των ιδεών και για την επικοινωνία των ιδεών. Ο Bateson επιχειρηματολογούσε ότι υπάρχουν πολυάριθμες τάξεις ιδεών, που χρησιμοποιούνται στην ανθρώπινη επικοινωνία, έτσι ώστε η κάθε μια, υπαγορεύει και υποδεικνύει διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας, μέσα στο πλαίσιο των πεδίων επιρροής τους. Τα παραδείγματα αυτών των τάξεων ιδεών που δίνει, είναι το παιχνίδι, το μη παιχνίδι, η φαντασία, το ιερό, και η μεταφορά.
Σύμφωνα με την θεωρία είναι επιτακτικό να υπερισχύσει η ασυνέχεια ανάμεσα στην τάξη και στα μέλη της, που σημαίνει ανάμεσα σε μια μετά-ιδέα όπως είναι το παιχνίδι και στην επικοινωνία παιχνιδιάρικων ιδεών: «Ενώ λοιπόν στην επίσημη λογική καταβάλλεται προσπάθεια να διατηρηθεί η ασυνέχεια ανάμεσα σε μια τάξη και τα μέλη της, εμείς προσπαθούμε να δείξουμε ότι η ασυνέχεια καταργείται πάντα και αναγκαστικά στην ψυχολογία της πραγματικής επικοινωνίας και ότι πρέπει a priori να υπολογίζουμε την εμφάνιση μιας νοσηρής μεταβολής (βλ. παθολογίας) στον ανθρώπινο οργανισμό, όταν ορισμένες τυπικές δομές της κατάργησης αυτής εμφανίζονται στην επικοινωνία μητέρας παιδιού. Θα αποδείξουμε ότι αυτή η νοσηρή μεταβολή (παθολογία), παρουσιάζει σε ακραίες περιπτώσεις μια συμπτωματολογία, που τα κλασικά της γνωρίσματα μας παροτρύνουν να ταξινομήσουμε τη νοσηρή διαδικασία στη σχιζοφρένεια» («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ό.π., σελ.14).
Αντίθετα από τον μάλλον σκοτεινό και δυσνόητο συλλογισμό της θεωρητικής συσκευασίας των Λογικών Τύπων, η περιγραφή της κατάστασης του διπλού δεσμού, από τον οποίο οι σχιζοφρενείς υποτίθεται ότι συνάπτουν συμβατικά (το συμβόλαιο) την ψυχική τους παθολογία ήταν λογική και πειστική. «Εμείς ξεκινάμε από το γεγονός ότι η ικανότητα κάθε ατόμου να διακρίνει τους διάφορους λογικούς τύπους καταρρέει μόλις εμπλακεί σε μια κατάσταση διπλού δεσμού» («Για μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ό.π., σελ.18).
Βασικό συμπέρασμα: Εφόσον το παιδί εκτίθεται σε συνθήκες «διπλού δεσμού», βρίσκεται σε αδυναμία να αναπτύξει λογική σκέψη.
Τα γενικά χαρακτηριστικά μιας κατάστασης διπλού δεσμού είναι τα εξής:
Το «θύμα», που είναι το σχιζοφρενικό πρόσωπο, το οποίο έχει μια σχέση από την παιδική του ηλικία, με ένα η περισσότερα μέλη της οικογένειας, οι επικοινωνιακές τεχνικές των οποίων προκαλούν εσωτερική σύγκρουση.
Οι επικοινωνίες διπλού δεσμού έχουν μια περισσότερο επαναλαμβανόμενη, παρά μια μοναδική τραυματική εμπειρία. Η επανάληψη είναι αναγκαία έτσι ώστε να προκαλεί στο θύμα, μια καθ’ έξη προσδοκία των μορφών επικοινωνίας, που σχετίζονται με τον διπλό δεσμό.
Η επικοινωνία του διπλού δεσμού παίρνει αρχικά την μορφή μιας πρωτογενούς (πρωτεύουσας) αρνητικής εντολής.
Αυτή μπορεί να έχει δύο μορφές: α) «Μην το κάνεις αυτό γιατί θα σε τιμωρήσω» και, β) «Αν δεν το κάνεις αυτό θα σε τιμωρήσω». Η τιμωρία που είναι απειλητική μπορεί να λάβει την μορφή είτε της στέρησης της αγάπης είτε την έκφραση του θυμού (ή εγκατάλειψη ή μίσος).
Την πρωτογενή αρνητική εντολή ακολουθεί μια δευτερεύουσα εντολή -σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο- σε σύγκρουση με την πρώτη και όπως η πρώτη ενδυναμώνεται από την ενοχοποίηση της τιμωρίας. Η δευτερεύουσα εντολή περιγράφεται πολύ δυσκολότερα διότι δίδεται στο παιδί συνήθως α-λεκτικά, δηλαδή με στάση του σώματος, χειρονομίες, τόνος φωνής κ.ό.κ. Μια τριτεύουσα αρνητική εντολή απαγορεύει στο θύμα να διαφύγει (δραπετεύσει) από την κατάσταση. Όταν πλέον το θύμα έχει μάθει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο σύμφωνα με το πρότυπο του διπλού δεσμού, τελικά η ολοκληρωμένη σειρά μεμονωμένων στοιχείων είναι περιττή. Σχεδόν κάθε τμήμα μιας αλληλουχίας διπλού δεσμού αρκεί για να προκαλέσει οργή, μίσος η πανικό. Η δομή (δηλαδή το μοτίβο η πρότυπο) των συγκρουόμενων και αντιφατικών εντολών μπορεί να προκαλέσει ψευδαισθητικές φωνές.
Ένα ακόμα παράδειγμα μιας διπλής παγίδευσης είναι μια μητέρα που λέει στο παιδί της με σφιγμένα δόντια «έλα να σε αγκαλιάσω γιατί σε αγαπάω». Το λεκτικό μήνυμα έρχεται σε αντίθεση με το σωματικό και το παιδί δε ξέρει πώς να ανταποκριθεί στη σύγκρουση αυτή. Ωστόσο, εξαρτάται από τη μητέρα του για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και έτσι δε μπορεί ούτε να αγνοήσει ούτε να αφήσει αυτή τη σχέση. Βρίσκεται λοιπόν σε ένα δίλημμα. Αν δεν αγκαλιάσει τη μητέρα πιθανότατα αυτή θα θυμώσει μαζί του, αν την αγκαλιάσει θα έρθει αντιμέτωπο με τα εχθρικά της συναισθήματα. Όπως και να αντιδράσει λοιπόν το παιδί στην πρόσκληση της μητέρας θα έχει αρνητικές συνέπειες και θα νιώσει ενοχή.
Η θεωρία του διπλού δεσμού: ένα παράδειγμα
Σε ένα ζευγάρι η γυναίκα δυσαρεστημένη επιπλήττει τον σύντροφό της που δεν της προσφέρει ποτέ λουλούδια. Ο σύζυγος την επόμενη μέρα της προσφέρει μια ανθοδέσμη. Τότε η γυναίκα του λέει: «Τι να την κάνω τώρα την ανθοδέσμη, αφού την έφερες μόνο και μόνο επειδή σου είπα χθες ότι δε μου φέρνεις ποτέ λουλούδια». Το άτομο που έφερε την ανθοδέσμη βρίσκεται παγιδευμένο είτε φέρει λουλούδια είτε όχι θα τιμωρηθεί, διότι θα έρθει αντιμέτωπο με το θυμό του άλλου προσώπου.
Σε αυτού του είδους την επικοινωνία πρέπει να προστεθούν τρία στοιχεία:
– η απαγόρευση να μιλήσει κανείς για αυτήν την κατάσταση (η μετά-επικοινωνία αποτελεί ταμπού),
-η απαγόρευση να εγκαταλείψει κάποιος την κατάσταση,
– η πανταχού παρουσία αυτής της μορφής επικοινωνίας που προκαλεί μια καθ έξιν προσδοκία εντός «παράδοξου σύμπαντος».
Το άτομο που βιώνει συνθήκες διπλής δέσμευσης έχει αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξει αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας, να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τους γύρω του, να έχει δυσκολία στις διαπροσωπικές του σχέσεις και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μπορεί επίσης να εμφανίσει σωματικά συμπτώματα, κατάθλιψη, ενώ στα μικρότερα παιδιά συχνά είναι τα προβλήματα συμπεριφοράς και η παλινδρόμηση σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια. Κατά την ενηλικίωση η απομάκρυνση των ατόμων αυτών από το σπίτι είναι δύσκολη καθώς και η ανάπτυξη νέων υγιών σχέσεων.
Για να λυθεί ο διπλός δεσμός πρέπει το θύμα να απομυθοποιήσει τον θύτη, πρέπει να αρθεί η μονομερής σχέση τυφλής εμπιστοσύνης, έτσι ώστε το παράλογο των παράλληλων αντιφατικών μηνυμάτων να αποδοθεί στον θύτη και όχι να το εσωτερικεύει το θύμα και να αισθάνεται ενοχές.”https://rproject.gr/article/i-theoria-toy-diploy-desmoy-kai-i-krisi
Ο διπλός δεσμός, οι αντιφάσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις
Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του διπλού δεσμού έχει αποδυναμωθεί όσον αφορά την επίδραση που μπορεί να έχει μια τέτοια συνθήκη στην γέννηση της σχιζοφρένειας, εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική προκειμένου να κατανοήσουμε την αδυναμία των ανθρώπων να λάβουν αποφάσεις ως ενήλικα άτομα, όταν είναι εγκλωβισμένα σε διλληματικές συνθήκες.
Μέσω της διαλογικής οπτικής, η αδυναμία της τοποθέτησης του εαυτού σε μια αντίφαση ή σε ένα δίλλημα, μπορεί, αν διερευνηθεί μέσα από τη θεωρία του διπλού δεσμού, να κατανοηθεί ως ένα εγκλωβισμό σε αντικρουόμενες εσωτερικευμένες φωνές που παρεμβαίνουν στον εσωτερικό μας διάλογο, προσκαλώντας μας προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτός ο εγκλωβισμός που συνίσταται στην ταυτόχρονη αποδοχή των αντικρουόμενων και αντιθετικών φωνών οδηγεί συχνά σε μια εκδραμάτιση της σύγκρουσης. Μια εναλλακτική απάντηση στην εκδραμάτιση θα μπορούσε να είναι η αναγνώριση του εγκλωβισμού και η διαλεκτική αντιπαράθεση των φωνών.
Αν με αγαπάς μη με αγαπάς
Μια άλλη εκδοχή του διπλού δεσμού, η οποία επίσης αξιοποιείται συχνά στο πεδίο της ψυχοθεραπείας, είναι αυτή που διατυπώθηκε από τον Mony Elkaim σε ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο: “Αν με αγαπάς μη με αγαπάς”. Σε αυτό το βιβλίο ο διάσημος Βέλγος ψυχοθεραπευτής μιλά για την εσωτερική σύγκρουση που προκαλείται καθώς το άτομο είναι ταυτόχρονα δεσμευμένο σε αυτό που ονομάζουμε “Χάρτη των επιθυμιών” και σε αυτό που ονομάζουμε “Χάρτη του κόσμου” ή “Χάρτη των πεποιθήσεων”.
Οι συγκρούσεις και οι αντιφάσεις προκύπτουν καθώς από το μια είμαστε δεσμευμένοι σε αυτό που μας προσκαλεί η επιθυμία μας ενώ ταυτόχρονα οι πεποιθήσεις και οι κατασκευές για τον κόσμο και το πως τοποθετείται ο εαυτό μας μέσα σε αυτόν μας προσκαλούν σε μια αντίθετη δράση.
Σε μια συνθήκη διπλού δεσμού που αφορά ένα δίλλημα που εμφανίζεται σχετικά με την λήψη αποφάσεων σε κρίσιμες καμπές ή μεταβατικές συνθήκες το σύστημα (άτομο- οικογένεια, ομάδα, κοινότητα) βρίσκεται αντιμέτωπο με ενδεχόμενα που οδηγούν σε μια ομοιόσταση, την διατήρηση δηλαδή μιας ισορροπίας.
Εδώ ο διπλός δεσμός θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ” Αν παραμείνω στην συνθήκη που ζω θα καταστραφώ. Αν επιλέξω να μετακινηθώ οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές”
Σε ατομικό επίπεδο, όταν βρισκόμαστε μέσα σε μια συνθήκη διπλού δεσμού, οι συνέπειες ενδέχεται να είναι οδυνηρές αν δεν κατορθώσουμε να σπάσουμε έγκαιρα τον φαύλο κύκλο που δημιουργείται. Σε αυτή τη περίπτωση η σύγχυση, το άγχος, η κατάθλιψη μπορούν να εκδηλωθούν ως συμπτώματα της δυσκολίας να απεμπλακούμε από το διπλό δεσμό.
«Αν αντισταθείς, χάθηκες». «Αν υποκύψεις, πάλι χάθηκες». Ότι και να κάνεις είσαι ένοχος..!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
– Arist von Schlippe, Jochen Scheitzer (2008), Εγχειρίδιο της συστημικής θεραπείας και συμβουλευτικής. Επιμέλεια: Βιργινία Ιωαννίδου, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις University Studio Press.
– Bateson Gregory (1972), Steps to an Ecology of Mind.University of Chicago Press.
– Μπέητσον, Σχιζοφρένεια και Οικογένεια, Αθήνα, εκδ. Γράμματα, 1978.
– Paul Watzlawick, Janet Beavin Bavelas, Don D. Jackson (2005), Ανθρώπινη Επικοινωνία και οι επιδράσεις της στην συμπεριφορά, επιμέλεια: Κάτια Χαραλαμπάκη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
- Mony Elkaim (2008). Αν με αγαπάς μη με αγαπάς.Σειρά : Ανθρώπινα συστήματα . Εκδόσεις Κέδρος