Ο ασθενής είναι ένα 14χρονο αγόρι από την Ιαπωνία που παραπονιέται ότι δεν θέλει να πάει σχολείο. Δεν είχε σημαντικά προβλήματα ή δυσκολίες κατά τη διάρκεια του δημοτικού σχολείου, αλλά ξαφνικά και χωρίς κανένα εμφανές έναυσμα, σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο κατά το τελευταίο τρίμηνο του πρώτου έτους του γυμνασίου. Ομοίως σταμάτησε κάθε προσπάθεια μελέτης. Οι γονείς του ανησύχησαν και αναζήτησαν ψυχιατρική αξιολόγηση. Κατά τη στιγμή της αρχικής αξιολόγησης, παρατηρήθηκε ότι ο ασθενής είχε κανονική υγιεινή και περιποίηση. Χαιρέτισε τον κλινικό ιατρό και απάντησε στις ερωτήσεις του δηλώνοντας «απλώς δεν θέλω να πάω σχολείο».
Ο ασθενής δεν έχει σημαντικό ιατρικό ιστορικό. Στο αναπτυξιακό ιστορικό έχει καταγραφεί μια ήπια καθυστέρηση στην έναρξη της ομιλίας. Οι πρώτες του λέξεις άργησαν σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του. και δεν χρησιμοποίησε γραμματικές δομές συμπεριλαμβανομένων μορίων όπως π.χ. «να» μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Στο οικογενειακό ιστορικό καταγράφεται ότι η 48χρονη μητέρα του ασθενούς έχει διαταραχή πανικού και νοσηλεύεται από ψυχίατρο. Ο πατέρας του ασθενούς, επίσης 48 ετών, και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ηλικίας 16 ετών, είναι και οι δύο υγιείς. Οι συνήθεις εργαστηριακές εξετάσεις (συμπεριλαμβανομένης της πλήρους αιματολογικής εξέτασης, του βασικού χημικού πίνακα, των ηπατικών ενζύμων και της ανάλυσης ούρων) ήταν εντός των φυσιολογικών ορίων. Σε νευροψυχιατρικές εξετάσεις, ο συνολικός δείκτης νοημοσύνης του ασθενούς ήταν 88, διαιρεμένος περαιτέρω σε 75 και 106 στις υποκλίμακες λεκτικής και απόδοσης, αντίστοιχα, στην κλίμακα Wechsler Intelligence Scale Third for Children Third Edition (WISC-III).
Ο ασθενής παρουσιάστηκε για παρακολούθηση μία φορά, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε στο σπίτι. Ο πατέρας και η μητέρα του επέστρεφαν για παρακολούθηση κάθε δύο έως τέσσερις εβδομάδες για οικογενειακή θεραπεία, παρέχοντας ενημερώσεις για την κατάσταση του γιου τους και λαμβάνοντας συμβουλές από τον ψυχίατρο. Συγκεκριμένα, ο ψυχίατρος έδωσε προτάσεις για το πώς να αλληλεπιδράσουν με τον γιο τους. Οι γονείς ακολούθησαν προληπτικά αυτές τις υποδείξεις, αλλάζοντας το στυλ αλληλεπίδρασής τους με τον γιο τους από εκείνο της επίπληξης και της εντολής του στην υπομονή και την πρόσκληση στο γιό τους να ξεκινήσει συζήτηση ή να κάνει κάποια πράγματα. Κανόνισαν επίσης να επισκέπτεται τακτικά ο δάσκαλος στο σπίτι του ασθενούς, καθώς αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων στο σπίτι, ο δάσκαλος περίμενε επίσης μέχρι ο ασθενής να ξεκινήσει τη συνομιλία. Το αγόρι δεν έλαβε ποτέ απευθείας θεραπεία από επαγγελματία ψυχικής υγείας. Ο ασθενής έφευγε από το σπίτι μόνο μία φορά την εβδομάδα την Κυριακή με τον πατέρα του για να νοικιάσει DVD σε ένα τοπικό κατάστημα βίντεο. Αυτή η κατάσταση διαβίωσης συνεχίστηκε για δύο χρόνια. Στη συνέχεια, κατά την είσοδο στο γυμνάσιο, ο ασθενής ανέφερε ξαφνικά ότι ήθελε να επιστρέψει στο σχολείο. Μπήκε σε μια επαγγελματική σχολή με ειδίκευση στο σχέδιο και έκτοτε παρακολουθεί τακτικά μαθήματα.
η περιγραφή αυτού του περιστατικού είναι απόσπασμα από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4912003/#:~:text=A%20form%20of%20severe%20social,school%20for%20months%20or%20years.
Παρότι είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται κυρίως στην Ιαπωνία η μελέτη του είναι σημαντική για μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις αδιέξοδες μορφές που λαμβάνει η κρίση ταυτότητας στην εφηβεία και στην πρώτη φάση της ενηλικίωσης, σε ένα πολιτισμό που η αλλοτρίωση, η κυριαρχία της απόλαυσης έναντι της επιθυμίας και η αποσύνδεση από το αίσθημα του ανήκειν γίνονται όλο και πιο έντονα φαινόμενα.
Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο psychology.gr από την Έλλη Γκαλτέμη με τίτλο “Σύνδρομο Hikikomori, ένα αμφιλεγόμενο σύνδρομο “, έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τόσο τα βασικά συμπτώματα αλλά και ορισμένες από τις αιτίες αυτού του φαινομένου
Σύνδρομο Hikikomori, ένα αμφιλεγόμενο σύνδρομο
Κατά γενική ομολογία, η εφηβεία αποτελεί μία περίοδο μετάβασης και το χρονικό σημείο κατά το οποίο εμφανίζονται πολλές ψυχιατρικές διαταραχές. Συνήθως, τα πρώιμα συμπτώματά τους δεν διακρίνονται εύκολα, ωστόσο προοδευτικά είναι σε θέση να προκαλέσουν βλαβερές συνέπειες, όπως κοινωνική απόσυρση και απομόνωση.
Σε μία εποχή όπου οι νέες τεχνολογίες διαταράσσουν τη ζωή των ανθρώπων και τα συνηθισμένα μέσα επικοινωνίας με τους άλλους, μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει μία σαφής διάκριση μεταξύ εκείνου που θεωρείται αναπτυξιακά φυσιολογικό και εκείνου που καταδεικνύει την έναρξη ενός ευρέως φάσματος διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης, της κοινωνικής φοβίας, των διαταραχών της προσωπικότητας, της σχιζοφρένειας ή του εθισμού στο διαδίκτυο.
Σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και το σύνδρομο Hikikomori.
Πρόκειται για μία ιδιαίτερου τύπου σοβαρή κοινωνική απόσυρση που παρατηρήθηκε αρχικά στην Ιαπωνία από τη δεκαετία του 1970 και προέρχεται από μία ιαπωνική λέξη που περιγράφει την ψυχοκοινωνική και οικογενή παθολογία.
Η διαταραχή αυτή επηρεάζει κυρίως τους εφήβους ή τους νεαρούς ενήλικες που ζουν αποκομμένοι από τον κόσμο, απομονωμένοι στα σπίτια των γονιών τους και κλειδωμένοι στα υπνοδωμάτια τους για ημέρες, μήνες ή και χρόνια. Αρνούνται να επικοινωνήσουν ακόμα και με την οικογένειά τους, χρησιμοποιούν κατά κόρον το διαδίκτυο και βγαίνουν από τον προσωπικό τους χώρο μόνο για την ικανοποίηση των πιο επιτακτικών σωματικών τους αναγκών. Πολλά άτομα με το σύνδρομο αυτό περνούν περισσότερες από δώδεκα ώρες την ημέρα μπροστά από τον υπολογιστή τους. Κατά συνέπεια, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς βρίσκονται σε κίνδυνο εθισμού στο διαδίκτυο και περίπου το ένα δέκατο εξ αυτών θα ανταποκρινόταν θετικά σε διαγνωστικά κριτήρια για έναν τέτοιο εθισμό.
Η ιδέα του Hikikomori είναι αμφιλεγόμενη, κάτι που προκύπτει και από την απουσία σαφούς ορισμού καθώς και από την απουσία συναίνεσης σε όλες τις σχετικές μελέτες που αφορούν τα διαγνωστικά κριτήρια. Η συζήτηση επικεντρώνεται γύρω από το εάν αυτό το σύνδρομο σηματοδοτεί μία πολιτισμικής φύσεως αντίδραση απέναντι στην κοινωνική αλλαγή που λαμβάνει χώρα στην Ιαπωνία ή εάν πρόκειται για μία αναδυομένη ψυχιατρική διαταραχή που μπορεί να παρουσιάζεται και αλλού. Επίσης, ένα άλλο σημείο που εξετάζεται είναι εάν πρέπει κάποιος να διαγιγνώσκεται με αυτό το σύνδρομο στην περίπτωση που μία άλλη ψυχιατρική διαταραχή μπορεί να αιτιολογήσει τα συμπτώματα.
Χαρακτηριστικά Συνδρόμου Hikikomori
Σύμφωνα με μία ιαπωνική ομάδα εμπειρογνωμόνων, το άτομο που παρουσιάζει το εν λόγω σύνδρομο έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Περνά τον περισσότερο χρόνο του στο σπίτι.
- Δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή την εργασία.
- Η εμμονή στην κοινωνική απόσυρση διαρκεί για περισσότερο από έξι μήνες.
- Δεν παρουσιάζει σχιζοφρένεια, νοητική καθυστέρηση ή διπολική διαταραχή.
Το σύνδρομο αυτό περιγράφηκε αρχικά στην Ιαπωνία, αλλά στη συνέχεια αναφέρθηκαν περιπτώσεις στο Ομάν, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Νότια Κορέα, στο Χονγκ Κονγκ, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αίτια Συνδρόμου Hikikomori
Τα αίτια που προκαλούν το σύνδρομο αυτό δεν έχουν ακόμη διασαφηνιστεί πλήρως και υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις που συζητούνται. Σε ψυχολογικό επίπεδο, πολυάριθμες αναφορές και άρθρα κάνουν λόγο για συσχέτιση του συνδρόμου αυτού με τραυματικές παιδικές εμπειρίες. Φαίνεται ότι πολλές από τις περιπτώσεις ατόμων που παρουσίασαν το Hikikomori αντιμετώπισαν τον κοινωνικό αποκλεισμό ως παιδιά, συχνά ως θύματα σχολικού εκφοβισμού, ή βίωσαν άλλες μορφές απόρριψης από τους συνομηλίκους τους. Μία εσωστρεφής προσωπικότητα, μία ιδιοσυγκρασιακή συστολή και ένας αμφιλεγόμενος τρόπος προσκόλλησης μπορεί επίσης να προδιαθέτει την ανάπτυξη του συνδρόμου.
Στο επίπεδο της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, ίσως να εντοπίζεται μία σχέση μεταξύ της εμφάνισης της διαταραχής και της δυσλειτουργικής οικογενειακής δυναμικής, της γονικής απόρριψης ή της υπερπροστασίας και της ψυχοπαθολογίας των γονέων. Τα ανεπαρκή ακαδημαϊκά επιτεύγματα, σε συνδυασμό με τις υψηλές προσδοκίες και μερικές φορές με την επακόλουθη απόρριψη του σχολείου, φαίνεται επίσης να είναι παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη του συνδρόμου αυτού.
Οι κοινωνικοπολιτισμικές επεξηγήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάσπασης της κοινωνικής συνοχής, της αστικοποίησης, της τεχνολογικής προόδου, της παγκοσμιοποίησης και της καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας, μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στην εμφάνιση του Hikikomori. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να οδηγήσουν τα άτομα που εμφανίζουν σχετική προδιάθεση στην αποστασιοποίηση από την κοινωνία ως μία μορφή ψυχικής αντίδρασης σε επώδυνα συναισθήματα. Η εφεύρεση του διαδικτύου και οι μεταγενέστερες αλλαγές που επέφερε στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν μπορεί επίσης να αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην ανάπτυξη της εν λόγω διαταραχής.
Σύνδρομο Hikikomori και άλλες Ψυχιατρικές Διαταραχές
Η διαφοροποίηση μεταξύ του Hikikomori και των πρώιμων σταδίων άλλων ψυχιατρικών διαταραχών μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη, καθώς πολλά από τα συμπτώματά του, όπως η απομόνωση, η απώλεια κινήτρων, η δυσφορική διάθεση, οι διαταραχές του ύπνου και η μειωμένη συγκέντρωση, μπορεί να εντοπιστούν και σε διάφορες άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις.
Όπως και το Hikikomori, ο εθισμός στο διαδίκτυο αποτελεί μία αναδυόμενη ψυχιατρική διάγνωση, με τον ορισμό και τα κλινικά χαρακτηριστικά της να εξακολουθούν να αποτελούν θέμα συζήτησης. Η επιλογή του όρου «εθισμός» υπογραμμίζει μία υποθετική σχέση μεταξύ της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου και άλλων εξαρτήσεων συμπεριφοράς, όπως τα τυχερά παιχνίδια και η εξάρτηση από ουσίες.
Τα εθισμένα στο διαδίκτυο άτομα είναι τρεις φορές πιο πιθανό από τους μη εθισμένους σε αυτό να κάνουν κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών. Το Hikikomori και ο εθισμός στο διαδίκτυο παρουσιάζουν κάποια κοινά στοιχεία, όπως η απώλεια ενδιαφέροντος για τις σπουδές ή την εργασία, οι δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, η απώλεια ενδιαφέροντος για άλλες δραστηριότητες και η χρήση του διαδικτύου ως διαφυγή από μία δυσφορική διάθεση. Μία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών διαταραχών, ανεξάρτητα από τον ορισμό τους, είναι η εμφάνιση στερητικού συνδρόμου που παρουσιάζει ο εθισμός στο διαδίκτυο και η υπόθεση ότι η λειτουργική ανεπάρκεια προέρχεται από το πρόβλημα της εξάρτησης και όχι το αντίστροφο. Επιπλέον, το 56% των ατόμων που παρουσιάζουν το σύνδρομο Hikikomori ενδέχεται να διατρέχουν τον κίνδυνο εθισμού στο διαδίκτυο.
Συνήθως, η συζήτηση για την ύπαρξη του συνδρόμου αυτού σε ένα άτομο δεν ξεκινά στα πρώιμα στάδια της διαταραχής εν μέρει λόγω της φύσης της νόσου και εν μέρει λόγω της διστακτικότητας της οικογένειας να αντιμετωπίσει το θέμα κυρίως για λόγους ντροπής, φόβου, κοινωνικού στίγματος και έλλειψης γνώσης.
Στην Ιαπωνία, υπάρχουν τρεις δρόμοι αντιμετώπισης του συνδρόμου αυτού:
- τα κέντρα ψυχικής υγείας που χρησιμοποιούν ψυχολογικές και κλινικές προσεγγίσεις,
- οι κοινωνικές δράσεις που χρησιμοποιούν μη κλινικές και μη ψυχολογικές προσεγγίσεις και
- μία ποικιλία εναλλακτικών θεραπευτικών δράσεων, όπως η θεραπεία που υποστηρίζεται από άλογα κλπ.
Το γενικό πλάνο αντιμετώπισης της διαταραχής αυτής επικεντρώνεται στο να διαταράξει τη φυσική και κοινωνική απομόνωση του ατόμου, να το ωθήσει να αναλάβει έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία, είτε αυτό σχετίζεται με την επιστροφή στις σπουδές είτε με την ένταξη στην αγορά εργασίας. Η θεραπευτική διαδικασία μπορεί να έχει μακρά χρονική διάρκεια καθώς η πλήρης και συνεχής αφοσίωση στις θεραπευτικές πρακτικές είναι ασυνήθιστη και μόνο ένα μειοψηφικό ποσοστό των περιπτώσεων επιτυγχάνει πλήρη κοινωνική συμμετοχή.
Πηγή: Το παρόν άρθρο στηρίχθηκε στην επιστημονική εργασία των Emmanuel Stip, Alexis Thibault, Alexis Beauchamp-Chatel και Steve Kisely για το σύνδρομο Hikikomori.
http://journal.frontiersin.org