Το θεμελιώδες ερώτημα, λοιπόν, από το οποίο έγινε η εκκίνηση της όλης προσπάθειας αφορά στο τι σηματοδοτεί μια κρίση, καθώς και σε ποια καινούργια νοήματα και μετασχηματισμούς μάς προσκαλεί. Πρόκειται για ζήτημα που με απασχολεί έντονα από το 2010, ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα:
- Το ένα είναι το προσωπικό πεδίο, τίθεται δηλαδή αυτοαναφορικά: Προσπαθώ να κατανοήσω πώς τοποθετώ τον εαυτό μου ως υποκείμενο μέσα σε μια συνθήκη κατά την οποία μακροχρόνιες βεβαιότητες και σταθερότητες αμφισβητούνται και παραδοσιακά στέρεα σημεία, όπως, λ.χ., οι κοσμοθεωρίες, χάνουν τη δυνατότητα να τροφοδοτούν με νόημα την καθημερινή μου ζωή.
- Το δεύτερο είναι το συλλογικό, συστημικό πεδίο: Πώς τα υποκείμενα, μέσα από τις συλλογικότητες που συγκροτούν όπως και μέσα από τους θεσμούς στους οποίους συμμετέχουν, συναντιούνται διαλογικά σε μια συνθήκη κρίσης, πώς τη δημιουργούν, τη συντηρούν και την αναπαράγουν ή, ενδεχομένως, κινητοποιούνται και μετασχηματίζουν το πλαίσιο όπου ζουν.
Θα μπορούσε κάποια[1] να υποστηρίξει βάσιμα ότι αυτή η διάκριση σε δύο επίπεδα, στα οποία μπορεί να γίνει κατανοητή μια κρίση, αποτελεί ένδειξη ότι κάνουμε εκ προοιμίου αποδεκτή μια βασική προβληματική που συναντάμε συχνά σε αυτήν τη συνθήκη, δηλαδή την αποδοχή του κατακερματισμού και της μερικότητας έναντι της ολιστικότητας και της πολυπλοκότητας.
Πράγματι, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος και αξίζει να επισημανθεί, ώστε να διαφυλάξουμε τη σημασία και τη σπουδαιότητα της ολιστικής οπτικής. Έτσι, στο βιβλίο αυτό ο διαχωρισμός ανάμεσα στο άτομο και το σύστημα ή στο όλο και το μερικό εξυπηρετεί λειτουργικά την ανάπτυξη του διαλόγου και συνιστά τρόπο κατανόησης ή περιγραφής μιας συνθήκης και όχι παραγνώριση ή μείωση της σημασίας της αλληλεπιδραστικής και σχεσιακής οπτικής, μέσα από την οποία τα άτομα και τα συστήματα είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα.
Ο κίνδυνος για τον οποίο μιλώ εντείνεται, αν αφεθούμε να αποδεχθούμε ένα μεθοδολογικό αναγωγισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι συλλογικές κρίσεις προέρχονται από (και εκφράζουν) τις κρίσεις νοήματος που βιώνουν όσα υποκείμενα συγκροτούν μια, μικρότερη ή ευρύτερη, ομάδα. Πράγματι, μια τέτοια θεώρηση θα ψυχολογικοποιούσε μια πολύπλοκη διεργασία, η οποία όχι μόνο εμπλέκει πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, αλλά και ενδέχεται να έχει μεγάλη χρονική διάρκεια. Παράλληλα, όμως, το να παραγνωρίσουμε τη μοναδικότητα που έχει η ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία επιτρέπει στον καθένα να νοηματοδοτεί και να μετασχηματίζει −ταυτόχρονα υποκειμενικά και διυποκειμενικά− μέσω του φαντασιακού διαρκώς και αδιαλείπτως τον κόσμο όπου ζει, αποτελεί επίσης κίνδυνο.
Ως εκ τούτου, θα πρότεινα στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να έχουν στο νου τους, καθώς διαβάζουν το κείμενο και τους διαλόγους που το συγκροτούν, πως η επιστημολογική βάση στην οποία αυτό στηρίζεται είναι η συστημική προσέγγιση, η αποδοχή της διαλογικότητας, της σχεσιακότητας και της αλληλεξάρτησης ατομικού και συλλογικού· επίσης, ότι τούτα τα στοιχεία (διαλογικότητα, σχεσιακότητα, αλληλεξάρτηση) είναι χαρακτηριστικά μιας ολιστικής αντίληψης, καθώς και μιας οικολογικής παιδείας[2], σύμφωνα με την οποία όλοι οι κόσμοι και οι πραγματικότητες που συνθέτουν τον Κόσμο[3], βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση, σε συνεχή αλληλεπίδραση και, επομένως, οτιδήποτε συμβαίνει σε ένα εξ αυτών επηρεάζει κυκλικά όλα τα υπόλοιπα.
Επιστρέφοντας, ξανά, στο καθοδηγητικό ερώτημα όλων των συζητήσεών μας, θα ήθελα να τονίσω ότι αυτό δεν αφορά τις αιτίες που γεννούν τις κρίσεις. Μια τέτοια διερεύνηση εκτιμώ πως θα ήταν άτοπη, καθώς εξαρτάται από πολλές παραμέτρους: ποιες κρίσεις μελετάμε, σε ποιο ιστορικό, κοινωνικό, σχεσιακό πλαίσιο, σε ποιες πραγματικότητες, ποια περιβάλλοντα, ποιους/ες αφορά;
Συνεπώς, τα ερωτήματα προς τους συνομιλητές δεν επιζητούν απαντήσεις σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες, καθώς η κρίση λαμβάνει διαφορετικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με τη θεματική της, όπως λ.χ. κοινωνικά, υπαρξιακά, οικονομικά, οικολογικά και πολιτιστικά — παρότι, βέβαια, στις συζητήσεις μας θα εντοπίσει κανείς πολλές σκέψεις και ιδέες σχετικά με τις αιτίες που οδηγούν σε προσωπικές ή συλλογικές κρίσεις.
Αντίθετα, ό,τι κυρίως επιδιώκεται είναι να υπάρξουν ανοικτές απαντήσεις σχετικά με το πώς τα συστήματα παράγουν και κατασκευάζουν αφηγήσεις για τις κρίσεις, καθώς και πώς οργανώνουν τις μορφές αυτών των αφηγήσεων[4]. Επιπλέον, πώς παράγονται θεωρίες, νοήματα και ερμηνείες κατανόησης, πώς αναδύονται, συνυπάρχουν και συγκρούονται ατομικά και συλλογικά αξιακά πλαίσια και ηθικές, πώς οργανώνονται και εξελίσσονται ενδοπροσωπικοί, ενδοσυστημικοί και διαπλαισιακοί/διασυστημικοί διάλογοι και καθημερινές πρακτικές με άξονα μια συνθήκη κρίσης. Η τελευταία βιώνεται, όπως ανέφερα, άλλοτε ως προσωπική και άλλοτε ως συστημική συλλογική εμπειρία, χωρίς να χάνεται ποτέ η αλληλεπιδραστική διεργασία, έστω και αν αυτή συμβαίνει στο παρασκήνιο.
Ένα σημαντικό ζήτημα που προκύπτει αφορά στον τρόπο επίλυσης μιας κρίσης, καθώς σε άλλες περιπτώσεις αρκούν διορθωτικές αλλαγές, ενώ σε άλλες απαιτούνται ρήξεις και μετασχηματισμοί[5]. Ακόμα, τα μέσα μπορούν να λάβουν διαφορετικές μορφές: άλλοτε είναι ειρηνικά· άλλοτε οι μετακινήσεις είναι σταδιακές, συμβαίνουν μέσα από την παιδεία και την αλλαγή παραδείγματος, βιώνονται σε ένα συνεχές της ιστορίας και της εμπειρίας μας· άλλοτε, τέλος, οι επιθυμίες για αλλαγές οδηγούν σε ρήξεις (ενδεχομένως ακόμα και μέσω της βίας), σε ασυνέχειες και στην ανάγκη να κατασκευαστούν καινούργια πλαίσια στα οποία τα υποκείμενα μπορούν να ανελιχθούν προς μια νέα κατεύθυνση.
Εκτιμώ, μάλιστα, πως είναι ιδιαίτερης αξίας η αισθητική και η ηθική στάση μέσα από την οποία βιώνουμε αυτή την εμπειρία. Έτσι, έχει μια σημασία αν ένας διάλογος με πλουραλισμό και πολυφωνία αποτελεί την κεντρική επιλογή, αν δηλαδή υπάρχει μια ηθική της διαπραγμάτευσης και η καταφυγή στη δημιουργικότητα και τη φαντασία, ή, απεναντίας, επιλέγεται η βία, ο πόλεμος και η κυριαρχία.
Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες της αυτοαναφοράς και της αυτοποίησης, οι οποίες έχουν αναλυθεί επαρκώς στη συστημική θεωρία, μας βοηθούν να κατανοήσουμε την όλη διεργασία.
Το παράδοξο, για όσες και όσους έχουν συνηθίσει να σκέφτονται με μανιχαϊστικούς όρους διπολικών και αντιθετικών αλληλοαποκλειόμενων συνθηκών, είναι πως μέσα σε μια συστημική και ολιστική οπτική όλα τα ανωτέρω συχνά συνυπάρχουν ως ταλαντώσεις μέσα σε ένα διαλογικό φάσμα[6], ως δυνητικές επιλογές, ως ενδεχομενικότητες. Έτσι, αναπόφευκτα εμπλέκονται σε διάλογο, δημιουργώντας συχνά φαύλους κύκλους, διπλά μηνύματα, διαλεκτικές αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, αδιέξοδα ή, εξ αντιθέτου, γεννώντας εναλλακτικές αφηγήσεις για το παρελθόν, καινούργια νοήματα για το παρόν, καθώς και δυνατότητες για ένα εναλλακτικό μέλλον για τον εαυτό και τον κόσμο.
- Όπως στα προηγούμενα βιβλία μου, και εδώ έχει υιοθετηθεί η εναλλακτική χρήση του αρσενικού και θηλυκού γραμματικού γένους στη σήμανση του (μη συγκεκριμένου) υποκειμένου των προτάσεων.
[2]. Η έννοια της οικολογικής παιδείας βασίζεται στο έργο του Fritjof Capra, φυσικού που συνέδεσε την οικολογία με τη θεωρία συστημάτων και τον ολιστικό τρόπο σκέψης. Περισσότερες πληροφορίες στα: https://en.wikipedia.org/wiki/Ecological_literacy και https://www.ecoliteracy.org/article/new-facts-life. Το έργο και οι ιδέες του έχουν ασκήσει βασική επίδραση στις θεματικές που έθεσα προς συζήτηση στις συνομιλήτριές μου.
[3]. Υιοθετείται εδώ η βασική ιδέα του Κ. Αξελού, όπως διατυπώνεται στην Ανοιχτή Συστηματική, ότι ο Κόσμος εμπεριέχει πολλούς και διαφορετικούς κόσμους.
[4]. Για τις μορφές των αφηγήσεων δες σχετική αναφορά στη Γραμματική των Αποθεμάτων.
[5]. Στο βιβλίο διατυπώνονται με σαφήνεια οι αλλαγές πρώτου και δευτέρου επιπέδου, όπως και η έννοια της ασυνέχειας.
[6]. Η έννοια των ταλαντώσεων στο διαλογικό φάσμα παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, σε εισήγηση στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου, που οργάνωσε το Ίδρυμα Ωνάση στις 15-12-2019, σχετικά με τη σημασία της σεξουαλικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα (δες σχετικά στο: https://www.youtube.com/watch?v=EZQ1hCcT1Ns&ab_channel=OnassisFoundation). Δες, επίσης, στον πρόλογο του βιβλίου μου Ονειροτοπία, η οποία εκδόθηκε από τον Αρμό (2020).