Αφηγηματολογία : Πόσο μεγάλη δύναμη έχει η αφήγηση στον λόγο;
Κάθε περιγραφή μας για τον κόσμο, μας λέει ο Heidegger [1], περιέχει μια ερμηνευτική που προέρχεται από την εμπειρία. Κάθε απόπειρα περιγραφής με την έννοια της αφήγησης γεγονότων που είναι ελεύθερα από ερμηνευτικές δομές, είναι μια ψευδαίσθηση. Η ιδέα της αντικειμενικότητας είναι μια ερμηνευτική κατασκευή, μια απόφανση του λόγου κατά τον Αριστοτέλη, που “δείχνει αυτό που εκφέρει”.[2] Ανάμεσα στη σκέψη και στην πραγματικότητα παρεμβάλλεται ο λόγος που εκφέρεται με φωνήεντα-σύμφωνα, η γλώσσα δηλαδή, που κατασκευάζει τα νοήματα, που δημιουργεί την δική της πραγματικότητα. Ο Wittgenstein έγραψε ότι αυτός ο κόσμος δεν αποτελείται από πράγματα αλλά από γεγονότα που φορτίζονται από λέξεις.
Για τον Ντεριντά η γλώσσα ή τα “κείμενα” δεν αντανακλούν τη φυσική δομή του κόσμου, αλλά του δίνουν μια ερμηνεία, ερμηνεία μέσα από τον λογοκεντρισμό: “…ακόμη και ότι βιώνουμε καθορίζεται από τους τρόπους με τους οποίους ότι θεωρείται αληθινό κατασκευάζεται ως τέτοιο”.[3] Αυτό αναφέρεται στους τρόπους αντίληψης, διάκρισης, σύστασης, ορισμού και παραγωγής ή “εφεύρεσης” αντικειμένων.
Ο τρόπος που ερμηνεύουμε τα πράγματα έχει ένα πολιτιστικό και πολιτικό περιεχόμενο. Αυτός είναι και ο λόγος που Ντεριντά επέμενε και υπερασπίστηκε την πολυμορφία και την πολυσυνθετότητα, αρνούμενος την ιδέα της απλοϊκότητας, της ενότητας, της ταυτότητας ή της ομοφωνίας: “Ο Ντεριντά εκτιμούσε την αποδομητική επανερμηνεία ως ένα είδος πολιτικής ανάγνωσης συνεπούς μη-εφαρμογής…ως μια επανεξέταση ενάντια στην τρέχουσα αποκατάσταση, ενάντια στον φιλοσοφικό ή θεωρητικό νεοκονφορμισμό γενικά ( κα ας μην αναφέρουμε την λογοτεχνία) που ισοπεδώνει και “οριζοντιώνει” τα πάντα γύρω μας”( Derrida, 1998b:45-6).[4]
Η γλώσσα δημιουργεί τα νοήματα, την αφήγηση, που με τη σειρά της εισάγει και παρουσιάζει τα νοήματα αυτά στις κοινωνικές ομάδες, στα υποκείμενα τα συνδεόμενα μεταξύ τους με μια συγκεκριμένη κουλτούρα: ” Μια από τις ισχυρότερες και πιο συχνές μορφές διαλόγου στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι η αφήγηση”.[5]
Η εξουσία, η επιστήμη, η ψυχανάλυση χρησιμοποίησαν τις μεγάλες αφηγήσεις για να συστήσουν θεσμούς αλλά και τακτικές χειραγώγησης, περιθωριοποίησης και μεθοδεύσεις ανισότητας – ο τρόπος νομιμοποίησης μέσω της προνομιούχας βούλησης, λέει ο Lyotard. Η ψυχανάλυση αλλά και η ψυχοθεραπεία με τις μετα-αφηγήσεις διατήρησαν τις κοινωνικές δομές ανισότητας μέσα από το τι είναι ή τι δεν είναι παθολογικό και ενίσχυσαν τις κατασταλτικές σχέσεις εξουσίας.( Foucault, 1988). Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Φροϋδικό “άγχος ευνουχισμού” του μικρού κοριτσιού στη θέα του πέους του μικρού αγοριού το οποίο το κορίτσι αναγνωρίζει ως ανώτερο σε σχέση με το δικό της γεννητικό όργανο. Έτσι η ιεράρχηση άντρας/γυναίκα γίνεται τυπική της σοβινιστικής οικονομίας του πολιτισμού μας.
Στη μοντέρνα ψυχοθεραπεία-τεχνολογία, όπως την χαρακτηρίζει η ψυχοθεραπεύτρια Harlene Anderson, ο επισκέπτης θεωρείται δυσλειτουργικός, μια μηχανή που χρειάζεται επιδιόρθωση για να μπορέσει να λειτουργήσει και πάλι κανονικά και φυσιολογικά. Ο ρόλος του θεραπευτή, ειδήμονα και παντογνώστη, είναι να εντοπίζει τη δυσλειτουργία της “μηχανής” μέσα στο προσωπικό, οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό σύστημα, να επιδιορθώνει τα λάθη και να επαναφέρει το σύστημα στην κανονική του λειτουργία. Η γλώσσα, σ’ αυτή την περίπτωση είναι το μέσο και το εργαλείο μέσα από το οποίο ασκείται ο εντεταλμένος ρόλος του θεραπευτή, ρόλος τού να ανακαλύπτει, να προβλέπει και τέλος να προκαλεί την “αλλαγή”.
Η μεταμοντέρνα σκέψη έρχεται να ασκήσει κριτική στις μοντέρνες διαδικασίες θεραπείας και έχει συσχετιστεί με τη σκέψη του Bakhtin, Derrida, Foucault, Lyotard, Rorty και Wittgenstein παρουσιάζοντας μια ευρύτερη αμφισβήτηση των εδραιωμένων μετα-αφηγήσεων, των προνομιούχων αφηγήσεων και της παγκόσμιας αλήθειας. Η μεταμοντέρνα σκέψη κινείται προς μια γνώση της πρακτικής του διαλόγου, προς μια πολυμορφία των αφηγήσεων που είναι περισσότερο τοπική, ερμηνευτική και ρευστή. Κινείται προς ένα πλουραλισμό των προσεγγίσεων, στην ανάγκη ανάλυσης των εννοιών της γνώσης, της αλήθειας, της ιστορίας, του εαυτού και των σχέσεων εξουσίας .Δίνει έμφαση στην “σχετικιστική φύση της γνώσης και στην παραγωγική φύση της γλώσσας”.[6] Φτάνουμε έτσι, τονίζει η Anderson, στην ερμηνευτική του Heidegger – αυτό που ο ίδιος ονόμασε ερμηνευτικό κύκλο: Η κατανόηση είναι κυκλική, το μέρος αναφέρεται στο όλον και το όλον στο μέρος. Μέσα από αυτή την προοπτική, η κατανόηση του υποκειμένου αναφέρεται τοπικά και χρονικά στο γίγνεσθαι του όλου-της ομάδας στην οποία ανήκει- και η κατανόηση του όλου-της ομάδας- φανερώνεται μέσα από την υποκειμενική ερμηνευτική εμπειρία. Η μεταμοντέρνα θεραπεία εντοπίζει αυτό που έχει λεχθεί καθώς και αυτό που δεν έχει λεχθεί ακόμη. ( The not yet-spoken)
Η μεταμοντέρνα, δια του λόγου ή αφηγηματική θεραπεία εισήχθη από τους Αυστραλούς White και Epston τη δεκαετία του 1980 και έδωσε έμφαση στη σπουδαιότητα της γλώσσας η οποία κατασκευάζει τα νοήματα που δίνουμε οι άνθρωποι στις μεταξύ μας σχέσεις και που επηρεάζουν-δημιουργούν τις συμπεριφορές και την κοσμοθεωρία μας. Η αφηγηματική θεραπεία έχει ως βάση και αρχή τον κοινωνικό κονστρουξιονισμό, την ιδέα δηλαδή ότι αυτό που οι άνθρωποι αποκτούμε ως εμπειρία προσωπική αλλά και δια-προσωπική είναι κατασκευασμένο από τις κοινωνικές και πολιτιστικές επιδράσεις. Μέσα από την ιστορία και την αφήγηση, οι πολιτισμοί δίνουν δυνατά μηνύματα στα μέλη τους για το πώς ερμηνεύονται σημαντικές έννοιες που υποστηρίζουν αυτούς τους πολιτισμούς όπως τι είναι για παράδειγμα ο ξένος, το γένος, η φυλή, η τάξη, η υγεία κ.λ.π. Οι έννοιες αυτές αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις εξουσίας που κινούνται σχεδόν πάντα στο μοντέλο του Α διαφορετικό από το Β δηλαδή άνδρας/γυναίκα, γιατρός/ασθενής, φτωχός/πλούσιος, λευκός/μαύρος και δημιουργούν τις κοινωνικές ανισότητες, την περιθωριοποίηση, την φτώχεια, την καταδυνάστευση και καταρράκωση του ανθρώπινου ψυχισμού.
Στην αφηγηματική θεραπεία ο επισκέπτης, μέσω της αποδόμησηςκαι του διαλόγου, ενημερώνεται για την προσωπική του ιστορία και για τις πολιτιστικές και πολιτικές εικασίες που χτίζονται γύρω από αυτήν. Με τη ” μέθοδο” της εξωτερίκευσης (externalizing conversations) το άτομο κατορθώνει να αποστασιοποιήσει τον εαυτό του από το πρόβλημα – δεν είναι αυτός/ή το πρόβλημα, το πρόβλημα είναι το πρόβλημα – και να συνειδητοποιήσει ότι οι εσωτερικές του αφηγήσεις είναι οι διακηρύξεις των σχέσεων εξουσίας της κουλτούρας μέσα στην οποία ζει. Το πρόβλημα και οι συνέπειές του είναι αυτό που οι White και Epston ονόμασαν η “κυρίαρχη ιστορία”. Όταν η κυρίαρχη ιστορία εντοπιστεί, ονομαστεί και τοποθετηθεί έξω από το άτομο, μέσα στον κοινωνικό και πολιτιστικό καμβά, τότε είναι δυνατό να ερμηνευτεί με διαφορετική προοπτική που θα είναι πιο συμβατή με την θέληση του υποκειμένου. Η στάση της γλωσσικής αποστασιοποίησης από το πρόβλημα ανοίγει χώρο για το στοχασμό του ατόμου πάνω στην ύπαρξη στιγμών στη ζωή του που δεν κατακλύζονται από την “κυρίαρχη ιστορία”. O σύμβουλος και ο συμβουλευόμενος ερευνούν για άλλες πιθανές ιστορίες γύρω από την ταυτότητα του δεύτερου, αυτό που οι White και Epston αποκαλούν “μοναδικές εκβάσεις” (unique outcomes). [7] Ο επισκέπτης , μέσα από αυτή τη διαδικασία κατανοεί ότι “η εμπειρία της ζωής είναι πλουσιότερη από τις υιοθετημένες ταυτότητες”. Η αφήγηση αποδομείται ως “κείμενο”, η ιστορία “ξαναδιαβάζεται” με άλλη ερμηνεία πιο επιθυμητή και επαρκή για το άτομο.
[1] M.Heidegger, Being and Time, New York, 1962
[2] Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, θ.10
[3] Paul Bowman, Deconstructing Popular Culture, p.44
[4] ό.π. σελ.47
[5] Jerome Bruner, Πράξεις Νοήματος, σελ.123
[6] Ηarlene Anderson, A postmodern approach to therapy, σελ.37
[7] White, Epston, Narrative means to Therapeutic Ends, New York
πηγή δημοσίευσης:https://www.phcou.com/index.php/m03