η μνήμη υπάρχει μοναχά χάρη στις αφαιρέσεις, είναι επιλεκτική, διαλέγει το σημαντικό από το ασήμαντο, έτσι λειτουργεί, ποιος νοιάζεται αν διαλέγει σωστά, ίσως μονάχα οι ψυχαναλυτές και οι ιστορικοί ενδιαφέρονται για την ορθότητα των επιλογών της
Η μητέρα μιλούσε ακατάπαυστα, οι δύο ακροατές ήταν σαν να είχαν περάσει σε μια άλλη διάσταση, ο χρόνος έχανε τη σημασία του, η γλώσσα αποδεσμευόταν από τους περιορισμούς που της επέβαλαν οι γραμματικοί κανόνες, ο τόπος τριγύρω άλλαζε συνέχεια με μια τρομακτική ταχύτητα και οι εικόνες, άλλοτε ασπρόμαυρες, άλλοτε χρωματιστές, διαδέχονταν η μία την άλλη με φοβερή ταχύτητα, δημιουργώντας ένα ακατανόητο για αυτούς κολάζ· εγώ, συνηθισμένος να την ακούω, θα ήμουν εντάξει με αυτό, είχα μπει και είχα βγει πολλές φορές από το χαοτικό ταξίδι που με προσκαλούσε. Είμαι σίγουρος όμως ότι οι δυο τους ήταν τρομαγμένοι, απορούσαν από πού ξεπηδούσαν όλα αυτά, η μνήμη υπάρχει μοναχά χάρη στις αφαιρέσεις, είναι επιλεκτική, διαλέγει το σημαντικό από το ασήμαντο, έτσι λειτουργεί, ποιος νοιάζεται αν διαλέγει σωστά, ίσως μονάχα οι ψυχαναλυτές και οι ιστορικοί ενδιαφέρονται για την ορθότητα των επιλογών της, η μητέρα έκανε λάθος που ξεκλείδωνε συνέχεια πόρτες και παράθυρα, η ιστορία της γινόταν κουραστική.
Ένα διάφανο σπίτι, ένα παιδί σε ένα παιδικό δωμάτιο, άθικτα πιάτα στο τραπέζι, ένας λυπημένος άντρας, το δωμάτιο γεμάτο παραπεταμένα χαρτιά, άλλα από αυτά είναι άσπρα, κενά, άλλα έχουν σχέδια και άλλα είναι πυκνογραμμένα, μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά, μοιάζει ευτυχισμένη, κράτησε λίγο, μην ξεγελιέστε, μια γυναίκα απόκοσμη, μοναχική, το μωρό κλαίει, αναζητά μια αγκαλιά, κανένας δεν είναι εκεί, οι εικόνες για μια ακόμα φορά άρχισαν να έρχονται καταιγιστικές, μια γυναίκα σε ένα φορείο, ένα μισοάδειο ποτήρι κρασί, το τσιγάρο καίγεται ξεχασμένο, ένας άντρας που φοράει πρόχειρα, κακοδιαλεγμένα ρούχα, το παιδί που στέκεται για λίγο στην πόρτα κοιτάζει απορημένο και μετά εξαφανίζεται τρέχοντας για να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι του, η γυναίκα κάθεται σιωπηλή σε μια κουζίνα μονάχη, κραυγές, οι άνθρωποι φωνάζουν ο ένας στον άλλο, ένα παιδί που παίζει μονάχο, ψηλά σπίτια με lego γκρεμίζονται, κλάματα, ένα σιντριβάνι με βρόμικα νερά και κακόμοιρα χρυσόψαρα, ένα αυτοκίνητο στην εθνική οδό, ένα νεαρό ζευγάρι με sleeping bags στους ώμους, άνθρωποι στον δρόμο που φωνάζουν, τρέχουν, αστυνομικοί κρατούν ρόπαλα στα χέρια, άντρες και γυναίκες χορεύουν ζαλισμένοι από τα αλκοόλ και το χασίς, ένα σπίτι γιαπί, μισογκρεμισμένοι τοίχοι, ένα σπίτι που χτίζεται, το μωρό που πεινά, το σπίτι ρημάζει, αφημένο στον χρόνο που περνά, γεμάτο μνήμες, ένα πτώμα, ακίνητο μπρούμυτα, σιωπή, δυο άνθρωποι που κάποτε γελούσαν κι έπαιζαν με τον χρόνο στέκονται όρθιοι, αντικριστά, σιωπηλοί, ενοχή, μια άδεια βιβλιοθήκη, ένα πάτωμα γεμάτο βιβλία, ένας γυμνός τάφος, ένα ανοιχτό μπαλκόνι, ένα σώμα που πέφτει στο κενό, ένα αγόρι που τραυλίζει συνέχεια, ένας οργισμένος έφηβος, μια καρέκλα οριστικά και αμετάκλητα άδεια από το σώμα που κάποτε συνήθιζε να κάθεται σε αυτή, όχι μόνο, κανείς δεν θα άντεχε να ζήσει έτσι για πολύ.
Φτάνει!
Οι μνήμες παλεύουν μεταξύ τους, πού πήγαν όλα τα καλά που τύχανε στη ζωή μου; αναρωτιέται τα βράδια, η αγάπη, τα όνειρα, τα ταξίδια και τα παιχνίδια μας, πώς μπορώ να θυμάμαι μόνο όσα με έχουν πονέσει;
Η νοσταλγία, η σύνδεση με την απώλεια μας κάνει να πονάμε περισσότερο από τις κακές αναμνήσεις, μητέρα, μόνο αυτό έχω να σου πω, δεν ξέρω τι άλλο.
Μοιάζει σαν μια καταιγίδα από flash back, τα πλάνα είναι αμοντάριστα, οι σκηνές είναι μπερδεμένες, άλλες είναι πραγματικές, άλλες έχουν ξεπεταχτεί από σελίδες βιβλίων, στίχους τραγουδιών, κινηματογραφικές ταινίες. Ασπρόμαυρες, έγχρωμες;
Τι σημασία έχει; Οι μνήμες είναι χρωματιστές όταν αυτοί που θυμούνται βλέπουν τριγύρω τα χρώματα, αλλιώς οι μνήμες και τα όνειρα είναι ασπρόμαυρα, όπως γράφουν όλα τα βιβλία. Έχει σημασία;
Δεν βγαίνει νόημα, το νόημα είναι παντού και δεν είναι πουθενά αν δεν έχει μια σειρά, αν δεν έχει μια κορνίζα να το περικλείει.
«Και αν είναι έξω από τη σελίδα, μπαμπά; Τότε τίποτα δεν έχει νόημα;»
«Όλα έχουν νόημα μικρέ, αρκεί να θελήσεις να το αναζητήσεις, αρκεί να μπορέσεις να το ανακαλύψεις» ακούγεται η φωνή του πατέρα.
Η μητέρα έπρεπε να σταματήσει, έπρεπε να μιλήσει σε εμένα, ήμουν εγώ που χρειαζόμουν τις εξηγήσεις.
Φτάνει πια με τις εικόνες, δεν με βοηθάς να καταλάβω τι συνέβη.
Ύστερα, ξαφνικά οι εικόνες χάνονται − τώρα ακούγονται μόνο φωνές…