Οι ρωγμές
Καθώς εργαζόμαστε μέσα στα προβλήματα, αντιλαμβανόμαστε το χωρο-χρόνο, τα τοπία δράσης, το μέσα και το έξω, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον όχι σαν συμπαγείς έννοιες και πραγματικότητες αλλά σαν τεράστιο παζλ, που αποτελείται από εκατομμύρια στιγμές. Ορισμένες από αυτές συνθέτουν εικόνες που μας ακινητοποιούν, καθώς δημιουργούν βεβαιότητες οι οποίες συνδέονται με την υποτίμηση του εαυτού, την αδυναμία ελέγχου και την αδρανοποίηση.
Παρ’ όλα αυτά, διατηρούμε τη βεβαιότητα ότι μέσα σε αυτό το απέραντο σύμπαν των στιγμών μπορούν να εντοπιστούν και εκείνες που έχουν συνδεθεί με την έννοια μιας ρωγμής, από την οποία εισέρχεται το απόθεμα, το οξυγόνο ή το φώς, μιας σχισμής δηλαδή σε φαινομενικά στέρεες και κυρίαρχες συναισθηματικές διεργασίες, κουλτούρες, εμπειρίες, ιστορίες και αφηγήσεις, που αφήνει να διαφανούν δυνατότητες για μια επανακατασκευή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ιστορία μας.
Αυτές οι στιγμές τροφοδοτούν με ελπίδα τις ιδέες μας σχετικά με τα αδιέξοδα ή το τέλμα και έχουν τη δύναμη να τροποποιήσουν το βλέμμα, τη γλώσσα, τις κατασκευές και τις πρακτικές μας σχετικά με τις διεργασίες του συνδέεσθαι και του πράττειν.
Η ρωγμή, στην ελληνική γλώσσα, συνιστά έννοια που νοηματοδοτείται με αμφίσημο τρόπο, ανάλογα με το πλαίσιο και τις συνθήκες όπου εμφανίζεται. Κάποιες φορές συνδέεται με μια συνθήκη καταστροφής, κάποιες άλλες τροφοδοτεί δημιουργικά το περιβάλλον. Ωστόσο, υπάρχει μια κοινά αποδεκτή ερμηνεία, η οποία συνδέει τη ρωγμή με μια σχισμή σε κάτι συμπαγές[1] .
Στο παρόν κείμενο θα αποδίδουμε στη λέξη νοήματα τα οποία οδηγούν σε ό,τι ο P. Lang θεωρούσε πως μένει στη σκιά, δίχως φωτισμό, καθώς οι επιδράσεις των προβλημάτων χρωματίζουν το τοπίο με την αντανάκλασή τους. Η απόδοση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα μια πρόσκληση στις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων, ώστε να αξιοποιήσουν όλες τις λειτουργικές πλευρές των συστημάτων αναφοράς.
Η ρωγμή, σύμφωνα με αυτή την απόδοση, αποτελεί τη δίοδο απ’ όπου εισέρχονται στο πεδίο οι δυνατότητες να συνομιλήσουμε για τα αποθέματα, καθώς εκτιμούμε ότι αφήνει τον ελάχιστο επαρκή χώρο για να αναδυθούν τα αναγκαία και απαραίτητα, για κάθε προσπάθεια αλλαγής, ερωτήματα, ενώ παράλληλα επιτρέπει στο φως να εισχωρήσει σε μια σκοτεινή πραγματικότητα, σε ένα κλειστό και ανελαστικό πλαίσιο, σε ένα σύστημα που έχει αποσυνδεθεί από τις εσωτερικές του δυνατότητες για μετακινήσεις και αλλαγές.
Η ρωγμή (ή οι ρωγμές, καθώς μπορεί να υπάρχουν πολλές) είναι άλλοτε ορατή κι άλλοτε αόρατη, συχνά απαιτώντας χρόνο ή προσπάθεια για να ανακαλυφθεί ή και να δημιουργηθεί.
Από την αρχή μιας συνομιλίας με τα συστήματα που επιθυμούμε να καλέσουμε σε μετακινήσεις και αλλαγές, δεν είναι απαραίτητα ορατή η θέση μιας ρωγμής. Εντούτοις, συνιστά ένα είδος συστημικού αξιώματος η πεποίθηση ότι αυτή υπάρχει, καθώς είμαστε πεπεισμένοι ότι είναι «αυτοποιητικά[2] ζωντανά» και ότι κυοφορούν την αλλαγή τους.
Η αναζήτηση της ρωγμής ή των ρωγμών συνιστά έτσι ανοικτή διαδικασία και στο σημείο αυτό η περίφημη θέση της περιέργειας[3] επανέρχεται και γίνεται επιτακτική. Με κάποιο τρόπο είμαστε «καταδικασμένοι», ως σύμβουλοι, θεραπευτές ή φροντιστές, να είμαστε περίεργοι για το πού μπορεί να ανακαλύψουμε τις ρωγμές και από αυτήν τη θέση είναι σημαντικό να ωθήσουμε και τους συνομιλητές μας να αναρωτηθούν οι ίδιοι για το πού θα τις αναζητήσουν.
Αυτή η πρόσκληση αναδύεται αλλά και πραγματώνεται ως δυνατότητα μέσα από την περίφημη θέση της εξωτοπίας, η οποία προσδιορίζει τη σχέση μας με την άλλη. Μόνο χάρη στην εξωτοπία[4], σε αυτήν τη συνθήκη που μας τοποθετεί έξω από τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα παραμένουμε συνδεδεμένοι μαζί του, μπορούμε να αναρωτηθούμε και να θέσουμε ερωτήματα για τον πλούτο του «πολιτισμού» του, καθώς η βασική μορφή της ταυτότητας με την οποία μας συστήνεται, ενδεχομένως δεν βασίζεται σε μια «πλούσια» αίσθηση του εαυτού, αλλά είναι απόρροια μιας τραυματικής εμπειρίας.
Παράλληλα, η άλλη μόνο μέσα από την πρόσκληση που θέτουν οι αναδυόμενες ερωτήσεις (με την ευρεία έννοια της αναρώτησης και της διερεύνησης), μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τον εαυτό του και να διευρύνει την ταυτότητά του.
Ωστόσο, καθώς η θέση περιέργειας και η πρόσκληση να μετακινηθούν σε αυτήν αμοιβαία οι συνομιλητές συνιστούν αρχικά μια γλωσσική μετακίνηση, δημιουργείται ένα κρίσιμο ερώτημα: Πότε θα υπάρξει ο κατάλληλος χρόνος και χώρος, ώστε αυτή η μετάβαση να πραγματοποιηθεί;
Η απάντηση σε αυτό δίνεται αποκλειστικά στο πεδίο της δράσης, εκεί όπου ένας σύμβουλος και ένα σύστημα που αναζητά τρόπους να αλλάξει διαισθάνονται και συναποφασίζουν πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να εγκαταλείψουν μια γλώσσα που οργανώνεται γύρω από τις επιδράσεις των προβλημάτων.
Η εναλλακτική γλώσσα είναι αυτή μέσω της οποίας θα τεθεί το πρώτο σημαντικό ερώτημα: «Τι άλλο υπάρχει εδώ, εκτός από αυτό που είναι φανερό; Ποια στοιχεία ακόμα λειτουργούν, ποια αποθέματα θα τροφοδοτήσουν τις ικανότητες για τη μετακίνηση και τη σύνδεση με τις επιθυμίες;».
Καθώς θέτουμε αυτό το ερώτημα, αρχίζουμε να αναζητούμε τις ρωγμές. Αυτές μπορούν να συνδέονται με μια διαγενεακή οικογενειακή ιστορία δύναμης ή επιβίωσης, με μια πρώιμη εμπειρία φροντίδας από τη ζωή των ανθρώπων, αλλά ενδεχομένως να υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί στο εδώ και τώρα μια επανορθωτική εμπειρία, η οποία να γεννά τις δυνατότητες για τις ρωγμές.
Ένα χρήσιμο παράδειγμα αποτελεί μια εμπειρία από την εφαρμογή στο πεδίο, όπως μας τη διηγήθηκε μια πεπειραμένη συστημική σύμβουλος. Συγκεκριμένα, σε εργαστήριο με θέμα το Καταξιωτικό Δέντρο της Φροντίδας, στο πλαίσιο μιας ομάδας ευαισθητοποίησης γονέων, κάλεσε τα μέλη να αφηγηθούν εμπειρίες φροντίδας ή προστασίας οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν δεξαμενή γνώσεων για όλους τους συμμετέχοντες γονείς, που παρακινούνταν από την επιθυμία να φροντίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα παιδιά τους. Τότε, μια μητέρα συγκλονισμένη έβαλε τα κλάματα, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να ανακαλέσει καμία τέτοια ιστορία και πως αδυνατεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Όταν η συνάδελφος μας έφερε σε επαφή με την ιστορία αυτής της γυναίκας σκεφτήκαμε ότι χρειάζεται να έχουμε κατά νου την κριτική ορισμένων στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση σχετικά με το ότι μπορεί να υποτιμηθεί η ένταση και η επίδραση των συναισθημάτων που προσκαλούν σε απομόνωση ή αυτο-υποτίμηση, με αποτέλεσμα μια πρώιμη ή και άκαιρη θετικοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση μια πρόσκληση να αναδυθούν αφηγήσεις που αναδεικνύουν την αξία ή τα αποθέματα ενδέχεται να μεγεθύνει μια συναισθηματική απόσυρση, ιδιαίτερα εάν ο σύμβουλος δεν διαθέτει επαρκή εμπειρία και εκπαίδευση.
Στην προκειμένη η συνάδελφος που είχε την ευθύνη για το συντονισμό της ομάδας, κατόρθωσε, καθώς διαθέτει μεγάλη εμπειρία και μακροχρόνια συστημική εκπαίδευση, να αναπλαισιώσει τα αρνητικά συναισθήματα της γυναίκας και να συν-κατασκευάσει, με την ομάδα, ένα χώρο ώστε αυτά να εκφραστούν με ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, αυτή η συν-κατασκευή αποτέλεσε, στο εδώ και τώρα, μια ενεργητική εμπειρία φροντίδας για αυτήν τη μητέρα!
Η δυνατότητα να δημιουργούμε επανορθωτικές εμπειρίες στο εδώ και τώρα είναι, μεθοδολογικά, εξαιρετικά σημαντική παράμετρος όταν εργαζόμαστε με καταξιωτικές πρακτικές, καθώς παρατηρούμε πολύ συχνά ότι οι άνθρωποι κατασκευάζουν μιαν αφήγηση που στηρίζεται στην έλλειψη θετικών εμπειριών. Αυτό το φαινόμενο, που αναγνωρίσαμε και στην εμπειρία αυτής της γυναίκας, μας ωθεί να αναρωτηθούμε μέσα από ποιες διεργασίες η γλώσσα οργανώνεται και χρωματίζεται από τις επιδράσεις των προβλημάτων που βιώνουν ή έχουν βιώσει οι άνθρωποι.
Στην ιστορία με αυτήν τη γυναίκα ό,τι συγκλονίζει είναι το γεγονός πως η μνήμη της είχε οργανωθεί γύρω από μιαν αφαίρεση που είχε συντελέσει σε ένα ιδιότυπο είδος επιλεκτικής αμνησίας[6] (Παπαγιώργης Κ. 2008), η οποία με τη σειρά της αποκλείει από το πεδίο της συνείδησης άλλες εμπειρίες, οι οποίες ωστόσο είμαστε βέβαιοι (συστημικά προκατειλημμένοι, όπως είπαμε) ότι έχουν υπάρξει, έστω και ως εξαίρεση σε μια κακοποιητική πραγματικότητα.
Αυτή η αφαίρεση δημιούργησε, στην εν λόγω αφήγηση, τη διαφορά, όπως επισημαίνει ο B. Pearce, ανάμεσα στο περιεχόμενο μιας βιωμένης εμπειρίας και στα νοήματα που αναδύονται καθώς κάνουμε μιαν αφήγηση γι’ αυτή την εμπειρία. Έτσι, εάν η αφήγηση αυτής της γυναίκας μπορούσε να γίνει περισσότερο πλούσια και μια ανάμνηση από μιαν αγκαλιά ή ένα χάδι αναδυόταν στο διαλογικό πεδίο, εκτιμούμε πως αυτό θα αρκούσε για να δημιουργήσει ρωγμές στη συμπαγή εμπειρία της!
Οι ρωγμές, ωστόσο, όπως κάθε έννοια όταν εργαζόμαστε συστημικά, έχουν δυναμικό χαρακτήρα, μπορούν να δημιουργηθούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, το διαγενεακό ή το πρώιμο παρελθόν δεν είναι καθοριστικό. Μια βιωμένη εμπειρία από την εξέλιξη των ανθρώπων στο χρόνο, μια εξαίρεση ή μια πράξη αντίστασης που έχει επιφέρει μια σημαντική αλλαγή στις ζωές τους είναι ικανή να τις δημιουργήσει.
Οι ρωγμές μπορούν ακόμα να αναζητηθούν στο φαντασιακό, σε μέλλοντα χρόνο, στον οποίο τα όνειρα και οι επιθυμίες λαμβάνουν διαφορετική υπόσταση. Σε αυτόν το μέλλοντα χρόνο, λ.χ., οι συνομιλίες σχετικά με επιθυμίες που έχουν οι άνθρωποι για την αλλαγή της ταυτότητάς τους αποτελούν δρόμο ικανό να οδηγήσει σε ρωγμές.
Πολλές φορές έχουμε βρεθεί σε αδιέξοδο, ιδιαίτερα όταν οι ζωές των ανθρώπων είναι κυριολεκτικά εγκλωβισμένες σε μια πραγματικότητα που συνθλίβει ακόμα και την ικανότητά τους να συνδέονται με το φαντασιακό. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει φανεί εξαιρετικά βοηθητικό να καταφεύγουμε σε μια «λογοτεχνική και συμβολική» γλώσσα που τους προσκαλεί να αφεθούν σε φανταστικές πραγματικότητες.
Αναζητούμε, έτσι, στην τέχνη, στον κινηματογράφο, στη μουσική, στην ποίηση ή τη λογοτεχνία, μια πιθανή συμμαχία, όπως, π.χ., στα Πουλιά του Ερνέστο Γκαλεάνο (Γκαλεάνο Ε. 2018) ή στο Βιβλίο της Ανησυχίας του Φερνάντο Πεσόα (Πεσόα Φ. 2018). Θυμίζουμε ότι στην ιστορία του Γκαλεάνο η ζωγραφιά με τα πουλιά που χαρίζει η μικρή κόρη στο φυλακισμένο πατέρα της του επιτρέπει να αντέξει τις συνθήκες κράτησής του ενώ στο Βιβλίο της Ανησυχίας η σύνδεση με τα όνειρα δημιουργεί τις ρωγμές που επιτρέπουν στον ποιητή Πεσόα να αντέχει τη ζωή που ζει ο λογιστής Πεσόα!
Παραδείγματα από το πεδίο
Μια ιστορία στην οποία η συγκεκριμένη σύνδεση φάνηκε πολύ βοηθητική είναι η αυτή της Κ.
Συναντήσαμε την Κ. στη Μονάδα Απεξάρτησης Έφηβων Χρηστών Ουσιών ΑΤΡΑΠΟΣ-ΟΚΑΝΑ, όταν ήταν 18 ετών. Έκανε χρήση ηρωίνης από τα 14. Η μητέρα της διατηρούσε οίκο ανοχής, ενώ ο πατέρας της ήταν χρήστης ηρωίνης πριν αυτή γεννηθεί. Η Κ. γνώρισε τον πατέρα της όταν ήταν 14 χρόνων και έκανε για πρώτη φορά χρήση ενέσιμης ηρωίνης μετά από πρόσκλησή του.
Στις συναντήσεις μας μιλούσε πολύ για τη ζωή στο δρόμο (εκδιδόταν και η ίδια). Ταυτόχρονα, μιλούσε για την ανακούφιση που έβρισκε στο διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, αφού αγαπούσε τη λογοτεχνία κι έγραφε και αυτή. Τα κείμενά της ήταν καταθλιπτικά και απαισιόδοξα, αφού δεν εκφραζόταν σε αυτά (όπως και στο σύνολο των αφηγήσεών της) κάποια επιθυμία ή σύνδεση με το φαντασιακό, κάτι που θα αποτελούσε βάση για να ξεκινήσει μια σταθερή θεραπευτική προσπάθεια.
Λίγες εβδομάδες μετά τη γνωριμία μας η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Κάθε προσπάθεια, κάθε πρόσκληση να εγκαταλείψουμε μια γλώσσα ικανή να περιγράφει μονάχα αδιέξοδα ή επιθυμίες παραίτησης, ματαιωνόταν. Ώσπου μια μέρα προσκαλέσαμε την Κ. σε ένα είδος λογοτεχνικού παιχνιδιού…
Σε αυτό το παιχνίδι ένα λευκό χαρτί βάφτηκε μαύρο και κατόπιν πάνω στη μαύρη επιφάνεια δημιουργήθηκε τεχνητά μια πολύ μικρή (μόλις που διακρινόταν) λευκή κουκκίδα.
Στόχος ήταν να οργανωθεί μια αφήγηση γύρω από την άσπρη κουκκίδα, η οποία είχε αμφίσημη σημασία: Ένα λευκό στίγμα φωτός σε μια σκοτεινή πραγματικότητα ή μια προσπάθεια να χρωματιστεί το μαύρο με το «άσπρο της ηρωίνης»;
Το παιχνίδι είχε ως άξονα τη γραμματική[9] με την οποία οργάνωνε την καθημερινότητα και τον ψυχικό της κόσμο. Η Κ. βίωνε την πραγματικότητα ως κάτι σκοτεινό και μια δόση άσπρης σκόνης αποτελούσε πράγματι μια ρωγμή διαφυγής από έναν κόσμο όπου δεν ήθελε να ζει, έστω και αν η ρωγμή αυτή ταυτόχρονα οδηγούσε σε ένα φαύλο κύκλο προβλημάτων.
Καθώς η ιστορία της κοπέλας μάς οδηγούσε διαρκώς σε αδιέξοδο, αποφάσισα να αξιοποιήσω ορισμένες ιδέες του P. Lang, ο οποίος σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είχαμε οργανώσει στην ΑΤΡΑΠΟ, επαναλάμβανε διαρκώς ότι οι έφηβοι χρήστες ουσιών είναι «ταξιδευτές» που αναζητούν ένα διαφορετικό κόσμο. Η ιδέα μού είχε φανεί εξαιρετική, μόνο που το ταξίδι τους δεν είναι σαν του Οδυσσέα, ο οποίος αγωνίζεται για την επιστροφή σε έναν οικείο και αγαπημένο κόσμο, αλλά σαν εκείνο του Κλάους Κίνσκι στην ταινία Αγκίρε, η μάστιγα του θεού, του Β. Χέρτζοκ, ο οποίος αναζητά σε μια εφιαλτική περιπλάνηση καταστροφής την άγνωστη χώρα του Ελντοράντο.
Σε ένα άρθρο, δημοσιευμένο εκείνη την περίοδο στον ΜΕΤΑΛΟΓΟ, με θέμα το συστημικό προσανατολισμό της ΑΤΡΑΠΟΥ, είχα εκφράσει την άποψη ότι οι έφηβοι αναζητούν μέσω ενός δυσλειτουργικού δρόμου (όπως είναι η χρήση ουσιών) την ικανοποίηση ζωτικών και λειτουργικών αναγκών και επιθυμιών και ότι είναι σημαντικό να διακρίνουμε τις υγιείς και ζωντανές πλευρές του εαυτού, από τις οποίες αυτές οι ανάγκες πηγάζουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσκληση προς την Κ. ήταν να νοηματοδοτήσει εναλλακτικά, ως μια αχτίδα φωτός, τη λευκή μικρή κουκκίδα στην επιφάνεια του μαύρου χαρτιού και να αφεθεί να κατοικήσει για λίγο μέσα σε αυτήν. Η κουκκίδα θα λειτουργούσε, ταυτόχρονα, ως τοπίο ασφάλειας αλλά και ως δυνατότητα για δημιουργία ρωγμών, οι οποίες θα επέτρεπαν να εκφραστούν δημόσια οι επιθυμίες και οι ανάγκες της, την ικανοποίηση των οποίων αναζητούσε μέσα από το ταξίδι της με την ηρωίνη.
Στον κόσμο που συν-κατασκευάζαμε σταδιακά και με αργά βήματα σε αυτήν τη λευκή κουκκίδα, η κοπέλα φαντάστηκε τον εαυτό της να σταματά να εκδίδεται και να επιστρέφει στο σχολείο. Φαντάστηκε ακόμα κάποια στιγμή τον εαυτό της ως θηλυκό Ζαν Ζενέ, να γράφει ιστορίες που θα τύγχαναν κάποτε ευρείας αναγνώρισης.
Στους μήνες που ακολούθησαν υπήρξαν ορισμένες σημαντικές αλλαγές. Η Κ. ένιωσε περισσότερη ασφάλεια να μιλήσει για το φόβο που είχε νιώσει όταν ήταν πέντε χρονών και η μητέρα της την έδωσε σε μιαν άλλη οικογένεια, για την αγωνία που είχε, μετά την ηλικία των οκτώ χρονών, όταν επέστρεψε στη μητέρα της, μήπως τη χάσει ξανά και για πολλά ακόμη τραυματικά γεγονότα. Τότε δέχτηκε να ξεκινήσει οικογενειακές συναντήσεις με τη μητέρα της.
Η ομάδα αναστοχασμού φάνηκε πολύ βοηθητική σε αυτές τις συναντήσεις, καθώς, χωρίς να καταφύγει σε ηθικές κρίσεις και, πολύ περισσότερο, σε ηθικές καταδίκες, είδε στις ιστορίες των δυο γυναικών τη δύναμη και την ένταση των συναισθηματικών δεσμών που βασίζονταν στην αγάπη και στην υποστήριξη. Η μητέρα δέχτηκε η κόρη της να ζει στο σπίτι ακόμα και αν δεν ήταν καθαρή από ουσίες, υπό τον όρο να μην εκδίδεται, και αυτή ξεκίνησε προσπάθειες ελέγχου της χρήσης και επέστρεψε σε ένα νυκτερινό σχολείο.
Στα 13 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνη την πρώτη συνάντηση η Κ. παραμένει ζωντανή και ακόμα προσπαθεί να διευθετήσει το θέμα με τις ουσίες. Μπαινοβγαίνει συχνά σε θεραπευτικά προγράμματα μένοντας για κάποιο διάστημα καθαρή και μετά υποτροπιάζει εκ νέου. Από καιρό σε καιρό, με δική της πρωτοβουλία, επικοινωνεί μαζί μου και μιλάμε για εκείνες τις πρώτες προσπάθειες και τις ρωγμές που έφεραν στη συμπαγή μαύρη πραγματικότητά της και που δυστυχώς δεν έχουν καταφέρει να την εξαλείψουν ολοσχερώς.
Καταφύγαμε σε ένα παράδειγμα χωρίς το ευτυχές τέλος που θα επιθυμούσαμε όλοι, σύμβουλοι και αναγνώστες, για να επισημάνουμε, ξανά, ότι οι ρωγμές ανοίγουν ένα δρόμο για εναλλακτικές συνομιλίες, αλλά ποτέ δεν αρκούν για τη μετάβαση και την αλλαγή, όπως αντίστοιχα μια ρωγμή που εξασφαλίζει τη δίοδο οξυγόνου στους εγκλωβισμένους στα χαλάσματα, μετά από σεισμό, δεν επαρκεί για τη μακροχρόνια επιβίωσή τους.
Στην πραγματικότητα, οι ρωγμές είναι χρήσιμες για την επαναδιατύπωση του προβλήματος ως ματαιωμένου ονείρου ή για μιαν αρχική σύνδεση με τις ικανότητες και τα αποθέματα, αλλά όσο πιο έντονα είναι τα προβλήματα, τόσο περισσότερο φως χρειαζόμαστε. Σε κάθε περίπτωση, αφότου εντοπιστούν αυτές οι ζωοφόρες ρωγμές, εκτιμούμε πως αυξάνουν τις δυνατότητες ώστε τα συστήματα να επανασυνδεθούν με τα αποθέματα που θα τα οδηγήσουν σε επόμενο εξελικτικό στάδιο.
Επιστρέφοντας στα ερωτήματα και την αξία τους —και αυτά επίσης, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ενισχύουν τις ρωγμές, μας βοηθούν να συνδεθούμε μαζί τους, να τις ανακαλύψουμε ή να τις δημιουργήσουμε—, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτά αναδύονται διαρκώς. Από την πρώτη εφαρμογή της Κ.Σ.Δ. στις φυλακές Κορυδαλλού (2003-04), τα βιωματικά εργαστήρια σε ομάδες γονέων και σε ομάδες έφηβων χρηστών (2004-10), τις συναντήσεις οικογενειακής θεραπείας με οικογένειες (2004-15) έως τις εκπαιδευτικές δράσεις ή τις εφαρμογές στο πεδίο της πρόληψης (2015 έως σήμερα), τα ερωτήματα ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτα, καθώς δημιουργούν μια κυκλική σχέση με τις ρωγμές και μας προσκαλούν σε ερωτηματικά διαλογικά πεδία.
Οι ερωτήσεις, ούτως ή άλλως, αποτελούν, όπως έχουμε αναφέρει (βλ. κεφ. για τις ερωτήσεις), κεντρική συνισταμένη της Καταξιωτικής Συστημικής Διερεύνησης. Χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατο να αναπτυχθεί επαρκώς η θέση περιέργειας από τους συνομιλητές και παρότι όταν τίθενται, συχνά είναι «ενοχλητικά», ιδιαίτερα όταν αμφισβητούν εδραιωμένες πεποιθήσεις, ταυτόχρονα είναι απαραίτητα, διότι οδηγούν στην ανάπτυξη μιας καινούργιας γνώσης, επιβεβαιώνοντας τη θέση του Cecchin για τη σημασία και την αξία της ασέβειας[10] (Cecchin, G., Lane, G., & Ray, W., A. 2009).
Όπως θα διαπιστώσουμε, τα ερωτήματα όχι μόνο διευρύνουν τις πιθανότητες να ανακαλύψουμε νέες ρωγμές αλλά και ευνοούν τη δημιουργία καινούργιων νοημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για μια συστημική ανέλιξη. Θυμίζουμε, από τη μια, τις ιδέες του B. Pearce και άλλων διανοητών, όπως ο J. Bruner (Bruner J. 1997), σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ δημιουργίας νοήματος και διεύρυνσης των πρακτικών ή των θεωριών μας και, από την άλλη, τη σημασία που δίνει ο Μπαχτίν στην αναγέννηση του νοήματος όποτε δημιουργείται ένα διαλογικό πεδίο, το οποίο διευκολύνει τον «ερχομό στο φως της σημασίας των νοημάτων».