Ονειρεμένη ευχαρίστηση είναι ευχαρίστηση, αν και μέσα σ’ ένα όνειρο.
Αυτό που υποθέτουμε για τους εαυτούς μας γινόμαστε,
Αν μ’ ένα εστιασμένο μυαλό
Επιμένουμε στο να το πιστεύουμε.
Έτσι μην επικρίνετε τον τρόπο σκέψης μου
Σχετικά με τα πράγματα, τα όντα και τη μοίρα.
Γιατί τον εαυτό μου τον δημιουργώ όσο
Δημιουργώ για τον εαυτό μου.
Έξω από εμένα, αδιάφορη για το τι εγώ σκέφτομαι,
Η μοίρα εκπληρώνεται. Αλλά εγώ εκπληρώνω τον εαυτό μου
Μέσα στα στενά όρια
Αυτού που μου έχει δοθεί ως δικό μου.
30 Ιανουαρίου 1927 — Fernado Pessoa (Ρικάρντο Ρέις)[1]
Κανείς δεν ονειρεύεται, κανένας δεν συνδέεται με τα αποθέματα και τις ικανότητές του, αν δεν είναι πρωταγωνιστής σε μια πολυφωνική αφήγηση για τις βιωμένες, τις ενεργητικές και τις μελλοντικές εμπειρίες του.
οι εσωτερικοί διάλογοι
Στον εσωτερικό μας διάλογο οι φωνές μας συνομιλούν μεταξύ τους, όπως και οι “διαφορετικοί” εαυτοί μας. Έτσι ο ένας εαυτός συνομιλεί με τον άλλο, στοιχεία του ενός αναγνωρίζονται μέσα στον άλλο. Λ.χ., ενώ οι άνθρωποι αφηγούνται, σε πλαίσιο εγκλωβισμού, ιστορίες που οργανώνονται με άξονα το πρόβλημα, μπορούν ταυτόχρονα να ονειρεύονται ή να αγωνίζονται για τη λύση. Παράλληλα, με τον ίδιο τρόπο, ενώ ονειρεύονται υπάρχουν στη σκιά φωνές που ψιθυρίζουν ιστορίες αμφιβολίας.
Όλες οι εσωτερικές φωνές έχουν ανάγκη από ακροατές. Συνεπώς, καθώς ονειρευόμαστε μια μελλοντική συνθήκη, «αναζητούμε» τους συνομιλητές που είτε θα επικυρώσουν αυτό το ονείρεμα είτε, με παράδοξο τρόπο, θα επικυρώσουν την πεποίθησή μας ότι καμία διαδικασία αλλαγής δεν είναι εφικτή.
Αυτό το παράδοξο εξηγείται, καθώς ο εσωτερικός διάλογος μπορεί ταυτόχρονα να προσκαλεί σε επιθυμίες και μετακινήσεις αλλά και σε απραξία ή σταθερότητα. Αυτή συνθήκη συνιστά διπλή δέσμευση και παραπέμπει στην ιδέα του Elkaim σχετικά με τις αντιφάσεις ανάμεσα στο χάρτη πεποιθήσεων και στο επίσημο πρόγραμμα (Elkaim 2008).
Εκτιμούμε ότι αυτοί οι συνομιλητές μπορούν να είναι τόσο πραγματικοί (παρόντες στο διάλογο) όσο εσωτερικευμένοι άλλοι (ωσεί παρόντες στο διάλογο).
Στο διάλογο, ανάλογα με τα πλαίσια και τις θεματικές, θα προσκληθούν κάθε φορά διαφορετικοί συνομιλητές. Κάποιοι θα μας συμπαρασύρουν με την ορμή τους, κάποιοι θα μας βάλουν φρένο με τις αμφιβολίες τους και κάποιοι θα συναντηθούν με το ρυθμό μας. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων, καθώς συνομιλούν για τα όνειρά τους, δημιουργούν η μια με την άλλη έναν καμβά από επιθυμίες και ανάγκες, ενώ το ίδιο το dreaming χαρακτηρίζεται, όπως έχουμε αναφέρει στο πρώτο μέρος, από ποιότητες.
Μια βασική και απαραίτητη ποιότητα, που ενισχύει το dreaming, είναι ο ενθουσιασμός. Η Κ. Λεοντιάδου μέσα από μια αναστοχαστική διαδικασία, έχει προσφέρει στο διάλογό μας μια ενδιαφέρουσα σκέψη σχετικά με αυτή την ποιότητα, η οποία αποτυπώνεται στην ιδέα ότι ο ενθουσιασμός στο ονείρεμα είναι τροφοδοτικός και ότι, παρόμοια με τον ερωτικό πόθο, όσο οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι με το αντικείμενο του ονείρου τους μπορούν να διατηρούν τον ενθουσιασμό τους. Αυτός συνδέεται με την απόλαυση της προσμονής, η οποία σκιάζει τις όποιες απογοητεύσεις, ματαιώσεις ή παλινδρομήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, όπως σε κάθε έρωτα, ο ενθουσιασμός κινδυνεύει να μετατραπεί σε θλίψη, εάν το ονείρεμα παραμείνει ανεκπλήρωτο, αν δεν μετατραπεί σε εμπειρία, αν δεν συνδεθεί βιωματικά με την εμπειρία. Αυτό το στοιχείο του ανεκπλήρωτου ή του πρόσκαιρου ονειρέματος ενισχύει μια σειρά από αμφιβολίες σε σχέση με την εγκυρότητα των καταξιωτικών πρακτικών.
Ανάλογες αμφιβολίες και προβληματισμούς, κατά τη γνώμη μας, εξαιρετικά γόνιμες και ανατροφοδοτικές, εξέφρασαν πολλά μέλη των εκπαιδευτικών ομάδων που έχουν μακρά ψυχοδυναμική εκπαίδευση. Η αμφιβολία ήταν εξαιρετικό κίνητρο, ένα πρόβλημα που μας προσκάλεσε να εργαστούμε συστηματικά σχετικά με την περαιτέρω οργάνωση της μεθοδολογίας αλλά και την ανάπτυξη του παρόντος κειμένου.
Αναγνωρίζοντας τη δυναμική του dreaming αλλά και την εφήμερη φύση του (εδώ η επίδραση της απουσίας μιας «μεγάλης αφήγησης» είναι καταλυτική), αρχίσαμε να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην πρόσκληση όχι μόνο να εξωτερικευτεί το όραμα των ανθρώπων αλλά και να καταστεί βιωμένη εμπειρία, μέσα από την πραγμάτωσή του.
Παράλληλα, εκτιμήσαμε πως μια αφήγηση που οργανώνεται γύρω από το ατομικό όνειρο, ώστε αυτό να καταστεί το επίκεντρο συνομιλιών ή ευρύτερων διαλόγων με ομάδες ή ευρύτερες κοινότητες, είναι ένας τρόπος να παραταθεί το εφήμερο, το οποίο ελλοχεύει σε κάθε επιθυμία, και να ενδυναμωθεί η διεργασία του φαντασιακού.
Το όνειρο υπ’ αυτή την έννοια συνδέεται πάντα σε αρχικό στάδιο με τις εσωτερικές φωνές, αλλά διευρύνεται μέσα από μια διαδικασία εξωτερικής επικύρωσης. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση το ερώτημα σχετικά με τις δυνατότητες υλοποίησης παραμένει ισχυρό. Όπως το έθεσε σε ένα αναστοχαστικό ερώτημα η Κ. Λεοντιάδου, αποτελεί ένα ζητούμενο το πότε τα μέσα παραμένουν επαρκή, καθώς και το πότε οι ονειρευτές αλλά και οι συνοδοιπόροι τους είναι έτοιμοι να περάσουν στη δράση.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, που παραπέμπουν για μια ακόμα φορά στη δομική σύζευξη, στην εσωτερική αρμονία του συστήματος, καθώς και στις αυτοποιητικές διεργασίες, μας οδηγεί ξανά στη συστημική επιστημολογία.
Οι συστημικοί της Σχολής του Μιλάνου, όπως και οι P. Lang και E. McAdam, επηρεασμένοι από τον Maturana, αρέσκονταν, να μιλούν για την τελειότητα του συστήματος. Αυτό, ενδεχομένως, σημαίνει ότι το σύστημα ονειρεύεται σύμφωνα με τους περιορισμούς που τίθενται από την τελειότητά του; Θα απαντούσαμε πως μάλλον ναι. Έτσι, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως όσο και αν προσκαλούμε τους ανθρώπους να ονειρευτούν, αυτοί θα ανταποκριθούν, σε αυτή την πρόσκληση, στο βαθμό που θα κρίνουν οι ίδιοι. Κατά συνέπεια, στην πραγματικότητα έχουμε ένα συστημικό αξίωμα ότι οι άνθρωποι και τα συστήματα δεν σταματούν να ονειρεύονται, έστω κι αν υπάρξουν μακροχρόνιες περίοδοι στασιμότητας, αλλά ποτέ δεν γνωρίζουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για την επόμενη φάση, στην οποία θα αισθανθούν ασφάλεια, και πότε οι «αντικειμενικοί» όροι θα είναι επαρκείς.
Παράλληλα, θέλουμε να υποστηρίξουμε την ιδέα μας ότι ακόμα και σε περιόδους στασιμότητας, μέσα από μια απροσδιόριστη διαδικασία που συνδέεται με το χρόνο, ή την ασφάλεια, «μεταφέρουμε εσωτερικά» τα όνειρά μας. Αυτό σημαίνει ότι τα όνειρα δεν είναι πρόσκαιρη ή ευκαιριακή συνθήκη και, καθώς συνδέονται με βαθιές ανάγκες, παραμένουν ενεργά, ακόμα και δεν εκφράζονται. Είναι κάτι που το «κουβαλάμε» εσωτερικά, προσδοκώντας να μας δοθεί η ευκαιρία να το ζήσουμε.
Ταυτόχρονα, τη στιγμή που μπορεί να συμβεί μια αλλαγή, ή να υπάρξει ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση ενός ονείρου, μια καινούργια ανάγκη γεννιέται και υπ’ αυτή την έννοια κάθε οραματισμός, κάθε ατομικό ή συλλογικό όνειρο, μοιάζει ατελής.
Θέλουμε σε αυτό το σημείο να αξιοποιήσουμε τα ερωτήματα που έθεσε η Κ. Λεοντιάδου, σχετικά με την ατέλεια που αναπόφευκτα ενυπάρχει σε κάθε dreaming. Συγκεκριμένα, είχε την ιδέα ότι η συνειδητοποίηση της ατέλειας είναι «μια διαφορά που κάνει τη διαφορά», καθώς μας προσκαλεί σε μια νέα αντίληψη για την επιθυμία και το όνειρο, η περιγραφή των οποίων είναι πάντοτε κάτι λιγότερο, κάτι διαφορετικό από το ίδιο το όνειρο ή την επιθυμία, όπως αντίστοιχα ο χάρτης αναπαριστά ατελώς τον τόπο που φιλοδοξεί να περιγράψει.
Ωστόσο, η ατέλεια μπορεί να επαναδιατυπώνεται ως δυνατότητα: Η αίσθησή της εντείνει τη φαντασιακή διαδικασία. Όσο κάτι λείπει από το τελικό σχήμα, τόσο αυξάνεται η ανάγκη να συνεχίζουμε να το φανταζόμαστε.
Στην ίδια προβληματική, η Κ. Λεοντιάδου επαναδιατύπωσε μέσα στους διαλόγους μας την έννοια της ματαίωσης και πρότεινε να τη φανταστούμε ως συνεχιζόμενη πρόσκληση, ως συνθήκη που συμπληρώνει τη διεργασία του ονειρεύεσθαι.
Αυτή η επαναδιατύπωση θέτει, ωστόσο, στο παρασκήνιο μια διερώτηση, μια αμφισβήτηση ενός κυρίαρχου λόγου, που επιθυμεί να εξορίσει από το διάλογο κάθε αναφορά στη χρησιμότητα των δύσκολων συναισθημάτων.
Όμως, όπως κάθε πρόβλημα είναι ένα ματαιωμένο όνειρο, έτσι και κάθε ματαίωση είναι ευκαιρία για να επεκτείνουμε τον οραματισμό, για να βαθύνουμε τη σύνδεση με την επιθυμία, για να ενηλικιωθούμε για μία ακόμα φορά.
Αυτή η πραγματικά ανατρεπτική σκέψη μας οδηγεί να σκεφτούμε αντίστοιχα για τη σύνδεση ανάμεσα στο όνειρο και το σχεδιασμό. Κάθε φάση του σχεδιασμού, κάθε προχώρημα, μετασχηματίζει εκ νέου τα όνειρα που έχουν προηγηθεί και η ανατροφοδότηση είναι διαρκής.
Σε αυτή την οπτική, το όνειρο και ο σχεδιασμός αλληλοκατασκευάζονται. Το ονείρεμα δεν προηγείται του σχεδιασμού. Ο σχεδιασμός διαμορφώνει το όνειρο και το όνειρο αγκαλιάζει το σχεδιασμό. Αυτές οι διεργασίες είναι σε αλληλεπίδραση, σαν μια συνεχόμενη ταλάντωση του εκκρεμούς. Συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα και πάντα σε αλληλουχία, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει η μία δίχως την άλλη και χωρίς το σχεδιασμό το όνειρο θα μπορούσαμε να το πούμε ενθουσιασμό ή έμπνευση της στιγμής.
Αυτή η θέση, αυτή η οπτική γωνία σχετικά με τη συνκατασκευή του ονείρου και του σχεδιασμού επιβεβαιώνεται από τη μελέτη των εφαρμογών στο πεδίο, όπου διαπιστώνουμε αυτή την κυκλική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ονείρεμα και στο πράττειν.
Μέσα σε αυτή την αλληλεπίδραση μπορούμε να φανταστούμε επίσης να λαμβάνει χώρα η σύγκρουση, στην οποία έχουμε αναφερθεί και σε προηγούμενο σημείο, ανάμεσα στην απόλαυση που εμπεριέχεται στο ονείρεμα και στον κανόνα και στα όρια που ορίζουν την πράξη.
Από μια άλλη οπτική, αυτή η διεργασία θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι συμπληρωματική, αν κατορθώναμε να πράττουμε σύμφωνα με μιαν αριστοτέλεια προτροπή, όπου το πράττειν συνδέεται επίσης με την απόλαυση που προκύπτει από τη συμφωνία ανάμεσα στις επιθυμίες μας και τις πράξεις μας και όχι απαραίτητα με τον καταναγκαστικό χαρακτήρα που έχει συχνά η παραγωγή ενός έργου.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο για τo dreaming, θα θέλαμε να μοιραστούμε με τους αναγνώστες μια σκέψη που εκτιμούμε ότι αποτελεί ένα είδος οδηγού για τις πρακτικές μας. Όταν εργαζόμαστε με ευάλωτους πληθυσμούς ή με ανθρώπους που έχουν υποστεί ψυχικά τραύματα, έχουμε την πεποίθηση ότι κάθε είδους «άμυνα» ή κάθε πρακτική από τη μεριά τους, που θα ονομαζόταν από έναν κυρίαρχο ψυχολογικό λόγο ως «αντίσταση», η οποία θέτει φρένο ή όριο στο μετασχηματισμό και στη σύνδεση με το dreaming, μας προσκαλεί σε μια αισθητική στάση, σύμφωνα με την οποία χρειάζεται να κατανοήσουμε τις ιστορίες που ρέουν κάτω από τις ιστορίες.
μια αφήγηση για την επίκριση
Αυτές οι υπόγειες ιστορίες συνδέονται με αιτήματα και ανάγκες για ασφάλεια και αποδοχή. Η ιστορία ενός τραυματισμένου, από τις διακρίσεις και την επικριτικότητα, νεαρού άντρα το επιβεβαιώνει και θα θέλαμε να αποτελέσει τον επίλογο του κύριου μέρους του βιβλίου.
Αυτός ο άντρας έχει βιώσει μια εμπειρία που θα μπορούσαμε δανειζόμενοι την φωνή του, να την αφηγηθούμε ως εξής:
«Όταν ήμουν μικρός, διαγνώστηκε μια σπάνια ασθένεια που σχεδόν με κατέστησε τυφλό. Η ζωή μου άλλαξε ξαφνικά. Οι γονείς μου θύμωναν μαζί μου, γιατί δεν τα κατάφερνα όπως τα άλλα παιδιά, έλεγαν ότι ήταν δυστυχισμένοι που τους έτυχε αυτό το γεγονός, αλλά ταυτόχρονα αύξαναν τις απαιτήσεις τους και μου ζητούσαν να προσπαθήσω περισσότερο.
Από τη μεριά μου, φοβόμουν να επενδύσω σε οτιδήποτε, δεν έκανα όνειρα, υπήρχαν μέσα μου φωνές που έλεγαν ότι δεν αξίζω, ότι θα αποτύχω. Σιγά σιγά, έμαθα να παίρνω αποστάσεις από όσα ζούσα, να μη με αγγίζουν.
Μεγαλώνοντας έμαθα να κάνω δύσκολα πράγματα, να κάνω μεγάλα ταξίδια με το ποδήλατο, να βγάζω πολύ ωραίες φωτογραφίες, να επισκευάζω μηχανήματα, αλλά κάθε φορά που τολμώ να ονειρευτώ κάτι, το συναίσθημα της αυτο-απόρριψης έρχεται ξανά. Είναι σαν να είμαι παρών και απών από τις εμπειρίες που συνδέονται με τη δύναμη και τα αποθέματά μου».
Το στίγμα της διαφορετικότητας έχει παίξει σίγουρα ρόλο, όπως και αυτό της αναπηρίας.
Όταν μου δίνετε το χώρο (αναφέρεται στα μέλη μιας ομάδας) να νιώσω ότι είναι εντάξει να σας πω ότι είμαι ανίκανος και ότι θα αποτύχω, τότε όλα αλλάζουν νόημα, νιώθω να είμαι στο κέντρο μιας σχέσης αποδοχής, να μπορώ να μοιραστώ μαζί σας όλα τα καλά πράγματα που κάνω».
Κλείσιμο με τη φωνή ενός σημαντικού άλλου
«Θα μπορέσουμε να απωθήσουμε τα τέρατα που κρύβουμε μέσα μας με τη δύναμη του έρωτα και της αδελφοσύνης;
Θα μπορέσουμε να κάνουμε πράξη την εσωτερική αναμόρφωση που θα μας κάνει καλύτερους;
Θα μπορέσουμε να κατοικήσουμε «ποιητικά» τη γη;
Θα είναι δυνατό να πραγματωθεί και ως εκ τούτου να σωθεί η ανθρωπινότητα;
Τίποτα δεν είναι βέβαιο, ούτε το καλύτερο αλλά ούτε και το χειρότερο».
Έ. Μορέν: Απόσπασμα από τον επίλογο στο βιβλίο Η Ανθρωπινότητα της Ανθρωπότητας. Η ανθρώπινη ταυτότητα (Μορέν Ε., 2001).