fbpx

Τραύμα και αντίσταση: «χρόνος αιώρησης» και άλλες καινοτόμες απαντήσεις στην καταπίεση, τη βία και την οδύνη

Κοινοποίηση

Reynolds, V. (2020). Trauma and resistance: ‘hang time’ and other innovative responses to oppression, violence and suffering. Journal of Family Therapy, 42(3). https://doi.org/10.1111/1467-6427.12293.

Μετάφραση και επιμέλεια: Φωτεινή Διακουμάκου, ψυχολόγος-εκπαιδευόμενη συστημική ψυχοθεραπεύτρια

Περίληψη

Το άρθρο παρουσιάζει εναλλακτικούς τρόπους απόκρισης σε γεγονότα που, στους περισσότερους ψυχολογικούς κύκλους, θεωρούνται «τραυματικά». Θέτει υπό αμφισβήτηση την ιατρικοποίηση και την ατομοκεντρική προσέγγιση της αντίστασης των ατόμων στην βλάβη, ιδιαίτερα στη βία και τις συστημικές καταπιέσεις, όταν αυτές θεωρούνται κριτήρια ψυχικής ασθένειας και τραύματος. Παρουσιάζονται προσεγγίσεις στην οδύνη και την καταπίεση που βασίζονται στον ακτιβισμό και επικεντρώνονται στη μαρτυρία πράξεων αντίστασης. Η εργασία αυτή απορρέει από τη δική μου ηθική στάση υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της υπεύθυνης συμπερίληψης της σύμφυτης αποικιοκρατικής μου στάσης στην πρακτική μου ως λευκή επαγγελματίας έποικος. Η μαρτυρία απαιτεί να εντάσσεται η προσωπική οδύνη στο κοινωνικοπολιτικό της πλαίσιο και να υπάρχει αντίσταση στην ατομοκεντρική προσέγγιση και ιατρικοποίηση της οδύνης. Οι ακτιβιστικές πρακτικές της μαρτυρίας περιλαμβάνουν το καθήκον του μάρτυρα να εργάζεται για την αλλαγή των κοινωνικών πλαισίων καταπίεσης, να αντιμετωπίζει την εξουσία τόσο προσωπικά όσο και δομικά και να συνεργάζεται για τη δημιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας.


Σημεία ενδιαφέροντος για επαγγελματίες:

  • Η αντίσταση στην οδύνη και την καταπίεση είναι πάντα παρούσα, καθώς οι άνθρωποι δρουν πάντοτε για να προστατέψουν την αξιοπρέπειά τους και να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους.

  • Η συμπερίληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης και η απο-αποικιοκρατική στάση είναι αναγκαίες για την αντίσταση των επαγγελματιών στην υποτιθέμενη ουδετερότητα και αντικειμενικότητα της ψυχολογίας, που αποκρύπτει τα πλαίσια συστημικής καταπίεσης.

  • Η μαρτυρία, άμεσα εμπνευσμένη από τον ακτιβισμό, είναι χρήσιμη στο να δημιουργηθεί χώρος για αντίσταση.

  • Η ευθύνη της επαγγελματία δεν είναι μόνο η απλή μαρτυρία αλλά η δημιουργία κοινωνικής αλλαγής με στόχο την αντιμετώπιση της οδύνης που δημιουργείται από τα πλαίσια αδικίας και τις περιορισμένες επιλογές ζωής.

Λέξεις-κλειδιά: τραύμα, αντίσταση, μαρτυρία, ακτιβιστική δράση, καταπίεση, οδύνη

Το παρόν άρθρο παρουσιάζει τρόπους απόκρισης στην ανθρώπινη οδύνη που είναι εμπνευσμένοι από ακτιβιστικές πρακτικές, για άτομα που έχουν υποστεί καταπίεση και έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες. Αυτή η προσέγγιση εστιάζει στην αναγνώριση των συνετών και δημιουργικών πράξεων αντίστασης από την πλευρά των ανθρώπων αυτών (Reynolds et al., 2014; Reynolds, 2010). Μία προσέγγιση βασισμένη στη μαρτυρία απαιτεί να τοποθετείται η προσωπική οδύνη μέσα στο κοινωνικοπολιτικό της πλαίσιο και να υπάρχει αντίσταση στην ατομοκεντρική ή ιατρικοποιημένη θεώρησή της. Οι ακτιβιστικές πρακτικές μαρτυρίας υλοποιούνται μέσα από μια ηθική στάση δικαιοπραξίας, που περιλαμβάνει το καθήκον της μάρτυρα να εργαστεί για την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών που προκαλούν καταπίεση και να εμπλακεί σε μια ουσιαστική αντιπαράθεση με την εξουσία (Reynolds & Polanco, 2012).

Για να αναδείξω την πρακτική της μαρτυρίας πράξεων αντίστασης (σε αντιδιαστολή με την αξιολόγηση, διάγνωση ή θεραπεία της συμπτωματολογίας του τραύματος), μοιράζομαι ένα σύνολο ιστοριών από τη δουλειά μου με νέα άτομα, τα  οποία μου έδωσαν την άδεια να μεταφέρω τις εμπειρίες τους. Οι ιστορίες που ακολουθούν περιέχουν νήματα από τις αφηγήσεις διαφόρων νέων· έχω υφάνει αυτά τα νήματα μαζί για να διασφαλίσω την ασφάλεια των ίδιων των νέων, που είναι συνδημιουργά αυτού του έργου, και για να καταστήσω την πρακτική πιο κατανοητή. Αυτό απαιτεί να διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στην αναγνώριση της σοφίας των νέων και στην αναγκαιότητα προστασίας των αναγνωριστικών τους στοιχείων.

Απο-αποικιοκρατική πρακτική και κοινωνική δικαιοσύνη

Ως ακτιβίστρια και θεραπεύτρια, εργάζομαι για να γεφυρώσω τον κόσμο του ακτιβισμού για κοινωνική δικαιοσύνη με την κοινοτική εργασία (Reynolds, 2019; Reynolds and Hammoud-Beckett, 2018). Οι ρίζες μου είναι ιρλανδικές, από το Νιουφάουντλαντ και την Αγγλία, και είμαι λευκή έποικος με ετεροφυλοφιλικά και cisgender προνόμια. Συνεχίζω την προσπάθειά μου να «ξε-εγκαθιδρύω» τον εαυτό μου ως λευκή έποικος (Regan, 2010) σύμφωνα με τη δέσμευσή μου να υιοθετώ μια απο-αποικιοκρατική στάση σε κάθε μου επαγγελματική και εθελοντική δραστηριότητα.

Η απο-αποικιοκρατική πρακτική δεν είναι μεταφορά (Tuck and Yang, 2012)· σημαίνει δέσμευση στην αυτοδιάθεση των αυτόχθονων λαών και επιστροφή της γης τους. Σε κάθε μορφή ακτιβισμού, κοινοτικής δράσης και οργάνωσης, στοχεύω να καθοδηγούμαι από τους αυτόχθονες (Manuel and Derrickson, 2015). Ως έποικος αναλαμβάνω την ευθύνη που έχω στις συνεχιζόμενες καταστροφικές συνέπειες της αποικιοκρατίας (Kouri and Skott-Myers, 2016) και της γενοκτονίας (Brave Heart and DeBruyn, 1998). Επηρεάζομαι από την θεραπεύτρια, ερευνήτρια και ακτιβίστρια Natalie Clark (2016) από την Métis (φυλή Ιθαγενών στον Καναδά και την Βόρεια Αμερική) η οποία γράφει ότι το τραύμα είναι το «νέο αποικιακό σύνορο». Ως καθηγήτρια και επόπτρια, αντιστέκομαι στην ερμηνεία της αντίστασης των αυτόχθονων λαών στην αποικιοκρατία και την κρατική βία ως συμπτώματα τραύματος, κάτι που οι Nick Todd και Allan Wade (1994) ονομάζουν με τον νεολογισμό «ψυχο-αποικιοποίηση» (psycolonization).

Ο Frantz Fanon, στο έργο του Της Γης οι Κολασμένοι (1963), έγραψε για την ψυχοπαθολογία της αποικιοκρατίας που σχετιζόταν άμεσα με τη χρήση πολιτικής τρομοκρατίας και βασανιστηρίων από τη Γαλλία ενάντια στην αλγερινή αντίσταση για ανεξαρτησία. Ο Fanon προτείνει πως η ψυχολογία, που αναπτύσσεται στην Ευρώπη που αποτελεί μια αποικιοκρατική δύναμη, χρησιμοποιείται για να παθολογικοποιεί τους αυτόχθονες, ενώ θα έπρεπε να εστιάζει στην έλλειψη ψυχικής υγείας των αποικιοκρατών.

Οι διδασκαλίες του Fanon έλειπαν από ολόκληρη τη διάρκεια των σπουδών μου – 27 χρόνια εκπαίδευσης – και είμαι βέβαιη πως αυτή η αποσιώπηση συνδέεται με την λευκή υπεροχή, τον ρατσισμό ενάντια στην κοινότητα των μαύρων στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τη φίμωση των διαφωνούντων φωνών. Επηρεάζομαι εδώ από τους θεραπευτές Makungu Akinyela (2002, 2014) και Travis Heath (2018), οι οποίοι εργάζονται για την απο-αποικιοποίηση από μια αντι-αποικιακή μαύρη οπτική, αγγίζοντας το «τραύμα της ψυχής» (Duran, 2006) της δουλείας (Duran, 2006). Ως λευκή έποικος θεραπεύτρια είμαι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το ψυχολογικό εγχείρημα που συστηματικά ψυχο-αποικιοποιεί τους Αυτόχθονες. Δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από αυτές τις πρακτικές, αλλά οφείλω να συνεχίσω να αντιστέκομαι στην πράξη και την θεωρία.

Η πρακτική αυτή απαιτεί επίσης την συμπερίληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει περισσότερα από την «αντι-καταπιεστική πρακτική», η οποία στοχεύει απλώς στο να μη διαιωνίσει την καταπίεση. Η κοινωνική δικαιοσύνη περιλαμβάνει το να είμαστε δίκαιες/οι/@ και ηθικές/οί/@ με τους ανθρώπους, και να εμπλεκόμαστε ενεργά στο ακτιβιστικό έργο για να μεταμορφώσουμε τα κοινωνικά πλαίσια όπου γεννιέται η οδύνη και η καταπίεση — με καθοδήγηση από τους ίδιους τους ανθρώπους και λογοδοσία στις κοινότητές τους. Ένα ερώτημα που με απασχολεί συνεχώς είναι:
 «Πώς αναγνωρίζω και διαχειρίζομαι την εξουσία αυτή τη στιγμή, σε αυτήν την αλληλεπίδραση με αυτό το άτομο;»

Το παρόν έργο συνιστά, εν μέρει, μια αντι-τελειοκρατική παρέμβαση, καθότι αναγνωρίζει την αποτυχία μας να υλοποιήσουμε μια δίκαιη κοινωνία. Η ενασχόληση με μία εσκεμμένα ατελή και μη γραμμική διαδικασία (Reynolds, 2014) αντλεί θεωρητική θεμελίωση από την queer θεωρία (Butler, 1990), την κριτική τρανς θεωρία (Spade, 2011), καθώς και από κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης ενάντια στον αυταρχισμό (Buechler, 2005· Chomsky, 2005· Shantz, 2011), εντός των οποίων διαμορφώνεται μια πρακτική άμεσης αντίδρασης σε πράξεις καταπίεσης και κακοποίησης.

Η εν λόγω προσέγγιση προϋποθέτει τη σαφή υιοθέτηση ηθικών θέσεων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης, την άρνηση της ουδετερότητας ως ιδεολογικής θέσης, και την ανάληψη ηθικής ευθύνης για την αναγνώριση και αποκατάσταση των συνεπειών των ατελών ή ελλιπών μας παρεμβάσεων.

Όπως αναδεικνύουν οι λόγιοι και τα κινήματα αντίστασης, απαιτείται συνεχής πρόσμιξη με τις θεωρίες ταυτότητας, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τις έννοιες της εξουσίας και της μειονεκτικής θέσης (Crenshaw, 1995). Η εν λόγω πρακτική αντλεί επιρροές από τον έγχρωμο φεμινισμό (women of colour) (Smith, 2006), και ιδιαιτέρως από μαύρες φεμινίστριες όπως η Bell Hooks (1984) και η Patricia Hill Collins (1998).

Οι κυρίαρχες έννοιες της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης, αν και χρήσιμες, είναι ταυτόχρονα περιοριστικές και υπόκεινται σε κριτικό αναστοχασμό και αναδιαμόρφωση από κοινότητες αντίστασης και ακτιβίστριες που φέρουν περιθωριοποιημένες φωνές (Ahmed, 2012). Τέλος, οι συστημικές ανισότητες που αναπαράγουν την ανθρώπινη οδύνη απαιτούν πολύπλοκες και συλλογικά διαμορφωμένες απαντήσεις.


Τραύμα: Ψυχολογική γλώσσα που αποκρύπτει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει

Το τραύμα, όπως ορίζεται από τον κυρίαρχο χώρο της ψυχολογίας, είναι ένας ιατρικοποιημένος όρος που συγκαλύπτει τη βία και την ανθρώπινη οδύνη (Bracken, Giller and Summerfield, 1995; Summerfield, 2001, 2004). Η ψυχολογική γλώσσα επικεντρώνεται στην περιγραφή της «σπασμένης» ατομικότητας, αποκρύπτοντας την συστημική φύση της βίας που προκαλεί την οδύνη.

Από τις ψυχολογικές ερμηνείες του τραύματος αποκλείονται και αποκρύπτονται η νομοθετημένη φτώχεια, η αναπηροφοβία, η δημιουργία αστέγων από επενδυτές, η συνεχιζόμενη αποικιοκρατική βία, ο ρατσισμός, ο ρατσισμός ενάντια στην μαύρη κοινότητα (Hardy, 2017a), η λευκή υπεροχή, η σύνδεση των σωφρονιστικών καταστημάτων με την βιομηχανία (Maynard, 2017), η κανονικοποίηση του cis φύλου, η ετεροκανονικότητα και η κουλτούρα του βιασμού – ειδικά η συστημική κρατική βία που οδηγεί στη δολοφονία και εξαφάνιση αυτόχθονων γυναικών, συνδεδεμένη με τον βιασμό της γης μέσω της εξόρυξης πόρων στον σύγχρονο συνεχιζόμενο αποικισμό (Hunt, 2016). Μια σύνθετη ανάλυση μας βοηθά να αντισταθούμε στο ψυχολογικό πρόταγμα που μειώνει τη συστημική βία σε ατομική ανεπάρκεια (de Finney et al., 2018a): την τέλεια συνταγή για να κατηγορηθεί το θύμα.

Ακολουθώ πολλούς ερευνητές και επαγγελματίες που έχουν ασκήσει τεκμηριωμένη κριτική στη γλώσσα του τραύματος (Strong and Busch, 2013; Sutherland et al., 2016; Allan Wade, προσωπική επικοινωνία/personal communication), ιδιαίτερα όσον αφορά στο πώς επικεντρώνεται στα συμπτώματα και τις διαγνώσεις, τις εξατομικεύει και τις αποδίδει στην ατομική ευθύνη, ενώ αποσπά την προσοχή από την ευθύνη της καταπιεστικής εξουσίας.

Οι άνθρωποι μοιράζονται πολύπλοκες ιστορίες γεμάτες οδύνη, κακουχίες και σοφές, διορατικές απαντήσεις. Πολύ συχνά οι επαγγελματίες ακολουθούν στην πρακτική τους την θεωρία του ψυχοκεντρισμού/ψυχολογιοποίησης (psychocentrism) (Defehr, 2016), προσπαθώντας να χωρέσουν αυτή τη σύνθετη εμπειρία στα διαγνωστικά κριτήρια του τραύματος και δίνοντας έμφαση στην συμπτωματολογία. Έτσι, η προσοχή μετατοπίζεται από την αυτονομία του ατόμου και τις πράξεις αντίστασης, προς την επαγγελματική αξιολόγηση και τα πρότυπα ψυχικής υγείας.

Πολλές εμπειρίες που ονομάζονται «τραύμα» γίνονται καλύτερα κατανοητές στο πλαίσιο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, ριζωμένες στις πολιτικές ανισότητες των άδικων κοινωνιών μας (Reynolds et al., 2014; Richardson and Reynolds, 2014). Οι απαντήσεις των ανθρώπων απέναντι στην βλάβη (harm) και την κατάχρηση εξουσίας, συχνά είναι πράξεις αντίστασης, όχι απλώς συμπτώματα ψυχοπαθολογίας.

Η ψυχολογία έχει δείξει υπέρμετρο ενδιαφέρον για τη γονεϊκότητα ως την «πηγή» της βλάβης, κατηγορώντας συχνά οικογένειες, που κακοποιούν ή παραμελούν, για την ψυχική δυσλειτουργία των παιδιών. Όμως οι οικογένειες αυτές δεν στερούνται καλών γονιών – στερούνται δικαιοσύνης. Η φτώχεια, που είναι νομοθετημένη και προβλέψιμη στις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές κοινωνίες, προκαλεί βλάβη μέσω της δημιουργίας μιας επισφαλούς ζωής και του περιορισμού επιλογών (εργασία, στέγαση, εκπαίδευση). Αυτό είναι παραμέληση. Η αποικιοκρατία, η αναπηροφοβία, η τρανσφοβία, ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός και ο ρατσισμός απέναντι στην μαύρη κοινότητα είναι κακοποίηση. Αυτό δεν είναι θέμα «προσωπικής ανθεκτικότητας», αλλά συστημικής καταπίεσης. Οι ατομικές διαγνώσεις και οι ψυχολογικές ερμηνείες όχι μόνο αποκρύπτουν την πραγματικότητα, αλλά ενεργά κατηγορούν τα ίδια τα άτομα και τις οικογένειές τους για την οδύνη τους (Coates, Bonnah and Richardson, 2019).


Η συνδετική δύναμη της πολιτικοποίησης του τραύματος

Η Riel Dupuis-Rossi, Ιθαγενής θεραπεύτρια Two-Spirit, που αυτοπροσδιορίζεται ως Kanien’keha:ka (Mohawk), Αλγκονκίν (Algonquin) και Ιταλίδα, γράφει για τη «συνδετική δύναμη της πολιτικοποίησης του τραύματος». Εργάζεται μαζί με άλλους αυτόχθονες με στόχο την αντίσταση απέναντι στην αποικιακή και θεσμική κρατική βία, η οποία συχνά επανανοηματοδοτείται από τους επαγγελματίες ως «τραύμα» ή «διαγενεακό τραύμα».

Απόσπασμα από την ίδια και την Reynolds:

«Το τραύμα κατανοείται πολιτικά… και η ευθύνη του επιστρέφεται στην νόμιμη/δικαιωματική πηγή του: την αποικιοκρατική κυβέρνηση και τις ιστορικές και σύγχρονες αποικιακές δυνάμεις. Η πολιτικοποίηση του τραύματος δημιουργεί ένα άνοιγμα που επιτρέπει στην πελάτισσα να αναπτύξει μια νέα σχέση με την οδύνη της. […] Η Kluane κατανοεί τις εμπειρίες της ως ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και ειδικά συνδεδεμένες με μια αποικιοκρατική ατζέντα, όχι ως σημάδια προσωπικής ανεπάρκειας, αναξιότητας να αγαπηθεί, απόρριψης και εγκατάλειψης. Με τη βοήθεια της παραδοσιακής σοφίας και διδασκαλιών, βλέπει ότι ως παιδί άξιζε αγάπη, φροντίδα και προστασία. Η στέρηση που βίωσε δεν ήταν δική της αποτυχία, αλλά αποτέλεσμα ενός γενοκτονικού πολιτικού σχεδίου. Η στέρηση συνδέεται με ένα εξωτερικό πλαίσιο, όπως η αναδοχή και η αποικιοκρατία, και όχι με προσωπικές ανεπάρκειες.» (Dupuis-Rossi and Reynolds, p. 305)

Η πολιτικοποίηση του τραύματος είναι πάντοτε χρήσιμη, καθώς κάθε πλαίσιο ζωής εμπεριέχει σχέσεις διαπροσωπικής και συστημικής εξουσίας. Παραθέτω εκτενώς τη Dupuis-Rossi γιατί τα λόγια της προκαλούν τον αποικιακό μας εφησυχασμό ως επαγγελματίες με την ταυτότητα των εποίκων, γιατί αλλιώς μπορεί να δούμε τον εαυτό μας ως «τους καλούς» ενάντια στη βιομηχανία του τραύματος σε μια βιομηχανία της «αποικιοκρατικής ψυχολογίας» που συντηρεί τα προνόμιά μας.


Η στάση του μάρτυρα (witnessing stance)

Περιγράφω τη δική μου προσέγγιση ως στάση μάρτυρα, με σκοπό να γεφυρώσω τους κόσμους του ακτιβισμού και της θεραπείας. Υπάρχει πλούσια θεωρία θεραπευτικών πρακτικών βασισμένων στη μαρτυρία, ιδιαίτερα στην αφηγηματική και κονστρουκτιβιστική παράδοση (Myerhoff, 1982; Weingarten, 2000; White, 2002), καθώς και στο θεραπευτικό έργο του Makungu Akinyela που βασίζεται στην μαρτυρία (2002, 2014). Εξαιρετικής σημασίας είναι και το έργο Ιθαγενών γυναικών όπως η Cathy Richardson (2012), η οποία προσδιορίζεται ως Métis και Cree (φυλή της Βόρειας Αμερικής) και η Barbara Wingard (2001) που είναι Aboriginal από το λαό της Ghana, των οποίων η εργασία μαρτυρίας αντλείται από τις πολιτισμικές τους καταβολές ως ιθαγενείς γυναίκες.

Η δική μου προσέγγιση εμπνέεται από δεκαετίες συμμετοχής σε κοινωνικά κινήματα και από ακτιβιστικές πρακτικές μαρτυρίας που στόχο έχουν να καθιστούν κυβερνήσεις και θεσμούς υπόλογους για κατάχρηση εξουσίας – εκτελέσεις, βασανιστήρια και στρατηγικές βίας που φιμώνουν αντιφρονούντες και τρομοκρατούν πληθυσμούς. Η παγκόσμια κοινότητα ακτιβιστών που ασχολείται με τη μαρτυρία αποτελεί πράξη πίστης στη δύναμη της αλήθειας (όπως αυτή εκφράζεται από τη Διεθνή Αμνηστία και άλλες οργανώσεις) (Amnesty International, 2000; Reynolds, 2010).

Η μαρτυρία, επίσης, αντιστέκεται στην εξατομίκευση και την απομόνωση των ανθρώπων που έχουν επιβιώσει της βίας. Ο ψυχολόγος και ιησουίτης ιερέας Ignacio Martín-Baró από το Ελ Σαλβαδόρ (1990, 1994), προσπάθησε να φέρει τη Θεολογία της Απελευθέρωσης στην ψυχολογία. Το 1989, δολοφονήθηκε από μία ομάδα εκτέλεσης εκπαιδευμένη από τις ΗΠΑ, μαζί με πέντε άλλους ιησουίτες, μία γυναίκα και την κόρη της. Ο Martín-Baró δίδασκε πως η πολιτική βία πρέπει να κατανοείται ταυτόχρονα ψυχολογικά και κοινωνικοπολιτικά. Ο δρόμος για την απελευθέρωση δεν βρίσκεται στο εσωτερικό του ατόμου αλλά στις κοινωνικές σχέσεις. Τα νοήματα που δίνουμε στις πράξεις βίας είναι κοινωνικά, όχι ατομικά.

Η κρατική καταπίεση, όπως τα «οικοτροφεία» (residential schools), η θεσμοθετημένη φτώχεια και η σχεδιασμένη αστεγία, αποσυνδέουν και ξεριζώνουν τους ανθρώπους από τις ρίζες τους, αντίθετα η μαρτυρία τοποθετείται μέσα σε συνδεδεμένες κοινότητες. Ενσωματώνει μια ηθική του ανήκειν που επανασυνδέει, δίνοντας προσοχή στα πολιτισμικά νοήματα και στις πρακτικές που τοποθετούν το άτομο εντός της κοινότητας.

Πιστεύω – μαζί με πολλούς άλλους – ότι ο πολιτισμός είναι χώρος θεραπείας (de Finney et al., 2018b; Hardy, 2017a; Richardson and Wade, 2008), και ότι η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να επιφέρει ίαση.


Η δέσμευση στη μαρτυρία στις κουλτούρες του ακτιβισμού περιλαμβάνει το καθήκον να μην περιοριζόμαστε στο να ακούμε τον πόνο του ατόμου, αλλά να αναλαμβάνουμε συλλογική ευθύνη για δράση ενάντια στις αδικίες. Η μαρτυρία υπάρχει μέσα στις σχέσεις αλληλεγγύης και απαιτεί ρητή θέση υπέρ της δικαιοσύνης, που οδηγεί σε δράση για την αλλαγή των συνθηκών που επιτρέπουν την κατάχρηση εξουσίας.


Πράξεις αντίστασης

Ως ακτιβίστρια, ποτέ δεν μου φάνηκε χρήσιμο, υπεύθυνο ή σεβαστό να ρωτήσω ανθρώπους που έχουν βασανιστεί για τις λεπτομέρειες της ταπείνωσης και της βλάβης τους. Αντιθέτως, είναι πάντα χρήσιμο να μιλήσουμε για το πώς κατάφεραν να επιβιώσουν, να παραμείνουν άνθρωποι μέσα σε καταστάσεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη κατανόηση – καταστάσεις που επιβάλλονται από κρατικούς φορείς για να καταστείλουν τη διαφωνία με πολιτική τρομοκρατία. Αυτές οι εμπειρίες με οδήγησαν να αναζητήσω ιστορίες αντίστασης στην οδύνη, αντί να ψυχολογικοποιώ ή να ιατρικοποιώ τις εμπειρίες βασανιστηρίων ή να τις ερμηνεύω ως συμπτώματα τραύματος ή ψυχικής ασθένειας. Οι γνώσεις μου για την αντίσταση οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες που έχουν επιβιώσει βασανιστηρίων και πολιτικής βίας με τους οποίους συνεργάστηκα τα τελευταία τριάντα χρόνια, και ιδιαίτερα σε Ιθαγενείς από το Turtle Island (όρος για τη Βόρεια Αμερική που χρησιμοποιείται από κάποιες φυλές αυτοχθόνων λαών) που επιβίωσαν – και συνεχίζουν να αντιστέκονται – στη βία της αποικιοκρατίας, της γενοκτονίας και της αφομοίωσης.

Η αντίσταση αναφέρεται σε όλες τις αντιδράσεις ενός ατόμου ή λαού απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας και καταπίεσης, και στους πολλούς τρόπους με τους οποίους διατηρούν την αξιοπρέπειά τους και διεκδικούν δικαιοσύνη. Ο Allan Wade, στο άρθρο του “Small acts of living: every day resistance to violence and other forms of oppression/Μικρές πράξεις ζωής: καθημερινή αντίσταση στη βία και σε άλλες μορφές καταπίεσης” (1997) προσφέρει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της αντίστασης. Δανείστηκε τον τίτλο από τον κοινωνιολόγο Erving Goffman, ο οποίος, στο έργο Asylums (1961), περιέγραψε πώς οι άνθρωποι αντιδρούν στις συνθήκες «ολοκληρωτικών ιδρυμάτων» (π.χ. ψυχιατρεία, φυλακές), μέσα από λεπτές και διακριτικές πράξεις αντίστασης, όπως να βγάζουν τη γλώσσα, να περπατούν αργά ή να προσποιούνται άγνοια (p. 181). Ο Goffman μας υπενθυμίζει ότι η αντίσταση δεν είναι πάντα ηχηρή ή ορατή. Δεν περιορίζεται σε πράξεις «αντίστασης» όπως οι διαδηλώσεις. Είναι και οι μικρές, σιωπηρές, πεισματικές κινήσεις που προστατεύουν την ψυχή και την αξιοπρέπεια των ατόμων.

Οι ανοιχτές πράξεις αντίστασης απέναντι στην καταπίεση είναι οι λιγότερο συνηθισμένες μορφές αντίστασης, καθώς οι δυσμενείς συνέπειες τέτοιων ενεργειών μπορεί να είναι εξαιρετικά σοβαρές (Scott, 1985). Συχνά, τα άτομα που υπόκεινται σε κατάχρηση εξουσίας δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν με ασφάλεια και ανοιχτά. Οι άνθρωποι αντιστέκονται στην καταπίεση με πολλαπλούς τρόπους, οι οποίοι όμως δεν είναι πάντοτε εύκολα αντιληπτοί ή αναγνωρίσιμοι ως πράξεις αντίστασης (Richardson και Wade, 2008).

Σημαντικές αρχές της δικής μου κατανόησης της αντίστασης:

  1. Όπου υπάρχει καταπίεση και κατάχρηση εξουσίας, υπάρχουν πάντα πράξεις αντίστασης.

  2. Η αντίσταση δεν πρέπει να κρίνεται από το αν σταμάτησε την καταπίεση.

  3. Η αξία της αντίστασης είναι ότι βοηθά το άτομο να διατηρήσει την ανθρώπινη υπόστασή του, ακόμη και σε απάνθρωπες συνθήκες.

Η μαρτυρία της αντίστασης δεν γίνεται επειδή αυτή νικά πάντα την εξουσία, αλλά επειδή ενισχύει την αυτονομία του ατόμου και ενδυναμώνει την προσπάθειά του να παραμείνει αξιοπρεπής (Richardson and Wade, 2010). Ως επαγγελματίες λειτουργούμε ως μάρτυρες της αντίστασης του ατόμου, ανεξαρτήτως της έκβασης, καθώς η αντίσταση βοηθά τους ανθρώπους να παραμένουν συνδεδεμένοι με την ανθρώπινη υπόστασή τους — τόσο τη δική τους όσο και αυτήν σε ευρύτερο επίπεδο.

Η αντίσταση συνήθως δεν καταφέρνει να σταματήσει την καταπίεση. Δεν πρέπει να ρομαντικοποιούμε ή να φετιχοποιούμε την αντίσταση γιατί σκοπός είναι η δημιουργία μίας δίκαιης κοινωνίας όχι η δημιουργία μιας ευρείας γκάμας πρακτικών αντίστασης. Δεν είναι όλες οι αντιδράσεις πράξεις αντίστασης. Μια πράξη μπορεί να θεωρηθεί αντίσταση μόνο εάν το ίδιο το άτομο την αναγνωρίζει ως τέτοια (Wade, 1997).


Κάνοντας ορατή την αντίσταση: Η ιστορία του Τρόι και ο «χρόνος αιώρησης» (hang time)

Στο πλαίσιο της πρακτικής «Εποπτεία σε Πραγματικό Χρόνο» (Living Supervision), συμμετέχω σε συνεδρίες μαζί με θεραπευτές που εποπτεύω (Reynolds and Larcombe, 2016). Ως κλινική επόπτρια στο Peak House – ένα οικιστικό πρόγραμμα απεξάρτησης για νέα άτομα όλων των φύλων – γνώρισα τον Τρόι, έναν λευκό νεαρό που ζει υπό την κηδεμονία του κράτους.

Η παρουσία μου ζητήθηκε από την θεραπεύτρια του Τρόι (την οποία θα αποκαλέσω Τζούλι), επειδή το έντυπο εισαγωγής του – που περιλάμβανε πληροφορίες από διάφορα, παλαιότερα αρχεία – ήταν πολύπλοκο και ανησυχητικό.

Μια επιβαρυντική εικόνα

Αφού πήρα την άδεια του Τρόι για να συμμετέχω, τον ρώτησα αν γνωρίζει πώς περιγράφεται στον φάκελο. Επιβεβαίωσε αόριστα πως κάτι είχε υπόψη του. Ξεκίνησα ρωτώντας τη δική του κατανόηση για τους όρους που του είχαν αποδοθεί: «αλκοολικός», «εθισμένος», διάγνωση Εξαρτητικής Διαταραχής Προσωπικότητας/Addictive Personality Disorder (η οποία δεν είναι επίσημα διάγνωση στο DSM-5). Επιπλέον, μέσα από διάφορες αξιολογήσεις, η ταυτότητά του είχε συνδεθεί με «πιθανή μαθησιακή διαταραχή», «τραύμα», «διασχιστική συμπτωματολογία». Περιγραφόταν ως ψεύτης και κάποιος που είχε κάνει «ψευδείς κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση». Κλήθηκα γιατί η εικόνα του ήταν υπερβολικά φορτωμένη. Ο ίδιος, βλέποντας ότι «φέρνουν τα μεγάλα μέσα» (λόγω της παρουσίας μου ως επόπτρια), αναρωτιόταν μήπως ήταν «πολύ διαλυμένος για να βοηθηθεί».

Ανατροπή της αφήγησης

Πιστεύω πως ως θεραπεύτριες έχουμε ηθική υποχρέωση να είμαστε φορείς ελπίδας και να χτίζουμε σχέσεις εμπιστοσύνης. Δεν λέω ποτέ ψέματα στους νέους. Του εξήγησα γιατί βρίσκομαι εκεί και του εξέφρασα την εμπιστοσύνη μου στις δυνατότητές του, βασισμένη στις εμπειρίες μου από τη δουλειά με άλλα νέα άτομα στο Peak House όλα αυτά τα χρόνια.

Αφού διασφαλίσαμε ένα πλαίσιο ασφάλειας (Reynolds et al., 2014; Richardson and Reynolds, 2014) και αρχίσαμε να συν-δημιουργούμε μια σχέση σεβασμού και αξιοπρέπειας, ρώτησα τον Τρόι αν ο ίδιος θα περιέγραφε τον εαυτό του ως «εθισμένο», του εξήγησα ότι η “Εξαρτητική Διαταραχή Προσωπικότητας” δεν αποτελεί αναγνωρισμένη διάγνωση και τον ρώτησα τι σκέφτεται για το ότι τον αποκαλούν αλκοολικό.

Απάντησε μετά από παύση: «Ουσιαστικά πίνω μέχρι να λιποθυμήσω (black out)».

Από την «λιποθυμία» στον «χρόνο αιώρησης» (hang time)

Αντί να ακολουθήσω το τυπικό πρωτόκολλο συμβουλευτικής για εξαρτήσεις («Ποια είναι η ουσία επιλογής σου; Πόσο χρησιμοποιείς; Με ποιον; Με ποιον τρόπο τα χρησιμοποιείς;»), ρώτησα κάτι άλλο:

«Τι αφήνεις στο σκοτάδι; (‘What are you blacking out?’)»

Ο Τρόι απάντησε:
 «Τις επιθέσεις του ανάδοχου πατέρα μου».

Αυτό αλλάζει τα πάντα.

Πουθενά στην αξιολόγηση δεν αναφερόταν ρητά ότι ο Τρόι ήταν θύμα σεξουαλικών επιθέσεων από τον ανάδοχο πατέρα του. Αντί γι’ αυτό, έχουμε μια ατέλειωτη σειρά από εξηγήσεις για όλα όσα συμβαίνουν στον Τρόι βασισμένες στην ψυχική του υγεία, τον εθισμό του και τις ηθικές του αδυναμίες. Οι Coates και Wade (2007) περιγράφουν πώς η γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκρύψει τη βία, να συσκοτίσει την ευθύνη του δράστη, να επιρρίψει την ευθύνη στο θύμα και να αποκρύψει την αντίσταση του θύματος απέναντι στην κακοποίηση και τη βία. Η γλώσσα του φακέλου:

  • Απέκρυπτε τη βία που υπέστη,

  • Απάλειφε την ευθύνη του θύτη,

  • Κατασκεύαζε μια ταπεινωτική ταυτότητα για τον Τρόι, κατηγορώντας τον για την ίδια του την οδύνη,

  • Διέγραφε οποιαδήποτε περιγραφή της αντίστασης και της δράσης του.

Η μαρτυρία της αντίστασης

Η πρόθεσή μου ήταν να κάνω ορατές τις πράξεις αντίστασης του ατόμου – όχι να τις ερμηνεύσω ως «συμπτώματα τραύματος». Τον ρώτησα τι έκανε όταν ο άντρας αυτός τον επιτίθονταν. Απέφυγα ερωτήσεις για λεπτομέρειες της κακοποίησης ή για τα συναισθήματά του. Μου είπε πως «δεν έκανε πολλά» και ότι δεν μπορούσε να πολεμήσει έναν μεγάλο, δυνατό και θυμωμένο άντρα – ειδικά όταν οι επιθέσεις ξεκίνησαν από τότε που ήταν παιδί.

Ρώτησα:
 «Τι έκανες όμως;»

Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Ήρθαμε πιο κοντά. Ο Τρόι μου είπε ότι θα του φαινόταν «παράξενο» αυτό που θα έλεγε. Τον διαβεβαίωσα ότι έχω ακούσει πολλούς «τρελούς» τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντεπιτίθονται.

Με ρώτησε αν ξέρω τον Michael Jordan και τι είναι ο «χρόνος αιώρησης» (hang time). Ακολούθησε συζήτηση για το μπάσκετ, στην οποία συμμετείχα με τις δύο αναμνήσεις όταν είχα παρακολουθήσει τον Jordan να παίζει. Σηκωθήκαμε από τις καρέκλες μας, συγκρίναμε τα άλματά μας (τα δικά του εντυπωσιακά, τα δικά μου… όχι τόσο).

Ο «χρόνος αιώρησης» ως πράξη αντίστασης

Ο Τρόι είχε στο μικρό υπόγειο δωμάτιό του μια σχεδόν πραγματικών διαστάσεων αφίσα του Michael Jordan, του πιθανώς καλύτερου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, την ώρα που πετάει για να καρφώσει – την εμβληματική πόζα του «hang time».

Ύστερα από μια ζωντανή, εμψυχωτική και σωματοποιημένη συζήτηση και από τις δύο πλευρές, στην οποία μιλάμε για τον «χρόνο αιώρησης» του Jordan – και για το πώς εγώ, μια λευκή γυναίκα μέσης ηλικίας με ύψος 1,60, γνωρίζω καν αυτά τα πράγματα, ο Troy περιγράφει τις πράξεις αντίστασής του.

Ο Troy έχει μια σχεδόν σε φυσικό μέγεθος αφίσα του Jordan, καθώς πετά στον αέρα, που καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο του μικρού του δωματίου στο υπόγειο. Όταν άκουγε τα βήματα του ανάδοχου πατέρα του στις σκάλες, έφευγε από το σώμα του και ενωνόταν με τον Jordan σε αυτόν τον «χρόνο αιώρησης». Κρεμόταν εκεί, έξω από τον χρόνο. Όταν η επίθεση τελείωνε και ο άντρας αποχωρούσε, ο Τρόι, μόλις ένιωθε «αρκετά ασφαλής», «κάρφωνε» τη φανταστική του μπάλα, επαναφέροντας τον εαυτό του στο σώμα του.

Η αποκάλυψη αυτή γέμισε τον χώρο με βαθιά, ουσιαστική σιωπή.


Η αφήγηση του Τρόι, η περιγραφή της πράξης του να «αιωρείται» δίπλα στον Michael Jordan, ήταν μια βαθιά συμβολική και επινοητική πράξη αντίστασης. Η συζήτησή μας συνεχίστηκε με ήρεμο, αργό ρυθμό, με έντονη σωματική και συναισθηματική σύνδεση — πρακτική που οι Katz και Shotter ονομάζουν κοινωνική ποιητική (social poetics) (2004). Κατοικούσαμε σε «χώρους δικαιοσύνης» (Lacey, 2005), οι οποίοι συν-δημιουργούνταν σχεσιακά μέσα από τα σημεία σύνδεσής μας, τις στιγμιαίες εκφράσεις αλληλεγγύης και την πρόθεσή μας να εστιάσουμε και να γίνουμε μάρτυρες των πράξεων αντίστασης του Troy.

Ο Τρόι χρησιμοποίησε αυτό που η ψυχολογία θα ονόμαζε μηχανισμό αποσύνδεσης, αλλά εμείς αρνούμαστε αυτόν τον χαρακτηρισμό, επειδή αποκρύπτει τη σοφία και την ευφυΐα της πράξης αντίστασης.

Τον ρώτησα:

  • Αν σκέφτηκε ποτέ πως αυτό ήταν ένας ευφυής τρόπος να παραμείνει ασφαλής χωρίς να χρειαστεί να παλέψει.

  • Τι θα σήμαινε για τον Michael Jordan το γεγονός ότι τον συνόδευε βοηθώντας τον να νιώθει ασφαλής.

  • Ποιες ποιότητες χαρακτήρα αντανακλά αυτή η πράξη.

  • Πώς τον βοήθησε αυτή η πράξη.

Ο Τρόι απάντησε πως ίσως πρόκειται για:

«Γρήγορη σκέψη, εξυπνάδα, ταχύτητα και εύρεση κάποιου ασφαλούς προσώπου για να μην είναι μόνος.»

Συζητήσαμε αν αυτή η πρακτική σχετίζεται με την πιθανή μαθησιακή του δυσκολία και αν, για παράδειγμα, στο μάθημα φυσικής, όπου η φωνή του καθηγητή τον τρόμαζε, έμπαινε ασυνείδητα σε «hang time». Ρώτησα αν πίστευε ότι ο καθηγητής θα του έκανε κακό, όπως ο ανάδοχος πατέρας, κι εκείνος απάντησε αρνητικά. Μαζί, σχεδιάσαμε τρόπους να μην ενεργοποιείται ο “χρόνος αιώρησης” όταν δεν χρειάζεται.

Ρώτησα επίσης για τη σχέση του με το αλκοόλ — και πιο συγκεκριμένα, το «πίνω μέχρι να λιποθυμήσω». Είπε ότι τώρα, σκεπτόμενος τον χρόνο αιώρησης, την ευφυΐα του και τη σύνδεση με τον Jordan, ίσως να μην χρειάζεται πια να λιποθυμά με τη βοήθεια των ανθρώπων του Peak House.


Καθώς εστιάσαμε στις πολυάριθμες δημιουργικές, διορατικές και γενναίες πράξεις αντίστασής του, και καθώς αναγνώρισε ότι κάποιες φορές «θυσίασε τον εαυτό του» για τα αδέλφια του, δεν ξεχάσαμε ότι:

Δεν κατάφερε να προστατέψει ούτε τον εαυτό του από τις επιθέσεις του άντρα, ούτε την οικογένειά του από την κρατική παρέμβαση και σύλληψη.

Αλλά η μαρτυρία αυτών των πράξεων ήταν απίστευτα χρήσιμη για τον Τρόι.
Τιμούσαν την ικανότητά του να «παραμείνει άνθρωπος» μέσα σε ένα περιβάλλον φόβου, ταπείνωσης και οδύνης.

Αντιστάθηκα στην παραβιαστική περιέργεια να αναλύσω είτε το μυαλό του Τρόι είτε του θύτη. Επηρεάζομαι από τη Hannah Arendt (1994) και την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», που μας προτρέπει να μη μετατρέπουμε τους δράστες σε «σατανικές ιδιοφυΐες».

Η δική μου περιέργεια είναι ηθική: να φέρω στο φως τις πράξεις αντίστασης απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας, ως εκφράσεις νεανικής σοφίας.


Αναγκαίες υποθέσεις: δημιουργώντας νόημα και αναζητώντας ασφάλεια

Το να είσαι μάρτυρας της αντίστασης σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργήσεις σχέσεις αξιοπρέπειας και σεβασμού, ακόμη και όταν υπάρχουν μεγάλες ανισότητες προνομίων. Είναι καθήκον της θεραπεύτριας να οικοδομήσει την γέφυρα που θα γεφυρώσει την διαφορά στην εξουσία και να συναντήσει το άτομο εκεί που βρίσκεται.

Μέσα από αυτή τη σχέση αξιοπρέπειας, προσκαλούμε το άτομο να αναλάβει ευθύνη όπου έχει πραγματικές επιλογές και πρόσβαση στην εξουσία — αλλά όχι για την καταπίεση, τη βία ή τον κοινωνικό αποκλεισμό που έχει υποστεί, ούτε για τα πλαίσια που προκαλούν την οδύνη του. Συνεργαζόμαστε με το άτομο για να επιφέρει αλλαγές στη σχέση του με την οδύνη, με βάση τις δικές του επιθυμίες. Και ως θεραπεύτριες/θεραπευτές/θεραπευτ@ που στοχεύουμε στη δικαιοσύνη, έχουμε την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουμε την κοινωνική μας θέση και την πρόσβαση στην εξουσία για να αλλάξουμε τα κοινωνικά πλαίσια όπου γεννιέται η δομική βία και η οδύνη.

Υπάρχουν δύο αναγκαίες υποθέσεις που θεωρώ απαραίτητες για να γίνουμε μάρτυρες της αντίστασης:

  1. Η συμπεριφορά των ανθρώπων έχει νόημα.

  2. Οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι ασφαλείς.

Αυτές οι υποθέσεις μας βοηθούν να αντισταθούμε στην παθολογικοποίηση των πράξεων των ανθρώπων, στο να τις βλέπουμε ως «συμπτώματα» τραύματος ή επικινδυνότητας. Μας θυμίζουν ότι οι άνθρωποι είναι αξιόπιστοι αφηγητές των ζωών τους, ακόμη και όταν οι πράξεις τους δεν είναι άμεσα κατανοητές.


Η αποστέγαση (un-housing) ως πράξη αντίστασης

Δουλεύω στο Downtown Eastside του Βανκούβερ – τη φτωχότερη γειτονιά του Καναδά, εκτός γης Ιθαγενών. Στο Βανκούβερ, ακόμη και μια τετραμελής οικογένεια με δύο εργαζόμενους γονείς πλήρους απασχόλησης δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να στεγαστεί — είτε λόγω κόστους είτε έλλειψης διαθέσιμων κατοικιών.

Κατά τη διάρκεια εποπτείας, ένας εργαζόμενος σε πρόγραμμα στέγασης με κάλεσε να βοηθήσω με την εξής περίπτωση:

Μια μητέρα, μονογονέας δύο παιδιών, ζει μέσα σε αυτοκίνητο. Ο εργαζόμενος την πλησίασε ένα πρωί καθώς έβγαινε με τα παιδιά από το όχημα και της πρότεινε στέγαση. Εκείνη συμμορφώθηκε σιωπηλά με τη συνέντευξη. Τις επόμενες μέρες, ο εργαζόμενος επέστρεψε με υποχρεωτικά έντυπα αξιολόγησης — όμως η γυναίκα είχε φύγει. Το αυτοκίνητο είχε μετακινηθεί.

Η εκτίμηση του εργαζόμενου ήταν ότι η μητέρα δεν είναι έτοιμη για αλλαγή, βρίσκεται στο προ-στοχαστικό στάδιο, ίσως είναι αυτοκαταστροφική ή έχει χαμηλή εναισθησία (insight). Αυτή η αξιολογική κρίση αναπαράγεται και νομιμοποιείται από την κυρίαρχη ορολογία των επαγγελμάτων φροντίδας, η οποία αποδίδει ευθύνη στη συγκεκριμένη, υποτιθέμενα ανεπαρκή, μητέρα για τη φτώχεια, την απουσία κατάλληλης στέγασης και την επακόλουθη παραμέληση, φαινόμενα που άπτονται της κατάχρησης της συστημικής εξουσίας.

Μια διαφορετική ανάγνωση

Μέσα από την εποπτεία ασκήσαμε κριτική ανάλυση υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Προσπαθήσαμε να δούμε τον κόσμο μέσα από τη θέση αυτής της γυναίκας, να κατανοήσουμε τη λογική της, και να αναγνωρίσουμε την προσπάθειά της να δημιουργήσει ασφάλεια για την οικογένειά της. Ο εργαζόμενος κατάφερε να κατανοήσει ότι οι ενέργειές του — όσο καλοπροαίρετες — συνιστούσαν απειλή για την οικογένεια. Η αποδοχή της στέγασης ίσως εξέθετε τα παιδιά στον κίνδυνο της απομάκρυνσής τους από το κράτος. Η συμπεριφορά της μητέρας δεν συνιστά ένδειξη ελαττωματικής λογικής, διαγενεακής τραυματικής κληρονομιάς, διαταραγμένου δεσμού ή αδυναμίας σύναψης σχέσεων εμπιστοσύνης λόγω Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας — παρότι όλες αυτές οι διαγνώσεις εξετάστηκαν ως ερμηνευτικά πλαίσια για την κατανόηση της στάσης της. Αντιθέτως, η στάση της μαρτυρά οξυδέρκεια και μια συνειδητή, στρατηγική αντίσταση απέναντι στην κρατική επιτήρηση και κατασταλτική παρέμβαση.

Η ευθύνη της/του επαγγελματία

Ο εργαζόμενος έπρεπε να αναγνωρίσει τη δική του εξουσία — την προσωπική και τη θεσμική — και να λογοδοτήσει για τον ρόλο του. Δεν μπορούμε να αποποιούμαστε αυτή την εξουσία. Αυτό απαιτεί συλλογική λογοδοσία και αλληλεγγύη μεταξύ επαγγελματιών. Αντί να κατηγορούμε μεμονωμένα άτομα για τις αποτυχίες του συστήματος, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ως κοινωνία αρνούμαστε να δημιουργήσουμε δίκαιες, ανθρώπινες επιλογές.

Τι μαθαίνουμε

Ο στόχος δεν είναι να «διορθώσουμε» τη μητέρα, αλλά να γίνουμε αρκετά αξιόπιστες/οι/@ ώστε να μας εμπιστευτεί. Αυτό ξεκινά με την αναγνώριση ότι η  πρόσβαση σε στέγαση μπορεί να φέρει αυξημένη επιτήρηση και ότι οι επαγγελματίες μπορούν (και έχουν χρησιμοποιηθεί) για να καταγγείλουν οικογένειες.

Όταν το κράτος πληρώνει περισσότερα για την αναδοχή παρά για να βοηθήσει τις οικογένειες να μείνουν μαζί, δεν αρκεί μια θεραπεία — χρειάζεται διάλυση αυτών των συστημάτων και ταυτόχρονα να ανταποκρινόμαστε στην οδύνη με τους περιορισμένους πόρους που έχουμε.

Αντί να κρίνουμε μια γυναίκα για το ότι «βάζει τα παιδιά της σε κίνδυνο», αναζητούμε πώς προσπαθεί να τα προστατεύσει — ακόμη και με τρόπους που δεν αναγνωρίζονται εύκολα, ειδικά όταν οι γυναίκες φορτώνονται τη συλλογική ευθύνη για τη βία των αντρών.


Επίλογος

Η ψυχολογική γλώσσα του τραύματος συγκαλύπτει τις πράξεις αντίστασης των ατόμων, συχνά επανερμηνεύοντας την αντίσταση με κριτήρια ψυχικής ασθένειας. Η γλώσσα του τραύματος συγκαλύπτει τη βία και την αντίσταση στην καταπίεση, παθολογικοποιώντας τους ανθρώπους και κατηγορώντας τους για τη δική τους δυστυχία και τις περιορισμένες επιλογές στη ζωή τους. Η συμπερίληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης στην πρακτική και η διατήρηση μιας στάσης απο-αποικιοποίησης μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε την οδύνη που συνδέεται άμεσα με τη συστημική καταπίεση και να αντισταθούμε στην παθολογικοποίηση και σε μια ατομικιστική απόδοση των αντιδράσεων των ανθρώπων στην καταπίεση. Η μαρτυρία, όπως εφαρμόζεται στα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, δημιουργεί έναν χώρο για να αποκαλυφθεί η αντίσταση και απαιτεί από τους επαγγελματίες να αναλάβουν την ευθύνη για την αλλαγή των κοινωνικών δομών καταπίεσης μέσα στις οποίες δημιουργείται η οδύνη. Όταν δημιουργούμε σχέσεις σεβασμού και αξιοπρέπειας, πραγματικά συναντάμε τους ανθρώπους εκεί που βρίσκονται και οι πράξεις αντίστασης τους γίνονται ορατές, προσκαλώντας μια μαρτυρία της ευφυΐας, της δύναμης και του θάρρους τους. Δεν διαγιγνώσκουμε τους ανθρώπους ως ψυχικά ασθενείς, ούτε τους κατηγοριοποιούμε ως αυτοκαταστροφικούς, αλλά εισερχόμαστε στον κόσμο τους, όπου οι ενέργειές τους για αξιοπρέπεια και ασφάλεια (Richardson και Wade, 2010) γίνονται ορατές σε εμάς.

Ευχαριστίες

Η συγγραφή και το έργο αυτό πραγματοποιήθηκαν πάνω στα παραδοσιακά και ακατάληπτα προγονικά εδάφη των εθνών Coast Salish — των xʷməθkwəy̓əm (Musqueam), Sḵwx̱wú7mesh (Squamish) και Səl̓ílwətaʔ (Tsleil-Waututh) — εδάφη που ουδέποτε παραχωρήθηκαν.

Εκφράζω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη προς την Ομάδα Αλληλεγγύης μου για το συγκεκριμένο εγχείρημα: Cori Kelly, Tara Danger Taylor, Janet Newbury, Sacha Medine, Stefanie Krasnow και Riel Dupuis-Rossi.

Επαναστατική αγάπη και αλληλεγγύη προς τα μέλη της Κοινότητας Πρακτικής με Βάση την Αντίσταση (Response-Based Practice): την Cathy Richardson, της οποίας το όνομα στα Κρη είναι Kinewwsquao, καθώς και τους Linda Coates, Allan Wade και Shelly Bonham. Το άρθρο αυτό υφαίνει τις συνδέσεις μας ως μάρτυρες πράξεων αντίστασης, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις σημαντικές διαφορές στο έργο μας — ιδίως ως προς τις θεωρητικές αφετηρίες και τις πρακτικές προσεγγίσεις. Οι δικές μου ρίζες προέρχονται από την άμεση ακτιβιστική δράση, ενώ η RBP αναπτύχθηκε μέσα από κριτική και σύνθετη ανάλυση της γλώσσας. Τιμώ αυτές τις διαφορές, ενώ παράλληλα αναγνωρίζω τη βαθιά επιρροή που έχει ασκήσει η RBP στη διατύπωση και μετεξέλιξη της δικής μου δουλειάς. Αν άλλοι αδυνατούν να διακρίνουν τα έργα μας, νιώθω συγκινημένη και τιμημένη από αυτό.

Ο κ. Peaslee βοήθησε και πάλι.

Αφιέρωση

Για την Cori Kelly (η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως Blackfoot/Ιρλανδή), την οποία έχω την τιμή να αποκαλώ μέντορά μου, για την μεγάλη καρδιά της, τη λαμπρή αναλυτική της σκέψη και το ηθικό της θάρρος να προσφέρει σοφή κριτική και να καλεί σε αυστηρή λογοδοσία — ένα δώρο για τόσες πολλές από εμάς, και για εμένα προσωπικά, ως λευκή έποικος.

Η Cori στηρίζει αναρίθμητους ανθρώπους με την έντονη, ακτινοβόλα της παρουσία, που μας εμπεριέχει και μας συνδέει με τη δύναμη της αγάπης της και τη ζεστασιά του κύκλου της.

Βιβλιογραφία

Ahmed, S. (2012) On being included: racism and diversity in institutional life. Durham

and London, UK: Duke University Press.

Akinyela, M. (2002) Decolonizing our lives: divining a postcolonial therapy.

International Journal of Narrative Therapy and Community Work, 2: 32–43.

Akinyela, M. (2014) Narrative therapy and cultural democracy: a yestimony view.

Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 35: 46–49.

Amnesty International (2000) Torture worldwide: an affront to human dignity. New

York: Amnesty International Publications.

Arendt, H. (1994) Eichmann in Jerusalem: a report on the banality of evil. New York, N.Y: Penguin Books.

Bracken, P., Giller, J. and Summerfield, D. (1995) Psychological responses to war

and atrocity: the limitations of current concepts. Social Science & Medicine, 40(8):

1073–1082.

Brave Heart, M. Y. H. and DeBruyn, L. M. (1998) The American Indian holocaust:

healing historical unresolved grief. American Indian and Alaska Native Mental

Health Research, 8(2): 60–82. https://doi.org/10.5820/aian.0802.1998.60.

Buechler, S. (2005) New social movement theories. Sociological Quarterly, 36(3):

441–464.

Butler, J. (1990) Gender trouble: feminism and the subversion of identity. New York, NY:Routledge.

Chomsky, N. (2005) Chomsky on anarchism. B. Pateman (ed.). Edinburgh: AK Press.

Clark, N. (2016) Shock and awe: trauma as the new colonial frontier. Humanities,

5(14): 1–16.

Coates, L., Bonnah, S. and Richardson, C. (2019) Beauty and the beast: misrepresentation and social responses in fairy-tale romance and redemption.

International Journal of Child, Youth and Family Studies, 10(1), 119–136. https://

doi.org/10.18357 /ijcyf s1012 01918809

Coates, L. and Wade, A. (2007) Language and violence: analysis of four discursive

operations. Journal of Family Violence, 22, 511–522. https://doi.org/10.1007/

s1089 6-007-9082-2.

Crenshaw, K. (1995) Mapping the margins: intersectionality, identity politics, and

violence against women of colour. In K. Crenshaw, G. Gotanda, G. Peller and

K. Thomas (eds.) Critical race theory: the key writings that formed the movement (pp.357–383). New York, NY: The New Press.

de Finney, S., Moreno, S., Chadwick, A., Adams, C., Sam, S. R., Scott, A. and Land,

N. (2018b) Sisters rising: shape shifting settler violence through art and land retellings. In C. Mitchell and R. Moletsane (eds.) Young people engaging with the arts

and visual practices to address sexual violence. Rotterdam, The Netherlands: Sense.

de Finney, S., Palacios, L., Mucina, Kaur and Chadwick, A. (2018a) Refusing bandaids:

un-settling ‘care’ under the Carceral Settler State. CYC-Online September

2019. ISSN 1605–7406, 28–38.

Defehr, J. (2016) Inventing mental health first aid: the problem of psychocentrism.

Studies in Social Justice, 10(1): 18–35.

Dupuis-Rossi, R. and Reynolds, V. (2018) Indigenizing and decolonizing therapeutic

responses to trauma-related dissociation. In N. Arthur (ed.) Counselling in cultural contexts: identities and social justice. Switzerland: Springer.

Duran, E. (2006) Healing the soul wound: counseling with American Indians and other

Native Peoples. New York, NY: Teachers College Press.

Duran, E., Firehammer, J. and Gonzalez, J. (2008) Liberation psychology as the

path toward healing cultural soul wounds. Journal of Counseling & Development,

86, 288–295. https://doi.org/10.1002/j.1556-6678.2008.tb005 11.x

Fanon, F. (1963) The wretched of the earth. New York: Grove Press.

Goffman, E. (1961) Asylums. New York: Doubleday.

Hardy, K. V. (2017a) Race through a trauma lens. In K. V. Hardy and T. Bobes (eds.)

Promoting cultural sensitivity in supervision: a manual for practitioners (pp. 19–21).

New York, NY: Routledge.

Hardy, K. V. (2017b) Soul work: healing racial trauma. ‘Soul-work: healing racial

trauma: a two-day conference for people of color and white allies’, Stampford,

CT, 2–3 June 2017.

Heath, T. (2018) Moving beyond multicultural counselling: narrative therapy,

anti-colonialism, cultural democracy and hip-hop. The International Journal of

Narrative Therapy and Community Work, 3, 50–55

Hill Collins, P. (1998) Fighting words: black women and the search for justice. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press.

Hooks, B. (1984) Feminist theory: from margin to centre. Boston, MA: South End Press.

Hunt, S. (2016) Decolonizing the roots of rape culture. Retrieved from: https://ccsvc

onfer ence.wordp ress.com/2016/09/26/decol onizi ng-the-roots -of-rape-cultu

re/

Katz, A. and Shotter, J. (2004) On the way to ‘presence’: methods of a ‘social poetics’.

In D. Pare and G. Larner (eds.) Collaborative practice in psychology and psychotherapy. New York: Haworth Clinical Practice Press.

Kouri, S. and Skott-Myers, S. (2016) Catastrophe: a transversal mapping of colonialism

and settler subjectivity. Settler Colonial Studies, 6(3): 279–294. https://doi.

org/10.1080/22014 73X.2015.1061967

Lacey, A. (2005) Spaces of justice: the social divine of global anti-capital activists’

sites of resistance. Canadian Review of Sociology / Revue canadienne de sociologie,

42(4): 403–420.

Manuel, A. and Derrickson, R. (2015) Unsettling Canada. Toronto, ON: Between the

Lines Press.

Martín-Baró, I. (1994) Writings for a Liberation Psychology. Cambridge: Harvard

University Press.

Maynard, R. (2017) Policing black lives: state violence in Canada from slavery to the present.

Halifax, NS and Winnipeg, MB: Fernwood Publishing.

Myerhoff, B. (1982) Life history among the elder: performance, visibility and remembering. In J. Ruby (ed.) A crack in the mirror: reflexive perspectives in anthropology, (pp. 99–117). Philadelphia, PA: University of Pennsylvania Press. https://doi.org/10.9783/9781512806434-006

Regan, P. (2010) Unsettling the settler within: Indian residential schools, truth telling, and reconciliation in Canada. Vancouver, BC: UBC Press.

Reynolds, V. ‘Bahman’, Hammoud-Beckett, S., Sanders, C. J. and Haworth, G.

(2014) Poetic resistance: Bahman’s resistance to torture and political violence.

International Journal of Narrative Therapy and Community Work, 2: 1–15. Retrieved from http://dulwi chcen tre.com.au/publi catio ns/inter natio nal-journ al-narra

tive-thera py/

Reynolds, V. (2010) Doing justice: a witnessing stance in therapeutic work alongside

survivors of torture and political violence. In J. Raskin, S. Bridges and R. Neimeyer (eds.) Studies in meaning 4: Constructivist perspectives on theory, practice,

and social justice (pp. 157–184). New York, NY: Pace University Press.

Reynolds, V. (2014) A solidarity approach: the rhizome & messy inquiry. In G.

Simon and A. Chard (eds.) Systemic inquiry: innovations in reflexive practice research.

London, UK: Everything Is Connected Books.

Reynolds, V. (2019) Setting an intention for decolonizing practice and justice-doing.

In S. Collins (ed.) Embracing cultural responsivity and social justice (pp. 615–

630). Victoria: Counselling Concepts.

Reynolds, V. and Hammoud-Beckett, S. (2018) Social justice activism and therapy:

tensions, points of connection, and hopeful scepticism. In C. Audet and D. Paré

(eds.) Social justice and counseling: discourse in practice (pp. 3–15). New York, NY:

Routledge.

Reynolds, V. and Larcombe, A. (2016) Living supervision in practice: structuring accountability with men therapists working alongside women and gender-variant

persons with precarious lives. In I. McCarthy and G. Simon (Eds.) Systemic therapy

as transformative practice (pp. 125–138). London: Everything is Connected Press.

Reynolds, V. and Polanco, M. (2012) An ethical stance for justice-doing in community

work and therapy. Journal of Systemic Therapies, 31(4): 18–33. https://doi.

org/10.1521/jsyt.2012.31.4.18

Richardson, C. (2012) Witnessing life transitions with ritual and ceremony in family

therapy: three examples from a Metis therapist. Journal of Systemic Therapies,

31(3): 68–78.

Richardson, C. and Reynolds, V. (2014) Structuring safety in therapeutic work

alongside Indigenous survivors of residential schools. Canadian Journal of Native

Studies, 34(2): 147–164.

Richardson, C. and Wade, A. (2008) Taking resistance seriously: a response-based

approach to social work in cases of violence against Indigenous women. In S.

Strega and J. Carrière (eds.) Walking this path together: anti-racist and anti-oppressive child welfare practice. Winnipeg, MB: Fernwood.

Richardson, C. and Wade, A. (2010) Islands of safety: restoring dignity in violence-

prevention work with Indigenous families. First Peoples Child and Family

Review, 5(1): 137–155. Retrieved from http://journ als.sfu.ca/fpcfr /

Shantz, J. (2011) Active anarchy: political practice in contemporary movements. Lanham, MD: Lexington Books.

Smith, A. L. (2006) Heteropatriarchy and the three pillars of white supremacy: rethinking women of color organizing. In INCITE! Women of color against violence

(eds.) Color of violence: the INCITE! anthology (pp. 66–73). Cambridge, MA: South End Press.

Spade, D. (2011) Normal life: administrative violence, critical trans politics, and the limits of law. Brooklyn, NY: South End Press.

Strong, T. and Busch, R. (2013) DSM-V and evidence-based family therapy.

Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 4(2): 90–103.

Summerfield, D. (2001) The invention of post-traumatic stress disorder and the

social usefulness of a psychiatric category. BMJ, 322(7278): 95–98.

Summerfield, D. (2004) Cross-cultural perspectives on the medicalization of human

suffering. In G. M. Rosen (ed.) Posttraumatic stress disorder: Issues and controversies

(pp. 233–245). John Wiley & Sons Ltd.

Sutherland, O., Coulture, S., Silva, J., Strong, T., Lamarre, A. and Hardt, L. (2016)

Social justice oriented diagnostic discussions: a discourse perspective. Journal of

Feminist Family Therapy, 28(2–3): 76–99.

Todd, N. and Wade, A. (1994) Domination, deficiency and psychotherapy. The

Calgary Participator, 4(1): 37–46.

Tuck, E. and Yang, K. W. (2012) Decolonization is not a metaphor. Decolonization:

Indigeneity, Education & Society, 1(1): 1–40.

Wade, A. (1997) Small acts of living: everyday resistance to violence and other forms

of oppression. Contemporary Family Therapy, 19: 23–49. Retrieved from https://

link.sprin ger.com/journ al/10591

Weingarten, K. (2000) Witnessing, wonder and hope. Family Process, 39(4): 389–402.

White, M. (2002) Definitional ceremony and outsider witness responses. Workshop

notes: www.dulwi chcen tre.cau (23 August 2002).

Wingard, B. (2001) Introductions and stories of life. In B. Wingard and J. Lester

(eds.) Telling our stories in ways that make us stronger. Adelaide, Australia: Dulwich

Centre Publications.

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: