Το βίωμα του/της πληγωμένου/πληγωμένης θεραπευτή/θεραπεύτριας και η ψυχοθεραπευτική σχέση
Συγγραφέας: Γκότσης, Η. (2025), κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο “Η γραμματική του αναστοχασμού: διαλογικότητα, συναισθήματα, συνηχήσεις και ηθική στην ψυχοθεραπευτική σχέση”
Ο Martin Lipp είπε: «Οι πληγές μου γίνονται τα γυαλιά μου, βοηθώντας με να βλέπω ό,τι συναντώ με ενσυναίσθηση και με μια ευγνώμονα αίσθηση προνομίου».
(αναφέρεται από Farber 1980, σ. 107).
«Θέλω πολλά, είμαι πολλά, και μερικές φορές ζηλεύω εκείνους που είναι ένα. Θέλω να εμπλουτίζομαι, να έχω χρόνο να αναζητώ και να θεραπεύω τον εαυτό μου καθημερινά μέσα από τη δουλειά. Καθώς με μαγεύουν και με συναρπάζουν οι άνθρωποι, θέλω να μπορώ να τους φροντίζω με όρια. Να δυναμώνω μέσα από τις σκέψεις μου, κρατώντας την απλότητα, την ταπεινότητα, την ομορφιά. Να επιστρέφω εκεί που αρχίζει ο πόνος, φροντίζοντας πρώτα τους κοντινούς μου ανθρώπους. Και τέλος, να βρίσκω τη σύνδεση μέσα από τη συγκίνηση, στην αγκαλιά και στην αλήθεια.»
Η αλληλουχία σκέψεων των μελών μιας ομάδας εκπαίδευσης στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση, για τον πληγωμένο θεραπευτή, όπως τις συνέθεσε η Αργυρώ Ολυμπίτου.
Εισαγωγή
Στην ελληνική μυθολογία, ο Χείρωνας αποτελεί το αρχετυπικό παράδειγμα του πληγωμένου θεραπευτή.
Ως Κένταυρος, ξεχώριζε για τη σοφία, τη δικαιοσύνη και τις γνώσεις του στην ιατρική και τη θεραπεία. Πληγώθηκε από ένα δηλητηριασμένο βέλος του Ηρακλή, και η πληγή του που ο ίδιος δεν μπορούσε να θεραπεύσει, του προκαλούσε αφόρητο πόνο. Αν και ο Χείρωνας ήταν αθάνατος, ήταν καταδικασμένος να ζει αιώνια με την οδύνη, μέχρι που επέλεξε να θυσιάσει την αθανασία του, βρίσκοντας τελικά λύτρωση στον θάνατο.
Σε αυτή την ιστορία υπάρχει ένα παράδοξο: Ενώ μπορούσε να θεραπεύσει τους άλλους με την σοφία του, η μοίρα του ήταν να υποφέρει από έναν πόνο που δεν μπορούσε να θεραπεύσει ο ίδιος. Και αυτός ο συμβολισμός αφορά άμεσα τον αναστοχασμό μας πάνω στα συναισθήματα του θεραπευτή/της θεραπεύτριας.
Ο Carl Jung αξιοποίησε τον μύθο του Χείρωνα για να μιλήσει για το αρχέτυπο του/της πληγωμένου/πληγωμένης θεραπευτή/θεραπεύτριας. Σύμφωνα με τον Jung, η ιστορία του Χείρωνα, αποτυπώνει μια πραγματικότητα που τη βιώνουμε συχνά ως θεραπευτές και θεραπεύτριες. Έτσι, ενώ ως θεραπευτές/θεραπεύτριες, μπορούμε να φροντίζουμε τους ανθρώπους με τους οποίους εργαζόμαστε, οι δικές μας συναισθηματικές και ψυχικές πληγές ενδέχεται να είναι ακόμα ενεργές.
Δεν προτείνω να διαβάσουμε τον μύθο του Χείρωνα με μια ερμηνεία που θα εστίαζε στο ότι η σοφία μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα από το τραύμα. Εκτιμώ ότι αυτή μπορεί επίσης να προκύψει και μέσα από τη σχέση και τη φροντίδα προς τον άλλον.
Όμως, αυτός ο μύθος είναι μια πρόσκληση να κατανοήσουμε ότι το προσωπικό μας τραύμα, παρά την οδύνη που επιφέρει, μπορεί –όταν έχει επεξεργαστεί– να μας ανοίξει δρόμους και δυνατότητες κατανόησης της εμπειρίας του Άλλου. Όχι επειδή αυτή είναι ίδια με τη δική μας, αλλά επειδή μας ενεργοποιεί συναισθηματικά τη συγκίνηση και την επιθυμία να φροντίσουμε τους άλλους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ίσως επειδή, μέσα από τη δική του τραυματική ιστορία, μπορούμε να δούμε και τη δική μας και ίσως επειδή καθώς φροντίζουμε τις τραυματισμένες πλευρές, φροντίζουμε με ένα παράδοξο τρόπο και τις δικές μας.
Μέσα από αυτό το βλέμμα, η αφήγηση για το βίωμα του πληγωμένου θεραπευτή/της πληγωμένης θεραπεύτριας είναι μια πρόσκληση να μιλήσουμε άφοβα για το δικό μας τραύμα και να αναστοχαστούμε πώς αυτό εισέρχεται στη θεραπευτική σχέση.
Όταν αποφάσισα να συμπεριλάβω αυτήν τη θεματική σε ένα βιβλίο που έχει ως στόχο την κατανόηση της σημασίας της αναστοχαστικής διεργασίας στη θεραπευτική σχέση, αναρωτήθηκα αν αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια κατάθεση του δικού μου βιώματος.
Παρότι τελικά ακολούθησα αυτή τη διαδρομή, η απόφαση να μοιραστώ μια τόσο προσωπική εμπειρία δεν ήταν εύκολη. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έπρεπε να αναφερθώ στην προσωπική μου ιστορία ως παράδειγμα του πώς μια εμπειρία, που έχει καταγραφεί ως τραυματική, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μια πορεία που οδηγεί στην άσκηση του ψυχοθεραπευτικού έργου.
Ο λόγος είναι ότι στον επιστημονικό λόγο για την ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα, οι βιβλιογραφικές αναφορές σε αυτή την διάσταση είναι σχεδόν ανύπαρκτες και η δημόσια αποκάλυψη πτυχών της προσωπικής ιστορίας του θεραπευτή/της θεραπεύτριας, οι οποίες φέρνουν στην δημόσια σφαίρα τις ευάλωτες πλευρές του εαυτού, θεωρείται ακόμα ταμπού.
Ωστόσο το γεγονός ότι στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία υπάρχουν έρευνες που τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία που διαδραματίζει στην απόφασή μας να γίνουμε ψυχοθεραπευτές/ψυχοθεραπεύτριες, το προσωπικό βίωμα και οι τραυματικές ή «δύσκολες» ιστορίες που έχουμε ζήσει στην παιδική μας ηλικία, ήταν πολύ σημαντικά στοιχεία για να με ενθαρρύνουν στην συγγραφή αυτής της ενότητας.
Επίσης, η έμφαση που δίνεται από την σχετική βιβλιογραφία στις διεργασίες μετουσίωσης αυτών των ιστοριών καθώς και στη σημασία των πεδίων μετα-τραυματικής ανάπτυξης των θεραπευτών/θεραπευτριών, με έπεισαν πως δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια ολοκληρωμένη παρουσίαση για τον συναισθηματικό αναστοχασμό, αν δεν υπήρχε αυτή η αναφορά.
Το βιβλίο της Klayman Farber Celebrating the wounded healer psychotherapist, Pain, Post–Traumatic Growth and Self–Disclosure (Farber, 2017), και οι αυτοαναφορικές περιγραφές θεραπευτριών και θεραπευτών που μιλούν ανοιχτά για τα προσωπικά τους βιώματα που συνδέονται με το τραύμα, με ενέπνευσαν και με έπεισαν πως είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει μια ρωγμή στην συζήτηση για ένα θέμα που αποτελεί ταμπού στην εγχώρια επιστημονική κοινότητα.
Έτσι, είναι σημαντικό να μιλήσουμε δημόσια καθώς δεν υπάρχει καμία ντροπή για ένα άτομο που κουβαλά τις δικές του πληγές, να μιλά ανοιχτά για αυτό και να παρέχει ταυτόχρονα ψυχοθεραπευτική φροντίδα σε όσους ανθρώπους αναζητούν την υποστήριξή του.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι/περισσότερες θεραπευτές/θεραπεύτριες φέρουμε τις δικές μας τραυματικές εμπειρίες, είτε επιλέγουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για αυτές είτε όχι. Οι πληγές μας, οι τραυματικές μας εμπειρίες, τα ματαιωμένα μας όνειρα είναι βασικοί λόγοι που μας οδηγούν να επιλέξουμε το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή/της ψυχοθεραπεύτριας. Όχι μόνο δεν είναι αρνητικό να αποδεχτούμε την ύπαρξη των δικών μας πληγών, αλλά είναι και απαραίτητο, αν θέλουμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας και να συνοδεύσουμε τους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να θεραπεύσουν και να φροντίσουν τον δικό τους εαυτό.
Πριν από αρκετά χρόνια εργαζόμουν ως διευθυντής σε μια Μονάδα Θεραπείας για εφήβους χρήστες ουσιών και τις οικογένειές τους. Οι έφηβοι και οι έφηβες που φροντίζαμε στη μονάδα έκαναν, μεταξύ άλλων ουσιών, χρήση ηρωίνης και έτσι ήταν εκτεθειμένοι/ες στον κίνδυνο να πεθάνουν. Πράγματι, όταν αυτός ο κίνδυνος γινόταν πραγματικότητα, άφηνε ένα τεράστιο συναισθηματικό αντίκτυπο σε όλους μας, θεραπευτές/τριες, μέλη της μονάδας, γονείς και αδέλφια που συμμετείχαν σε ομάδες υποστήριξης. Ο αντίκτυπος δεν αφορούσε μονάχα τη θλίψη για τον θάνατο των νεαρών ανθρώπων που χάνονταν άδικα από υπερβολική δόση, αλλά οδηγούσε σε ματαίωση και μια διάψευση των ελπίδων που είχαν δημιουργηθεί στα μέλη και τις οικογένειες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα της μονάδας και πυροδοτούσε εν τέλει μια συνολικότερη κρίση στο θεραπευτικό πλαίσιο. Ως διευθυντής της μονάδας είχα την ευθύνη να διαχειρίζομαι την κρίση που πρόκυπτε κάθε φορά που κάποιο νεαρό ή έφηβο άτομο πέθαινε.
Εκείνη την περίοδο, είχα ολοκληρώσει την εκπαίδευσή μου στη συστημική και οικογενειακή ψυχοθεραπεία στο Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων καθώς και στη συστημική κονστρουξιονιστική προσέγγιση από τον Peter Lang και το KCC (Kensington Consultation Centre), αλλά δεν ήμουν εκπαιδευμένος στη διαχείριση του πένθους. Ωστόσο, είχα μια βιωματική ενσώματη γνώση που προερχόταν από το γεγονός ότι στην οικογενειακή μου ιστορία υπήρχε ένα «πλούσιο υλικό» από τις προσωπικές απώλειες που είχα βιώσει, καθώς σημαντικά και αγαπημένα μου πρόσωπα είχαν χαθεί λίγα χρόνια πριν από εκείνη την περίοδο. Η πιο σημαντική απώλεια ήταν εκείνη της αδελφής μου, η οποία είχε πεθάνει 21 ετών από λευχαιμία, γεγονός που είχε αφήσει ανεξίτηλα στίγματα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και στην οικογένειά μας.
Έτσι, σε κάθε απώλεια ενός μέλους της ομάδας, ένιωθα πως στο συναισθηματικό μου πεδίο ενεργοποιούνταν πολύ έντονα συναισθήματα, όπως στενοχώρια, αλλά και ένα τεράστιο πείσμα να μην αφήσω την κρίση να αποδιοργανώσει τα υπόλοιπα μέλη του προγράμματος. Αυτό που εκτιμώ πως συνέβαινε ήταν ότι το προσωπικό μου τραύμα μπορούσε να επικοινωνεί και να συνδιαλέγεται με το συλλογικό τραύμα της απώλειας που βίωναν τα μέλη της μονάδας.
Αναφέρομαι σε αυτή την ιστορία γιατί εκτιμώ πως κάθε αναφορά στις συναισθηματικές σχέσεις και τις συναλλαγές που συμβαίνουν μέσα στη θεραπευτική σχέση συνδέεται με τα προσωπικά τραύματα μας ως θεραπευτές και θεραπεύτριες. Τα αποτυπώματα που αυτά έχουν αφήσει, διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη θεραπευτική δουλειά με τα θεραπευόμενά μας άτομα.
Στο διάλογο που είχα με τον Πέτρο Πολυχρόνη στο βιβλίο «Κρίση και Μετασχηματισμοί», σε μια τοποθέτησή μου μοιράστηκα μαζί του την σκέψη ότι τα προσωπικά μας βιώματα καθορίζουν το νόημα που αποδίδουμε σε μια κρίση και ότι είναι σημαντικό να υποδεχόμαστε την ευαλωτότητά μας, όχι μέσα από μια θέση παντοδυναμίας, αλλά από μια θέση συμφιλίωσης με αυτήν.
Ο Πέτρος Πολυχρόνης μου απάντησε πως σε ορισμένα εκπαιδευτικά προγράμματα στις ΗΠΑ, στην οικογενειακή θεραπεία, ένα σοβαρό κριτήριο για την επιλογή των εκπαιδευόμενων ήταν εάν στην προσωπική τους ιστορία υπήρχαν γεγονότα όπως απώλειες, αρρώστιες ή άλλες σοβαρές δυσκολίες.
Επίσης, στο ίδιο βιβλίο, στον διάλογο με την Δόμνα Βεντουράτου, η οποία είναι υπεύθυνη στο Ινστιτούτο Τραυματοθεραπείας και διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην εκπαίδευση επαγγελματιών ψυχικής υγείας στο EMDR, έγινε μια αναλυτική αναφορά στην σημασία των πεδίων μετά-τραυματικής ανάπτυξης. Το βασικό ερώτημα σε αυτό τον διάλογο ήταν πότε “το τραύμα αποκτά τη δύναμη” να οργανώσει με ένα μονολογικό τρόπο την ανθρώπινη εμπειρία και πότε οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες μπορούν να μετουσιώσουν και να μετατρέψουν σε αποθέματα τα αποτυπώματα αυτών των εμπειριών.
Η έμφαση που δίνει σε αυτόν τον διάλογο η κα Βεντουράτου στην διεργασία της μετα-τραυματικής ανάπτυξης είναι σημαντική για την κατανόηση σχετικά με το πως το προσωπικό τραύμα των θεραπευτών/θεραπευτριών μπορεί να μετουσιωθεί σε δεξιότητες φροντίδας, ενσυναίσθησης και σύνδεσης με τους ανθρώπους με τους οποίους εργαζόμαστε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση που κάνει στο γεγονός ότι η αναγνώριση και το μοίρασμα των συναισθημάτων, η επεξεργασία των συναισθημάτων που συνδέονται με την τραυματική εμπειρία και η δημιουργία σχέσεων που «χωρούν» το τραυματικό βίωμα, είναι σημαντικοί παράγοντες για την δυνατότητα της δημιουργίας πεδίων μετά-τραυματικής ανάπτυξης.
Στον τρόπο που εργαζόμαστε με την καταξιωτική συστημική διερεύνηση αντιλαμβανόμαστε ότι τα πεδία μετά-τραυματικής ανάπτυξης δεν σημαίνουν απλώς την επαναφορά σε μια συνθήκη που προϋπήρχε της τραυματικής εμπειρίας, αλλά σηματοδοτούν την δημιουργία μιας καινούργιας αντίληψης για την τοποθέτηση του εαυτού στον κόσμο. Αυτή η καινούργια θέση είναι εμπλουτισμένη από την επίγνωση ότι ο εαυτός έχει επιβιώσει από το τραύμα και ότι σε αυτή την διεργασία της επιβίωσης έχει αναπτύξει δεξιότητες και αποθέματα που αξιοποιήθηκαν για την σύνδεση με ένα φαντασιακό στο οποίο ο μελλοντικός εαυτός είναι εμπλουτισμένος και όχι καθυποταγμένος από το τραυματικό βίωμα.
Η Farber (2017), αναφέρεται από την μεριά της σε αυτή τη διάσταση και παραθέτει ένα παράδειγμα από τη ζωή και το έργο του Victor Frankl, του διάσημου υπαρξιστή ψυχολόγου, ο οποίος μετουσίωσε την τραυματική εμπειρία της κράτησής του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Άουσβιτς, σε μια θεωρία που υποστήριξε ότι το σημαντικό δεν είναι το ίδιο το τραύμα που βιώσαμε, αλλά το νόημα που παράγουμε για αυτό.
Το σχετικό απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:
«ένα βράδυ, σχεδόν τυχαία, ο Frankl ανακάλυψε κάτι που θα του έσωζε τη ζωή. Καθώς επέστρεφε εκείνο το βράδυ από μια εργασία, είχε τρομερούς πόνους. Τα πόδια του ήταν γεμάτα πληγές, τα παπούτσια του ήταν σκισμένα. Είχε ένα τσουχτερό κρύο άνεμο και αυτόν τον απασχολούσαν όλα τα «μικρά» πράγματα που έπρεπε να κάνει για να επιβιώσει. Αν του έδιναν ένα κομμάτι λουκάνικο, θα έπρεπε να το ανταλλάξει με ψωμί; Θα έπρεπε να ανταλλάξει ένα τσιγάρο με ένα πιάτο σούπα; Πώς θα μπορούσε να βρει ένα κομμάτι σύρμα για να αντικαταστήσει το κομμάτι που είχε χρησιμεύσει ως κορδόνι παπουτσιού; Πώς θα μπορούσε να έχει καλές σχέσεις με τον φύλακα που θα μπορούσε να του αναθέσει μια λιγότερη κουραστική εργασία; Τότε, εν μέσω αυτού του πολύπλοκου υπολογισμού της επιβίωσης, μια εικόνα του ήρθε στο μυαλό. Είδε ένα λεπτομερές και σαφές όραμα του εαυτού του να δίνει μια διάλεξη μετά τον πόλεμο για την ψυχολογία του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Και αυτό άλλαξε τον τρόπο που έβλεπε τα πάντα γύρω του. «Όλα όσα με καταπίεζαν εκείνη τη στιγμή έγιναν αντικειμενικά, όπως τα έβλεπα όπως περιγράφονται από την απομακρυσμένη οπτική γωνία της επιστήμης. Με αυτή τη μέθοδο κατάφερα να ανυψωθώ πάνω από την κατάσταση, πάνω από τα βάσανα της στιγμής».
(σημείωση: η υπογράμμιση είναι δική μου).
Η Farber παραθέτει επίσης κάποια στοιχεία τα οποία, συνδέονται με την μετα-τραυματική κατάσταση, όταν αυτή βιώνεται ως συναισθηματική και επανορθωτική εμπειρία. Στο βιβλίο της παραθέτει μια έρευνα των Hartman και Zimberoff (2004), οι οποία στηρίχτηκαν στην έννοια της διορθωτικής συναισθηματικής εμπειρίας του Alexander (1958), και προσδιόρισαν πάνω από είκοσι τύπους διορθωτικών εμπειριών. Στην συνέχεια κατέταξαν τα αποτελέσματα σε κατηγορίες και προέκυψαν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
(1) οικοδόμηση της δύναμης του εγώ μέσω της απελευθέρωσης της ντροπής και της ανάκτησης της αξιοπρέπειας,
(2) οικοδόμηση της ικανότητας δράσης μέσω της απελευθέρωσης της αδυναμίας και της ανάκτησης της προσωπικής δύναμης και
(3) οικοδόμηση της αυθεντικότητας μέσω της απελευθέρωσης της αποστασιοποίησης, της ταύτισης και της ανάκτησης της αυτο-αναστοχαστικής ταυτότητας.
Κάτι που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον στην αναφορά της Farber σχετικά με την επανορθωτική εμπειρία είναι το γεγονός ότι αυτή δεν συμβαίνει πάντα όταν ο άνθρωπος που έχει υποστεί κάποιο τραύμα το μοιράζεται μέσα σε μία σχέση με πραγματικούς άλλους, κάτι που υποστήριξε η κα Βεντουράτου στον διάλογό μας, αλλά ενδέχεται να υπάρξει μέσα σε μια σχέση με φανταστικούς άλλους. Έτσι, μια ψυχολόγος, η οποία είχε υποστεί πολλαπλές παραβιάσεις και κακοποιήσεις στην παιδική της ηλικία, αναφέρει πως δημιούργησε μια σειρά από φανταστικούς ανθρώπους, οι οποίοι είχαν προστατευτικές ιδιότητες και ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον να την προφυλάγουν. Παρότι δεν μπόρεσαν να την προφυλάξουν σωματικά, την προστάτευσαν «πνευματικά», αφήνοντας έτσι ένα μέρος του εαυτού της ανεπηρέαστο από την επίδραση των εμπειριών κακοποίησης.
Το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα κατόρθωσε να γίνει θεραπεύτρια της επέτρεψε να δημιουργήσει μια καινούργια εναλλακτική αφήγηση (White, M., & Epston, D.) για τον εαυτό της, αλλά για να συμβεί αυτό χρειάστηκε πρώτα να μπορέσει να την φανταστεί και να την δημιουργήσει στο όραμα που είχε για τον μελλοντικό εαυτό της. Το χαρακτηριστικό στοιχείο, όταν κατορθώνουμε να την δημιουργήσουμε, είναι ότι είναι απαλλαγμένη από την ταυτότητα του θύματος, ωστόσο ως θεραπεύτριες είναι σημαντικό να αναστοχαστούμε αν η αποφυγή της θέσης του θύματος, μας έχει τοποθετήσει στη θέση του σωτήρα, εμπλέκοντάς μας σε μια από τις τρείς θέσεις του Δραματικού Τριγώνου, (Karpmand 1968) που χαρακτηρίζεται από τις θέσεις θύμα-θύτης-σωτήρας (πηγή: https://karpmandramatriangle.com/).
Το ερώτημα που διατυπώνεται ωστόσο, σχεδόν αυθόρμητα, δηλαδή για ποιους λόγους ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να μετουσιώνουν το τραύμα και κάποιοι άλλοι να «βυθίζονται μέσα σε αυτό», παραμένει αναπάντητο και μυστηριώδες.
Η επεξεργασία, η κατανόηση, η απόδοση νοήματος, η συγχώρεση, (υπό την έννοια ότι δημιουργούμε χώρο για την τοποθέτηση της τραυματικής εμπειρίας), και η επανασύνδεση με όλες τις πλευρές του πολυφωνικού μας εαυτού, αποτελούν κατά την γνώμη μου σημαντικούς παράγοντες που επιτρέπουν την μετάβαση και την σύνδεση με την διορθωτική εμπειρία.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδω στην σύνδεση με τον πολυφωνικό μας εαυτό καθώς μια από τις επιπτώσεις που φέρει η τραυματική εμπειρία στη ζωή μας είναι η αίσθηση της διάσχισης, (R. Shapiro, 2019) και μιας κατακερματισμένης ταυτότητας (Bessel A. Van Der Kolk, M.D., Το σώμα δεν ξεχνά, 2017).
Στο πλαίσιο της άρσης του κατακερματισμού είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε όλες τις πλευρές του εαυτού που έχουν επηρεαστεί από το τραύμα και κυρίως εκείνες που είναι ευάλωτες.
Αυτή η θέση για την αποδοχή και το καλωσόρισμα της ευαλωτότητας (Sharon Klayman Farber, 2017) δεν είναι κυρίαρχη στην επιστημονική μας κοινότητα και οι περιπτώσεις θεραπευτών, που αναφέρει η Farber στο βιβλίο της, οι οποίοι τόλμησαν να μιλήσουν δημόσια για το προσωπικό τους τραύμα ή την ευαλωτότητά τους, αποτελεί εξαίρεση.
Η Farber αναφέρει κάτι που εκτιμώ πως έχει ενδιαφέρον σχετικά με αυτό το γεγονός, ότι είναι ασυνήθιστο στις επαγγελματικές κοινότητες των ψυχοθεραπευτών/ψυχοθεραπευτριών να μιλάμε ανοιχτά για τα τραύματά μας. Παρά το γεγονός ότι η τάση στην εποχή μας είναι να υπάρχει μια μεγαλύτερη διαφάνεια για θέματα που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν συνδεδεμένα με την μυστικότητα και την ντροπή, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση του κινήματος #MeToo στη δημόσια ζωή (Καραγεωργίου Έ. 2024), η αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών από την μεριά των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, εξακολουθεί να φέρει τον φόβο του στιγματισμού.
Επιπρόσθετα, εκτιμώ πως ενδεχόμενες αποκαλύψεις σχετικά με την ευαλωτότητά μας ως θεραπευτές και θεραπεύτριες συνοδεύονται από έναν φόβο ότι θα θεωρηθούμε ακατάλληλοι/ες για την άσκηση της ψυχοθεραπείας.
Στα εκπαιδευτικά προγράμματα που υλοποιώ στη συστημική ψυχοθεραπεία, σε ιδιωτικές συζητήσεις με μελλοντικές θεραπεύτριες, γίνομαι ακροατής επώδυνων και δύσκολων αφηγήσεων που συνδέονται με την οικογενειακή ή την προσωπική τους ιστορία. Το μοίρασμα αυτών των πληροφοριών χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι η ανακούφιση και η ελπίδα ότι, έχοντας τη γνώση για αυτές τις τραυματικές όψεις της ιστορίας τους, θα μπορέσω να είμαι περισσότερο βοηθητικός στην εποπτεία ή στα βιωματικά αυτο-αναφορικά εργαστήρια που υλοποιώ μαζί τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Το δεύτερο στοιχείο είναι ο φόβος μήπως δεν θα μπορέσουν να είναι αποτελεσματικές ως θεραπεύτριες επειδή έχουν βιώσει αυτές τις δυσκολίες.
Από την μεριά μου, έχω επίγνωση πολλών ερευνών και βιβλιογραφικών αναφορών (ενδεικτικά: Κία Θανοπούλου, 2019· Farber, 2017· Cecil, 2010) Σύμφωνα με τις έρευνες των Rice (2011) και Lingiardi, Cruciani και Liotti (2024), μεγάλα ποσοστά ατόμων που επιλέγουν να γίνουν θεραπευτές έχουν βιώσει δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις στο παρελθόν.
Η Farber αναφέρει επίσης μια έρευνα των Henry (1971) και Burton (1972), η οποία:
«διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι θεραπευτές προέρχονταν από οικογένειες στις οποίες υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα, ενίοτε μια καταστροφική σωματική ασθένεια, αλλά συχνότερα μια σοβαρή ψυχική διαταραχή. Ένα παιδί σε μια τέτοια οικογένεια μπορεί να επιλεγεί ως θεραπευτής για το άρρωστο άτομο, όπως περιέγραψε η Alice Miller. Πολλοί ψυχοθεραπευτές μεγάλωσαν με μια ασυνήθιστη ικανότητα για ενσυναίσθηση που προέκυψε από την ναρκισσιστική ανάγκη του γονέα τους για το παιδί να αποκαταστήσει την ελαττωματική αίσθηση του εαυτού του. Αυτή η ικανότητα έγινε δώρο, καθώς έγιναν πληγωμένοι θεραπευτές».
Αυτή η διαπίστωση που προκύπτει από τις έρευνες είναι κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη δική μου ιστορία. Στην οικογενειακή μου ιστορία, όπως έχω ήδη μοιραστεί με τους αναγνώστες, υπήρξα ένα παιδί-συναισθηματικός γονέας και αυτό οφείλεται, ανάμεσα σε άλλους λόγους, στο γεγονός ότι η μητέρα μου είχε ζήσει τον θάνατο του πατέρα της σε πολύ μικρή ηλικία και έτσι αναζήτησε σε μένα, που είχα το όνομα του παππού, μια συναισθηματική αναπλήρωση της σχέσης της με τον πρόωρα χαμένο πατέρα της.
Όπως, εκτός από παιδί-συναισθηματικός γονέας, υπήρξα και ένα λειτουργικό παιδί-γονέας, καθώς ζούσα μακριά από τους γονείς, παρέα με τον αδελφό της μητέρας μου, ο οποίος ήταν παραπληγικός και ζούσε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Έτσι, είχα αναλάβει μεγάλο μέρος των ευθυνών που είχε η κοινή μας ζωή (Γκότσης, Το παιδί γονέας : ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ 2024).
Η επίγνωση για τις προσωπικές μου εμπειρίες, καθώς και τα ερευνητικά δεδομένα, με οδηγούν πάντα στην προσπάθεια να καθησυχάσω αυτές τις ανησυχίες των ανθρώπων που μου εκμυστηρεύονται τις μύχιες σκέψεις τους.
Έτσι, το γεγονός ότι στην προσωπική μας ιστορία έχουμε υποστεί τραύματα συνήθως δεν δημοσιοποιείται, καθώς στην κυρίαρχη κουλτούρα, τόσο μεταξύ των επαγγελματιών ψυχικής υγείας όσο και μεταξύ των θεραπευόμενων, ο θεραπευτής είναι σημαντικό να παραμένει σε μια θέση ψυχικής «ανοσίας», από την οποία μπορεί να διαχειριστεί τα διλήμματά του, τις εσωτερικές του αντιφάσεις ή τις μπερδεμένες συναισθηματικές του σχέσεις. Αυτή η θέση δίνει έμφαση στο λόγο και όχι στο συναίσθημα του θεραπευτή/της θεραπεύτριας και εκτιμάται ότι αυξάνει τις πιθανότητες για μια αντικειμενική και ουδέτερη σύνδεση με την ιστορία του θεραπευόμενου.
Μέσα από μια άλλη προσέγγιση, η οποία καλωσορίζει την αναγνώριση της ευαλωτότητας ως ένα βίωμα που μας κάνει περισσότερο πλούσιους, κάτι που έχει τονίσει η Brené Brown στα βιβλία της και στις συνεντεύξεις της [1], η πρόταση είναι να αξιοποιήσουμε το προσωπικό μας τραύμα με έναν οργανωμένο και συγκροτημένο τρόπο μέσα στη θεραπευτική σχέση.
Όπως θα δούμε και στην ενότητα για τη σημασία της αυτο-αποκάλυψης της θεραπεύτριας, η σύνδεση με το προσωπικό μας τραύμα και η αξιοποίησή του μέσα στη θεραπευτική σχέση μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εφόδιο, από τη στιγμή που η τραυματική εμπειρία μας δεν βιώνεται ως ένα μονολογικό κεντρομόλο κέντρο γύρω από το οποίο οργανώνεται το βίωμά μας, αλλά ως μια αφορμή που μας οδήγησε στην επαφή με όλες τις πλευρές του πολυφωνικού μας εαυτού και, ενδεχομένως, ανάμεσα σε άλλα, και στην επιλογή να εργαστούμε ως ψυχοθεραπευτές/τριες.
Έτσι, με έναν παράδοξο τρόπο, ίσως να μην είχα γίνει ποτέ ψυχοθεραπευτής αν δεν είχα υπάρξει παιδί-γονέας, αν δεν είχα βιώσει μια πρόωρη απομάκρυνση από τους γονείς μου προκειμένου να πάω σχολείο, αν δεν είχα επίσης βιώσει στην εφηβεία μου τον πρόωρο και άδικο θάνατο της αδελφής μου.
Ο Carl Jung (1951) μίλησε για το αρχέτυπο του πληγωμένου θεραπευτή και είναι αυτός χάρη στον οποίο μπορούμε να υποστηρίζουμε τη σπουδαιότητα που έχει η αναγνώριση του «τραυματισμένου θεραπευτή». Όπως αναφέρεται από τον Paul Levy (http://www.rense.com/general77/wond.htm), ο Kerenyi, ένας συνάδελφος του Jung, περιγράφει τον τραυματισμένο και πληγωμένο θεραπευτή ως έναν άνθρωπο που έχει την ικανότητα:
«να νιώθει οικεία κάθε φορά που βυθίζεται στη σκοτεινιά που προκαλείται από τα διαφορετικά δεινά και, παραμένοντας στην κατάσταση αυτή, ν’ ανακαλύπτει σπόρους φωτός και ανάκαμψης, από τους οποίους – κατά ένα μαγικό τρόπο – γεννιέται ο Ασκληπιός, ο θεραπευτής που προσομοιάζει του ηλίου».
Αυτή η διάσταση, ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς η θεραπεύτρια να έχει αποδεχτεί την αναγκαιότητα να διερευνήσει σε βάθος, μέσω της δικής της θεραπείας, τις επιδράσεις που είχε η τραυματική εμπειρία στη ζωή της.
Έτσι, η τραυματική εμπειρία παύει να μας πυροδοτεί με συναισθήματα θυμού ή απαισιοδοξίας και γίνεται μια πηγή γνώσης και αποθέματος, η οποία μας τροφοδοτεί με θεραπευτικές, σχεσιακές και συναισθηματικές δεξιότητες.
Επιστρέφω ξανά στην προσωπική μου ιστορία για να δώσω ένα ακόμα παράδειγμα για το πώς το προσωπικό μας τραύμα μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βαθιά ενσυναισθητική θέση και σε μια ουσιαστική σύνδεση με τους ανθρώπους με τους οποίους εργαζόμαστε θεραπευτικά.
Όταν ήμουν παιδί και αργότερα έφηβος, ένιωθα πως δεν υπήρχε καμία σχέση και κανένα πλαίσιο που να μου έδινε τη δυνατότητα να μοιραστώ το συναισθηματικό βάρος που βίωνα λόγω του γεγονότος ότι δεν ζούσα μαζί με τους γονείς μου. Στην κυριολεξία, ένιωθα πως δεν υπήρχε «κανένας κόσμος» που να μπορεί να χωρέσει το συναίσθημά μου και τις στιγμές της στενοχώριας ή του θυμού μου.
Πολλά χρόνια αργότερα, ανακάλυψα αυτόν τον χώρο στην ατομική και ομαδική μου ψυχοθεραπεία. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι ως θεραπευτής και να γράφω άρθρα ή βιβλία σχετικά με την ψυχοθεραπεία, έδωσα έμφαση και αναφέρθηκα επανειλημμένα στα διαλογικά τοπία ασφάλειας, στα οποία το βίωμα και το τραύμα του άλλου αντιμετωπίζεται με ιερότητα και έναν βαθύ σεβασμό που προσδίδει στον πληγωμένο άνθρωπο αξιοπρέπεια.
Αυτό το γεγονός εκτιμώ ότι συνδέεται άμεσα με το βίωμα που έζησα στην εφηβεία μου, το οποίο με οδήγησε στην επιλογή να εστιάσω στη βαρύτητα που έχει να υπάρχει ένα τοπίο υποδοχής της αφήγησης των ανθρώπων όταν μοιράζονται απόκρυφα και ανομολόγητα συναισθήματα.
Κατά αυτόν τον τρόπο, όταν σε μια θεραπευτική διαδικτυακή συνάντηση, ένας άντρας, ο οποίος κάνει αυτοκαταστροφική χρήση κοκαΐνης, αναφέρεται στον βιασμό που υπέστη από έναν μεγαλύτερο άντρα όταν ήταν 14 ετών, αντιλαμβάνομαι ότι στον χώρο του υπάρχουν παρεμβολές από τρίτα πρόσωπα και αποφασίζω να τον προσκαλέσω να διακόψουμε τη συνάντηση. Μοιράζομαι μαζί του πως νιώθω συγκινημένος και συγκλονισμένος από την αποκάλυψή του, αλλά εκτιμώ πως χρειάζεται ένας ασφαλής χώρος, στον οποίο θα μπορούμε να αποδώσουμε τον σεβασμό που χρειάζεται σε μια τόσο «ιερή» στιγμή, όπως είναι το μοίρασμα αυτής της εμπειρίας. Η αντίδραση αυτού του ανθρώπου ήταν εξαιρετικά συγκινητική, γιατί πραγματικά εξέλαβε την αντίδρασή μου ως μια αναγνώριση της αξιοπρέπειάς του, καθώς μου δήλωσε ότι για πρώτη φορά στη ζωή του κάποιος αναγνωρίζει ότι του αξίζει η ύπαρξη ενός τέτοιου χώρου, σαν αυτόν που του πρότεινα.
Μοιράζομαι με τους αναγνώστες του βιβλίου αυτές τις σκέψεις σχετικά με την αξιοποίηση του αναστοχασμού και την κατανόηση του τρόπου που το τραυματικό βίωμα του θεραπευτή μπορεί να αξιοποιηθεί με έναν θετικό τρόπο στη ψυχοθεραπευτική σχέση καθώς και να επηρεάσει τις συναισθηματικές μας αποκρίσεις στον θεραπευτικό διάλογο, προκειμένου να υποστηρίξω την αναγκαιότητα να κατανοήσουμε τη σημασία να απαντήσουμε στο ερώτημα που τίθεται σχετικά με το πώς οι θεραπευτές κατασκευάζουν μια αφήγηση για την εξέλιξή τους ως τραυματισμένοι θεραπευτές.
Η αφήγηση για αυτό το βίωμα προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και το πώς αυτό θα ενταχθεί στον θεραπευτικό διάλογο.
Αναφέρθηκα ήδη στις έρευνες που έχουν ως στόχο τη διερεύνηση των αφηγήσεων σχετικά με το βίωμα του πληγωμένου θεραπευτή, από θεραπευτές και θεραπεύτριες που αφηγούνται το δικό τους βίωμα. Σε αυτές, αποτυπώνεται η σημασία της μετασχηματιστικής διεργασίας, μέσω της οποίας ένας πληγωμένος άνθρωπος συμφιλιώνεται με το τραυματικό βίωμα, αναγνωρίζει την επίδραση του θυμού και της ματαίωσης στη ζωή του (αν και δεν παύει να είναι εκτεθειμένος σε αυτά!) και οδηγείται στην απόφαση να γίνει φροντιστής άλλων ανθρώπων, εμφορούμενος από αλτρουιστικά κίνητρα.
Έτσι, η αναγνώριση και ο σεβασμός του ψυχικού πόνου είναι ένα βασικό κίνητρο για την επιλογή των ερωτώμενων να εργαστούν ως θεραπευτές (Hadjiosif, 2021).
Στην ίδια έρευνα αποτυπώνεται επίσης ότι ο συναισθηματικός πόνος και η ψυχική δυσφορία που έχουν βιώσει οι ερωτώμενοι – θεραπευτές και θεραπεύτριες – στην προσωπική τους ιστορία αυξάνει την κατανόησή τους στο ψυχικό βίωμα των θεραπευόμενων.
Η ακόλουθη απάντηση, που παρατίθεται στην έρευνα, από μια συμμετέχουσα θεραπεύτρια είναι χαρακτηριστική:
«Προσπαθώ να απαλύνω τον πόνο του κόσμου με μικρούς τρόπους, και νομίζω ότι αυτή είναι μια διαφορετική συναισθηματική αντίδραση. Πρόκειται περισσότερο για την αποδοχή, και η θεραπεία που κάνω με την αποδοχή και την αλλαγή, υποθέτω ότι είμαι περισσότερο στη μέση τώρα, ενώ παλαιότερα ήμουν πολύ περισσότερο στην πλευρά της αλλαγής».
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες ενισχύουν την ιδέα, που αναφέρθηκε ανωτέρω, ότι πολλά από τα άτομα που παρέχουν ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες έχουν ως βάση εκκίνησης για την επιλογή τους τα προσωπικά τους τραύματα και το γεγονός ότι έχουν βιώσει συναισθηματικό πόνο. Ενδέχεται να έχουν αυξημένες δεξιότητες στο να συμπάσχουν με τον πόνο των άλλων ανθρώπων και το βίωμά τους θεωρείται ως μια πηγή της θεραπευτικής τους ικανότητας. Επιβεβαιώνουν επίσης το γεγονός πως όταν αισθάνονται το βίωμά τους να είναι κοινό με εκείνο των θεραπευόμενων τους, ενισχύεται τη θεραπευτική σχέση.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να έχουμε επίγνωση ότι, εκτός από την θετική επίδραση που μπορεί να ασκήσει στη συναισθηματική σχέση το βίωμα ενός πληγωμένου θεραπευτή μπορεί επίσης να επιδράσει στην ένταση της συγχώνευσης με τον ψυχικό πόνο των θεραπευόμενων και να οδηγήσει στην απώλεια του συναισθηματικού ορίου, το οποίο είναι απαραίτητο για να διακρίνουμε την εμπειρία του θεραπευόμενου από τη δική μας ως θεραπευτές.
Αυτό μπορεί να είναι πιο πιθανό να συμβεί όταν ένα άτομο που παρέχει ψυχοθεραπεία είναι ψυχικά εξασθενημένο ή βιώνει το φαινόμενο της κόπωσης συμπόνιας.
Η κόπωση συμπόνιας είναι μια ιδιαίτερη συνθήκη, στην οποία ο θεραπευτής αποσυνδέεται από την ικανότητά του να συνδέεται συναισθηματικά με τον θεραπευόμενο. Όπως αναφέρει ο Figley (1995) στο Compassion fatigue: Coping with secondary traumatic stress disorder in those who treat the traumatized, ο οποίος έχει εισάγει τον όρο:
“Η ίδια η πράξη του να είσαι συμπονετικός και με ενσυναίσθηση έχει ένα κόστος στις περισσότερες περιπτώσεις. Στην προσπάθειά μας να δούμε τον κόσμο από την οπτική γωνία του πόνου, υποφέρουμε. Το νόημα της συμπόνιας είναι να υπομένεις τον πόνο. Η κόπωση από συμπόνια, όπως κάθε άλλο είδος κόπωσης, μειώνει την ικανότητά μας ή το ενδιαφέρον μας να αντέχουμε τα βάσανα των άλλων.”1
Ο κίνδυνος της συναισθηματικής εξάντλησης συχνά υποτιμάται, αλλά είναι ένας σοβαρός λόγος που μπορεί να επιδράσει τόσο στην ανθεκτικότητα όσο και στην συναισθηματική αποσύνδεση με τα θεραπευόμενα άτομα ή στην υπερβολική ταύτιση μαζί τους (Gil, 1988· Salston & Figley, 2003, αναφέρεται από τους Crusiani et al., 2024) ή, ενδεχομένως, σε μια υπερβολική διανοητικοποίηση της θεραπείας και στην υιοθέτηση μιας ψυχρής στάσης απέναντι στα θεραπευόμενα άτομα (Crusiani et al., 2024)
Ερευνητικά δεδομένα
Οι έρευνες σχετικά με το πως τα προσωπικά μας τραύματα έχουν καταδείξει ότι αυτά μπορούν να επηρεάζουν με ένα θετικό ή αρνητικό τρόπο την θεραπευτική μας στάση και πρακτική.
Η έρευνα των Pearlman και Mac Ian (1995) σε 188 επαγγελματίες που εργάζονταν με επιζώντες τραύματος κατέδειξε ότι οι θεραπευτές με λιγότερη επαγγελματική εμπειρία και αυτοί που είχαν οι ίδιοι προσωπικό ιστορικό τραύματος παρουσίαζαν περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως «έμμεσο τραύμα», επηρεάζει τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική ζωή των θεραπευτών. Αυτά τα ευρήματα δεν ακυρώνουν όσα παρατέθηκαν ανωτέρω σχετικά με το πως η τραυματική μας εμπειρία μπορεί να αποτελέσει μια πηγή ενσυναίσθησης αλλά αναδεικνύουν την σημασία της επεξεργασίας και του αναστοχασμού, γεγονός που εντοπίζεται και αναδεικνύεται στη βιβλιογραφία από τους Zerubavel και Wright (2012), σύμφωνα με τους οποίους υπάρχει μια διττή διάσταση σχετικά με την έννοια του «πληγωμένου θεραπευτή». Έτσι, όπως περιγράφουν, η προσωπική εμπειρία τραύματος μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί πηγή βαθύτερης κατανόησης αλλά και ευαλωτότητας. Αυτή η διττή φύση της προσωπικής εμπειρίας τραυματισμού μπορεί να ενισχύσει την ενσυναίσθηση του θεραπευτή αλλά ταυτόχρονα να τον καταστήσει πιο ευάλωτο στο δευτερογενές τραύμα.
Η σημασία της αυτοφροντίδας για τον θεραπευτή/την θεραπεύτρια
Η αναφορά στο βίωμα του πληγωμένου θεραπευτή και της σημασίας να κατανοήσουμε πως αυτό επηρεάζει τη θεραπευτική σχέση δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς να επισημανθεί η σημασία της αυτό-φροντίδας, όχι μόνο σαν μέσο προστασίας από τις συνέπειες αυτού του βιώματος αλλά και ως μια συνθήκη που καθιστά δυνατή την εμπερίεξή του.
Ο Norcross (2000) στην ανασκόπησή του για την αυτοφροντίδα των ψυχοθεραπευτών, επισημαίνει ότι αυτή δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα για κάθε έναν από εμάς. Ο Norcross και οι συνεργάτες του (2007) τονίζουν επίσης ότι η αυτοφροντίδα είναι μια ηθική επιταγή που συνδέεται με την φροντίδα των θεραπευόμενων και όχι απλώς προσωπική μας επιλογή.
Η αυτοφροντίδα είναι σημαντικό να είναι πολυδιάστατη, καλύπτοντας τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική και πνευματική διάσταση. Ειδικότερα, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα περιλαμβάνει:
- Την προσωπική θεραπεία και την εποπτεία: Η συμμετοχή σε τακτική προσωπική θεραπεία και η λήψη εποπτείας αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της αυτοφροντίδας. Η θεραπεία μάς επιτρέπει να επεξεργαστούμε τα δικά μας τραύματα, να αναγνωρίσουμε τις συνηχήσεις και τις συναισθηματικές αντιδράσεις μας, ενώ η εποπτεία μάς προσφέρει έναν ασφαλή χώρο για την αναγνώριση και επεξεργασία των φαινομένων μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, των συνηχήσεων και των προβολικών ταυτίσεων, που αναδύονται στη θεραπευτική σχέση. Οι Orlinsky, Norcross, Ronnestad και Wiseman (2005) τονίζουν ότι η προσωπική θεραπεία συμβάλλει όχι μόνο στην προσωπική μας ανάπτυξη αλλά και στην ενίσχυση των θεραπευτικών μας δεξιοτήτων.
- Την οριοθέτηση του επαγγελματικού χρόνου: Η θέσπιση σαφών ορίων μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, είναι κάτι που έχει ζωτική σημασία. Οι Barnett, Baker, Elman και Schoener (2007) υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης υγιών ορίων στην επαγγελματική μας πρακτική ως βασικό συστατικό της αυτοφροντίδας.
- Την συνειδητή φροντίδα του σώματος: Η τακτική σωματική άσκηση, η επαρκής ξεκούραση και ο υγιεινός τρόπος ζωής αποτελούν βασικά συστατικά της αυτοφροντίδας. Η σωματική ευεξία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συναισθηματική ανθεκτικότητα και την πνευματική διαύγεια που απαιτεί το θεραπευτικό μας έργο. Οι Walsh και Shapiro (2006) επισημαίνουν τα οφέλη της σωματικής άσκησης στη μείωση του στρες και την ενίσχυση της ψυχικής μας ευεξίας ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
- Οι πρακτικές ενσυνειδητότητας και διαλογισμού: Οι πρακτικές της ενσυνειδητότητας και του διαλογισμού έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικές για τη διαχείριση του επαγγελματικού μας στρες και την ενίσχυση της συναισθηματικής μας ανθεκτικότητας. H Shapiro και οι συνεργάτες της (2007) σε έρευνα με θεραπευτές/θεραπεύτριες που συμμετείχαν σε πρόγραμμα ενσυνειδητότητας διαπίστωσαν σημαντική μείωση του άγχους και αύξηση της αυτο-συμπόνιας.
- Η καλλιέργεια υποστηρικτικών σχέσεων: Η ανάπτυξη ενός δικτύου υποστηρικτικών επαγγελματικών και προσωπικών σχέσεων έχει επίσης καθοριστική σημασία για την πρόληψη της απόσυρσης και την ενίσχυση της συναισθηματικής υποστήριξης. Οι ομάδες συναδελφικής υποστήριξης έχουν αναδειχθεί ως ένα πολύτιμο πλαίσιο στο οποίο μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες ευαλωτότητας και αποσταθεροποίησης και τα συναισθήματα μας σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον. Ο Bernard και ο Goodyear (2014) τονίζουν τη σημασία της κοινωνικής υποστήριξης στην πρόληψη της επαγγελματικής μας απομόνωσης.
- Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη: Η διαρκής επιμόρφωση και η συμμετοχή σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες όχι μόνο ενισχύουν τις επαγγελματικές μας δεξιότητες αλλά επίσης προάγουν την αίσθηση επάρκειας και ενισχύουν την αυτοπεποίθηση μας. Οι Skovholt και Jennings (2004) σε μια σχετική έρευνα διαπίστωσαν ότι η δια βίου μάθηση αποτελεί βασικό στοιχείο για την ανθεκτικότητα των θεραπευτών.
- Η αναστοχαστική πρακτική και η συγγραφή ημερολογίου: Η τακτική αναστοχαστική πρακτική, συμπεριλαμβανομένης της συγγραφής ημερολογίου, αποτελεί επίσης ένα ισχυρό εργαλείο για την επεξεργασία των συναισθημάτων μας, την αποσαφήνιση των σκέψεων μας και την αναγνώριση των αντιδράσεων μας σε επαγγελματικές προκλήσεις. Οι Bennett-Levy και Lee (2014) υποστηρίζουν ότι η αναστοχαστική πρακτική ενισχύει την αυτεπίγνωσή μας και την επαγγελματική μας ανάπτυξη.
- Η δημιουργική έκφραση και οι δραστηριότητες αναψυχής: Η ενασχόλησή μας με δημιουργικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την επαγγελματική μας ιδιότητα έχουν επίσης ζωτική σημασία για την ισορροπία και την ανανέωση της ψυχικής μας ενέργειας. Ο Skovholt (2012) τονίζει τη σημασία του «ανεφοδιασμού του εαυτού» μέσω δραστηριοτήτων που προσφέρουν ευχαρίστηση και νόημα πέρα από τον επαγγελματικό μας ρόλο.
- Η καλλιέργεια της πνευματικότητας: Η πνευματική διάσταση της αυτοφροντίδας, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις, περιλαμβάνει την καλλιέργεια της σύνδεσης με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό, την αναζήτηση νοήματος και σκοπού, και την ανάπτυξη μιας ευρύτερης προοπτικής για τη ζωή και το θεραπευτικό μας έργο. Οι Richards, Campenni και Muse-Burke (2010) διαπίστωσαν ότι η πνευματικότητα και οι πνευματικές πρακτικές συσχετίζονται θετικά με το πως βιώνουμε την επαγγελματική μας ζωή ως θεραπευτές.
- Η αναγνώριση των προσωπικών ορίων και η αναζήτηση βοήθειας: Τέλος, η αυτεπίγνωση και η έγκαιρη αναγνώριση των προσωπικών μας ορίων είναι θεμελιώδης για την πρόληψη της εξουθένωσης.
Ως θεραπευτές/θεραπεύτριες είναι σημαντικό να αναπτύξουμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε πότε έχουμε ανάγκη από πρόσθετη υποστήριξη, είτε μέσω επιπλέον εποπτείας, προσωπικής θεραπείας, ή επαγγελματικών αλλαγών όπως η μείωση του φόρτου εργασίας ή η ενδεχομένως και παραπομπών ορισμένων θεραπευόμενων με τους οποίους νοιώθουμε ότι δεν μπορούμε να συνεργαστούμε. Οι Barnett και Cooper (2009) υπογραμμίζουν τη σημασία της αυτεπίγνωσης και της έγκαιρης αναζήτησης βοήθειας ως βασικών στοιχείων της επαγγελματικής μας ευθύνης και δεοντολογίας.
Παράδειγμα αναστοχασμού για το βίωμα της πληγωμένης θεραπεύτριας.
Θα κλείσω αυτή την ενότητα που εστιάζει στην σημασία να αναστοχαστούμε σχετικά με το πως οι πληγές και τα τραύματα που συνδέονται με την προσωπική μας ιστορία επηρεάζουν την τοποθέτησή μας στην θεραπευτική σχέση, με την παράθεση ενός αναστοχαστικού κειμένου, που προέκυψε από μια ομάδα ενδυνάμωσης στην οποία εργαστήκαμε με άξονα αυτή την θεματική:
«Μια πολύτιμη φίλη….
Όλα ξεκίνησαν στο τέλος μιας αντιδραστικής εφηβείας όπου θυμωμένη και απογοητευμένη αποφάσισα να μπω σε μια ομάδα δραματοθεραπείας, χάρη στην παιδική μου φίλη, την αγαπημένη. Εκεί για πρώτη φορά μοιράστηκα με συνομήλικους τις πηγές, τα παράπονα, τα αδιέξοδά μου. Αυτό το μοίρασμα ήταν παραπάνω από θεραπευτικό, νοηματοδότησα ξανά (ή για πρώτη φορά) την ύπαρξή μου. Αποφάσισα να της δώσω άλλο όνομα (το πρώτο μου όνομα, της γιαγιάς μου), μιας γιαγιάς που δεν γνώρισα ποτέ αλλά είχα ακούσει για αυτήν….. τρυφερό και θετικά προσδιορισμένο.
Το όνομα με το οποίο με αποκαλούσαν μέχρι τότε είχε έναν σκοταδισμό κι ένα βάρος που δεν ήθελα να με ακολουθεί. Είχα επιλέξει το φως. Παράλληλα στη ζωή μου τότε ο μπαμπάς μου εξέφρασε το σύμπτωμα (διπολική διαταραχή, η διάγνωση). Ευτυχώς το πήρε πάνω του σκέφτομαι από μια θέση τώρα, υπέφερε ο ίδιος, κι άφησε χώρο σε μένα να μάθω να φροντίζω. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια, αυτή τη φορά όμως ήμουν ενήλικη και ήξερα (ή μάθαινα καλύτερα να πω) πως να το κάνω. Το είχα κάνει και μικρή με τη μαμά μου, όταν έπασχε από αδιάγνωστη διατροφική διαταραχή κι εγώ έβαζα παλιές φωτογραφίες στο ψυγείο, ήμουν μόλις 5 ετών. Τότε βέβαια ήθελα να την σώσω, έτσι πίστευα. «Θεραπευτής σωτήρας» θα το έλεγα σήμερα, ευτυχώς έμαθα νωρίς πώς δεν λειτουργεί έτσι. Είμαι μια θεραπεύτρια λοιπόν σήμερα, μετρημένη, οριοθετημένη, αλλά βαθιά συναισθηματική. Είμαι πλούσια από τόσες πολλές εμπειρίες, άλλες τραυματικές μέσα από ελλείψεις, λανθάνοντες ρόλους και απόσυρση, και άλλες επιδιορθωτικές, ανακουφιστικές, τροφοδοτικές, συνδεδεμένες με έντονα συναισθήματα και αποφασιστικότητα. Ένα δέντρο λοιπόν είναι το σύμβολό μου, μεγάλο, με δυνατό κορμό και γερές ρίζες. Λυγερά κλαδιά και πυκνό φύλλωμα. Ένα δέντρο που μπορείς να σκαρφαλώσεις, να παίξεις ανέμελα στην κούνια, να ξεκουραστείς στην πυκνή σκιά του, να ανέβεις ψηλά και να απολαύσεις τη θέα, κι αν χρειαστεί να μπορεί να «χωρέσει» και να «κρατήσει» θησαυρούς στην κουφάλα του!»
Αφήγηση από την Κ.Α., την οποία ευχαριστώ για την παραχώρηση του κειμένου.
Αναστοχαστικά ερωτήματα σχετικά με το βίωμα του πληγωμένου θεραπευτή/της πληγωμένης θεραπεύτριας
Μετασχηματισμός του τραύματος σε θεραπευτική ικανότητα:
- Πώς πιστεύετε ότι οι δυσκολίες και τα τραύματα της προσωπικής σας ζωής έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη των θεραπευτικών σας δεξιοτήτων;
- Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι η προσωπική σας εμπειρία σάς επιτρέπει να κατανοήσετε και να ανταποκριθείτε αποτελεσματικότερα στις ανάγκες των θεραπευομένων σας;
- Ποια αποθέματα και «προσωπικές ή κοινωνικές πηγές», σας έχουν, έστω και ως εξαίρεση, να τοποθετηθείτε έξω από το «δραματικό τρίγωνο», Θύμα-Θύτης -Σωτήρας. Αυτή η μετακίνηση μπορεί να αφορά στις σχέσεις με τους άλλους όσο και στην σχέση με τον εαυτό σας.
Η επίδραση του προσωπικού βιώματος στην θεραπευτική προσέγγιση:
- Πώς η εμπειρία σας από τραυματικές ή δύσκολες καταστάσεις έχει διαμορφώσει την προσέγγισή σας ως θεραπευτή/θεραπεύτρια;
- Υπάρχουν συγκεκριμένες πτυχές της θεραπευτικής σας πρακτικής που αποδίδετε άμεσα στην επεξεργασία και την ενσωμάτωση των προσωπικών σας τραυμάτων;
Βιβλιογραφία
- Γκότσης, Η. (2022). Κρίση και μετασχηματισμοί. Εκδόσεις Αρμός.
- Γκότσης, Η. (2022, Ιούλιος 24). Το παιδί – γονέας. Συνηχήσεις. https://synixiseis.gr/2022/07/24/το-παιδί-γονέας/
- Καραγεωργίου, Ε. (2023). Το βιβλίο της ντροπής: Χαρτογραφώντας το πιο ανθρώπινο συναίσθημα. Εκδόσεις Αρμός.
- Cruciani, G., Liotti, M., & Lingiardi, V. (2024). Motivations to become psychotherapists: Beyond the concept of the wounded healer. Research in Psychotherapy: Psychopathology, Process and Outcome, 27(2). https://doi.org/10.4081/ripppo.2024.808
- Θανοπούλου, Κ. (2019). Πώς γινόμαστε θεραπευτές; Αναστοχασμοί. Ηλεκτρονικό Περιοδικό της ΕΕΣΣΚΕΨΟ (Hellenic Systemic Thinking and Family Therapy Association), τεύχος 15. https://hestafta.org/journal/systemic-thinking-psychotherapy/issue/15/pos-ginomaste-therapeytes-anastoxasmoi.
- Farber, S. K. (2017). The wounding healer psychotherapist and the self-wounding healer. In S. K. Farber (Ed.), Celebrating the wounded healer psychotherapist: Pain, post-traumatic growth and self-disclosure (pp. 121–133). Routledge/Taylor & Francis Group.
- Figley, C. R. (Ed.). (1995). Compassion fatigue: Coping with secondary traumatic stress disorder in those who treat the traumatized. Brunner/Mazel.
- Salston, M. D., & Figley, C. R. (2003). Secondary traumatic stress effects of working with survivors of criminal victimization. Journal of Traumatic Stress, 16(2), 167–174. https://doi.org/10.1023/A:1022899207206
- Rice, C. A. (2010). The psychotherapist as “wounded healer”: A modern expression of an ancient tradition. In R. H. Klein, H. S. Bernard, & V. L. Schermer (Eds.), On becoming a psychotherapist: The personal and professional journey. Oxford University Press. https://doi.org/10.1093/acprof:oso/9780199736393.003.0008
- Shapiro, R. (2019). Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις στις καταστάσεις του Εγώ “Ego State Therapy”. Εκδόσεις Κάθεξις.
- Van der Kolk, B. (2002). Το σώμα δεν ξεχνά: Εγκέφαλος, νους και σώμα στη θεραπεία του τραύματος. Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
- Karpman Drama Triangle. (n.d.). Retrieved May 27, 2025, https://karpmandramatriangle.com/