Τα συναισθηματικά συστήματα στην οικογένεια
Ευχαριστούμε θερμά τις εκπαιδευόμενες από το 2ο έτος της εκπαίδευσης στη συστημική ψυχοθεραπεία, Αρετή Τσικρίκα, Άννα-Μαρία Κριτσωτάκη, Έφη Λεϊσου και Ελευθερία Τσακαλάκη, που συνέθεσαν αυτό το σημαντικό άρθρο!
O Murrey Bowen γεννήθηκε το 1913 στο Τενεσί των ΗΠΑ και πέθανε το 1990. Εκπαιδεύτηκε ως ψυχίατρος και η εκπαίδευση του αφορούσε κυρίως το ψυχαναλυτικό μοντέλο. Η εργασία του με σχιζοφρενείς ασθενείς και τα μέλη των οικογενειών τους, τον οδήγησε στο να κάνει στροφή από την ενδοατομική θεραπεία και τη δυάδα μητέρας-παιδιού, στην αντιμετώπιση των οικογενειών ως συναισθηματικών συστημάτων. Αντί να αναπτύξει μία θεωρία για την παθολογία, ο Bowen εστίασε στα μοτίβα που παρατηρούνται σε όλα τα ανθρώπινα συναισθηματικά συστήματα. Ενθάρρυνε τους μαθητές να εργάζονται μελετώντας τις δικιές τους διευρυμένες οικογένειες, παρά κάνοντας οι ίδιοι ατομικές ψυχαναλυτικές θεραπείες, μία μέθοδο εκπαίδευσης που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο. Εστίασε στους μηχανισμούς/ μοτίβα που αναπτύσσουν οι οικογένειες με σκοπό να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις και να εκτονώσουν τις εντάσεις και το άγχος. Μέσα από τις παρατηρήσεις και την έρευνα του, ο Bowen όρισε τις παρακάτω οκτώ βασικές έννοιες, πάνω στις οποίες βάσισε τη θεωρία του:
- Η διαφοροποίηση του εαυτού
- Τα τρίγωνα και η τριγωνοποίηση
- Το σύστημα της πυρηνικής οικογένειας
- Η προβολική διαδικασία στην οικογένεια
- Η πολυγενεολογική διαδικασία μετάδοσης
- Η συναισθηματική αποκοπή
- Η θέση των αδερφών
- Η κοινωνική θυμική διαδικασία
Στο εν λόγω άρθρο, αναπτύσσονται οι έννοιες της διαφοροποίησης του εαυτού, της συγχώνευσης ως η αντίθετη διαδικασία της διαφοροποίησης, καθώς και η έννοια των τριγώνων μέσα στην οικογένεια.
Διαφοροποίηση, το θεμέλιο της θεωρίας του Bowen
Η διαφοροποίηση εαυτού αποτελεί μία πολύ βασική έννοια πάνω στην οποία ο M. Bowen δόμησε ολόκληρη τη Διαγενεακή Θεωρία του για τα οικογενειακά συστήματα. Για τον Bowen, το άτομο που αναπτύσσεται μέσα σε μία οικογένεια βιώνει δύο συγκρουόμενες μεταξύ τους δυνάμεις τις οποίες προσπαθεί να εξισορροπήσει, την ανάγκη για οικειότητα, αίσθηση του μαζί και του ανήκειν αλλά και την ανάγκη για εξατομίκευση. Οι δυνάμεις αυτές είναι που προσδιορίζουν τον βαθμό διαφοροποίησης του εαυτού, τον βαθμό δηλαδή στον οποίο το άτομο μπορεί να παραμείνει συνδεδεμένο με τους άλλους ώστε να απολαύσει την οικειότητα και τη σύνδεση, αλλά ταυτόχρονα να διατηρεί και μία συναισθηματική απόσταση που του επιτρέπει να αφουγκράζεται τις προσωπικές του ανάγκες.
Τα άτομα με υψηλό βαθμό διαφοροποίησης παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ανεξαρτησίας, είναι ικανά να διακρίνουν το συναίσθημα από τις σκέψεις τους, έχουν ξεκάθαρες αξίες, αντιλήψεις και προσωπικούς στόχους προς την επίτευξη των οποίων προσανατολίζουν τις κινήσεις τους, βιώνουν την αίσθηση ασφάλειας και προσαρμοστικότητας και μπορούν να διαχειριστούν το άγχος και τις διενέξεις. Η διαφοροποίηση μπορεί πιο εύκολα να επιτευχθεί μέσα από την Εγώ-θέση, η οποία επιτρέπει στο άτομο να αναλαμβάνει την ευθύνη για τη ζωή του, τις επιλογές του, τις αποφάσεις του και την ευτυχία του και να μην αναλώνεται σε κατηγορίες προς άλλους ή υπερβολικές απαιτήσεις.
Ο απόλυτος συναισθηματικός διαχωρισμός από την οικογένεια δεν μπορεί να πραγματωθεί, επομένως όταν μιλάμε για διαφοροποίηση μιλάμε για ένα φάσμα. Ο βαθμός στον οποίο ένα άτομο έχει διαφοροποιηθεί από την οικογένεια του μπορεί να γίνει πιο εύκολα αντιληπτός σε καταστάσεις οικογενειακής αναστάτωσης και άγχους π.χ. σε αρρώστια ή θάνατο. Υψηλό επίπεδο διαφοροποίησης μπορεί να προστατεύσει το άτομο από τη σπασμωδική συμμετοχή σε συγκρούσεις, συμμαχίες και έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις της οικογένειας. Σε μία συντροφική σχέση, τα άτομα συνήθως δεσμεύονται με συντρόφους με παρόμοιο επίπεδο συναισθηματικής διαφοροποίησης. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η διαφοροποίηση δεν αποτελεί έναν στόχο προς εκπλήρωση αλλά μία συνολικότερη στάση ζωής προς την αυτοπραγμάτωση και την ωριμότητα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύνδεση της έννοιας της διαφοροποίησης με το άγχος. Κατά τον Bowen, το άγχος είναι ένα βιολογικό και αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο ενεργοποιείται με διαφορετική ένταση κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Η οικογένεια αποτελεί το πρώτο πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο μαθαίνει και αποκτά τρόπους να διαχειρίζεται το συναίσθημα του. Πέρα από αυτό, και το ίδιο το πλαίσιο της οικογένειας μπορεί να προκαλέσει άγχος. Σε ένα οικογενειακό σύστημα με χαμηλά επίπεδα διαφοροποίησης, υπάρχει μία αδιάκοπη ενασχόληση και ανακύκλωση αρνητικών συναισθημάτων μεταξύ των μελών της οικογένειας τα οποία επιτείνουν την αγχώδη αντίδραση. Υπό αυτό το πρίσμα, το χρόνιο άγχος θεωρείται αποτέλεσμα της περιορισμένης ικανότητας του ατόμου για συναισθηματική αυτονομία. Έπειτα, άτομα υπερπλεγμένα με το οικογενειακό σύστημα τα οποία χρησιμοποιούν ως άμυνα τη συναισθηματική απεμπλοκή είναι λιγότερο πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια από την οικογένεια ή άλλα άτομα, με αποτέλεσμα να χάνουν σημαντικά υποστηρικτικά δίκτυα που μπορούν να συμβάλουν στη ρύθμιση του άγχους.
Άγχος μπορεί να προκύψει και καθώς τα μέλη μιας οικογένειας επιχειρούν να εξισορροπήσουν την ανάγκη τους για σύνδεση και εξατομίκευση. Το έντονο ή χρόνιο άγχος μπορεί να απορυθμίσει αυτούς τους εξισορροπητικούς μηχανισμούς που επιστρατεύουν τα άτομα για να το επιτύχουν αυτό, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν συμπτώματα στο οικογενειακό σύστημα. O βαθμός διαφοροποίησης του εαυτού συνδέεται με την εμφάνιση συμπτωμάτων άγχους όπως σχεσιακό άγχος, κοινωνικό άγχος, άγχος αποχωρισμού και άγχος ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Πέρα από το άγχος, το χαμηλό επίπεδο διαφοροποίησης εαυτού συνδέεται και με την εμφάνιση άλλων ψυχολογικών συμπτωμάτων, όπως τα καταθλιπτικά συμπτώματα και τις διατροφικές διαταραχές κατά την περίοδο της εφηβείας.
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει προσπάθεια να συνδυαστεί η έννοια της διαφοροποίησης με τη θεωρία του δεσμού προσκόλλησης και του στυλ γονεϊκότητας έτσι ώστε να προκύψει ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο. Προς την κατεύθυνση αυτή, υποστηρίζεται ότι το οικογενειακό σύστημα μπορεί να ιδωθεί ως ένας χώρος να διερευνήσει κανείς τους δεσμούς προσκόλλησης που διαμορφώνει ένα παιδί με τους γονείς του, που επηρεάζονται από το επικοινωνιακό στυλ και τις μεθόδους πειθαρχίας-διαπαιδαγώγησης που αξιοποιεί κάθε γονιός. Σε μία οικογένεια που χαρακτηρίζεται από υγιή ανάπτυξη, οι γονείς υποστηρίζουν την αυτονόμηση του παιδιού και τη διερεύνηση του έξω κόσμου, διατηρώντας παράλληλα μία στάση ζεστασιάς και θετικών προσδοκιών και αποτελώντας μία ασφαλή βάση στην οποία μπορούν να καταφύγουν.
Συγχώνευση, μία επώδυνη ενδοψυχική διαδικασία
Σύμφωνα με τον Bowen, ως συγχώνευση ορίζεται η αδυναμία διάκρισης μεταξύ συναισθηματικής και νοητικής λειτουργίας. Πρόκειται για μία ενδοψυχική διαδικασία και είναι αντίστροφη της ενδοψυχικής διάστασης της διαφοροποίησης. Μέσω αυτής της παραδοχής, ο Bowen εισήγαγε το εργαλείο της κλίμακας διαφοροποίησης του εαυτού ως μία προσπάθεια αξιολόγησης του επιπέδου της διαφοροποίησης του εαυτού από το χαμηλότερο επίπεδο διαφοροποίησης (0), αυτό του «μη εαυτού», ως το υψηλότερο επίπεδο διαφοροποίησης (100).
Τα άτομα που βρίσκονται στις χαμηλότερες βαθμίδες είναι αυτά που κυριαρχούνται από ένα αυτονομημένο σύστημα συναισθημάτων, είναι περισσότερο επιρρεπή στο στρες, και για αυτά η απαλλαγή από τα συμπτώματα μπορεί να είναι αργή ή και αδύνατη. Τα άτομα αυτά ζουν σε έναν κόσμο που «κυριαρχείται από το νιώθω», και τα συναισθήματα και η υποκειμενικότητα υπερισχύουν τον περισσότερο καιρό της λογικής διαδικασίας. Οι πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους βασίζονται στο τι νιώθουν ότι είναι σωστό. Οι βασικοί στόχοι της ζωής τους αφορούν την αγάπη, την ευτυχία, την άνεση και την ασφάλεια. Αυτοί οι στόχοι φτάνουν κοντά στην εκπλήρωση τους όταν οι σχέσεις τους με τους άλλους βρίσκονται σε ισορροπία. Η διαρκής αναζήτηση αποδοχής και αγάπης ή η επίθεση στον άλλον όταν δεν τους παρέχει τα ζητούμενα καταναλώνει τόσο μεγάλο μέρος από την ενέργεια τους, ώστε δεν τους απομένει παρά ελάχιστη για την κατάκτηση προσωπικών στόχων. Τα άτομα αυτά δεν διαχωρίζουν την αλήθεια από το γεγονός και η εσωτερική τους συναισθηματική κατάσταση αποτελεί την πιο έγκυρη έκφραση της αλήθειας.
Συνεπώς, για αυτά τα άτομα, ειλικρινής θεωρείται αυτός που απλώς επικοινωνεί ανοιχτά όλα του τα συναισθήματα. Σημαντική αρχή για τη ζωή τους είναι το να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, προσοχή και αποδοχή. Όσο το σύστημα των σχέσεων βρίσκεται σε μία βολική ισορροπία, η ζωή τους κυλάει με μία ασυμπτωματική προσαρμογή. Η ανησυχία και το άγχος παρουσιάζονται με γεγονότα που διαταράσσουν ή απειλούν αυτή την ισορροπία. Μία χρόνια αναστάτωση του συστήματος των σχέσεων επιφέρει δυσλειτουργία και οδηγεί στην εμφάνιση ενός υψηλού ποσοστού προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής και συναισθηματικής ασθένειας και της κοινωνικής δυσλειτουργίας.
Είναι γεγονός πως τα άτομα αυτά είτε αποφεύγουν τις στενές σχέσεις φοβούμενα ότι θα γλιστρήσουν αυτόματα σε μία άβολη συγχώνευση είτε αναζητούν αδιάκοπα μία στενή σχέση που θα ικανοποιήσει τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Τείνουν επίσης να υπερτιμούν ή να υποτιμούν τον εαυτό τους σε αντίθεση με τα άτομα που βρίσκονται στις υψηλότερες βαθμίδες της κλίμακας που είναι λιγότερο επιρρεπή στην επιβράβευση ή στην κριτική και εκτιμούν με πιο ρεαλιστικό τρόπο τον εαυτό τους.
Στα πλαίσια της συστημικής προσέγγισης της δεκαετίας του ’70, οι θέσεις του Bowen αντιπροσωπεύουν κυρίως ένα ατομικιστικό μοντέλο δεσμευμένο σε μία δυϊστική θεωρία του νου, διχασμένη μεταξύ συναισθήματος και λογικής. Την ίδια εποχή ο διχασμός αυτός αμφισβητήθηκε έντονα από τον Bateson, που πρότεινε ένα ολιστικό μοντέλο του νου καθώς και της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος.
Οι θέσεις του Bowen αμφισβητήθηκαν αρκετά και τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με το φεμινιστικό κίνημα η εκπαίδευση του νου ώστε να ελέγχει τις συναισθηματικές αντιδράσεις και όχι η ενθάρρυνση μίας πλήρους έκφρασης των συναισθημάτων στερείται ενσυναίσθησης και εξυψώνει το ανδρικό χαρακτηριστικό της λογικής σκέψης έναντι της γυναικείας εκφραστικότητας. Οι McGoldrick και Carter τοποθετήθηκαν σχετικά με την κριτική αυτή λέγοντας πως ο Bowen αναφέρεται στην ανάγκη εκπαίδευσης του νου να ελέγχει τις συναισθηματικές αντιδράσεις ώστε το άτομο να μπορεί να ελέγχει την συμπεριφορά του και να σκέφτεται πώς να αντιδράσει και όχι να λειτουργεί με βάση φόβους, ένστικτα και παρορμήσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει να καταστέλλει την αυθεντική και κατάλληλη συναισθηματική του εκφραστικότητα. Μία ακόμα κριτική που έχει δεχτεί η θεωρία του Bowen περί διαφοροποίησης και συγχώνευσης είναι ότι η προσπάθεια για διαφοροποίηση του εαυτού ως επικράτηση της λογικής έναντι του συναισθήματος δημιουργεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη συναισθηματικής οικειότητας στην σχέση ενός ζευγαριού.
Τριγωνοποίηση, μία παγίδα για το άγχος;
Το «τρίγωνο» αναφέρεται στο σύστημα μεταξύ τριών ατόμων και αποτελεί το «μόριο» κάθε συναισθηματικού συστήματος εντός της οικογένειας ή σε ευρύτερα κοινωνικά συστήματα. Κάθε τριαδική σχέση μέσα στην οικογένεια δε συνιστά απαραίτητα τρίγωνο, αλλά ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα δυσλειτουργικά τριαδικά σχήματα σχέσεων που έχουν προκύψει με σκοπό την αντιμετώπιση του άγχους. Όταν υπάρχει αυξημένο άγχος σε μια δυαδική σχέση αυτή καθίσταται ασταθής και το άτομο που νιώθει τη μεγαλύτερη δυσφορία έχει την τάση να συμπεριλάβει ένα τρίτο άτομο στη σχέση με σκοπό να αποσυμπιεστεί η ένταση και να διαμοιραστεί. Σε αντίθεση με τις δυαδικές σχέσεις, τα τρίγωνα συγκροτούν πιο σταθερές δομές σχέσεων και έχουν την δυνατότητα να περικλείουν, να μεταθέτουν και να διαχέουν το άγχος, κατά αυτόν τον τρόπο είναι ανθεκτικότερα σε υψηλότερες ποσότητες άγχους. Βραχυπρόθεσμα, μπορούν δηλαδή να προσφέρουν μια προσωρινή ανακούφιση της συναισθηματικής έντασης, ωστόσο μακροπρόθεσμα συμβάλλουν στην ανάπτυξη δυσφορίας μεταξύ των ατόμων ή και κλινικών συμπτωμάτων, εφόσον τα προβλήματα δεν επιλύονται αλλά το υφιστάμενο άγχος μετατίθεται σε επιπλέον πρόσωπα, ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε μια πιο άβολη, αδύναμη εξωτερική θέση στο τρίγωνο.
Όπως τόνισε ο Bowen, ο βαθμός συναισθηματικής διαφοροποίησης ενός ατόμου επηρεάζει τη συμμετοχή του στην τριγωνοποίηση. Άτομα με χαμηλή διαφοροποίηση τείνουν να εμπλέκονται περισσότερο σε τριγωνικές σχέσεις, ενώ εκείνα με υψηλή διαφοροποίηση είναι πιο πιθανό να διατηρούν τη συναισθηματική τους αυτονομία. Λόγω του υψηλού βαθμού συγχώνευσης που βιώνουν τα άτομα στα τρίγωνα, αισθάνονται ότι δεν είναι ελεύθερα να πράξουν αυτόνομα, αλλά η συμπεριφορά τους διαμορφώνεται βάσει των μετακινήσεων των άλλων ατόμων και των υπαγορεύσεων της οικογενειακής δομής. Κατά αυτόν τον τρόπο, εμποδίζεται κάθε αλλαγή στο σύστημα.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της τριγωνοποίησης είναι η επαναληψιμότητα της. Άτομα που έχουν τριγωνοποιηθεί στο παρελθόν είναι πιθανό να τριγωνοποιηθούν ξανά και να επαναλάβουν αυτό το αλληλεξαρτώμενο μοτίβο στη δομή της σχέσης τους. Συνεπώς, τα παγιωμένα τρίγωνα είναι εκείνα τα οποία είναι δυσλειτουργικά.
Σε κάθε τρίγωνο υπάρχουν οι εσωτερικές και εξωτερικές θέσεις, που ανάλογα τον βαθμό της έντασης στο σύστημα είναι περισσότερο ή λιγότερο βολικές. Τα δύο άτομα που εμπλέκονται περισσότερο σε μια δεδομένη στιγμή κατέχουν τις δύο εσωτερικές θέσεις, ενώ το σχετικά πιο απόμακρο διατηρεί την εξωτερική. Ένα τυπικό παράδειγμα τριγωνοποίησης συνιστά η στενή σχέση του παιδιού με τον έναν γονέα, ενώ ο άλλος βρίσκεται στη θέση «αουτσάιντερ». Σε περιόδους υψηλής συναισθηματικής έντασης στο τρίγωνο, η εξωτερική θέση είναι και η πιο επιθυμητή, καθώς το πρόσωπο αποφεύγει το υφιστάμενο άγχος που κατακλύζει τα άλλα δύο άτομα. Σε περιόδους μέτριας έντασης, υπάρχουν δύο δυάδες που βρίσκονται σε σχετική ισορροπία και μια άβολη δυάδα στην οποία εκδηλώνεται η αντιπαράθεση, η οποία βέβαια αντανακλά τη συνολική λειτουργία του συστήματος και όχι την ποιότητα της συγκεκριμένης σχέσης. Τέλος, σε περιόδους χαμηλής έντασης, η εξωτερική θέση είναι αυτή που είναι άβολη, καθώς το άτομο εκεί νιώθει απομονωμένο και αποκλεισμένο από τα αλλά δύο μέρη, που έχουν αναπτύξει μια πιο στενή σχέση και προσπαθεί να προσεγγίσει ένα από τα δύο άτομα.
Λόγος γίνεται και για τα πρωτογενή και τα αλληλοδιαπλεκόμενα τρίγωνα. Τα πρωτογενή είναι εκείνα τα οποία σχηματίζονται ανάμεσα σε κάθε παιδί και τους γονείς του, ενώ τα αλληλοδιαπλεκόμενα αφορούν περισσότερα άτομα εντός ή εκτός της οικογένειας. Όταν η συναισθηματική ένταση είναι πολύ υψηλή και το αρχικό τρίγωνο δεν μπορεί να τη σταθεροποιήσει, τότε η οικογένεια τριγωνοποποιεί και εμπλέκει στο οικογενειακό πρόβλημα όλο και περισσότερα άτομα ή κοινωνικούς θεσμούς παραδείγματος χάριν γείτονες, το σχολείο, την αστυνομία, τις κοινωνικές και άλλες υπηρεσίες. Μάλιστα, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο αυτό να επεκτείνεται έως τις ειδήσεις και τις συζητήσεις στα τηλεοπτικά ή κοινωνικά μέσα.
Αρχικά, τα τρίγωνα περιέγραφαν τις σχέσεις μεταξύ τριών ατόμων, ωστόσο στην εξέλιξη της θεωρίας ως κορυφές του τριγώνου μπορούν να θεωρηθούν όχι μόνο πρόσωπα αλλά και ομάδες ή καταστάσεις όπως τοξικά θέματα, δραστηριότητες και συμπεριφορές, αξίες και πεποιθήσεις, οικογενειακά μυστικά. Αυτή η θεώρηση αφήνει το περιθώριο να εννοηθεί ότι η τριγωνοποίηση δεν προκύπτει μόνο μέσω του σχεσιακού άγχους, αλλά όπως αναφέρει ο Ζερβάνος, «Μπορεί να ξεκινά από μια αίσθηση δυσανεξίας και κενού ή από αυτή καθεαυτήν την υπαρξιακή αγωνία, η οποία πηγάζει και καταλήγει στην επίγνωση του Θανάτου και το ανεπίγνωστο του Σκοπού».
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν, κάποιο άτομο, ώστε να απεμπλακεί από τα περιοριστικά και παγιωμένα τριγωνικά σχήματα σχέσεων; Ο Bowen, μιλώντας για το θεραπευτικό σύστημα αναφέρει ότι το πρώτο μικρό βήμα για την αποτριγωνοποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο γίνεται ικανό να παρατηρήσει τον εαυτό του στα υφιστάμενα τρίγωνα. Καθώς ένα άτομο βρίσκεται σε ένα τρίγωνο οι αντιδράσεις του προκύπτουν σαν συναισθηματικά αντανακλαστικά που συμβάλλουν σε μια προβλέψιμη αλυσιδωτή απαντητικότητα. Το θεραπευτικό σύστημα βασίζεται στην ικανότητα του ατόμου να βγει λίγο έξω από το συναισθηματικό σύστημα, να μπορέσει να παρατηρήσει τον εαυτό του και να ελέγξει συνειδητά τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Η παρατήρηση του εαυτού προϋποθέτει τον έλεγχο των συναισθηματικών αντιδράσεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί ένα άτομο να τις παρατηρήσει. Ακολούθως, η παρατήρηση επιτρέπει έναν καλύτερο έλεγχο. Τότε μόνο ένα άτομο μπορεί να τροποποιήσει ένα συναισθηματικό σύστημα. Όταν το άτομο έχει καταφέρει να ελέγχει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις, αποφεύγοντας να πάρει το μέρος ενός ατόμου, αλλά παραμένοντας συναισθηματικά κοντά στη δυάδα, θα μειωθεί η συναισθηματική ένταση στη δυάδα και θα αναπτυχθεί υψηλότερος βαθμός διαφοροποίησης.
Από τη θεωρία στην πράξη
Στο πλαίσιο της συγγραφής του εν λόγω άρθρου, διενεργήθηκε μία συνάντηση με ένα άτομο, το οποίο έχει δουλέψει κάποια χρόνια πάνω σε θέματα συγχώνευσης και διαφοροποίησης. Η συνάντηση είχε τη μορφή συζήτησης με ένα πλαίσιο ερωτήσεων εστιασμένο στα αντίστοιχα θέματα. Το συγκεκριμένο παράδειγμα, ενώ δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα, διότι πρόκειται για μία μεμονωμένη καταγραφή, μπορεί να φωτίσει κάποιες πτυχές της θεωρίας με απλά λόγια και κατανοητά παραδείγματα.
Αρχικά, λήφθηκε ένα σύντομο ιστορικό, μία συνοπτική περιγραφή εαυτού και έπειτα, συζητήθηκαν θέματα άγχους, συγχώνευσης και διαφοροποίησης με πραγματικά γεγονότα στην πάροδο των χρόνων. Ενδεικτικά, πρόκειται για έναν άντρα που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, είναι παντρεμένος και πρόσφατα απέκτησε με τη σύζυγό του μία κόρη. Έχει καλό μορφωτικό επίπεδο και κατέχει θέση ευθύνης στην εργασία του. Μετά από παρότρυνση της συζύγου του, κάνει ψυχοθεραπεία συνολικά 6 χρόνια, ενώ τα τελευταία 4 βρίσκεται σε ομαδική θεραπεία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συγχώνευσης αποτελούσαν οι παραβιαστικές συμπεριφορές των γονιών του, τις οποίες προσπαθούσε να αποφύγει με διάφορους ελιγμούς, παρά τις προσπάθειες της συζύγου του να τις φωτίσει. Αδυνατούσε να δει το αντίκτυπο που είχαν στον ίδιο, και το έβλεπε μόνο στη σύζυγό του λόγω των αρνητικών συναισθημάτων της. Έτσι, έχτισε μια νοοτροπία συμμόρφωσης ώστε να είναι διαχειρίσιμη η καθημερινότητα και να αποφεύγονται οι εντάσεις. Επί της ουσίας, είχε διαμορφώσει ένα μηχανισμό διαχείρισης του άγχους και διατήρησης της ομοιόστασης των συναισθηματικών του συστημάτων, ο οποίος δεν τον βοηθούσε να αντιληφθεί πόσο συγχωνευμένος ήταν. Εφόσον είχε εκπαιδευτεί να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, θεωρούσε τις αντιδράσεις των γύρω του υπερβολικές και πίστευε πως θα έρχονταν μόνες τους οι λύσεις, και πως οι γονείς τελικά θα αποσύρονταν.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ήταν ιδιαίτερα οξύθυμος, επηρεαζόταν από τα αρνητικά του συναισθήματα, ενώ δεν τον ενδιέφερε αν θα πληγωθούν οι γύρω του. Είχε μεγάλη δυσκολία να εκφράσει τα συναισθήματά του, τα οποία νόμιζε πως εξέφραζε μέσω της επιθετικότητας ή της έντονης αντιδραστικότητας, λόγω της δυσφορίας που ένιωθε. Αυτά τα χαρακτηριστικά τον ακολουθούσαν και σε άλλους τομείς της ζωής του, όπως στον επαγγελματικό, αλλά λόγω της ιεραρχίας εκεί δεν αναλογιζόταν το μερίδιο της ευθύνης του. Ούτε στο φιλικό πλαίσιο ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα, καθώς όλα καλύπτονταν λόγω του ότι οι περισσότεροι κυμαίνονταν σε παρόμοιο βαθμό (μη) διαφοροποίησης. Μέχρι και το σώμα του προσπάθησε να του «μιλήσει», εμφανίζοντας ψυχοσωματικά συμπτώματα, τα οποία προσέγγιζε μόνο ιατρικά. Γενικά, αδυνατούσε να κάνει την όποια σύνδεση, ενώ προσέγγιζε τα θέματα μόνο με τη λογική, αφού δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον συναισθηματικό του κόσμο.
Αυτό που τον έφερε αντιμέτωπο με το άγχος, τους φόβους του και τα ζητήματα που είχε λόγω των υψηλών επιπέδων συγχώνευσης, ήταν ορισμένα έντονα σκηνικά που έλαβαν χώρα σε προσωπικό επίπεδο, για τα οποία δεν μπορούσε να μην πάρει θέση. Εκείνη την περίοδο, ήταν πολύ βοηθητικό το ότι βρισκόταν σε θεραπεία και μπορούσε όχι μόνο να αναγνωρίσει τα δυσλειτουργικά σχήματα που τον ταλάνιζαν, αλλά να πάρει και τις απαραίτητες αποφάσεις, ώστε να περάσει στις αντίστοιχες πράξεις. Το κομμάτι της αναγνώρισης ήρθε μέσα από την ατομική θεραπεία, ενώ σε πράξεις κατάφερε να περάσει μέσω της παρότρυνσης από την ομάδα, όπου και διαπίστωσε ότι δεν είναι ο μόνος που βιώνει τέτοια ζητήματα. Ουσιαστικά, τον βοήθησαν πολύ τα ερεθίσματα που λάμβανε στη θεραπεία, αλλά και η ανάγκη που είχε να φροντίσει τη σύζυγό του και να προστατεύσει τη σχέση.
Η όλη διαδικασία ήταν δύσκολη, ειδικά το να μπορεί να θέτει όρια, τόσο στην οικογένεια προέλευσής του όσο και στον ίδιο, αναφορικά με τις εξάρσεις του. Σταδιακά, ανέπτυξε έναν άλλο τρόπο σκέψης, όταν έριξε τις άμυνές του και έβγαλε τις ταμπέλες που τον βοηθούσαν να διατηρεί τις καταστάσεις και να τις δικαιολογεί. Πολύ σημαντικό στην όλη μετακίνηση ήταν το υποστηρικτικό πλαίσιο που είχε στον γάμο του, όπου νιώθει ασφαλής και άνετος να αναγνωρίσει και να διορθώσει τα λάθη του, ώστε να μην είναι «τυφλά», χωρίς όμως να έχει το απεριόριστο, αφού και ο ίδιος είναι πλέον σε εγρήγορση. Αυτά τα σκηνικά, αποτελούν ορόσημα για να του υπενθυμίζουν το πόσο έχει δουλέψει, αλλά και το ότι έχει και άλλα περιθώρια βελτίωσης. Παρότι έχει λάβει μια «νέα εκπαίδευση», υπάρχουν στιγμές που νιώθει να παλινδρομεί, ειδικά όταν έρχεται σε επαφή με τους γονείς του, χωρίς να μπορεί ακόμα να καταλάβει πως πυροδοτούνται και πάλι αυτά τα συγχωνευτικά σχήματα.
Όσον αφορά το μέλλον, είναι αισιόδοξος και η θεραπεία του δίνει την ελπίδα ότι θα μπορεί να δημιουργεί καινούργια συναισθηματικά σχήματα με υγιείς τρόπους, ειδικά με την κόρη του. Βιώνει μεγάλο άγχος να μη συνδεθεί μαζί της με τον τρόπο που είχε συγχωνευτεί ο ίδιος με τους γονείς του, ώστε να μην υπάρχει αγάπη μέσω της ενοχής. Γενικά, προσπαθεί να αναγνωρίζει τόσο τη λογική όσο και τα συναισθήματά του. Με τη σύζυγό του μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα και να μιλάει ανοιχτά, ενώ ακόμα δυσκολεύεται να βάλει όρια στους γονείς του.
Από τα παραπάνω βιώματα, είναι φανερό πως οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουμε αντίστοιχες καταστάσεις, χωρίς να μπορούμε να αντιληφθούμε τα συγχωνευτικά σχήματα που μας κάνουν να δυσλειτουργούμε. Είναι επίσης φανερό, πως μέσω της θεραπείας μπορούμε να έχουμε τα κατάλληλα ερεθίσματα, ώστε να αποτάξουμε το βάρος που φέρνουν οι ταμπέλες και να μπορέσουμε να έρθουμε σε επαφή με τον συναισθηματικό μας κόσμο. Τότε μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί και να σχετιζόμαστε με τους γύρω μας με υγιή τρόπο, σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και σεβασμού. Δυστυχώς, για να αναγνωρίσουμε τη δυσκολία και για να μπορέσουμε να μετακινηθούμε, περνάμε πρώτα από άβολες καταστάσεις και έπειτα αναζητάμε βοήθεια. Θα ήταν άραγε πιο εύκολα τα πράγματα αν είχαμε όλοι πρόσβαση σε αυτά τα ερεθίσματα, αυτές τις έννοιες και την αξία της διαφοροποίησης;
Βιβλιογραφία
Bortz, P., Berrigan, M., VanBergen, A., & Gavazzi, S. M. (2019). Family systems thinking as a guide for theory integration: Conceptual overlaps of differentiation, attachment, parenting style, and identity development in families with adolescents. Journal of Family Theory & Review, 11(4), 544–560. https://doi.org/10.1111/jftr.12354
Bowen, M. (1996). Τρίγωνα στην οικογένεια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Brown, J., & Errington, L. (2024). Bowen family systems theory and practice: Illustration and critique revisited. Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 45(2), 135–155.
Doba, K., Berna, G., Constant, E., & Nandrino, J.-L. (2018). Self-differentiation and eating disorders in early and middle adolescence: A cross-sectional path analysis. Eating Behaviors, 29, 75–82. https://doi.org/10.1016/j.eatbeh.2018.03.003
Goldenberg, I., & Goldenberg, H. (2005). Οικογενειακή θεραπεία: Μια επισκόπηση (Β. Κοτρώτσου, Επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Gottman, J., & Gottman, J. (2000-2016). Level 1 clinical training: Gottman method couples therapy – bridging the couple chasm. Washington: The Gottman Institute Inc.
Knudson-Martin, C. (2002). Expanding Bowen’s legacy to family therapy: A response to Horne and Hicks. Journal of Marital and Family Therapy, 28(1), 115–118.
Lampis, J., Cataudella, S., Speziale, R., & Elat, S. (2019). The role of differentiation of self dimensions in the anxiety problems. The Family Journal, 28(2). https://doi.org/10.1177/1066480719894943
Luepnitz, D. (1988). The family interpreted: Psychoanalysis, feminism and family therapy. New York: Basic Books.
McGoldrick, M., & Carter, B. (2001). Advances in coaching: Family therapy with one person. Journal of Marital and Family Therapy, 27(3), 281–300.
Peleg, O., & Messerschmidt-Grandi, C. (2018). Differentiation of self and trait anxiety: A cross-cultural perspective. International Journal of Psychology. https://doi.org/10.1002/ijop.12535
Peleg, O., & Yitzhak, M. (2010). Differentiation of self and separation anxiety: Is there a similarity between spouses? Contemporary Family Therapy, 33(1), 25–36. https://doi.org/10.1007/s10591-010-9137-z
Ζερβάνος, Κ. (2009). Τα οικογενειακά συστήματα: Εισαγωγή στη θεωρία του Bowen. Αθήνα: Αίολος.
Τζοβενή, Μ., Πομίνι, Β., & Τομαράς, Β. (2011). Διαφοροποίηση και τρίγωνα στην οικογενειακή ψυχοθεραπεία. Μετάλογος, 19, 74–91.