fbpx

“Κάν’ το άβολο!”

Κοινοποίηση

“Κάν’ το άβολο!”

Θα πρέπει να παίρνουμε την αμηχανία λιγότερο προσωπικά και περισσότερο σοβαρά

Εισαγωγή

“Το άβολο, η “αβολοσύνη” (awkwardness) τείνει να γίνει μια πολύ δημοφιλής έννοια που θέτει φραγμούς στην διεργασία των βιωμάτων και των συναισθημάτων μας, καθώς ίσως φέρνει αποφυγή και ενοχή (και όχι απλώς ντροπή, όπως εξηγεί η συγγραφέας) και αυτό- και ετερο- αποκλεισμό που αποτελεί εμπόδιο στην συμπερίληψη. Προς αποφυγή του σλανγκ όρου “αβολοσύνη” στο μεταφρασμένο άρθρο γίνεται χρήση του όρου αμηχανία για το awkwardness και ντροπή για το embarrassment.”

Μετάφραση και επιμέλεια: Θεοδώρα Γεωργιοπούλου, κοινωνική λειτουργός – εκπαιδευόμενη συστημική ψυχοθεραπεύτρια

*της Alexandra Plakias, αναπληρώτριας καθηγήτριας φιλοσοφίας στο Hamilton College της Νέας Υόρκης. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Thinking Through Food: A Philosophical Introduction (2019) και Awkwardness (2024)

Πηγή: https://aeon.co/essays/we-should-take-awkwardness-less-personally-and-more-seriously

Η αμηχανία δεν είναι μια ντροπιαστική προσωπική αποτυχία, αλλά μια συλλογική ρήξη – και μια ευκαιρία να ξαναγράψουμε το κοινωνικό σενάριο.

Ένας άντρας ξέρει ότι πρέπει να εκφράσει τη γνώμη του για τη σεξιστική συμπεριφορά των συναδέλφων του, αλλά δεν το κάνει, γιατί είναι φίλοι του και δεν θέλει να το κάνει άβολο. Μία μόνιμη καθηγήτρια ενοχλείται από τα ερωτότροπα σχόλια του συναδέλφου της, αλλά δεν λέει τίποτα, γιατί αν το αναφέρει θα είναι άβολο. Κάποιος συναντάει έναν συνάδελφο του, που πρόσφατα μπήκε σε πένθος, και αναρωτιέται αν θα συζητήσει την απώλειά του, αλλά δεν ξέρει τι να πει, οπότε δεν το αναφέρει.

Συχνά κάνουμε αστεία για την αμηχανία· είναι βασικό στοιχείο της σύγχρονης κωμωδίας. Το επιφώνημα “Άβολο!” λειτουργεί σαν μία ανάλαφρη αποφυγή, εκτονώνοντας τις κοινωνικές εντάσεις. Η πραγματικότητα είναι πιο σοβαρή. Η αμηχανία μπορεί να έχει πλάκα, αλλά μπορεί επίσης να είναι σοβαρή – Αναστέλλει την ικανότητά μας να δρούμε ακόμα και όταν ξέρουμε ότι πρέπει να δράσουμε, και μπορεί να τερματίσει ή να αποτρέψει συζητήσεις για σημαντικά θέματα, όπως η έμμηνος ρύση, τα χρήματα, η εμμηνόπαυση και η θνητότητα. Η επιθυμία να αποφύγουμε την αμηχανία λειτουργεί ισχυρώς ανασταλτικά στην κοινωνικότητα, καθώς αποτρέπει τους ανθρώπους από το να εκφράσουν τη γνώμη τους, και οδηγεί σε συμμόρφωση με προβληματικές κοινωνικές και ηθικές νόρμες.

Τελικά ποιο ισχύει; Είναι η αμηχανία ένα αστείο, αλλοπρόσαλο, καθημερινό συμβάν, κάτι που πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό ή ακόμα και να το ενστερνιστούμε; Είναι ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για την κοινωνική αλληλεπίδραση με αρνητικές επιπτώσεις στην ηθική λήψη αποφάσεων και στην κοινωνική αλλαγή; Ή – με έναν πραγματικά άβολο τρόπο- μπορεί να είναι και τα δύο;

Συχνά η αμηχανία μοιάζει με προσωπικό πρόβλημα. Πράγματι, ένα από τα πιο αναπάντεχα πράγματα που ανακάλυψα όσο έγραφα το βιβλίο μου Awkwardness (2024) ήταν το πόσο πολλοί άνθρωποι ταυτοποιούνται ως άβολοι – και πόσο προσκολλημένοι γίνονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ταμπέλα. Οι ταινίες και η ποπ κουλτούρα ενισχύουν την ιδέα των άβολων ατόμων, που απεικονίζονται κατά κανόνα ως κοινωνικά αδέξιοι, “απροσάρμοστοι” που ξεχωρίζουν από το πλήθος και δεν εναρμονίζονται με τις μόδες και τις κοινωνικές νόρμες. Αυτή η εστίαση στα άτομα υποδηλώνει ότι ο καλύτερος τρόπος να αποφύγει κάποιος την αμηχανία είναι μέσω της σιωπής και της συμμόρφωσης – να μιμείται τους άλλους, να εναρμονίζεται με το σύνολο, και να μην λέει τίποτα.

Αυτό, όμως, είναι μόνο ένα μέρος της όλης υπόθεσης, και σφάλλει ως προς την αμηχανία με σοβαρούς τρόπους. Ναι, η αμηχανία προκαλείται από την αποτυχία συμμόρφωσης σε υπάρχουσες κοινωνικές νόρμες. Αλλά αυτή η αποτυχία δεν είναι ατομική και, αντί να σκεφτόμαστε σε όρους άβολων ατόμων, έχουμε καθήκον να σκεφτόμαστε σε όρους άβολων καταστάσεων. Και ναι, η αμηχανία μπορεί να είναι επίπονη και δυσάρεστη. Αλλά δεν είναι εξευτελιστική, και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει κανείς να ντρέπεται. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, οι άβολες στιγμές μας δεν είναι ντροπιαστικές (στο πρωτότυπο: cringeworthy). Αντί να μας προκαλούν αμηχανία και συστολή, οφείλουμε να τις εξετάζουμε πιο προσεκτικά. Διότι μόλις συνειδητοποιήσουμε την πραγματική φύση της αμηχανίας, θα πάψουμε να τη βλέπουμε σαν προσωπική αποτυχία και θα αρχίσουμε να τη βλέπουμε σαν μία ευκαιρία για κοινωνική αλλαγή. Εν συντομία: Πρέπει να παίρνουμε την αμηχανία λιγότερο προσωπικά, και περισσότερο σοβαρά.

Τί είναι η αμηχανία; Αυτή καταλήγει να είναι μία δύσκολη ερώτηση. Οι περισσότεροι/ες από εμάς την αναγνωρίζουμε όταν την βλέπουμε (ή την βιώνουμε), αλλά οι ορισμοί είναι δυσεύρετοι. Εν μέρει, επειδή η εμπειρική έρευνα για την αμηχανία, τείνει να την αντιμετωπίζει ως έναν τύπο ή σύμπτωμα της ντροπής (στο πρωτότυπο: embarrassment). Αλλά αυτό είναι λάθος. Η ντροπή συμβαίνει όταν ένα άτομο κάνει μία κοινωνική γκάφα· οι χαρακτηριστικές εκφράσεις του προσώπου και του σώματος εμπεριέχουν ένα είδος απολογίας. Η ντροπή είναι συνεπώς ένα είδος κοινωνικής επανόρθωσης. Αλλά η αμηχανία είναι διαφορετική: Δεν είναι κάτι που το άτομο προκαλεί, και δεν είναι κάτι που το άτομο μπορεί να διορθώσει από μόνο του· πρόκειται για διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Η αποτυχία που συνοδεύει την ντροπή είναι μία αποτυχία για συμμόρφωση σε υπάρχουσες νόρμες. Η αμηχανία είναι διαφορετική: Προκύπτει όταν δεν μας έχει δοθεί ένα κοινωνικό σενάριο για να ακολουθήσουμε. Με άλλα λόγια, η ντροπή προκύπτει όταν παραβιάζουμε τα κοινωνικά προδιαγεγραμμένα σενάρια· η αμηχανία προκύπτει λόγω έλλειψης συνταγών που θα μας καθοδηγήσουν.

Οι άνθρωποι συχνά νιώθουν ότι η αμηχανία σχετίζεται με τους ίδιους – δηλαδή ότι οι ίδιοι είναι άβολοι, ή δεν είναι. Αλλά η αμηχανία είναι ένα συλλογικό προϊόν. Ακριβέστερα, είναι μία συλλογική αποτυχία. Η αμηχανία είναι ένα είδος κανονιστικού αρνητικού χώρου, που προσφέρει αυτό που ο Adam Kotsko αποκαλεί “διορατικότητα μέσω της κατάρρευσης”. Εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι βρίσκονται ξαφνικά χωρίς κάποιο κοινωνικό σενάριο που θα τους καθοδηγήσει στο πλαίσιο μιας αλληλεπίδρασης ή ενός γεγονότος. Ο όρος “σενάριο” φέρει συσχετισμούς με την υποκριτική, και είναι ένας καλό τρόπος για να κατανοήσει κανείς την αμηχανία. Αλλά το μάθημα της αμηχανίας είναι ότι, στην δραματική κωμωδία της ζωής, δεν είμαστε απλώς ηθοποιοί, είμαστε οι σεναριογράφοι.

Αυτό είναι ραντεβού ή επαγγελματικό δείπνο; Όταν δυο άνθρωποι δίνουν διαφορετική απάντηση: άβολο!

Ο κοινωνιολόγος Erving Goffman αναγνώρισε ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι ένα είδος παράστασης στην οποία παίζουμε διάφορους ρόλους. Όταν η παράσταση αποτυγχάνει, ο ηθοποιός νιώθει δυσφημισμένος – για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Goffman, χάνει το “πρόσωπό” του. Ίσως προσπαθεί να παίξει έναν ρόλο που το κοινό του δεν θα του επιτρέψει (για παράδειγμα, μία αποτυχημένη προσπάθεια για φλερτ, ή μια απόρριψη σε πρόταση γάμου) ή χάνει την αυτοκυριαρχία του και τα κάνει θάλασσα με την παράσταση. Συνήθως υποδυόμαστε έναν εαυτό τη φορά: οι ρόλοι μας και το εκάστοτε κοινό μας είναι διαχωρισμένα, έτσι ώστε να προλαμβάνεται η άβολη σύγκρουση που θα συμβεί όταν, ας πούμε, συναντάς το αφεντικό σου τυχαία ενώ έχεις βγει ραντεβού, ή πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς σου για το σεξ. Αλλά κάποιες φορές η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, και τα πράγματα μπορεί να γίνουν άβολα. Ένας χαρακτήρας στην τηλεοπτική σειρά My So-Called Life (1994-5) συνοψίζει το πρόβλημα: “Αυτό που, ας πούμε, τρέμω είναι όταν άνθρωποι που τους γνωρίζεις σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια βρεθούν στον ίδιο χώρο. Και πρέπει να φτιάξεις κάτι σαν έναν συνδυασμό του εαυτού σου επιτόπου”

Η “επιτόπου” φύση της κοινωνικής παράστασης επισημαίνει τη δυσαναλογία με το θέατρο: σε αντίθεση με τον ηθοποιό που μαθαίνει απ’ έξω ένα σενάριο, τα κοινωνικά σενάρια που καθοδηγούν τις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις είναι πολύ ευέλικτα και αλλάζουν γρήγορα, χωρίς ξεκάθαρη διαπραγμάτευση ή στοχασμό. Το κάθε άτομο θα παίξει πολλούς ρόλους μέσα στην διάρκεια μίας ημέρας, ή ακόμα και μέσα σε ένα απόγευμα. Από αυτήν την άποψη, οι αλληλεπιδράσεις μας μοιάζουν πιο πολύ με κοινωνικό αυτοσχεδιασμό παρά με έργο που έχει σενάριο. Και όπως ο αυτοσχεδιασμός, έτσι και η επιτυχημένη κοινωνική αλληλεπίδραση εξαρτάται από το αν θα είναι συνεργάσιμος ο συμπαίκτης και αν θα επιτρέψει να προχωρήσει η σκηνή.

Τα κοινωνικά σήματα με τα οποία προσανατολιζόμαστε στον κόσμο κυμαίνονται σε ένα εύρος από τα πολύ ξεκάθαρα: το “όχι δώρα” γραμμένο πάνω σε μια πρόσκληση πάρτι – ως τα σχεδόν αδιόρατα. Ακόμα και όταν τα σήματα είναι ξεκάθαρα, συχνά συμβαίνουν σιωπηρές ερμηνείες: τί πιάνεται ως “επίσημη βραδινή ενδυμασία” ή “εορταστική κοκτέηλ ενδυμασία”; Πρέπει να πάρουμε σοβαρά το αίτημα “όχι δώρα” ή είναι απλά μία ευγενική προσποίηση που όλοι θα αγνοήσουν; Μικρές αλλαγές στο μοτίβο ομιλίας του συνομιλητή· το χάσιμο του βλέμματος που κράτησε λίγο περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε· ένα εκατοστό σωματικής απόστασης – οτιδήποτε από αυτά μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αλληλεπίδραση που συμβαίνει.

Αυτό είναι ραντεβού ή επαγγελματικό δείπνο; Αυτοί εκεί πρόκειται να αγκαλιαστούν, να φιληθούν ή να δώσουν χειραψία; Όταν δυο άνθρωποι δίνουν διαφορετική απάντηση: άβολο!

Η αμηχανία ευδοκιμεί στην αβεβαιότητα. Αυτό εξηγεί τη σύνδεση μεταξύ της αμηχανίας και της σιωπής: Αφού η σιωπή μπορεί να σημαίνει τόσο πολλά πράγματα, το κάνει δύσκολο να συντονιστούμε και να επιμεληθούμε την ερμηνεία μιας κατάστασης. Για παράδειγμα, δεν μιλάει κανείς γιατί κανείς άλλος δεν έχει πρόβλημα με το σεξιστικό σχόλιο που μόλις έγινε; Ή νιώθουν όλοι τόσο άβολα όσο εγώ, αλλά και εξίσου αβέβαιοι για το πως να αντιδράσουν; Μερικές φορές η σιωπή σημαίνει συναίνεση, μερικές άλλες είναι μία μορφή διαμαρτυρίας. Σε αντίθεση με μία αντίρρηση που εκφράζεται ρητά, η σιωπή σε ένα θέμα μπορεί να είναι δύσκολο να εξηγηθεί.

Πράγματι, η αμηχανία είναι θεμελιωδώς ένα είδος κοινωνικού αποπροσανατολισμού. Υπάρχει μία κάποια άνεση στο να μπορείς να τοποθετήσεις κάπου τον εαυτό σου κοινωνικά. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ιεραρχίες είναι βολικές ή χρήσιμες για όλους- τουναντίον. Αλλά παρότι η κοινωνική απόρριψη και υποβάθμιση πονάνε, υπάρχει ένα διαφορετικό είδος δυσφορίας που συνοδεύεται από το να είσαι κοινωνικά χαμένος και αποπροσανατολισμένος, και αυτή είναι η ενόχληση που σχετίζεται με την αμηχανία. Αυτός ο αποπροσανατολισμός ενσωματώνεται στην ίδια την ετυμολογία του όρου: προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη “awk”, που σημαίνει “λάθος” ή “αδέξιος”, και το αγγλικό επίθημα “-ward”, που δηλώνει κατεύθυνση ή προσανατολισμό – αποδίδοντας “κατευθύνομαι σε λάθος δρόμο” Αλλά όπως το να προσπεράσεις κάποιον στον δρόμο, έτσι και το να κοιτάς προς τη σωστή κατεύθυνση εξαρτάται από το αν γνωρίζεις πώς γίνονται τα πράγματα εδώ γύρω.

Η αμηχανία απαιτεί την παρουσία άλλων: τα άτομα δεν είναι άβολα, οι αλληλεπιδράσεις τους είναι.

Το να γνωρίζουμε τα κοινωνικά σενάρια είναι ένα πράγμα· το να τα εσωτερικεύουμε πραγματικά, είναι ένα άλλο πράγμα. Από την ιταλική sprezzatura (=περιφρονητικότητα) ως την γαλλική nonchalance (=αδιαφορία) ως την κινεζική έννοια του wu wei (= ατρόμητος), διάφορες παραδόσεις έχουν θαυμάσει την ικανότητα “να εξασκούμε σε όλα μια συγκεκριμένη αδιαφορία που θα κρύβει το σχέδιο και θα δείχνει πως ό,τι γίνεται και λέγεται γίνεται χωρίς προσπάθεια”, όπως το έθεσε ο Ιταλός διπλωμάτης του 16ου αιώνα Baldassare Castiglione. Αντίθετα, οι σύγχρονες αποδοκιμασίες όπως “try-hard” (σημ: αυτ@ που προσπαθεί υπερβολικά) ή “pick me” (σημείωση: αυτ@ που θέλει υπερβολικά ν φανεί) δείχνουν ότι δεν αρκεί να γνωρίζεις το κοινωνικό σενάριο· η εκτέλεσή του θα πρέπει να φαίνεται αβίαστη.

Αυτός είναι ένας τρόπος με τον οποίο η αμηχανία λειτουργεί για να διαχωρίσει τους “εντός” από τους “εκτός του σεναρίου”. Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με το να αποδίδουμε στους άλλους την ταμπέλα του “άβολου”. Αυτό παραποιεί την έννοια της αμηχανίας/του άβολου – Δεν είναι ένα χαρακτηριστικό προσωπικότητας ή χαρακτήρα, αλλά κάτι που προκύπτει από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η αμηχανία απαιτεί την παρουσία άλλων: δεν είναι άβολα τα άτομα, αλλά οι αλληλεπιδράσεις τους. Αυτό μπορεί να προκαλεί έκπληξη: οι άνθρωποι συχνά περιγράφουν τους εαυτούς τους (ή τους άλλους) ως “άβολους”, και φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν όντως μεγαλύτερη δυσκολία, στο να πλοηγηθούν στις κοινωνικές διαδράσεις. Αλλά υπάρχουν πρακτικοί καθώς και θεωρητικοί λόγοι για να αντισταθούμε στην ιδέα ότι η αμηχανία είναι ένα ατομικό χαρακτηριστικό.

Η ταμπέλα “άβολος” δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται: είναι αμφίσημη, και αποκρύπτει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει.

Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι περιγράφω τον συνάδελφό μου τον Rob ως “άβολο στα πάρτι”. Αυτό είναι αμφίσημο: λέω ότι νιώθει άβολα στα πάρτι ή ότι κάνει εμένα να νιώθω άβολα στα πάρτι; Ή και τα δύο; Αυτή η αμφισημία δημιουργεί έναν επικίνδυνο χώρο για προκατάληψη ή ακόμα και αποκλεισμό: Ίσως μπερδεύω την δικιά μου αμηχανία για την παρουσία του Rob, με χαρακτηριστικό του Rob, προβάλλοντας τα δικά μου άβολα συναισθήματα σε αυτόν, σαν μία παθητική πλάνη (βλ. pathetic fallacy – John Ruskin 1856). Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ο Rob βρίσκεται σε αναπηρικό αμαξίδιο, και εγώ έχω μικρή εμπειρία αλληλεπίδρασης με χρήστες αμαξιδίου. Πιθανόν να νιώσω κάποια αβεβαιότητα για το πως να προσεγγίσω την κατάσταση, να ανησυχώ να μην πω “κάτι λάθος” ή να μην ξέρω αν θα έπρεπε να σταθώ δίπλα του ή να γονατίσω ενώ συζητάμε. Χρησιμοποιώντας τον όρο “άβολο” υπάρχει το ρίσκο να μεταφέρω την ευθύνη για την δική μου αμηχανία στον Rob. Αυτό δεν είναι απλώς θεμελιωδώς άδικο, αλλά σημαίνει κιόλας ότι είναι λιγότερο πιθανό για εμένα να προσπαθήσω να επανορθώσω για την άγνοιά μου- ποιά συνθήκη θα έκανε τον Rob πιο άνετα; Και αφού τώρα ταξινόμησα τον Rob (τουλάχιστον στο μυαλό μου) ως “άβολο”, μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να προσπαθήσω να αλληλεπιδράσω μαζί του ξανά στο μέλλον. Όπως γράφει η φεμινίστρια ακαδημαϊκός Sara Ahmed στο The Promise of Happiness (2010): “Το να δημιουργείς αμηχανία σημαίνει να σε αντιλαμβάνονται ως αμήχανο άτομο.” Για να διατηρηθεί η αίσθηση της δημόσιας άνεσης προϋποτίθεται ότι ορισμένα σώματα συμμορφώνονται απροβλημάτιστα”.

Τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε πώς η αμηχανία γίνεται απειλητική, και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο, όπως υποστήριξε η Megan Garber στο The Atlantic. Επειδή η αμηχανία είναι κάτι που συχνά απεχθανόμαστε, τα άτομα που θεωρείται ότι την προκαλούν κινδυνεύουν να αποκλειστούν. Η αλλαγή των κοινωνικών νορμών και τελετουργικών δεν είναι εύκολη· η υιοθέτηση νέων μπορεί να έχει κόστος. Το άτομο, του οποίου η παρουσία αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του κατεστημένου, αποτελεί απειλή. Για παράδειγμα, σε ένα (εταιρικό) τμήμα όπου οι άνδρες έχουν ρουτίνα να βγάζουν τους πελάτες σε στριπτιζάδικα μετά από ένα δείπνο, ή λένε άσεμνα σεξουαλικά αστεία στις συνεδριάσεις, η παρουσία γυναικών μπορεί να κάνει την κατάσταση άβολη, γιατί αναγκαστικά θα αναδειχθεί η σύγκρουση μεταξύ των τελετουργιών που έχουν στον χώρο εργασίας τους και τις επαγγελματικές νόρμες. Μία επιλογή θα ήταν να δεχτούν αυτήν την αναντιστοιχία σαν δικό τους δημιούργημα, και να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Αλλά πολύ συχνά, το φταίξιμο αποδίδεται στην παρουσία των γυναικών: Τώρα είναι άβολο να λέμε αυτά τα αστεία, γιατί υπάρχουν γυναίκες εδώ. Η υπαιτιότητα αποδίδεται σε εκείνους που θεωρούνται διαφορετικοί, και άρα έχουν προκαλέσει αμηχανία. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ήταν άβολο εξ αρχής· Απλώς αυτήν την αμηχανία την κουβαλούσε κάποιος άλλος, επειδή προσπαθούσε να συμμορφωθεί στις προσδοκίες των άλλων.

Η αμηχανία, ακόμα κι αν γίνει κατανοητή υπό αυτούς τους όρους, δεν θα γίνει αναγκαστικά λιγότερο δυσάρεστη. Αλλά αξίζει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στο πότε και πού εμφανίζεται, και να είμαστε πιο πρόθυμοι να την αντιμετωπίσουμε κατάματα. Σε πολλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, μία σιωπηρή προσδοκία είναι να ξέρουμε από πριν πως να πλοηγηθούμε μέσα σε αυτές. Οι άνθρωποι αποφεύγουμε να παραδεχτούμε την κοινωνική άγνοιά μας, και νιώθουμε ντροπιασμένοι από όσους την παραδέχονται, σαν να έχουν παραβιάσει έναν άγραφο κοινωνικό κανόνα. Αλλά γιατί το να μην ξέρουμε ποια αντωνυμία, προσφώνηση ή πιρούνι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε να είναι διαφορετικό από το να μην ξέρουμε που είναι η τουαλέττα, ή τί ώρα ανοίγει η καφετέρια; Το γεγονός ότι διστάζουμε να απαιτήσουμε να γίνουν οι κοινωνικές νόρμες ξεκάθαρες αποκαλύπτει μία βαθύτερη προσδοκία μας: Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις πρέπει να μοιάζουν αβίαστες. Η αμηχανία υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι αλληλεπιδράσεις μας είναι σχεδιασμένες σε σενάρια. Η αποστροφή δείχνει τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι προτιμούν να μην τους γίνεται αυτή η υπενθύμιση. Και στους πιο τυχερούς από εμάς ίσως δεν χρειαστεί να γίνει η υπενθύμιση.

Καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με υποδομές, συχνά χωρίς καν να το σκεφτόμαστε. Αυτή η απουσία σκέψης είναι ένα προνόμιο: Όταν εγώ περπατώ στο αμφιθέατρο και πιάνω τον διακόπτη των φώτων, που βρίσκεται πάνω-κάτω στο ύψος του ώμου μου, έχω την προσδοκία να είναι έτσι σε κάθε αίθουσα που μπαίνω. Κάποιες φορές, το σχοινί που κατεβάζει το πανί του προβολέα είναι λίγο πιο ψηλά απ’ όσο φτάνω και πρέπει να σκαρφαλώσω σε καρέκλα, και αυτό είναι ελαφρώς ενοχλητικό, ή ακόμα και ντροπιαστικό. Σε αυτή τη φάση αρχίζω να νιώθω εκνευρισμένη με τον σχεδιασμό της αίθουσας. Μπορεί να απορήσω, μα για ποιον το φτιάξανε; Τα κοινωνικά σενάρια είναι σαν τους διακόπτες και τα σχοινιά – κάνουμε να τα φτάσουμε αυτόματα, παρατηρώντας την τοποθέτηση τους ή την ύπαρξή τους μόνο όταν δεν είναι εκεί που περιμέναμε ή θέλαμε να είναι. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για όλους. Για πολλούς ανθρώπους, το να διαχειρίζονται τις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής απαιτεί πολλή σκέψη για το που είναι τοποθετημένα φώτα, διακόπτες, πόμολα κοκ. Για ανθρώπους που είναι μη νευροτυπικοί, που μοχθούν για να διαβάσουν τους μορφασμούς του προσώπου, ή που βρίσκονται σε ανοίκειες κοινωνικές περιστάσεις, ο κόσμος είναι γεμάτος αίθουσες με απρόβλεπτες και απρόσιτες δομές. Η αμηχανία είναι μια υπενθύμιση ότι οι κοινωνικές δομές υπάρχουν και δεν είναι εξίσου προσβάσιμες σε όλα τα άτομα.

Επειδή η αμηχανία βιώνεται σαν μία μορφή κοινωνικής δυσφορίας, δεν εφαρμόζει σε όλους με τον ίδιο τρόπο.

Τα καλά νέα είναι ότι με προσπάθεια και προσοχή, οι κοινωνικές δομές μπορούν να γίνουν πιο προσβάσιμες. Η αμηχανία υπογραμμίζει τα σημεία που πρέπει να δουλέψουμε. Το να κατανοήσουμε την κοινωνική προέλευση της αμηχανίας βοηθάει επίσης στο να την επανανοηματοδοτήσουμε. Αντί να τη θεωρούμε ως προσωπική αποτυχία- μία ντροπιαστική (στο πρωτότυπο: cringeworthy) πηγή προσωπικής αμηχανίας ή ντροπής (στο πρωτότυπο: embarrassment or shame) – μπορεί να αναγνωριστεί για αυτό που είναι: το αποτέλεσμα μιας συλλογικής άγνοιας ή απουσίας.

Και εδώ είναι που το θέμα του άβολου “απροσάρμοστου” κάνει τη ζημιά. Όταν η αμηχανία γίνεται κατανοητή ως μία ατομική αποτυχία να ενταχθείς (στο σενάριο), η απαιτούμενη απόκριση είναι: πράξε καλύτερα· συμμορφώσου· μάθε το σενάριο. Αλλά αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Ούτε είναι πάντοτε επιθυμητό. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτές οι νόρμες δεν εξυπηρετούν τους πάντες – ή και δεν εξυπηρετούν κανέναν. Για παράδειγμα, σε πολλές συνεντεύξεις για εργασία πλέον αποφεύγεται να γίνεται κουβεντούλα και συμπληρωματικές πληροφορίες, ακολουθώντας ένα σενάριο στο οποίο όλοι υποψήφιοι απαντούν στις ίδιες ερωτήσεις χωρίς περαιτέρω πληροφορίες. Αυτό μπορεί να είναι άβολο, ιδιαίτερα για τους συνεντευκτές που είχαν συνηθίσει να κάνουν λίγη κουβεντούλα. Αλλά αυτή η ίδια κουβεντούλα μπορεί άδικα να στρεβλώνει τη διαδικασία, δίνοντας έμφαση στο “ταίριασμα” και φέρνοντας σε μειονεκτική θέση υποψηφίους που έχουν λιγότερα κοινά με τους συνεντευκτές. Οι καθηγητές μπορεί να νιώθουν άβολα να ζητούν από τους φοιτητές τους να μοιράζονται τις αντωνυμίες τους, αλλά αυτό ανακουφίζει την αμηχανία των φοιτητών που σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να διακόψουν (τη συζήτηση) και να διορθώσουν τις υποθέσεις των άλλων.

Η κατάληξη είναι ότι η αμηχανία δεν είναι κάτι που ένα άτομο πρέπει ή μπορεί, να διορθώσει από μόνο του. Το να θεωρούμε την αμηχανία σαν κάτι το επαίσχυντο ή ντροπιαστικό, είναι συνεπώς όχι μόνο ένα φιλοσοφικό σφάλμα, αλλά και ένα πρακτικό σφάλμα: σημαίνει ότι δεν αρπάζουμε την ευκαιρία να διορθώσουμε την κοινωνική δομή. Ας δούμε την περίπτωση των αντωνυμιών ξανά: Κάποιος που νιώθει άβολα να εκθέσει τις αντωνυμίες του, αλλά κατανοεί αυτήν την αμηχανία σε όρους ντροπής, ίσως διαβάζει την πηγή του προβλήματος ως την έλλειψη θάρρους ή σιγουριάς, και νιώθει άσχημα για την αποτυχία του να εκφραστεί. Αυτό φορτώνει την ευθύνη σε εκείνο το άτομο, ενώ εισέρχεται σε νέες κοινωνικές ή επαγγελματικές καταστάσεις, να βρει το κουράγιο να αλλάξει τον τρόπο που συστήνεται, πράγμα που μπορεί να κάνει τις νέες αλληλεπιδράσεις να είναι μία πηγή στρες ή άγχους. Αν κατανοήσουμε την αμηχανία με όρους κοινωνικών σεναρίων, τα πράγματα είναι διαφορετικά: το άτομο μπορεί να δουλέψει με φίλους ή συναδέλφους για να σκεφτούν τρόπους να εισάγουν τις αντωνυμίες στις συστάσεις, τα emails ή τη δομή των συνεδριάσεων.

Αλλά είναι επίσης σημαντικό να λαμβάνουμε υπ’ όψιν το ποι@ κάνει αυτή τη δουλειά. Επειδή η αμηχανία βιώνεται σαν μία μορφή κοινωνικής δυσφορίας, δεν εφαρμόζει σε όλ@ με τον ίδιο τρόπο. Οι κοινωνικές προσδοκίες αυτού που αναλαμβάνει το έργο να κάνει τους άλλους να νιώσουν άνετα, – και αντιστοίχως, αυτού που θεωρείται υπεύθυνος όταν οι άνθρωποι νιώθουν άβολα – διασταυρώνεται με τα σενάρια περί φύλου και κοινωνικού στάτους. Οι γυναίκες συχνά φορτώνονται την εργασία να διαχειρίζονται τη διάθεση των άλλων και αναμένεται από αυτές να τα πηγαίνουν καλά με τους άλλους· αυτή η “συναισθηματική εργασία” περιλαμβάνει την εργασία της διόρθωσης των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που γίνονται άβολες. Υπάρχει προνόμιο στο να μην ανησυχείς για τη δυσφορία των άλλων.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολλά για να τα φορτώσουμε σε μία μικρή, καθημερινή ενόχληση. Αν έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε την αμηχανία σαν κάτι που έρχεται σε αποτυχημένα ραντεβού, ή σε μικρές ενοχλήσεις της ζωής στο γραφείο, τότε αυτά που λέω ως τώρα μπορεί να μοιάζουν λίγο παρατραβηγμένα. Όλ@ δεν έχουν άβολες στιγμές, και είναι όντως τόσο μεγάλο ζήτημα; Η απάντηση είναι ότι κάποι@ από εμάς έχουν πιο πολλές άβολες στιγμές από άλλους. Και κάποιες άβολες στιγμές είναι μεγάλο πρόβλημα: Παίζει ρόλο ότι έχουμε κοινωνικά σενάρια για να μιλήσουμε για το πένθος, την παρενόχληση, ή τη φυλή, επειδή το να μη μιλάμε για αυτά τα θέματα σβήνει ένα σημαντικό μέρος των εμπειριών των ατόμων. Η σιωπή που συνδέεται με την αμηχανία μπορεί να σβήσει σημαντικά μέρη των εμπειριών των ατόμων. Αλλά αν την ακούσουμε προσεκτικά, μπορεί επίσης να μας δείξει πού χρειάζεται περισσότερη δουλειά. Η εργασία της κατασκευής της κοινωνικής δομής μας συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. H αμηχανία μάς ειδοποιεί ότι οι κοινωνικές νόρμες μας είναι υπό κατασκευή. Είναι μια ευκαιρία να εξετάσουμε τον κόπο που κάνουμε στην κοινωνική μας ζωή, και τους λόγους για τους οποίους αυτός ο κόπος παραμένει αόρατος.

Στη δραματουργία της ζωής, δεν χρειάζεται να συμβιβαστούμε με το να είμαστε ηθοποιοί, μπορούμε να γίνουμε και συγγραφείς. Αυτή τη δουλειά δεν αντέχουν να την κάνουν όλ@. Η συνεισφορά του κάθε ατόμου δεν λαμβάνει τα ίδια εύσημα. Αλλά για τους πρόθυμους και ικανούς, οι άβολες στιγμές είναι μια προειδοποίηση ότι τα τρέχοντα κοινωνικά σενάρια δεν λειτουργούν, και μία ευκαιρία να καταπιαστούμε με το να γράψουμε καλύτερα.

Σχόλιο της μεταφράστριας και επιμελήτριας: Ενδιαφέρον έχει και το επεισόδιο του podcast Overthink με τίτλο Awkwardness και καλεσμένη την συγγραφέα Alexandra Plakias: https://www.youtube.com/watch?v=1oEdMv1aKes

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: