fbpx

Η θεωρία του παγόβουνου της Virginia Satir και η εφαρμογή του στην Οικογενειακή Θεραπεία: Μια ανάλυση των κύριων χαρακτήρων της ταινίας Ιστορία Γάμου (MarriageStory, 2019)

Κοινοποίηση

Η θεωρία του παγόβουνου της Virginia Satir και η εφαρμογή του στην Οικογενειακή Θεραπεία: Μια ανάλυση των κύριων χαρακτήρων της ταινίας Ιστορία Γάμου (Marriage Story, 2019)

Εισαγωγή

“Η οικογενειακή θεραπεία αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς και σύνθετους κλάδους της ψυχοθεραπείας, με έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις και τις εσωτερικές διεργασίες που διαμορφώνουν τα άτομα μέσα στο οικογενειακό σύστημα. Μια από τις πλέον επιδραστικές φιγούρες στον χώρο της οικογενειακής θεραπείας είναι η Virginia Satir, η οποία εισήγαγε το μοντέλο του «παγόβουνου» ως έναν τρόπο κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας και της ψυχοσυναισθηματικής δυναμικής των ατόμων.

Στην παρούσα εργασία, εξετάζεται η θεωρία του παγόβουνου της Satir και η εφαρμογή της στην ανάλυση των χαρακτήρων της ταινίας Marriage Story (2019). Με αφετηρία τη βιβλιογραφική επισκόπηση της θεωρίας, παρουσιάζονται οι βασικές συνιστώσες της και διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται μέσα από τις σχέσεις και τις συγκρούσεις των δύο πρωταγωνιστών. Μέσα από αυτήν την προσέγγιση, αναδεικνύεται η πολυεπίπεδη φύση της επικοινωνίας και των αλληλεπιδράσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους η θεωρία της Satir μπορεί να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών διεργασιών των ατόμων που βιώνουν κρίσεις στις σχέσεις τους.

Ευχαριστούμε θερμά και ξεχωριστά κάθε μία από τις εκπαιδευόμενες Στεφανίς ΓεωργακοπούλουΣμαρώ ΚαρκαζήΜερόπη ΜανοπούλουΙωάννα Μαυρίκου, που συνέθεσαν αυτό το άρθρο.”

Βιογραφικά στοιχεία της Satir 

Η Virginia Satir  γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1916 στο Neillsville  του Wisconsin και απεβίωσε στις 10 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 72 ετών. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του Oscar Alfred Reinhard Pagenkopf και της Minnie Happe Pagenkopf  και από πολύ νωρίς παρουσιάζει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη περιέργεια. Σε ηλικία 3 ετών έμαθε να διαβάζει μόνη της και μέχρι τα 9 της είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της  βιβλιοθήκης του μικρού σχολείου της. Από μικρή το όνειρό της ήταν να γίνει «ντετέκτιβ γονέων».

Όταν η Satir ήταν 5 χρονών, έπασχε από σκωληκοειδίτιδα και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της. Η βαθιά θρησκευόμενη μητέρας της αρνήθηκε όποια ιατρική βοήθεια και μέχρι να αποφασίσει ο πατέρας της να πάει την Satir στο νοσοκομείο, έσπασε η  σκωληκοειδής απόφυση. Αναγκάστηκε να μείνει στο νοσοκομείο για  αρκετούς μήνες.

Στα χρόνια του γυμνασίου η Satir  χρειάστηκε να δουλεύει μερική απασχόληση, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της. Παράλληλα, φροντίζει να παρακολουθεί όσα περισσότερα μαθήματα, με αποτέλεσμα  το 1932 να αποφοιτήσει νωρίτερα από το σχολείο.

Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Κολλέγιο του Milwaukie, ενώ  παράλληλα εργαζόταν, ώστε να καλύψει τα έξοδα για την εκπαίδευσή της. Έλαβε το πτυχίο της το 1936. Εργάστηκε ως δασκάλα για έξι χρόνια και το 1937 κατά τη θητεία της ως δασκάλα αναγνώρισε ότι οι εμπλεκόμενοι και υποστηρικτικοί γονείς όχι μόνο βοηθούν στην τάξη, αλλά μπορούν να συντελέσουν στην θεραπεία της δυναμικής της οικογένειας.  Μέσα από τις συναντήσεις με τους γονείς , είδε την οικογένεια ως αντανάκλαση του κόσμου γενικότερα. Το 1937 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές παρακολουθώντας θερινά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Northwestern του Chicago. Συνέχισε την εκπαίδευσή της ως σπουδάστρια πλήρους φοίτησης στη σχολή Κοινωνικών Υπηρεσιών Διοίκησης στο πανεπιστήμιο του Chicago.

Το 1948, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής της, άνοιξε δικό της ιατρείο και το 1951 έκανε την 1η της συνεδρία με την πρώτη οικογένεια. Τέσσερα χρόνια αργότερα άρχισε να εργάζεται στο Ψυχιατρικό Ινστιτούτο του Illinois. Το 1959 μετακόμισε στην California και βοήθησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Ψυχικής Έρευνας. Εκεί, μαζί με τους συνεργάτες της, ανέπτυξε την πρώτη σειρά κατάρτισης ειδικά σχεδιασμένη για τη διδασκαλία τεχνικών οικογενειακής θεραπείας. Έγινε η διευθύντρια του προγράμματος και βοήθησε στο συντονισμό, στην επέκταση της εφαρμογής του και στη χρήση του από κλινικούς γιατρούς σε όλη τη χώρα. Επίσης, διηύθυνε και το πρόγραμμα κατάρτισης του Ινστιτούτου Esalen.

Η Satir, από τις πιο χαρισματικές θεραπεύτριες οικογένειας 1ης γενιάς, ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην εκπαίδευση παρά στην έρευνα. Το 1964 δημοσίευσε το 1ο της βιβλίο : “Conjoint family therapy”. To 1988 διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και την ίδια χρονιά απεβίωσε. Το 2007 ψηφίστηκε ως «Η θεραπεύτρια με τη μεγαλύτερη επιρροή σε δύο εθνικές  έρευνες από Ψυχιάτρους, Ψυχολόγους, Κοινωνικούς Λειτουργούς και Θεραπευτές Οικογένειας. (Psychotherapy  Network 2007).

Η πρωτοποριακή της δουλειά στον τομέα της οικογενειακής  ψυχοθεραπείας την έκανε ευρέως γνωστή ως την μητέρα της οικογενειακής θεραπείας (Banmen, 2002). Η δουλεια της ηταν καταλυτικη για την ιστορια της ψυχοθεραπειας, ούσα πρωτοπορος στις παρεμβάσεις της για την ανθρώπινη ανάπτυξη και τη μεταμόρφωση μέσα από θεραπευτικές διαδικασίες καθώς και για τις θεωρίες της για τα οικογενειακα συστηματα (Banmen, 2002; Suarez, 1999).

Το θεραπευτικό μοντέλο της Satir. Η θεωρία του Παγόβουνου

Το 1991 μετα απο πολλά συγγραφικά έργα η Satir συνεργάζεται με άλλους τρεις συγγραφείς και εκδίδει το βιβλίο “The Satir Model: Family Therapy and Beyond”. Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζεται το πώς η Virginia Satir χρησιμοποίησε και ανέπτυξε το Satir Model μέσα από την εμπειρία της στην οικογενειακή θεραπεία (Satir et al., 1991). Το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρείται το επιστέγασμα της καριέρας της, όπου όλες οι τεχνικές και οι θεωρίες της οργανώνονται με σαφή και πρακτικό τρόπο.

Το θεραπευτικό μοντέλο της Satir, σύμφωνα με τον Suarez (1999) είναι μια δυναμικά, οργανική, ανθρωπιστική προσέγγιση συστημάτων για την ανάπτυξη. Ενσωματώνει τους υπάρχοντες πόρους για να μεταμορφώσει και να κάνει ρεαλιστικές αλλαγές, που οδηγούν στην ενδυνάμωση, τη θεραπεία και την ανάπτυξη του ατόμου και την υγιή λειτουργία του συστήματός του.  Εστιάζει σε τρεις κύριες περιοχές παρέμβασης: την ενδοψυχική, την διαδραστική και το οικογενειακό περιβάλλον (Xian et al., 2022).  

 Η ενδοψυχική διάσταση (Intrapsychic):

Με τη “μεταφορά του παγόβουνου”  αναπαριστά την εσωτερική εμπειρία του ατόμου. Περιλαμβάνει την κατανόηση βαθύτερων συνιστωσών του ατόμου, όπως οι πεποιθήσεις, οι προσδοκίες, οι ανάγκες, τα συναισθήματα, και το «Εγώ» ή η πνευματική ουσία του ατόμου. Ο στόχος της Satir αναφορικά με την ενδοψυχική διάσταση είναι να κατανοηθούν και να αναγνωριστούν τα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης και να υποστηριχθεί η αρμονία μεταξύ αυτών των επιπέδων, φέρνοντας αυτοεκτίμηση, εσωτερική γαλήνη και συναισθηματική υπευθυνότητα (Metcalf, 2019)​.

Η διαδραστική διάσταση (Interactive):

Εστιάζει στις σχέσεις και την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, ιδιαίτερα μέσα στην οικογένεια. Το μοντέλο της Satir εξετάζει τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα από το πρίσμα της ομοιότητας και των διαφορών. Η Satir συνήθιζε να λέει ότι η ομοιότητα έλκει και οι διαφορές μας βοηθούν να εξελιχθούμε (Banmen, 2002). Στόχος είναι η ανάπτυξη “συνεκτικής επικοινωνίας” (congruent communication) που προάγει τη σύνδεση και την ανάπτυξη στις σχέσεις (Satir, 1988). Οι θεραπευτές σχετικά με αυτη την διάσταση εργάζονται για την επίλυση συγκρούσεων, την αναγνώριση και αλλαγή δυσλειτουργικών μοτίβων αλληλεπίδρασης, και την προώθηση θετικών σχέσεων (Satir et al., 1991).

Η διάσταση της οικογενειακής προέλευσης (FamilyofOrigin):

Εξετάζει τον ρόλο των οικογενειακών προτύπων και εμπειριών από την αρχική οικογένεια του ατόμου. Αυτή η διάσταση επικεντρώνεται στη διαλεύκανση των επιπτώσεων των πρώιμων σχέσεων και στην αλλαγή των αρνητικών μοτίβων που συνεχίζονται στο εδώ και τωρα της ζωή και των σχέσεων του ατόμου (Satir et al., 1991). Μέσα από εργαλεία όπως τα οικογενειακά διαγράμματα (family maps/genograms), οι θεραπευτές διερευνούν πώς οι εμπειρίες από την οικογένεια προέλευσης επηρεάζουν το άτομο στο εδώ και τωρα (Satir, 1988).

Η θεωρία του Παγόβουνου        

Η ενδοψυχική διάσταση έχει περιγραφεί μέσα από τη Μεταφορά του Παγόβουνου (Iceberg Metaphor).  Οι μεταφορές είναι ισχυρές εικόνες, που ενισχύουν τις έννοιες και τις ιδέες μέσω της χρήσης εικόνων. Η γλώσσα της μεταφοράς επιτρέπει στα άτομα να  στοχάζονται, και να αισθητοποιούν μηνύματα. Οι μεταφορές  είναι ζωντανά στοιχεία,  αλλάζουν καθώς τις σκεφτόμαστε και τις συζητάμε, και αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι εμπειρίες μας. Η εφαρμογή τους τις αλλάζει, και η σκέψη για αυτές τις αλλάζουν επίσης. Δεν είναι στατικές, άκαμπτες έννοιες. Οι θεραπευτές συχνά χρησιμοποιούν μεταφορές για να διευκολύνουν τη σαφήνεια και την αλλαγή, μοιραζόμενοι αναλογίες, εικόνες και καταστάσεις με τα θεραπευόμενα τους (Lum, 2000).

Η Satir συχνά χρησιμοποιούσε εικόνες και μεταφορές για να αλλάξει τις εσωτερικές εικόνες και τις αντιλήψεις των θεραπευομένων της. Μέσω αυτών των δυναμικών εργαλείων, ήταν σε θέση να έχει πρόσβαση σε ασυνείδητες σκέψεις, να βοηθήσει στην ανάδειξη νέας επίγνωσης και να προκαλέσει την αλλαγή (Satir et al., 1991).

Η Μεταφορά του Παγόβουνου είναι ένας αφηρημένος ψυχολογικός χάρτης που απεικονίζει τον ενδοψυχικό κόσμο των ανθρώπων. Είναι ένας τρόπος εννοιολόγησης της ανθρώπινης εμπειρίας και υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι ως επί το πλείστον  εσωτερική (Banmen, 2002). Επιτρέπει στον θεραπευτή να παρατηρεί και να χρησιμοποιεί  μεταφορές, μέσα από τα διαφορετικά συστατικά της συνολικής έννοιας, για να διευκολύνει την αλλαγή μέσα στην ανθρώπινη εσωτερική εμπειρία (Lum, 2000).

Η μεταφορά του Παγόβουνου αποτελείται από τις παρακάτω οκτώ συνιστώσες της ανθρώπινης εμπειρίας: Εγώ: Είμαι (Self: I am),  οι επιθυμίες (yearnings), οι προσδοκίες από τον εαυτό, τους άλλους και από τους άλλους (expectations of self, others, and from others),  οι αντιλήψεις (perceptions), τα συναισθήματα  (feelings), τα συναισθήματα σχετικά με αυτά τα συναισθήματα ( feelings about these feelings), οι στάσεις αντιμετώπισης (coping stances) και η συμπεριφορά (behaviour; Satir et al., 1991). Σύμφωνα με την Satir, οι συνιστώσες της εσωτερικής εμπειρίας είναι  διαδραστικές και συστημικές. Οι αλλαγές σε μία συνιστώσα συχνά οδηγούν σε αλλαγές και στις άλλες (Banmen, 2002). Η Satir δεν επικεντρώνεται μόνο σε μια συγκεκριμένη συνιστώσα του ατόμου, αλλά εξέταζε και αλληλεπιδρούσε με κάθε συνιστώσα της ανθρώπινης εμπειρίας, με σκοπό να επιτύχει την αλλαγή (Lum, 2000). Η Satir έλεγε ότι όπως τα παγόβουνα, έτσι και εμείς, δείχνουμε μόνο τμήματα του εαυτού μας. Το μεγαλύτερο μέρος μας βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια (Satir et al., 1991, p. 34).

Iceberg’s Eight Components of Experience

1.      Το Εγώ: Είμαι (Self: I am)

2.       Οι επιθυμίες (yearnings)

3.      Οι προσδοκίες από τον εαυτό, τους άλλους και από τους άλλους (expectations of self, others, and from others)

4.       Οι αντιλήψεις (perceptions)

5.      Τα συναισθήματα  (feelings),

6.      Τα συναισθήματα σχετικά με αυτά τα συναισθήματα ( feelings about these feelings)

7.      Οι στάσεις αντιμετώπισης (coping stances) και

8.      Η συμπεριφορά (behaviour)

(Satir et al., 1991).

Ο Εαυτός Μου: Εγώ Είμαι

Βρίσκεται στην βάση του παγόβουνου, μη ορατό σε όλους. «Εγώ είμαι εκείνο το συστατικό που αντιπροσωπεύει τη ζωτική δύναμη, την ουσία και την ψυχή» (Satir et al., 1991). «Είμαι το άτομο που δίνει στην ύπαρξη την ουσία της, αυτός που επιστρέφει την ουσία στην υπαρξιακή ζωή» (Μουστάκας, 1988) Μέσα στον Εαυτό μου υπάρχει η πνευματική σύνδεση και είναι διαθέσιμη ως πηγή ζωτικής ενέργειας, βαθιάς ψυχικής ουσίας και πυρήνας του εαυτού. Ο Rogers (1980) είχε μιλήσει για το άτομο ως αναζητητή του πνευματικού κόσμου και της σημασίας της παρουσίας. Ο Martin Buber (1970) μίλησε για τη σημασία του I-Thou, τη σχέση δηλαδή μεταξύ προσώπων, γιατί εδώ μπορούσε να βρεθεί ο Θεός. Ο Maslow (1971) αναγνώρισε ότι οι πνευματικές στιγμές είναι εμπειρίες αιχμής για τους αυτοπραγματοποιούμενους ανθρώπους. Ο Μαξ Βαν Μάνεν (1990) θεώρησε ότι η αληθινή γνώση προέρχεται από την εσωτερική γνώση, γνώση Εαυτού, την εις βάθος γνώση της ψυχής και του πνεύματος ενός ανθρώπου. Ακόμη και οι νευροεπιστήμονες μπήκαν στον πειρασμό να αναλύσουν τον Εαυτό, με βάση την επιστήμη τους. Η Candace Pert (1997) νευροεπιστήμονας, θεωρεί ότι «τα βιοχημικά είναι τα υποστρώματα του συναισθήματος. Οι άνθρωποι βιώνουμε ως συναισθήματα τα μοριακά υποστρώματα αυτού, τις αισθήσεις, τις σκέψεις, τις ορμές, ίσως ακόμη το πνεύμα ή την ψυχή». Οι πόθοι που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους, συνδέονται στενά με τον Εαυτό: Το Είμαι του καθενός. Η Θεωρία του Παγόβουνου δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε τις αλληλένδετες και καθολικές επιθυμίες που όλοι μοιραζόμαστε.

Επιθυμίες

Επιθυμίες κοινές για όλους, είτε έκδηλες, είτε άρρητες, όπως η αγάπη, η στοργή, το αίσθημα του ανήκειν, η σύνδεση, ο σεβασμός, η αναγνώριση, η επικύρωση, η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια, το νόημα που δίνουμε και η ελευθερία. Η Satir (1991) πίστευε ότι καθώς όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται αυτές τις επιθυμίες, αποκτώντας οι θεραπευτές επίγνωση των βαθύτερων επιθυμιών των θεραπευόμενων, επιτυγχάνουν βαθύτερη σύνδεση. Η εξωτερίκευση και η αναγνώριση αυτών των επιθυμιών, που αποτελούν τη βάση της συμπεριφοράς του ατόμου, μπορεί να τον βοηθήσουν να νιώσει πραγματικά κατανοητός. Με την αναγνώριση λοιπόν αυτών των επιθυμιών, ο θεραπευτής είναι σε θέση να μπορεί να επηρεάσει τις θεραπευτικές συνεδρίες προς μία θετική ανάπτυξη (Banmen, 1997). Για τον Maslow (1971) παρόμοια έννοια και θέση με τις επιθυμίες στην θεωρία του παγόβουνου της Satir, έχουν οι αξίες, η αλήθεια, η ολότητα, η ζωντάνια, η δημιουργικότητα και η μοναδικότητα. Ο γιατρός Dean Ornish (1998), είχε την θεώρηση ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται αγάπη και ότι η αγάπη και η συσχέτιση των ανθρώπων μεταξύ τους, είναι ικανά να θεραπεύσουν την ασθένεια και το στρες. Ο Satir πίστευε ότι για να είμαστε ευτυχισμένοι, ισορροπημένοι και υπευθυνα όντα, χρειάζεται να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. (Ανδρέας, 1991, Satir et al., 1991). Πόθοι που έμειναν ανεκπλήρωτοι κατά την παιδική μας ηλικία, μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο της ανάπτυξης μας και να επηρεάσουν την μετέπειτα ενήλικη ζωή μας. Από την άλλη οι επιθυμίες που εκπληρώνονται, μπορούν να δώσουν ελπίδα σε ένα άτομο και να τον ενέργεια, προκειμένου να μπει σε μία θεραπευτική διεργασία.

Οι Προσδοκίες 

Ο γιατρός Herbert Benson (1996), ανέφερε ότι η προσδοκία του ασθενή από τον γιατρό ή τον φροντιστή για θετικά αποτελέσματα, μπορεί να έχει σημαντικά θεραπευτικά αποτελέσματα. Σε προσδοκίες μπορεί να μετατραπούν οι ανεκπλήρωτοι πόθοι που έχει το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του ή αυτό που οι άλλοι περιμένουν από αυτόν. Εάν, για παράδειγμα, κάποιο άτομο δεν αισθάνεται ότι αναγνωρίζεται, τότε μπορεί να πιστέψει ότι είναι ανάξιο. ή μπορεί να πιστεύει ότι οι άλλοι πιστεύουν ότι δεν είναι ικανό. Η πολυπλοκότητα της εμπειρίας είναι τέτοια που για την ίδια κατάσταση μπορεί να βιωθούν ταυτόχρονα πολλά πράγματα. Οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, όπως η αυτοεκτίμηση και η ικανότητά να συνδέονται με τον εαυτό τους ή τους άλλους (Banmen, 1997) μπορεί να είναι επιζήμιες για την υγεία του ατόμου. Αν για παράδειγμα οι άνθρωποι περιμένουν από τον εαυτό τους να είναι τέλειοι, τότε αν δεν τα καταφέρουν να εκπληρώσουν αυτό τον στόχο, θα μπορούσαν να απογοητευτούν. Αν περιμένουν από ένα άλλο άτομο να ικανοποιήσει τη λαχτάρα τους και αυτή η προσδοκία δεν ικανοποιείται, τότε μπορεί να αισθάνονται θυμωμένοι, πληγωμένοι ή ότι δεν τους αξίζει. Οι προσδοκίες που είναι συνυφασμένες με τις επιθυμίες, βασίζονται συχνά σε προηγούμενες εμπειρίες της οικογενειακής ζωής (Satir et al., 1991). Σύμφωνα με την Satir όταν ο θεραπευτής βοηθάει τον θεραπευόμενο να διαχωρίσει το παρελθόν από το παρόν και να εστιάσει στο παρόν, τότε βγαίνουν στην επιφάνεια οι επιθυμίες του και το άτομο είναι σε θέση να κάνει καλύτερες επιλογές σχετικα με την εκπλήρωση των επιθυμιών του (Satir et al., 1991) .

Οι Αντιλήψεις

Οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις που έχουμε για εμάς τους ίδιους  επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η Γνωστική θεραπεία του Beck και και η Ορθολογική-Συναισθηματική θεραπεία η Ellis’ επικεντρώθηκαν στο συστατικό της αντίληψης (Corsini, 1989). Ο Donald Meichenbaum στην θεραπεία επικεντρώθηκε στην αλλαγή του τρόπου σκέψεις, προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να αλλάξει συμπεριφορά. (Corey, 1991). Ο Bandura (1997) εξέτασε πώς οι πεποιθήσεις ενός ατόμου επηρεάζουν τη ατομική του αίσθηση αποτελεσματικότητας και ικανότητας. Ο Glasser (1998) ανέπτυξε τη θεωρία των επιλογών, που εξετάζει τις επιλογές που είναι διαθέσιμες για ένα άτομο. Η σύνδεση μυαλού-σώματος είναι πολύ ισχυρή και ο Benson (1996) έγραψε ότι, «ο εγκέφαλός μας συχνά δεν μπορεί διακρίνει την εξωτερική από την εσωτερική «πραγματικότητα»» (σελ. 61). Ένα παράδειγμα της θεωρίας της Satir σχετικά με τις αντιλήψεις και τον τρόπο που επηρεάζουν την συμπεριφορά, είναι ότι αν πιστεύει κανείς ότι είναι ανίκανος, τότε αυτό θα επηρεάσει το πώς αισθάνεται για τον εαυτό του. Αν πιστεύει ότι ο άλλος είναι άδικος, τότε αυτό μπορεί να επηρεάσει τις παρούσες και τις μελλοντικές αλληλεπιδράσεις. Αν πάλι αντιλαμβάνεται ότι ο άλλος πιστεύει ότι είναι υπεύθυνος για ένα λάθος, τότε μπορεί και αυτό εμποδίσει τη σχέση. Αυτοί οι άξονες στην αντίληψη, μπορεί επίσης να είναι ταυτόχρονα παρόντες αλλά και διαδραστικοί. Αν επανειλημμένα σκεφτόμαστε τις ίδιες σκέψεις τελικά μπορεί να πιστέψουμε ότι αυτή είναι η αλήθεια και μπορεί να μην νιώθουμε δύναμη να αλλάξουμε αυτή την πεποίθηση. Ο Michael Woods (1984) σημείωσε ότι ο Satir πίστευε ότι τα άτομα παρακινούνται από τις δικές τους πεποιθήσεις και αντιλήψεις, όχι απαραίτητα από την πραγματική κατάσταση. Η Satir ήταν ειδικός στο να χρησιμοποιεί την γλώσσα  στην διαδικασία για την αλλαγή των αντιλήψεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο Richard Bandler και ο John Grinder, οι ιδρυτές του νευρογλωσσικού προγραμματισμού (Bandler & Grinder, 1982) τόνισαν οτι η Satir έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον  τρόπο που έκανε υποθέσεις, έθετε ερωτήσεις και προϋποθέσεις. Ο Steve Andreas (1991) έγραψε ότι όταν η Satir χρησιμοποιώντας τις προϋποθέσεις στη θεραπεία κατάφερνε να αλλάξει τις αντιλήψεις του θεραπευόμενου, υπήρχε αλλαγή και στη συμπεριφορά και στα συναισθήματα. Η θεωρία του Παγόβουνου δίνει στον θεραπευτή τη δυνατότητα να εστιάσει σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι κάθε φορά, προκειμένου να συνδεθεί με το άτομο.

Τα Συναισθήματα

Το πέμπτο συστατικό της Θεωρίας του Παγόβουνου έχει δύο μέρη: το συναίσθημα και το συναίσθημα για τα συναισθήματά μας. Η Satir κάλυψε τον αντίκτυπο των συναισθημάτων στην πρώτη της έκδοση Peoplemaking (1972) και στη δεύτερη έκδοση του New Peoplemaking (1988). Πρώτα από όλα η συνιστώσα του συναισθήματος είναι η εσωτερική απόκριση που βιώνουν όλοι οι άνθρωποι, παρόλο που δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι επίγνωση των συναισθημάτων τους. Όταν αντιδρούμε σε μια κατάσταση, νιώθουμε θυμωμένοι, λυπημένοι, χαρούμενοι, εξαντλημένοι ή φοβισμένοι. Αυτά βέβαια είναι μόνο μερικά παραδείγματα, καθώς υπάρχουν τόσα πολλά επίπεδα και λεπτές αποχρώσεις, όσον αφορά το εύρος των συναισθημάτων. Οι Satir et al. (1991) περιέγραψε τα συναισθήματα ως ένα θερμόμετρο που μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για τον εσωτερικό εαυτό. Τα συναισθήματά μας συνδέονται στενά με τις προηγούμενες εμπειρίες ζωής με την οικογένειά μας. Μπορεί να υπάρξει συσσώρευση συναισθημάτων, μπορεί να αντιδρούμε με θυμό όταν μια κατάσταση μας θυμίζει παρόμοιες καταστάσεις του παρελθόντος. Μερικές φορές το συναίσθημα είναι δυσανάλογο με την πραγματική αλληλεπίδραση. Οταν αυτό συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων, τότε η σχέση μπορεί να είναι τεταμένη και μπορεί να συνεχίσει να καλλιεργείται μια σύγκρουση. Ο Rogers (1961) έδωσε μεγάλη προσοχή στον τομέα των συναισθημάτων και πίστευε ότι όταν κάποιος γίνεται βαθιά κατανοητός στον θεραπευτή μέσω των συναισθημάτων του, τότε θα υπάρξει εσωτερική αλλαγή. Ο Mihaly Czikszentimihalyi (1997) είπε ότι, «τα συναισθήματα αναφέρονται στις εσωτερικές καταστάσεις της συνείδησης» (σελ. 22). Πίστευε επίσης ότι τα συναισθήματα συνδέονται στενά με τις σκέψεις. Η Susan Johnson (1998) μιλάει για την περιπλοκότητα των συναισθημάτων στις ανθρώπινες συσχετίσεις. Η όποια αλλαγή μπορεί να συμβεί μέσα από συναισθηματικά βιωματικές διεργασίες.

Το συναίσθημα για τα συναισθήματα.

Οι Satir et al. (1991) πίστευε οτι τα συναισθήματα για τα συναισθήματα, υποδηλώνουν ότι τα άτομα έχουν επίσης συναισθήματα για τα συναισθήματά τους προς τον εαυτό, προς τους άλλους αλλά και από τους άλλους. Αυτή η σημαντική επισήμανση για το συναίσθημα είναι στενά συνδεδεμένη με την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Για παράδειγμα, αν έχω θυμό προς την μητέρα μου για κάτι που συνέβει στο παρελθόν ή στο παρόν, τότε μπορεί επίσης να νιώθω ταυτόχρονα ενοχικά για το αίσθημα του θυμού προς την μητέρα μου Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις επιθυμίες μου (να μην αγαπάς ή να μην αξίζεις), τις προσδοκίες μου (να περιμένω ότι δεν θα μετρήσω ποτέ, να περιμένω ότι η μητέρα μου είναι εγωίστρια ή αδιάφορη, πιστεύοντας ότι η μητέρα περιμένει από μένα να είμαι τέλεια), τις αντιλήψεις μου (νομίζω ότι είμαι ηλίθιος, πιστεύω ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να εμπιστευτούν επειδή δεν μπορεί να εμπιστευτεί τη μητέρα μου, αναρωτιέμαι αν σκέφτεται η μητέρα μου οτι είμαι ανίκανος). Ο John Gottman (1997) μελέτησε τα συναισθήματα για το αίσθημα του θυμού, της λύπης ή του τραυματισμένου ατόμου και τα ονόμασε μετα-συναισθήματα. Οι Greenberg & Johnson (1998) έγραψαν για τη δυσφορία και την απροθυμία να αποδεχτεί κανείς τα συναισθήματά του. Χαρακτήρισαν τον φόβο του θεραπευόμενου να αναγνωρίσει τον θυμό, την ντροπή του για αυτό τον φόβο και τον θυμό που προέρχεται από τη λύπη, ως δευτερεύοντα συναισθήματα και απάντηση στα πρωταρχικά συναισθήματα.

Τρόποι αντιμετώπισης

Αυτό το στοιχείο αναφέρεται σε τρόπους αντιμετώπισης καταστάσεων υπό πίεση. Το βιβλίο της Satir (1972) ” Peoplemaking “, παρουσίασε τέσσερις αταίριαστους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι παρουσιάζονται: ο κατατοπιστής, ο κατηγορούμενος, ο υπολογιστής (υπερλογικό) και το άσχετο. Υπάρχει επίσης και ένας άλλος τρόπος που χαρακτηρίζεται ως «ο σύμφωνος». Ανάλογα με την ενότητα και την αρμονία που έχει το άτομο τόσο με τον εαυτό του, όσο και μέσα στο πλαίσιο δράσης του, παρουσιάζει και τον αντίστοιχο τύπο αντιμετώπισης. Αυτές οι θέσεις αντιμετώπισης αναγνωρίστηκαν από τον Satir ως ένας τρόπος για να καταφέρει να κατανοήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και οργανώνεται ο θεραπευόμενος. Η Satir (1983) πίστευε ότι, «Τα προβλήματα δεν είναι το πρόβλημα· η αντιμετώπιση τους είναι το πρόβλημα» (σελ. 156). Έχουμε πρόσβαση σε κάθε τρόπο αντιμετώπισης, αλλά συχνά υπό πίεση μπορεί να έχουμε μια πρωταρχική θέση αντιμετώπισης που χρησιμοποιούμε συχνότερα και μερικές φορές μια δευτερεύουσα στάση που χρησιμοποιούμε ανάλογα με την κατάσταση ή τη συσχέτιση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τεράστια ανάγκη να επιβιώσουν και θα βρουν τρόπο να επιβιώσουν με κάθε κόστος. Συχνά το κόστος επηρεάζει το συναίσθημα του ατόμου, την υγεία και την ευεξία του. Οι τρόποι αντιμετώπισης γίνονται πιο έντονοι και ακραίοι, όταν το άτομο βρεθεί σε μια στρεσογόνο κατάσταση (Satir, 1972). Έχοντας όμως αυτή τη γνώση, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες σχετικά με το κάθε ένα στοιχείο από τη θεωρία του παγόβουνου. Ο Banmen (1997) έχει διδάξει ότι το να γνωρίζεις ποια στάση χρησιμοποιεί ο πελάτης υπό πίεση, μπορεί να δώσει στον θεραπευτή την ικανότητα εισόδου και σύνδεσης με τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Αυτή η σύνδεση θα ενεργοποιήσει τον θεραπευτή για να διευκολύνει την αλλαγή στον πελάτη. Ο θεραπευτής προσπαθεί να επικυρώσει τις αλλαγές που έχουν συμβεί, ελέγχοντας πώς το άτομο έχει εξασκήσει τη νέα ιδέα ή τον τρόπο όταν έχει ολοκληρωθεί η θεραπεία και ο θεραπευόμενος έχει επιστρέψει στη ζωή του.

Συμπεριφορά 

Μέσα από τις συμπεριφορές των ανθρώπων, μπορεί κανείς παρατηρήσει εύκολα τον εξωτερικό κόσμο. Η Satir εξέταζε τη συμπεριφορά ως κάτι το διαφορετικό, γιατί πίστευε ότι ο εσωτερικός κόσμος επηρέαζε σημαντικά την συμπεριφορά και στον εξωτερικό κόσμο. Σκέφτηκε ότι η συμπεριφορά ήταν αποτέλεσμα των εσωτερικών διεργασιών μέσα σε ένα άτομο. Με αυτή την οπτική, η Satir εστίασε στην αλλαγή του εσωτερικού κόσμου του ατόμου, αναμένοντας οτι μόλις υπάρξει εσωτερική αλλαγή, θα υπάρξει και αλλαγή της συμπεριφοράς προς τους άλλους. Πίστευε ότι η συμπεριφορά ήταν η εκδήλωση των αλλαγών ή των μπλοκαρισμένων κομματιών του εσωτερικού κόσμου του ατόμου. Σημείωσε επίσης, (Satir et al. 1991) ότι το πώς συμπεριφερόμαστε συχνά αντανακλά την αυτοεκτίμηση που έχουμε για εμάς. 

Η συστημική θεραπευτική προσέγγιση της Satir βασίζεται στη φιλοσοφία ότι για να υπάρχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην εξωτερική συμπεριφορά, χρειάζεται να γίνουν εσωτερικές αλλαγές στα καλά κρυμμένα στοιχεία του Παγόβουνου του ατόμου, σε στοιχεία που δεν είναι τόσο προφανείς όσο η εξωτερική συμπεριφορά. Μέσω βιωματικών ασκήσεων, όπως το συστημικό γλυπτό, η Satir κατάφερε να αναδείξει αυτό που ήταν κρυφό οπτικά. Οι βιωματικές αυτές ασκήσεις, που αφορούν σε βιώματα μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τον θεραπευόμενο να εξερευνήσει συνειδητά τις νέες αλλαγές στις οποίες μπορεί να προχωρήσει.

Ανάλυση της ταινίας : Ιστορία Γάμου (Marriage Story, 2019)

Η ταινία “Ιστορία Γάμου” (Marriage Story, 2019, σε σενάριο, παραγωγή και σκηνοθεσία Νόα Μπάουμπακ) πραγματεύεται την διάλυση ενός γάμου και παράλληλα την προσπάθεια των δύο πρωταγωνιστών να διατηρήσουν την οικογένεια.  Πρωταγωνιστές είναι η Νικόλ, ηθοποιός από  το Λος Άντζελες, και ο Τσάρλι, θεατρικός σκηνοθέτης.  Γνωρίζονται όταν η Νικόλ επισκέπτεται την Νέα Υόρκη και παρακολουθεί μία παράσταση του Τσάρλι. Ερωτεύονται αμέσως και η Νικόλ αποφασίζει να αφήσει την ζωή της στο Λος Άντζελες και να μετακομίσει μαζί του στην Νέα Υόρκη. Παντρεύονται και ξεκινούν να εργάζονται μαζί καθώς η Νικόλ γίνεται μέλος του θιάσου του Τσάρλι. Η Νικόλ πρωταγωνιστεί στις παραστάσεις του και σύντομα αποσπά πολύ καλές κριτικές, αλλά και ο Τσάρλι με τα χρόνια  γίνεται πολύ γνωστός. Μετά από κάποια χρόνια, γεννιέται ο γιος τους, ο Χένρι, γέννηση επιθυμητή και από τους δύο γονείς.

Η ταινία ξεκινά με δύο θετικές, καταξιωτικές αφηγήσεις. Ο Τσάρλι αφηγείται όσα αγαπά στη σύντροφό του και στη συνέχεια κάνει κι αυτή το ίδιο. Οι αφηγήσεις είναι σχεδόν ιδανικές αφού και οι δυο αναγνωρίζουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά στον άλλο και βαθιά συμπληρωματικά. Φαίνεται να περιγράφουν, αν όχι τον τέλειο σύντροφο, μια ιδανική σχέση, όπου ο ένας εκτιμά πολύ την ιδιοσυγκρασία του άλλου, με έντονα στοιχεία θαυμασμού. Οι αφηγήσεις τελειώνουν με την πρώτη σκηνή στο δωμάτιο του ψυχοθεραπευτή, όπου τους ζητά να διαβάσουν όσα έχουν γράψει ο ένας για τον άλλο. Εκεί κατανοούμε ότι το ζευγάρι αυτό αντιμετωπίζει προβλήματα κι όσα προηγήθηκαν, εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ψυχοθεραπευτικής άσκησης. Σε αυτήν την πρώτη σκηνή, ο Τσάρλι έχει το ρόλο ενός «καλού θεραπευόμενου», που είναι πρόθυμος να διαβάσει όσα έχει γράψει, που συμφωνεί να διαβάσει πρώτος, φαίνεται να είναι αυτός που προσπαθεί να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο, είναι συγκαταβατικός. Σε επίπεδο στάσεων αντιμετώπισης (coping stances) φαίνεται να είναι υπερλογικός (computer) , έχει την εικόνα του διαννοούμενου, η φωνή του είναι μονότονη και η στάση του σώματος είναι άκαμπτη. Είναι πιθανόν το εσωτερικό του συναίσθημα να είναι η ευαλωτότητα, την οποία επιδιώκει να υπερκεράσει ακολουθώντας τις λογικές οδηγίες που του έχουν δοθεί. Αντίθετα η Νικόλ εκφράζει δυσαρέσκεια, έντονο θυμό, αισθάνεται να θυματοποιείται, να είναι έξω από το παιχνίδι των αντρών. Αρνείται να διαβάσει το γράμμα της και εγκαταλείπει τη διαδικασία. 

Η Νικόλ

Η Νικόλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λος Άντζελες. Η αδερφή της είναι ηθοποιός, ενώ η μητέρα της εργαζόταν επίσης στο κόσμο του θεάματος. Δεν υπάρχουν πολλές αναφορές στον πατέρα της, ο οποίος έχει πεθάνει, πέρα από εκείνες της μητέρας στην πρωταγωνίστρια ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Λίγο καιρό πριν αποφασίσει να χωρίσουν, της είχε παρουσιαστεί μια ευκαιρία για μία τηλεοπτική σειρά στο Λος Άντζελες και αποφασίζει να την ακολουθήσει, καθώς ήταν ένα όνειρο που είχε από καιρό. Με τον χωρισμό μετακομίζει προσωρινά, λοιπόν, στο πατρικό της, μαζί με τον Χένρι. 

Στην ταινία σύντομα φαίνεται ότι οι σχέσεις στην οικογένεια της Νικόλ είναι αρκετά συγχωνευμένες και ανορίωτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η Νικόλ αναφέρει στην δικηγόρο της ότι πηγαίνει στον ίδιο ψυχολόγο με την μητέρα της. Η μητέρα παρουσιάζεται  αρκετά αυταρχική και παρεμβατική στις ζωές των παιδιών της, καταπατώντας αρκετά προσωπικά όρια, όπως για παράδειγμα  το γεγονός ότι συνεχίζει να κρατάει επαφές με τον πρώην άντρα της αδερφής της Νικόλ. Την ίδια στάση κρατάει και με τον Τσάρλι, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι έχουν μία πολύ ξεχωριστή σχέση και τον αποκαλεί “Τσαρλίνο”. Παρά το γεγονός ότι η Νικόλ της λέει ότι δεν επιθυμεί να διατηρήσει σχέση μαζί του και ότι ως μητέρα οφείλει να την στηρίξει στην απόφαση της να χωρίσει, η μητέρα φαίνεται να κάνει το αντίθετο, καθώς διατηρεί στενή σχέση μαζί του ως το τέλος και τον βοηθάει στα κρυφά να βρει δικηγόρο. Η μητέρα αρχικά προσπαθεί να μεταπείσει την Νικόλ σχετικά με την απόφαση της να χωρίσουν, αναφέροντας ότι εκείνη, παρ’ότι ο σύζυγός της ήταν ομοφυλόφιλος, δεν χώρισε ποτέ και βρήκε τον τρόπο να κάνει τα πράγματα να κυλήσουν. Η Νικόλ φαίνεται ότι επιθυμεί να διαφοροποιηθεί από την στάση αυτή της μητέρας, αποφασίζοντας η ίδια να μην συνεχίσει να αγνοεί αυτά που δεν πήγαιναν καλά στον γάμο της. Ενώ η μητέρα της Νικόλ φαινομενικά προσπαθεί να την βοηθήσει, κατά βάθος δεν την βλέπει και δεν την στηρίζει πραγματικά. Και η αίσθηση του να μην είναι ορατή φαίνεται να είναι ένα από τα βασικά θέματα που απασχολούν την πρωταγωνίστρια. Φαίνεται ότι η Νικόλ μια ζωή ήταν “αόρατη” από την μητέρα της και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις δικές της επιθυμίες μακριά από την επιρροή της και το ίδιο μοτίβο σχέσης φαίνεται ότι χτίζει και με τον Τσάρλι: μία σχέση συγχωνευμένη, χωρίς όρια όπου και πάλι είναι “αόρατη”, όπου οι ανάγκες και επιθυμίες της δεν αναγνωρίζονται. Καθώς η μητέρα της προσπαθεί και πάλι να επέμβει στην ζωή της, η Νικόλ της απαντάει χαρακτηριστικά: “Δεν θα πάω από αυτό που θέλει ο Τσάρλι, σε αυτό που θέλεις εσύ”.

Την περίοδο που η Νικόλ γνώρισε πρώτη φορά τον Τσάρλι, ήταν αρραβωνιασμένη με τον Μπεν, ωστόσο μέσα της ένιωθε νεκρή. Αναφέρει ότι όταν γνώρισε τον Τσάρλι ένιωσε και πάλι ζωντανή. Η ίδια φαίνεται ως μία νέα γυναίκα, χωρίς ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, η οποία ελκύεται αμέσως από την έντονη και δυναμική προσωπικότητα του Τσάρλι, ο οποίος την βοήθησε και την στήριξε για να χτίσει την καριέρα της. Με τον καιρό ωστόσο η Νικόλ ξεκίνησε να απογοητεύεται καθώς άρχισε να νιώθει ότι δεν την υπολογίζει, ότι γινόταν επικριτικός και ανταγωνιστικός μαζί της και κυρίως διότι ένιωθε ότι δεν την εκτιμούσε. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι συχνά βοηθούσε τον Τσάρλι με το σενάριο, προτείνοντας ιδέες που εκείνος μετά χρησιμοποιούσε, ωστόσο όποτε του πρότεινε να συνεργαστούν και να γράψουν μαζί το σενάριο, εκείνος αρνιόταν. Η Νικόλ φαίνεται να αδυνατεί να βάλει κάποια όρια στη σχέση και προσπαθεί με κάθε τρόπο να ικανοποιήσει τον Τσάρλι, βάζοντας πάντα σε δεύτερη μοίρα τα όνειρά της. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι “όλα τα αποφάσιζε εκείνος, το σπίτι, τα έπιπλα, είχα ξεχάσει ποιο είναι το γούστο μου”, “Δεν με έβλεπε σαν κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο”. “Είχα μπει στην δικιά του ζωή”. Αυτό που κάνει τελικά την Νικόλ να αντιδράσει είναι η υποτιμητική στάση του Τσάρλι, όταν της παρουσιάζεται μια νέα επαγγελματική ευκαιρία, για να κάνει κάτι δικό της. Αναφέρει αργότερα στην δικηγόρο ότι αν ο Τσάρλι την είχε στηρίξει στο δικό της ξεκίνημα, δεν θα είχε πάρει την απόφαση να χωρίσουν.

Το νέο επαγγελματικό ξεκίνημα της Νικόλ φαίνεται να παίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία, καθώς για πρώτη φορά θα κάνει κάτι εντελώς δικό της, μακριά από την επιρροή της μητέρας της και του Τσάρλι. Το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε και ξεκίνησε σύντομα να έχει επιτυχία  φαίνεται να αρχίζει να καταρρίπτει την εσωτερική αρνητική αντίληψη που είχε η ίδια για τον εαυτό της και όλα αυτά να την κάνουν να δει ότι μπορεί να υπάρξει και να επιτύχει και ανεξάρτητα από κάποιον άλλο. Σύντομα της προτείνουν να πάρει μέρος και στο σενάριο και την σκηνοθεσία, κατι που προσδοκούσε καιρό αλλά δεν της δινόταν η ευκαιρία.

Η Νικόλ αυτή την περίοδο από την μία νιώθει ευτυχισμένη για το νέο της ξεκίνημα αλλά παράλληλα πενθεί τη σχέση της και προσπαθεί να επεξεργαστεί τα συναισθήματα απογοήτευσης, στεναχώριας και ματαίωσης από τον Τσάρλι. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτη συναισθηματικά, όταν μία νέα συνάδελφος της προτείνει μία δικηγόρο. Και όταν συναντά την δικηγόρο, η οποία της λέει κατευθείαν ότι την συναισθάνεται διότι και η ίδια έχει περάσει το ίδιο, και της διηγείται όλη την ιστορία με τον Τσάρλι αρχίζουν να την κυριεύουν τα συναισθήματα θυμού. Συνειδητοποιεί ότι για χρόνια κρατούσε μία παθητική στάση, δεν διεκδικούσε, συνειδητοποιεί πόσο πίσω είχε βάλει τις προσωπικές της ανάγκες και όσο ο θυμός και η ματαίωση την κυριεύουν, αποφασίζει να αθετήσει τη συμφωνία που είχαν κάνει με τον Τσάρλι στο να πάρουν διαζύγιο χωρίς δικηγόρους. Η Νικόλ δεν επικοινωνεί από την αρχή ανοιχτά στον Τσάρλι ότι έχει προσλάβει δικηγόρο και ο ίδιος το πληροφορείται βλέποντας το όνομα του σε έναν φάκελο. Στο μεταξύ η Νικόλ αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Λος Άντζελες, καθώς ήταν και αυτό μία από τις επιθυμίες που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει αυτά τα χρόνια. Η ανάμειξη των δικηγόρων φαίνεται να έχει δραματικές συνέπειες και για τους δύο πρωταγωνιστές, αλλά πολύ περισσότερο για τον Τσάρλι, ο οποίος ξαφνικά αναγκάζεται να μετακομίσει στο Λος Άντζελες, να βρει σπίτι, να βρει δικηγόρο και να εγκαταλείψει την δουλειά που είχε ξεκινήσει, προκειμένου να μην χάσει την επιμέλεια του Χένρι. Η όλη συμπεριφορά της Νικόλ σε σημεία φαίνεται εκδικητική καθώς ο Τσάρλι αναγκάζεται να θυσιάσει πολλά πράγματα για να μπορέσει να κρατήσει τον γιο του, όπως εκείνη θυσίαζε καιρό πράγματα δικά της. Άλλες στιγμές φαίνεται να νιώθει ενοχές και να είναι μπερδεμένη, συνειδητοποιώντας τι επιπτώσεις έχει η εμπλοκή των δικηγόρων για όλη την οικογένεια. 

Φαίνεται ότι η συμπεριφορά της αυτή, να χωρίσει, να αθετήσει την συμφωνία και να εκδικηθεί τον Τσάρλι, πηγάζει από την αδυναμία της για χρόνια να βάλει όρια και να ακολουθήσει τα όνειρά της, από τα συναισθήματα ματαίωσης και θυμού και κυρίως από την βαθύτερη επιθυμία της: να αναγνωριστεί και να αποκτήσει υπόσταση σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα, σαν ηθοποιός και βαθύτερα σαν κόρη.

Ο Τσάρλι

Ο Τσάρλι φαίνεται να είναι διαρκώς ημι-παρών σε όσα συμβαίνουν κρατώντας σημειώσεις σε ένα χαρτί- όταν βλέπει την παράσταση, όταν γιορτάζουν με την ομάδα. Αντιλαμβάνεται ότι κάτι ενοχλεί την Νικόλ αλλά δεν το εκφράζει λεκτικά, δεν το συζητά. Φεύγει μαζί της και βρίσκονται μέσα στο βαγόνι, τυλιγμένοι και οι δυο μέσα σε σιωπή. Στην επιστροφή στο σπίτι είναι ήρεμος, οι κινήσεις του είναι ρυθμισμένες, φαίνεται να είναι «κατευναστικός», αφού της λέει ότι μπορούν να αλλάξουν σύμβουλο, αν αυτό επιθυμεί, της επισημαίνει ότι μπορούν όλα να χωριστούν στη μέση ή να πάρει τα περισσότερα η ίδια. Ενώ φαντάζει ψύχραιμος και λογικός, σχεδόν αδιάφορος, το εσωτερικό του συναίσθημα μάλλον αγγίζει το «χωρίς εσένα είμαι ένα τίποτα», συναίσθημα που δεν εξωτερικεύεται και δε μεταφέρεται στη Νικόλ. Διατηρεί το ρόλο του «σκηνοθέτη» και μέσα στη ζωή του, αντιμετωπίζοντας μυωπικά την κατάσταση. Ακόμη και αυτή τη δύσκολη νύχτα, πριν εκείνη φύγει, δε μπορεί να εμποδιστεί να είναι ο εαυτός του, να είναι σκηνοθέτης και -αν και διστακτικά- τελικά της διαβάζει τις παρατηρήσεις του για τον ρόλο που έπαιζε. Οι προσδοκίες του για εκείνη είναι να είναι “η τέλεια ηθοποιός”, όπως την ορίζει ο ίδιος και μέσω αυτής της προσδοκίας να πραγματωθεί και αυτή για τον εαυτό του, ως σημαντικού σκηνοθέτη. Τα συναισθήματά του για τη δύσκολη στιγμή που ζουν είναι κάπου αποθηκευμένα και σίγουρα μη ορατά, ίσως γιατί θεωρεί ότι δεν πρέπει να τα έχει.  Φαίνεται να εθελοτυφλεί, μη αποδεχόμενος όλα όσα συμβαίνουν και κυρίως αυτά που θα συμβούν. 

Στην πρώτη του επίσκεψη στο Λος Άντζελες για να συναντήσει τον γιο του, κι ενώ η Νικόλ έχει ετοιμάσει τον φάκελο για το διαζύγιο, της ανακοινώνει ότι πήρε μια σπουδαία υποτροφία, λέγοντας ότι τα κατάφεραν μαζί κι ότι ανήκει και στην ίδια. Αισθάνεται ανασφάλεια, αγωνία αν θα τα καταφέρει, γνωρίζει ότι όλοι περιμένουν πολλά από αυτόν, έχει ανάγκη επιβεβαίωσης και στήριξης. Και η Νικόλ του την προσφέρει. Σε επίπεδο επιθυμιών , θέλει να είναι πετυχημένος ενώ ταυτόχρονα προσδοκά να πετύχει και ξέρει ότι όλοι περιμένουν να τα καταφέρει κι αυτό του γεννά άγχος . Συμπεριφέρεται ακόμη σαν να μην υπάρχει ο χωρισμός, σαν η ζωή απλά να συνεχίζεται. Κινείται με άνεση, ανταλλάσσει τα νέα του. Είναι αξιαγάπητος με όλους. Έχει τρυφερή σχέση με τη μητέρα της Νικόλ και την αδερφή της, τους κάνει κοπλιμέντα, είναι διαχυτικός. Επιθυμεί να είναι αρεστός. Κάνει ερωτήσεις, φαίνεται να ενδιαφέρεται για όλους, επιδιώκει να τους κάνει να αισθανθούν σημαντικοί. Κινείται με απόλυτη φυσικότητα μέσα σε αυτό το οικογενειακό σύστημα. 

Όταν του επιδίδεται ο φάκελος ξαφνικά εκφράζει ένα συναίσθημα: “Νιώθω σαν να είμαι σε όνειρο”. Ξαφνιάζεται και επιχειρεί να διαχειριστεί την κατάσταση με τον τρόπο που ξέρει, αναβάλλοντας την επίλυση ή μεταφέροντάς την στο δικό του χώρο, στη Νέα Υόρκη. Νιώθει ότι πρόκειται για μια σκηνοθετημένη σκηνή και ζητά από τη Νικόλ να του εξηγήσει ποιος είναι ο ρόλος του και πως πρέπει να τον παίξει. Παραμένει στη δική του θέαση των πραγμάτων και αργεί πολύ να αναγνωρίσει την πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί. Η φαινομενική αφέλεια (όταν τον ρωτά που θα μείνει εκείνο το πρώτο βράδυ ενώ αυτός πίστευε ότι θα μείνει μαζί της, η καθυστέρηση να απαντήσει στη δικηγόρο γιατί εκείνη του είπε ότι δεν επείγει, η αδυναμία να πιστέψει ότι η Νικόλ σκόπιμα επισκέφτηκε δικηγόρους για να περιορίσει τις δυνατότητές σου) σχετίζονται ίσως με τις αντιλήψεις που έχει για τον εαυτό του ( δεν κατανοεί ότι έχει κάνει κάτι λάθος, δε βρίσκει σφάλματα) αλλά και εκείνες για τους άλλους ( « Η Νικόλ δεν θα έκανε κάτι σκόπιμα»). Για αυτό και αισθάνεται ξάφνιασμα, ένα θυμό που καλύπτει τη λύπη του για όσα συμβαίνουν.

Όταν μπαίνει στην πρώτη διαπραγμάτευση με τους δικηγόρους, τα έχει πραγματικά χαμένα. Στη συζήτηση με το δικηγόρο του εκφράζει τη δεινή θέση του λέγοντας ότι αισθάνεται «σαν εγκληματίας». Ότι θέλει ο γιος του να ξέρει «ότι πάλεψε για αυτόν». Εξακολουθεί να μην πιστεύει ότι η γυναίκα του θα μπορούσε να διεκδικήσει την υποτροφία του γιατί αυτό θα έπληττε τη θεατρική του ομάδα (σαν η πίστη του για την ομάδα να είναι κοινή τους πίστη). Χάνει τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτησή του και ξεσπά σε κλάματα, όταν αισθάνεται ότι είναι μια υπόθεση που θα χάσει. Όμως αποφασίζει να αλλάξει τακτική, να πάψει να σκέφτεται έτσι, ανθρώπινα και συναινετικά και προσλαμβάνει έναν καινούργιο, σκληρό δικηγόρο, με τον οποίο θα δώσει μια μεγάλη μάχη. Στην δικαστική διαμάχη ακούν και οι δυο τους δικηγόρους τους να προσβάλλουν τις ζωές τους, τους χαρακτήρες του, να αποθεμελιώνουν όσα έχουν ζήσει, να παραφράζουν και να ερμηνεύουν με παράλογο τρόπο την κοινή τους ζωή. 

Όταν η Νικόλ μετά την πρώτη δικαστική αντιπαράθεση αποφασίζει να τον συναντήσει , φαίνεται να θέλει να διαπραγματευτεί σε πιο φιλικό τόνο. Βρίσκονται όμως στην φάση των αλληλοκατηγοριών, για μικρά ή μεγάλα θέματα. Συμφωνούν όμως ότι η ιδέα του πραγματογνώμονα που θα παρακολουθήσει τις ζωές τους δεν είναι πολύ καλή. Η Νικόλ του ζητάει να τα βρουν εξωδικαστικά και της υπενθυμίζει ότι αυτό έλεγε από την αρχή. Αποφασίζουν λοιπόν να συζητήσουν. Κάθονται σε απόσταση. Ο Τσάρλι κάθεται πίσω και αναπαυτικά, άνετα. Η Νικόλ σκύβει διαρκώς προς το μέρος του όταν συζητάνε. Αρχικά επιδιώκει να τον κάνει να καταλάβει την επιθυμία της να ζήσει στο Λος Άντζελες. Όμως εκείνος δεν μπορεί. Θεωρεί τη ζωή τους στη Νέα Υόρκη μια καλή ζωή. Εκείνη σηκώνεται αλλάζοντας επιχείρημα μιλώντας για την παρουσία της οικογένειας της εκεί. Εκείνος αισθάνεται ότι τον εξαπάτησε αφού πήρε αποφάσεις, τις οποίες δεν τις συζήτησε μαζί του.  Αρχίζουν οι αλληλοκατηγορίες και οι συγκρίσεις με τους γονείς, γεγονός που οδηγεί σε εκρήξεις. Ματαιώνουν όσα έχουν ζήσει, ακυρώνουν με ακραίες εξομολογήσεις το παρελθόν. Είναι επιθετικοί και άγριοι. Προδικάζουν το μέλλον. Φαίνονται να θέλουν να πληγώσουν θανάσιμα ο ένας τον άλλον, να επιβεβαιώσουν την απόφαση του χωρισμού, να απαξιώσουν το παρελθόν για να μη χρειαστεί να το πενθούν άλλο. Η κατάληξη της σύγκρουσης είναι η ευχή του Τσάρλι να πεθάνει η Νικόλ, γεγονός που τον κάνει να καταρρεύσει, να πέσει στο πάτωμα κλαίγοντας εξουθενωμένος και αυτή να τον παρηγορεί μέσω ενός χαδιού στην πλάτη. 

Στη συνάντηση με την πραγματογνώμονα όλα κυλούν τυπικά σωστά καθώς κάνει υπερπροσπάθεια να ανταποκριθεί στα θεσμικά όρια της πατρότητας. Το σπίτι, το υγιεινό φαγητό, η μελέτη, η ευγένεια, η ενθάρρυνση του παιδιού. Ώσπου στο τέλος καθώς αποφασίζει να δείξει το κόλπο με το σουγιαδάκι, αυτοτραυματίζεται. Όταν το συνειδητοποιεί, εκπλήσσεται αλλά διατηρεί την ψυχραιμία του και προσποιείται ότι δε συμβαίνει κάτι και επιχειρεί να συνεχίσει τη συζήτηση. Αυτή του η στάση ίσως ενσωματώνει και αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του. Βαθιά πληγωμένος, επιθυμεί να γίνει αποδεκτός ως καλός γονιός, προσδοκεί να είναι τέτοιος και οι άλλοι να το κατανοούν, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αδικημένο και ταλαιπωρημένο, όμως δεν επιθυμεί να αποδεχτεί το συναίσθημα αυτό, αισθάνεται άσχημα που αισθάνεται έτσι γι΄αυτό και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα διατηρώντας την εικόνα του με κάθε κόστος. Στο τέλος πέφτει στο πάτωμα εξαντλημένος από την αιμορραγία ή και την υπερπροσπάθεια να είναι “κάποιος”. Και εκεί μάλλον πραγματοποιείται η μετατόπισή του.

Στην τελευταία σκηνή του έργου η Νικόλ έχει κατορθώσει να γίνει ορατή στον επαγγελματικό της χώρο (υποψήφια για βραβείο σκηνοθεσίας), υπάρχει ένας νέος άντρας στη ζωή της (με τον οποίο πάλι η μητέρα της έχει τρυφερές σχέσεις), ο Τσάρλι ανακοινώνει ότι δέχτηκε μια θέση εργασίας στο Λος Αντζελες. Εκείνη τη στιγμή ακούει το γιο του να διαβάζει κάτι και είναι το γράμμα που η Νικόλ είχε γράψει τότε για το σύμβουλο γάμου. Ολοκληρώνει αυτός την ανάγνωση βαθιά συγκινημένος για όσα διαβάζει και η Νικόλ στέκεται στην πόρτα συγκινημένη κι αυτή καθώς ακούγεται ότι “δε θα πάψει ποτέ να τον αγαπά όσο κι αν αυτό ακούγεται παράλογο”. Του δίνει το παιδί να κοιμηθεί μαζί του- αν και είναι η δική της μέρα- και καθώς τους βλέπει να απομακρύνονται πηγαίνει και του δένει το λυμένο κορδόνι, επιβεβαιώνοντας στην πράξη τη φροντιστική σχέση και το δεσμό που έχουν, ο οποίος επέζησε μέσα από την καταιγίδα του διαζυγίου. 

Στον βαθύ πυρήνα του προσωπικού του παγόβουνου, ο Τσάρλι, έχοντας ζήσει σε μια κακοποιητική οικογένεια, έχει μάθει να ζει μόνος του, να επιβιώνει έχοντας έλεγχο σε όλα, έχει μάθει να συνεχίζει και να παλεύει, όταν όλα γύρω του φαίνονται να καταρρέουν. Η ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία και αναγνώριση, οι προσδοκίες του να επιτύχει και να δώσει τον καλύτερο του εαυτό, η αντίληψή του ότι πρέπει να είναι καλύτερος από τους δικούς του, πνίγουν ίσως τα συναισθήματα της ανασφάλειας και της αγωνίας, για τα οποία αισθάνεται ότι δεν πρέπει να τα έχει. Γι αυτό και υιοθετεί διαρκώς μια στάση υπερλογική, αποστασιοποιημένη, ψυχρή για να μπορεί να κρύψει το διαρκές αίσθημα ευαλωτότητάς του. 

Όταν η Νικόλ κατορθώνει να πετύχει αυτό που η ίδια θεωρούσε σημαντικό, να γίνει ορατή και να πετύχει μόνη της αυτό που η ίδια επιθυμεί και ο Τσάρλι να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές για να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, μπορούν και συναντιούνται πλέον σε ένα νέο έδαφος, όπου μένει η αλληλοεκτίμηση, η φροντίδα, η συνύπαρξη. 

Βιβλιογραφία 

Banmen, J. (2002). The Satir Model: Yesterday and Today. Contemporary Family Therapy, 24(1), 7–22. https://doi.org/10.1023/a:1014365304082

Lum, W. D. (2000). The Lived Experience of the Personal Iceberg Metaphor of Therapists in Satir’s Systemic Brief Therapy Training [University of British Columbia]. https://open.library.ubc.ca/soa/cIRcle/collections/ubctheses/831/items/1.0089447

Metcalf, L. (2019). Marriage and Family Therapy : A Practice-Oriented Approach. Springer Publishing Company, Llc.

Satir, V. (1988). The New Peoplemaking. Science And Behavior Books.

Satir, V., Banmen, J., Gerber, J., & Gomori, M. (1991). The Satir Model: Family Therapy and Beyond. Science and Behavior Books.

Suarez, M. M. (1999). A Biography of Virginia Satir. The Virginia Satir Network; Avanta. https://satirglobal.org/About-Virginia-Satir

Xian, Z., Huang, X., & Cheng, X. (2022). The Application of Satir’s Iceberg Theory in Family Therapy: Evidence from the film text, dialogue and Evelyn’s Characteristic in Everything Everywhere All at Once as an example. Proceedings of the 2022 5th International Conference on Humanities Education and Social Sciences (ICHESS 2022), 2530–2540. https://doi.org/10.2991/978-2-494069-89-3_291

Μια εργασία από συμμετέχουσες στο 2ο έτος εκπαίδευσης, 2024-2025, στη συστημική ψυχοθεραπεία:
Στεφανίς ΓεωργακοπούλουΣμαρώ Καρκαζή Μερόπη ΜανοπούλουΙωάννα Μαυρίκου

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: