fbpx

Kenneth V. Hardy: Θέσεις για την πολυπολιτισμικότητα, την ποικιλομορφία και την ψυχοθεραπεία

Κοινοποίηση

Kenneth V. Hardy: Θέσεις για την πολυπολιτισμικότητα, την ποικιλομορφία και την ψυχοθεραπεία

μια συνέντευξη με τον Randall C. Wyatt

Εισαγωγή

Γκότσης Ηλίας Κοινωνιολόγος- Ψυχοθεραπευτής- Συγγραφέας

Τα τελευταία χρόνια, μέσα από την επίδραση που έχει ασκήσει το κίνημα metoo, αλλά και η συμβίωση με τους πρόσφυγες ή η σταδιακή άρση των αποκλεισμών για τα LOATKI+ ‘ATOMA, έχει ανοίξει μια συζήτηση στον δημόσιο διάλογο σχετικά με τις διακρίσεις, τον αποκλεισμό διαφόρων ομάδων του πληθυσμού ή την χρήση των προνομιών. Αυτή συζήτηση αφορά την πολιτική, την παιδεία, τον αθλητισμό, την εργασία κ.α., αλλά παραδόξως έχει αφήσει σχεδόν εκτός του πεδίου την ψυχοθεραπεία.
Αυτό ενδεχομένως οφείλεται σε μια κοινωνική αναπαράσταση ότι η ψυχοθεραπεία και τα άτομα που την ασκούν, είναι εκ φύσεως συνδεδεμένη με την συμπερίληψη, ότι είναι “αμόλυντη” από την επίδραση των κυρίαρχων λόγων που λ.χ. συνδέονται με την ετεροκανονικότητα, την πατριαρχία ή τον θρησκευτικό λόγο.
Στην πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι πράγματι, οι κώδικες δεοντολογίας παρέχουν ένα πρώτο επίπεδο ασφάλειας, τα άτομα που ασκούμε το ψυχοθεραπευτικό έργο, είμαστε εξίσου φορείς στερεοτυπικών λόγων ή ασκούμε μια σειρά από προνόμια, είτε λόγω άγνοιας , είτε σκοπίμως.
Πρόσφατα σε μια θεραπευτική σχέση, καθώς δούλευα με μια γυναίκα, η οποία έχει υποστεί στη ζωή της σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, είχα την δυνατότητα να αναστοχαστώ, πως ο ίδιος βρέθηκα σε μια θέση άσκησης προνομίων. Συγκεκριμένα σε μια αποστροφή του λόγου της αντέδρασα με μια σωματική χειρονομία, (ένα χαμόγελο, το οποίο εγώ θεώρησα ότι ήταν συμπονετικό), η οποία εκτιμήθηκε, από αυτήν ως μια πράξη που σήμαινε έλλειψη σεβασμού στον οδυνηρό τρόπο με τον οποίο βιώνει αυτή την εμπειρία της. Καθώς τα τελευταία χρόνια με απασχολούν ιδιαίτερα τα ζητήματα που συνδέονται με τα προνόμια των ατόμων που παρέχουν ψυχοθεραπεία, όπως και τα ζητήματα που συνδέονται με το φύλο ή την σεξουαλικότητα και τα οποία αναδύονται μέσα στην θεραπευτική σχέση, αντιλήφθηκα αμέσως ότι κάτι σημαντικό είχε συμβεί, κάτι που οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που δεν ήταν συμβατό με τις προθέσεις μου. Ομολογώ πως αν δεν ήμουν ευαισθητοποιημένος από την κουλτούρα επαγρύπνησης, (woke culture) − η οποία εκτιμώ πως έχει παραποιηθεί, μέσα από διάφορα άρθρα , με ένα τρόπο που  φέρει στο επίκεντρο ορισμένα  σημεία ή παρενέργειες που χρήζουν προσοχής, ( όπως λ.χ. την κουλτούρα ακύρωσης ), και όχι εκείνα που μας προσκαλούν στην ενσυνειδητότητα ότι ενδεχομένως αναπαράγουμε  μέσα στην θεραπευτική σχέση διακρίσεις, αποκλεισμούς, μικροεπιθετικότητες ή στερεοτυπικές κατασκευές για τον κόσμο – θα προσπαθούσα να  υποστηρίξω τις προθέσεις μου, αντί να δώσω έμφαση στο βίωμά της.
Αυτή η λεπτή διάκριση, πως δηλαδή μπορούμε να ακούσουμε λ.χ.ως διαλογικοί ακροατές μια αφήγηση, για ένα βίωμα αποκλεισμού ή σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης, από μια γυναίκα ή ένα ΛΟΑΤΚΙ + άτομο, έχοντας επίγνωση των προνομίων μας ή των σχέσεων εξουσίας, ως λευκοί ετερόφυλοι θεραπευτές, έχει τεράστια αξία και είναι σημαντικό να ανοίξει. Το γεγονός ότι η συζήτηση για την άσκηση της βίας, της κυριαρχίας ή της θεραπευτικής εξουσίας περιορίζεται στην παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας, (όπως π.χ. στην σύναξη ερωτικών σχέσεων με τους ανθρώπους που εργαζόμαστε), και όχι στην αναγνώριση των συνεπειών που έχει ή γλώσσα ή οι μικροεπιθετικότητες,(οι οποίες συχνά είναι αδιόρατες), περιορίζει τις δυνατότητες για ένα κριτικό αναστοχασμό.

Η συνέντευξη που αποφασίσουμε να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε, θέτει με εμφατικό τρόπο αυτά τα ζητήματα και μας προσκαλεί σε πολύ βαθιές μετατοπίσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την θεραπευτική σχέση. Ο Kenneth Hardy, ένας άνθρωπος και θεωρητικός, που έχει ξεχωρίσει για την δουλειά του σε αυτό το πεδίο, αναφέρεται σε θέματα που συνδέονται με την διαπολιτισμικότητα, την ποικιλομορφία και την επίγνωση των δυσμενών συνεπειών που έχει από την μεριά μας η άγνοια των προνομίων μας, ως θεραπευτές/τριες, αλλά κυρίως η άσκησή τους από την μεριά μας, όπως και η επίδραση που ασκεί μια κουλτούρα που επικυρώνει τις διακρίσεις που συνδέονται με το φύλο, την φυλή, την σεξουαλικότητα ή την φτώχεια.
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το παράδειγμα που έφερα από την επαγγελματική μου ταυτότητα, ας δούμε τι αναφέρει σε ένα σημείο της συνέντευξης του για την σημασία να δίνουμε έμφαση στις συνέπειες των λόγων μας αντί, όπως συνηθίζουμε να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση μας μιλώντας για τις προθέσεις μας.
Όπως τονίζει σε ένα σημείο  της συνέντευξής του: «Μπορεί να έχεις καλές προθέσεις, να έχεις αγνές προθέσεις και παρόλα αυτά να κάνεις κακό. Και έτσι, συνομιλίες μεταξύ των προνομιούχων και των υποταγμένων – είτε μιλάμε για μπλε πολιτείες και κόκκινα κράτη, ή άνδρες και γυναίκες, ή φτωχούς και πλούσιους ή φυλές – καταρρέουν όταν το άτομο ή η ομάδα στις υποταγμένες θέσεις ενδιαφέρεται κυρίως για τις συνέπειες, ενώ το άτομο στην προνομιούχα θέση ενδιαφέρεται για την προθετικότητα. Και επειδή το άτομο στην προνομιούχα θέση έχει εξουσία, έχει μεγαλύτερη ευκαιρία να πλαισιώσει τη συζήτηση γύρω από την καθαρότητα των προθέσεων παρά την τήρηση των συνεπειών.
Έτσι, για παράδειγμα, αν είπατε κάτι που θεωρούσα ρατσιστικό και σας έλεγα: “Αυτό με αναστάτωσε, ήταν ρατσιστικό κ.λπ…”. Αυτός ο τύπος συνείδησης σχετικά με τα προνόμια και την υποταγή από την οπτική της κοινωνικής δικαιοσύνης θα σας ενημέρωνε ελπίζω να αντιμετωπίσετε τις συνέπειες αυτού που είπατε αντί να μου δώσετε μια εξήγηση.»

Αυτή ακριβώς  η θέση του Hardy, όπως και η σημασία που δίνει η κουλτούρα επαγρύπνησης, στο συναίσθημα που βιώνουν τα άτομα που βιώνουν αποκλεισμούς ή έχουν υποστεί παραβιάσεις, με βοήθησε στο παράδειγμα που αναφέρω να επικεντρώσω στο συναίσθημα που ένοιωσε αυτή γυναίκα και σε ένα δεύτερο χρόνο να ζητήσω συγνώμη που δεν κατόρθωσα, ως ένας άντρας θεραπευτής να κατανοήσω την ένταση με την οποία βίωνε τα συναισθήματα που συνδέονται με την κακοποίηση.
Ένα σημείο, στο οποίο επίσης  εκτιμώ, ότι έχει σημασία να επικεντρωθούμε είναι στην θέση που υποστηρίζεται ότι  έχει ζωτική σημασία η συνέπεια μεταξύ επαγγελματικού και προσωπικού εαυτού. Ως  συστημικός θεραπευτής  γνωρίζω καλά την σημασία που έχει η αναγνώριση του πολυφωνικού μας εαυτού και των εσωτερικών φωνών που εισέρχονται στη θεραπευτική διεργασία. Γνωρίζω/υποστηρίζω επίσης ότι ακόμα και αν οι θρησκευτικές ή πολιτικές θέσεις αποσιωπώνται προς χάρη της ουδετερότητας, οι φωνές που συνδέονται με αυτές δεν παύουν να είναι παρούσες στο δωμάτιο θεραπείας, έτσι η επίκληση της ουδετερότητας μοιάζει στην πραγματικότητα ανεδαφική. Στην συνέντευξή του ο Hardy μας φέρνει αντιμέτωπους με την ευθύνη μας να υποστηρίξουμε μια συνέπεια λόγων και έργων μεταξύ του προσωπικού και του επαγγελματικού εαυτού, ώστε να συμβάλουμε όχι μόνο στην άρση των διακρίσεων αλλά και στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:

«RW: Στα γραπτά σας τονίζετε τη σημασία της ανάπτυξης δεξιοτήτων και τρόπων προσέγγισης της ποικιλομορφίας και των ζητημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και της προσωπικής ανάπτυξης και αυτογνωσίας. Για να παραθέσω ένα απόσπασμα από τα γραπτά σας: “Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την προσωπική από την επαγγελματική ζωή του θεραπευτή, ότι η διαδικασία του να γίνει κανείς ευαίσθητος ξεκινά από το πώς ζει ο κάθε θεραπευτής τη ζωή του. Μόλις επέλθει η αλλαγή σε αυτό το επίπεδο, θα εκδηλωθεί μέσα στη θεραπευτική διαδικασία”. Το είπατε τόσο καλά εκεί που δεν ξέρω αν μπορείτε να το αναλύσετε, αλλά μπορείτε;

KH: Απορρίπτω κατηγορηματικά την ιδέα ότι αυτός είμαι εγώ εκεί έξω, αυτός είμαι εγώ εδώ μέσα. Νομίζω ότι είμαστε αυτοί που είμαστε. Πάντα λέω στους θεραπευτές που εκπαιδεύω και στο ρόλο μου ως καθηγητής ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι να σας εκπαιδεύσουμε, να σας διδάξουμε πώς να γίνετε ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου και αν το πετύχουμε αυτό, θα είστε μια χαρά ως θεραπευτής. Και έτσι, το θέμα είναι πώς αγκαλιάζεις την αίσθηση της ανθρωπιάς σου. Το να το κάνεις αυτό είναι η αρχή για να αγκαλιάσεις την ανθρωπιά των άλλων ως θεραπευτής και ως άνθρωπος.»

Ο λόγος που επικεντρώνουμε σε αυτό το απόσπασμα είναι ότι ζούμε σε μια περίοδο που οι αποκλεισμοί και οι διακρίσεις εξακολουθούν να είναι έντονα φαινόμενα ενώ συχνά ο δημόσιος διάλογος για θέματα που συνδέονται με την σεξουαλικότητα, τα έμφυλα ζητήματα, την ταυτότητα και το φύλο, τους πρόσφυγες και τους ξένους, γίνεται όλο και πιο πολωμένος ενώ παράλληλα οι  φωνές που υποστηρίζουν τον αποκλεισμό και την αορατότητα γίνονται επίσης πιο επιθετικές και επικίνδυνες. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν μπορούμε ως άτομα, που ασκούμε την ψυχοθεραπεία, να παραμένουμε σε ουδετερότητα!
Κρίνω για παράδειγμα πως έχει χαρακτηριστικό ενδιαφέρον η απουσία ενός επίσημα και δημόσια διατυπωμένου λόγου, από τις επιστημονικές ενώσεις, για τις γυναικοκτονίες, για την συνεπιμέλεια, για τις απόκτηση ή την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, για τις ψυχικές συνέπειες της φτωχοποίησης. Δεν επιθυμώ να αποδώσω κάποια ευθύνη για αυτό το φαινόμενο, ωστόσο επισημαίνω ότι η ψυχοθεραπεία ως βίωμα και ως πράξη δεν ασκείται μέσα σε πλαίσια αλλά είναι μέρος του πλαισίου και ότι εμείς ως φορείς του ψυχοθεραπευτικού λόγου είμαστε επίσης μέρους του πλαισίου, έτσι κάθε προσπάθεια ουδετερότητας είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη στην αποτυχία.

Ολοκληρώνω αυτή την εισαγωγή με δύο ακόμα επισημάνσεις:

  • Στο εξωτερικό έχει ανοίξει ένας έντονος διάλογος, οποίος εκτείνεται και στο πεδίο της ψυχοθεραπείας, σχετικά με την σημασία και την επίδρασης της κουλτούρας επαγρύπνησης, (woke culture). H κουλτούρα επαγρύπνησης αφορά στην κατανόηση των συνθηκών που συμβάλουν στην αναπαραγωγή μιας σειράς διακρίσεων σχετικά με το φύλο, την φυλή, την σεξουαλικότητα, τις ταυτότητες φύλλου κ.α. και μας προσκαλεί σε μετακινήσεις σχετικά με τις πρακτικές που συμβάλουν σε αυτές τις διακρίσεις. Οι πρακτικές αφορούν όχι μόνο στην υιοθέτησης μιας συμπεριληπτικής γλώσσας αλλά επίσης στην εισαγωγή στο θεραπευτικό διάλογο ερωτημάτων που αφορούν τις κατασκευές για το φύλο ή για την αναγκαιότητα να παραμένουμε στη ζώνη οικειότητας, που μας εξασφαλίζουν οι στερεοτυπικές κατασκευές για τον κόσμο! Παρά τις “παρενέργειες” που έχουν εμφανιστεί όπως λ.χ. η κουλτούρα ακύρωσης, εκτιμώ πως η κουλτούρα επαγρύπνησης παραμένει εξαιρετικά σημαντική, όχι μόνο στον πολιτισμό ή στην παιδεία ή στις δημόσιες πολιτικές που ασκούνται σχετικά με αυτά τα ζητήματα, αλλά επίσης και στο πεδίο της άσκησης του ψυχοθεραπευτικού έργου! Στην συνέντευξη που ακολουθεί ο Hardy επισημαίνει μια σειρά από παράγοντες που συμβάλουν ή αναπαράγουν τις διακρίσεις και όπως πολύ σωστά επισημαίνεται μια αποδοχή της ιδέας της ποικιλομορφίας δεν είναι αρκετή αν δεν συνδυαστεί με την κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία έχει ως βασική προϋπόθεση την άρση των περιορισμών, των διακρίσεων ή των σχέσεων εξουσίας.
  • Το δεύτερο σημείο που επιθυμώ να επισημάνω είναι η έμφαση που δίνει ο Hardy στην συμπερίληψη ακόμα και των ανθρώπων που αναπαράγουν τις διακρίσεις, με στόχο την πρόσκληση τους σε ένα διάλογο που μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε μετακινήσεις. Παραθέτω για μια ακόμα φορά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: “
  • W: Θεωρώ πως οι λευκοί άνθρωποι “Δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο πράγμα με το να φιμώνουμε μια υποταγμένη ομάδα”, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Θέλω να ακούσω τι έχετε να πείτε για το φόβο ότι θα σας πουν ρατσιστή. Είναι ένα Catch-22 στην κοινωνία και ειδικά σε φόρουμ όπου συζητείται η διαφορετικότητα και ο ρατσισμός. Από τη μία πλευρά, ας είμαστε ανοιχτοί για τα φυλετικά ζητήματα, ας μιλήσουμε για την εθνικότητα, για το ότι είναι μια κουλτούρα με ρατσισμό μέσα της και οι άνθρωποι πρέπει να έχουν επίγνωση των δικών τους προκαταλήψεων και προνομίων. Ωστόσο, αν κάποιος οριστεί ως ρατσιστής, θα αμυνθεί πολύ, μπορεί να χάσει τη δουλειά του, οι άλλοι άνθρωποι θα τον δουν ως πραγματικά εξωστρεφή.
  • KH: Λοιπόν, γι’ αυτό προσπαθώ να μην χρησιμοποιώ ποτέ τον όρο “ρατσιστής” για κάποιον ή για να αναφερθώ σε κάποιον. Προσωπικά δεν τον βρίσκω χρήσιμο, και πιστεύω ότι είναι ένα εμπόδιο στη συζήτηση, ένα μπλοκάρισμα στην επικοινωνία. Δεν διευκολύνει, επειδή είναι τόσο ολοκληρωτικός κατά μία έννοια. Είχα συμβουλεύσει έναν οργανισμό που είχε ήδη ξεκινήσει ένα χρόνο, μετά την έναρξη μιας αντιρατσιστικής πρωτοβουλίας. Ποτέ δεν αισθάνθηκα άνετα με αυτόν τον όρο, επειδή έχει τον τρόπο να εμπλέκει τους ανθρώπους με τρόπο που δεν επιτρέπει κάποια περιθώρια για άτομα που προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να αναπτυχθούν.
  • Τις περισσότερες φορές αυτό που βλέπω είναι ότι το άτομο που αποκαλείται ρατσιστής μπαίνει σε κατάσταση άμυνας σχετικά με το γιατί δεν είναι ρατσιστής, και αυτό γίνεται η συζήτηση και όχι αυτή η πεποίθηση που έχω σχετικά με το γιατί η κόρη μου δεν πρέπει να βγαίνει με έναν μαύρο άνδρα ή οτιδήποτε άλλο.”
  • Ελπίζουμε ότι η ανάγνωση αυτού του άρθρου θα δώσει μια αφορμή για να τεθούν αναστοχαστικά κριτικά ερωτήματα για τους ορατούς και αόρατους τρόπους με τους οποίους αναπαράγονται οι διακρίσεις και η χρήση προνομιών μέσα στα δωμάτια θεραπείας !

Ο Hardy συζητά για τη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη στην ψυχοθεραπεία… και για το πώς εκπαιδεύτηκε για να είναι ένας “αρκετά καλός λευκός θεραπευτής”.

Πηγή: Psychotherapy.net

Μετάφραση & Επιμέλεια: Παπαδοπούλου Νατάσσα, Ψυχολόγος – Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Εκπαιδεύτηκε για να γίνει ένας “αρκετά καλός λευκός θεραπευτής”

Ο Kenneth V. Hardy

για την πολυπολιτισμικότητα και την ψυχοθεραπεία

Πηγή: Psychotherapy.net

Εκπαιδεύτηκε για να γίνει ένας «αρκετά καλός λευκός θεραπευτής»

Randall C. Wyatt: Γεια σου, Κένεθ. Σήμερα θέλω να σου μιλήσω για το έργο σου πάνω στις εθνοτικές σπουδές, τη διαφορετικότητα [1] και την κοινωνική δικαιοσύνη, με ιδιαίτερη έμφαση στο πώς αυτό επηρεάζει τη δουλειά που κάνουμε στην ψυχοθεραπεία. Θέλω όμως να ξεκινήσω με κάτι βασικό: τι είναι αυτό που σε οδήγησε αρχικά στον τομέα της ψυχολογίας και της ποικιλομορφίας;

Kenneth V. Hardy: Χαίρομαι που είμαι εδώ, Ράντυ. Λοιπόν, σε πολύ νεαρή ηλικία άρχισα να παρατηρώ τις διαφορές στους ανθρώπους και κυρίως στην οικογένειά μου. Μου κίνησε την περιέργεια το πώς ήταν δυνατόν ο αδελφός μου και εγώ να μεγαλώνουμε στην ίδια οικογένεια, με διαφορά δύο ετών, και όμως να είμαστε τόσο απίστευτα διαφορετικοί. Νομίζω ότι ένα μέρος αυτής της περιέργειας επεκτάθηκε σε ζητήματα όπως αυτές οι ευρύτερες κοινωνικές ανησυχίες. Έχω ζωντανές αναμνήσεις από την εποχή που πήγαινα στο σπίτι μου στη Φιλαδέλφεια και ρωτούσα τους γονείς μου και τη γιαγιά μου για ποιο λόγο υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κοιμόντουσαν στους δρόμους. Παρά τις ευγενείς προσπάθειές τους να μου προσφέρουν – όπως οι ίδιοι νόμιζαν – αρκετά πειστικές απαντήσεις, οι απαντήσεις που μου έδιναν δεν έβγαζαν και πολύ νόημα. Είχα αυτή την ακόρεστη περιέργεια για το πώς οι άνθρωποι καταλήγουμε στις συνθήκες της ζωής μας. Πολύ πριν καν μάθω πώς να το ονοματίσω, είχα ένα κάποιο πάθος γι’ αυτό. Απλώς ήξερα ότι με ενδιέφερε αυτός ο αδιευκρίνιστος κλάδος, ο οποίος θα με βοηθούσε να κατανοήσω καλύτερα τους ανθρώπους.

RW: Πού κατέληξες να σπουδάσεις για να πάρεις το πτυχίο ψυχολογίας σου;

KH: Πραγματοποίησα τις προπτυχιακές μου σπουδές στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (Penn State University), έκανα ένα μεταπτυχιακό στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (Michigan State) και πήρα το διδακτορικό μου στην κλινική ψυχολογία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα (Florida State). Έκανα λοιπόν μια μικρή περιπλάνηση από πολιτεία σε πολιτεία.

Αφού έλαβα το διδακτορικό μου, έμεινα για λίγο στο Ταλαχάσι της Φλόριντα, όπου και εργάστηκα, παραμένοντας στο μέρος όπου είχα κάνει πρακτική άσκηση. Φεύγοντας από εκεί, έπιασα δουλειά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στα εξωτερικά ιατρεία μιας ψυχιατρικής κλινικής, και εκεί πέρα άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται κάποια από τα ενδιαφέροντά μου γύρω από φυλετικά ζητήματα και ζητήματα διαφορετικότητας.

Μετά την εργασία μου στα εξωτερικά ιατρεία της ψυχιατρικής κλινικής, συνειδητοποίησα ότι η εκπαίδευσή μου με είχε προετοιμάσει με τρόπο τέτοιο, ώστε να είμαι ένας αρκετά καλός, αξιοπρεπής, λευκός θεραπευτής. Βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη και υπήρχε μεγάλη ποικιλομορφία στους πελάτες τους οποίους έβλεπα: μετανάστριες, Αφροαμερικανοί, φτωχά άτομα, και ούτω καθεξής. Συνειδητοποίησα σε εκείνο το σημείο ότι η κατάρτισή μου είναι ανεπαρκής. Συχνά, οι μαύροι πελάτες μου / οι πελάτισσες άλλου χρώματος [2] έθεταν με μεγάλη αμεσότητα υπό αμφισβήτηση τους τρόπους με τους οποίους ένιωθαν ότι δεν κατανοούσα ή δεν αντιλαμβανόμουν τις εμπειρίες τους – αυτό υπήρξε ιδιαίτερα διαφωτιστικό για μένα.

“H εκπαίδευσή μου με είχε προετοιμάσει με τρόπο τέτοιο, ώστε να είμαι ένας αρκετά καλός, αξιοπρεπής, λευκός θεραπευτής.”

RW: Πες περισσότερα για το τι εννοείς όταν λες ότι ήσουν ένας «αρκετά καλός λευκός θεραπευτής».

ΚΗ: Αυτό που εννοώ είναι ότι είχα φοιτήσει σε πανεπιστήμια που απευθύνονταν κυρίως σε λευκούς ανθρώπους. Αγωνίστηκα προκειμένου να πάρω τις θεωρίες και τα εννοιολογικά μοντέλα στα οποία είχα εκτεθεί και να τα προσαρμόσω, ώστε να τα εφαρμόσω μετά σε μαύρα άτομα και οικογένειες / άτομα και οικογένειες άλλου χρώματος. Δεν υπήρχε κάποιο άτομο να με εποπτεύει, να με καθοδηγεί και να με συμβουλεύει πάνω σ’ αυτό. Οι τρόποι σκέψης, οι τρόποι εννοιολογικής προσέγγισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, του σχηματισμού των προβλημάτων και των λύσεων στους οποίους είχα εισαχθεί, έβλεπαν τα πράγματα από μια πιο ευρωκεντρική σκοπιά. Και δε νομίζω ότι υπάρχει απαραίτητα κάτι κακό με τον ευρωκεντρισμό. Απλά, δεν κατάγονται όλες, όλα και όλοι [3] από την Ευρώπη.

RW: Ένα μεγάλο μέρος της καριέρας σου έχει ως στόχο να αλλάξει αυτήν την έμφαση και να διευρύνει τα αντικείμενα μελέτης των ψυχολόγων και των ψυχοθεραπευτριών και τους πληθυσμούς με τους οποίους εργάζονται. Θα πούμε περισσότερα πάνω σ’ αυτό σε λίγο. Τι έκανες στη συνέχεια της καριέρας σου;

KH: Έφυγα από τη Νέα Υόρκη και ανέλαβα μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Delaware για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και στη συνέχεια πήγα στην Ουάσιγκτον για να εργαστώ στην Αμερικανική Ένωση για τη Θεραπεία Γάμου και Οικογένειας (American Association for Marriage and Family Therapy) ως ανώτερο διοικητικό στέλεχος. Παράλληλα, εκεί, εργάστηκα επιμελώς για να διατηρήσω τη θέση μου στην ακαδημαϊκή κοινότητα, δραστηριοποιούμενος στην πανεπιστημιούπολη του Virginia Tech στο Φόστερς της Βιρτζίνια. Και στη συνέχεια, έχοντας συμπληρώσει σχεδόν δέκα χρόνια στην AAMFT, έφυγα για να πάω στο Πανεπιστήμιο Syracuse. Υπήρχε ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα στην οικογενειακή θεραπεία και την κοινωνική δικαιοσύνη που με τράβηξε εκεί. Συνέβαλα στην έναρξη λειτουργίας του διδακτορικού προγράμματος στο ίδιο πανεπιστήμιο, καθώς και στο να εδραιωθεί η έμφαση στην ποικιλομορφία και την πολυπολιτισμική κοινωνική δικαιοσύνη.

Προσφάτως επέστρεψα σε ένα πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Drexel στη Φιλαδέλφεια, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη διαφορετικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Και το τελευταίο μου βιβλίο αφορούσε τη νεολαία και τη βία (“Έφηβοι που Πονάνε τους Άλλους: Κλινικές Παρεμβάσεις ώστε να Σπάσει ο Κύκλος της Εφηβικής Βίας” / Teens Who Hurt: Clinical Interventions to Break the Cycle of Adolescent Violence). Δυστυχώς η Φιλαδέλφεια έχει μεγάλο πρόβλημα με τη βία – ιδίως τη βία των νέων – και έτσι αποτελεί ένα σημαντικό μέρος για να συνεχίσω την έρευνά μου σε αυτόν τον τομέα.

Κοινωνική δικαιοσύνη και ποικιλομορφία

RW: Πώς περιγράφεις και πώς διαφοροποιείς τις έννοιες της ποικιλομορφίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης;

KH: Χαίρομαι που ρωτάς, γιατί τελευταία σε διαλέξεις διατείνομαι ότι ως επιστημονικός κλάδος θα πρέπει να ξεδιαλύνουμε λίγο τις λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις που υπάρχουν μεταξύ της ποικιλομορφίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Νομίζω ότι είναι πολύ συγγενείς ως έννοιες, αλλά δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα. Ποικιλομορφία σημαίνει αναγνώριση και εξεύρεση τρόπων να εκτιμήσουμε τις διαφορές. Πώς συμπεριλαμβάνουμε τους άλλους; Πώς μπορούμε να γίνουμε πιο συμπεριληπτικές;

Η κοινωνική δικαιοσύνη έχει περισσότερο να κάνει με κριτικές γύρω από την εξουσία και την άνιση κατανομή της. Μια θεώρηση που θα ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην ποικιλομορφία θα ενστερνιζόταν κάποιο κομμάτι της εξής ιδεολογίας: “Είμαι εντάξει, είσαι εντάξει”. Αυτό προϋποθέτει ότι όλες, όλοι και όλα κατέχουμε την ίδια θέση κοινωνικά. Νομίζω ότι η θεώρηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ λαμβάνει υπόψη τις διαφορές, προσπαθεί επίσης να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους βρισκόμαστε σε διαφορετική θέση κοινωνικά καθώς και τους τρόπους με τους οποίους όλοι κατέχουν εξουσία, αλλά δεν την κατέχουν εξίσου. Η κοινωνική δικαιοσύνη έχει να κάνει, κατά μία έννοια, με τη διόρθωση του κατακερματισμού και των δεινών που μπορεί να οφείλονται στην άνιση κατανομή της εξουσίας. Έχει να κάνει με την αναγνώριση ότι κάποιες φωνές είναι πιο δυνατές από άλλες, ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην εξουσία από άλλους, και με το πώς μπορούμε να δράσουμε από εκεί και πέρα. Με ποιους τρόπους παρεμβαίνουμε ώστε να το αλλάξουμε αυτό;

RW: Μπορείς να δώσεις ένα παράδειγμα κοινωνικής δικαιοσύνης από κάτι που συνέβη ή που παρατήρησες;

KH: Σε αυτό το σεμινάριο που μόλις έδωσα εδώ στο Μπέρκλεϊ με θέμα τους κάθε λογής λεγόμενους -ισμούς [4] (“Χτίζοντας Συμπεριληπτικούς και Πολυπολιτισμικά Επαρκείς Οργανισμούς στο Χώρο της Υγείας: Μια Θεραπευτική Προσέγγιση για την Αντιμετώπιση των -ισμών” / Building Inclusive and Multi– Culturally Competent Health Organizations: A Healing Approach to Addressing the Isms), στοχαζόμαστε πάνω στο πώς μπορούμε να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά εν μέσω κάθε είδους διαχωρισμού – είτε πρόκειται για διαχωρισμό στη βάση της φυλής είτε του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της κοινωνικής τάξης, των δημοκρατικών και ρεπουμπλικανικών πολιτειών. Φέρνουμε τους ανθρώπους κοντά για να κάνουν εποικοδομητικό διάλογο και να αμφισβητήσουν την επικρατούσα άποψη ότι όλοι, όλες και όλα έχουν ίσες ευκαιρίες, ίσες φωνές, ίσες εξουσίες. Θεωρώ ότι η τελευταία είναι μια θεμελιωδώς λανθασμένη θέση, διότι όταν, λόγου χάρη, φέρνεις μαζί μαύρους και λευκούς ανθρώπους, υπάρχουν τρόποι με τους οποίους οι μαύροι και οι λευκοί δε βρίσκονται σε ισότιμη θέση σε αυτές τις καταστάσεις. Μπορεί η απόφαση ως προς τη διεκπεραίωση της συζήτησης να έρθει παρθεί ισότιμα, αλλά η μία ομάδα ιστορικά κατέχει περισσότερη εξουσία, έχει απολαύσει περισσότερα προνόμια και έχει μεγαλύτερη πρόσβαση σε πόρους από την άλλη. Έτσι, το να “παγώσουμε” αυτό το στιγμιότυπο και να το αντιμετωπίσουμε λες και είναι όλοι ίσοι, νομίζω ότι θέτει σε μειονεκτική θέση την ομάδα που ιστορικά βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.

Εν προκειμένω, αναφέρθηκα σε μαύρα και λευκά άτομα στο παράδειγμά μου, αλλά βεβαίως θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι το ίδιο θα ίσχυε εάν προσπαθούσαμε να γεφυρώσουμε το διαχωρισμό μεταξύ των δύο φύλων.

RW: Τι μορφή παίρνει αυτό με τους άνδρες και τις γυναίκες;

KH: Οι άνδρες έχουν ιστορικά περισσότερη εξουσία από ό,τι οι γυναίκες. Επομένως, αν προσπαθούμε να επιλύσουμε προβλήματα, δεν έχει νόημα να ξεκινάμε από την άποψη εκείνη που θεωρεί δεδομένο ότι οι άνδρες και οι γυναίκες βρίσκονται τοποθετημένοι σε ισότιμη βάση. Αυτό συνάδει με αυτό που θεωρώ ότι θα υποστήριζε η θεώρηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σημαίνει ότι η εξουσία και η κατανομή της εξουσίας συνυπολογίζονται στην ανάλυση της δυναμικής των σχέσεων.

RW: Καταλαβαίνω τι λες και είναι λογικό – η σημασία να συνυπολογίζονται η εξουσία και η ιστορία [στην ανάλυσή μας]. Πώς λοιπόν αυτή η επίγνωση της διαφορετικής κατανομής της εξουσίας κάνει τη διαφορά σε ένα διάλογο μεταξύ των ανθρώπων;

KH: [Ένας διάλογος] μπορεί να εξελιχθεί με πολλούς τρόπους, αλλά νομίζω ότι εκείνο που οι λευκοί άνθρωποι θα έπρεπε να αποφεύγουν είναι να απευθύνονται σε μαύρους ανθρώπους και να τους ζητούν σε αυτά τα πλαίσια να τους διδάξουν, να τους συγχωρέσουν, να τους αναγνωρίσουν ότι είναι μοναδικοί, ή οτιδήποτε ανάλογο.

RW: Όπως, σα να λέμε, «Έι, αναγνωρίστε μου ότι εγώ είμαι ο καλός λευκός».

KH: Ναι. Αυτό που κάνει [μια τέτοια απάντηση] είναι ότι προέρχεται από διαχρονικές αφηγήσεις, στις οποίες το μαύρο άτομο – το ίδιο θα ίσχυε και για μια γυναίκα – σχεδόν αμέσως τοποθετείται σε ένα ρόλο “φροντιστή”. Έτσι, για παράδειγμα, εγώ αυτό που θα περίμενα από σένα ως ευσυνείδητο λευκό άτομο, που έχει επίγνωση, είναι ότι ακόμα κι αν ήμασταν σε μια παρέα μαζί και με έβλεπες να αρχίζω να κάνω αυτό το πράγμα, να αναλαμβάνω δηλαδή να σε “κανακεύσω”, ότι θα είχες κάποια συνείδηση του τι συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή και ότι θα τοποθετουσες τον εαυτό σου με τρόπο τέτοιο που δε θα συντηρούσε αυτήν τη δυναμική.

Έχω αναπτύξει αυτό το μοντέλο [διαλόγου] το οποίο καθορίζει ποια είναι τα καθήκοντα των προνομιούχων σε αυτές τις συζητήσεις και ποιο είναι το καθήκον των αποκλεισμένων [5].

RW: Ας ακούσουμε λοιπόν κάποιες βασικές αρχές για το ποια είναι αυτά τα καθήκοντα.

KH: Αν βρίσκεσαι σε προνομιούχα θέση – και για μένα δεν έχει σημασία εάν αυτό συμβαίνει στη βάση της φυλής, της τάξης, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού – βρίσκω έναν πολύ πιο χρήσιμο τρόπο ώστε να διεξάγουμε τέτοιες συζητήσεις από το να κολλάμε στις λεπτές διαφοροποιήσεις μεταξύ αυτών των ζητημάτων. Η στοιχειώδης διεργασία είναι η ίδια ανεξάρτητα από το ποιο είναι το πλαίσιο, ακόμη κι αν βρίσκομαι σε έναν οργανισμό όπου συζητάμε για το πώς να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ της ανώτερης διοίκησης και των εργατριών, πρόκειται για την ίδια διεργασία. Οι μεν είναι προνομιούχοι, οι δε μη-προνομιούχοι.

Έτσι, ένα καθήκον των προνομιούχων, λόγου χάρη, είναι να κάνουν μια κριτική διαφοροποίηση μεταξύ προθέσεων και συνεπειών, γιατί πιστεύω ότι όταν κάποιος ή κάποια βρίσκεται σε προνομιούχα θέση, σχεδόν πάντα μιλάει για προθετικότητα.  

RW: «Είχα καλή πρόθεση» ή «Προσπαθούσα να βοηθήσω, προσπαθούσα να κάνω το σωστό».

KH: Ακριβώς, σωστά. Μπορεί να έχεις καλές προθέσεις, να έχεις αγνά κίνητρα και παρόλα αυτά να λειτουργείς βλαπτικά. Και έτσι, οι διάλογοι ανάμεσα σε προνομιούχους και ιστορικά περιθωριοποιημένους – είτε μιλάμε για δημοκρατικές και ρεπουμπλικανικές πολιτείες, ή άνδρες και γυναίκες, ή φτωχούς και πλούσιους, είτε μιλάμε με φυλετικούς όρους – όλα αυτά καταρρέουν τη στιγμή που το άτομο ή η ομάδα που βρίσκεται σε υποτελή θέση ενδιαφέρεται να συζητήσει κυρίως για τις συνέπειες, ενώ το άτομο που βρίσκεται στην προνομιούχα θέση ασχολείται με τις προθέσεις. Και επειδή το άτομο στην προνομιούχα θέση κατέχει εξουσία, έχει περισσότερο χώρο να οργανώσει τη συζήτηση γύρω από την αγνότητα των προθέσεων παρά την αναγνώριση των συνεπειών [που είχε μια πράξη].

Επομένως, για παράδειγμα, αν είπες κάτι που το βρήκα ρατσιστικό και σου έλεγα: «Αυτό με αναστάτωσε, ήταν ρατσιστικό, κ.λπ…». Μια τέτοιου είδους επίγνωση ως προς το προνόμιο και τον αποκλεισμό από την οπτική της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα ήταν ευελπιστώ ένα καλό μέσο ώστε να εξετάσεις τις συνέπειες αυτού που είπες, αντί να μου δώσεις μια εξήγηση.

RW: Να δώσουμε προσοχή στο πώς αυτό που κάναμε ή είπαμε επηρέασε το άλλο άτομο, αντί να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας ή να εξηγούμαστε.

KH: Ναι, καταλαβαίνω τους λόγους που κάποιος μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του και να δίνει εξηγήσεις, αλλά αυτή δεν είναι μια χρήσιμη συζήτηση. Δεν επιτρέπει την εμβάθυνση ή την πρόοδο του διαλόγου. Εάν σου δηλώνω ότι έχω βιώσει μια παραβίαση και η απόκρισή σου σε αυτό αφορά την αγνότητα των προθέσεών σου και το ότι σε έχω παρεξηγήσει, τότε, βλέπεις, αυτή η συζήτηση μετατρέπεται σε μια συζήτηση για το ποιες ήταν οι προθέσεις σου και όχι για τη βλαπτική συμπεριφορά την οποία θεώρησα ότι υπέστην. Βγάζει νόημα αυτό;

RW: Ναι, και είναι αρκετά οδυνηρό με σημαντικές επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά και στη θεραπεία. Μπορείς να μου πεις για ποιο λόγο πιστεύεις ότι αυτό είναι τόσο σημαντικό;

KH: Πιστεύω ότι η επεξήγηση αυτών των καθηκόντων είναι μια σημαντική και απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά για τη διενέργεια αυτών των συζητήσεων. Νομίζω ότι τα ζητήματα γύρω από τους λεγόμενους -ισμούς, είναι τόσο εκρηκτικά και τόσο επιφορτισμένα με βαριά νοήματα που δε μου φαίνεται και τόσο λογικό να φέρνουμε έτσι απλά μαζί ανθρώπους που έχουν μια τεταμένη σχέση και ξαφνικά να έχουν μια συνομιλία, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η θέληση να γίνει. Νομίζω ότι η θέληση είναι σημαντική, αλλά εκτιμώ ότι πρέπει να έχεις θέληση και επιδεξιότητα. Και μερικές φορές, ακόμα και οι καλύτερες από εμάς (εννοεί ψυχολόγοι και επαγγελματίες ψυχικής υγείας) μπορεί να έχουμε θέληση αλλά όχι επιδεξιότητα. Ή πιθανώς να έχουμε επιδεξιότητα αλλά όχι την επιθυμία να κάνουμε [αυτό που θα έπρεπε], μια έλλειψη θέλησης.

«Νομίζω ότι η θέληση είναι σημαντική, αλλά εκτιμώ ότι πρέπει να έχεις θέληση και επιδεξιότητα.»

RW: Θέληση και επιδεξιότητα, ωραίο αυτό. Ας επιστρέψουμε στις συνέπειες και τις προθέσεις. Φαίνεται ότι και τα δύο αυτά κομμάτια θα πρέπει να προσεχθούν για να νιώσει ο καθένας, η καθεμία και το καθένα ότι λειτουργεί στη συζήτηση. Το άτομο που έχει την εξουσία και έκανε το προσβλητικό σχόλιο – ή, το αθέλητα προσβλητικό σχόλιο – θα πρέπει να εκφράσει: «Δεν είχα αυτήν την πρόθεση και λυπάμαι που σε πλήγωσα». Το άτομο που αισθάνθηκε πληγωμένο, προσβεβλημένο ή που, ας πούμε, σκέφτηκε ότι [το σχόλιο] είχε φυλετικά χαρακτηριστικά, ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο πόνος και το πλήγωμά του έγιναν κατανοητά και ότι δεν απορρίφθηκαν ούτε χάθηκαν στο βωμό των διευκρινίσεων.

KH: Καταλαβαίνω βεβαίως τι εννοείς με αυτό αλλά, εν μέσω μιας παραβίασης ή προσβολής, δε νομίζω καν ότι χρειάζεται το πρόσωπο που βρίσκεται σε προνομιακή θέση να αρχίσει να διευκρινίζει τις προθέσεις του, επειδή αυτό είναι εξ ορισμού σχεδιασμένο για να του δώσει φροντίδα η άλλη πλευρά. Δεν εξυπηρετεί τη σχέση. Οπότε, αν βρίσκομαι στη θέση όπου μια γυναίκα ενδεχομένως μου πει: «Ξέρεις, μόλις είπες αυτό το πράγμα, Κεν Χάρντι, και προσβλήθηκα. Δε μου ακούστηκε εντάξει από τη θέση μου ως γυναίκα». Αντί να πω, «Ω, κάτσε μισό λεπτό. Με παρεξήγησες. Δεν εννοούσα αυτό. Ξέρεις, εννοούσα το τάδε ή το δείνα». Αυτό που πρέπει να πω είναι: «Λυπάμαι που είπα κάτι που σε πλήγωσε». Εκτιμώ τη συζήτηση [που γίνεται με αυτούς τους όρους] γιατί πιστεύω ότι όταν κάποιο άτομο βρίσκεται στη θέση του αποκλεισμένου, δεν έχει μεγάλη διαφορά εάν [το σχόλιο] είναι εσκεμμένο ή όχι.

RW: Εντάξει, ας ακούσουμε για ποιο λόγο το πιστεύεις αυτό και γιατί είναι τόσο σημαντικό.

ΚΗ: Ας πούμε [για παράδειγμα] ότι στη βιασύνη μου να πάω στην τουαλέτα, πατάω το πόδι σου και σου σπάω το δάχτυλο του ποδιού. Το δάχτυλο του ποδιού σου έχει σπάσει – είτε είχα αυτήν την πρόθεση, είτε όχι – και αυτό που πρέπει πρώτα απ’ όλα να κάνω είναι να φροντίσω αυτό, προτού σπεύσω να δώσω οποιαδήποτε εξήγηση. Σκέψου λίγο πόσο γελοίο θα ήταν αυτό, εάν σου έχω σπάσει το δάχτυλο του ποδιού και αφιερώνω χρόνο για να σου εξηγήσω ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου και ότι δεν έχω ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο, επειδή υποθέτω ότι αυτό που θα σε απασχολούσε περισσότερο είναι να λάβεις φροντίδα για το σπασμένο δάχτυλο του ποδιού σου. Όλο αυτό το κομμάτι γύρω από το ότι «δεν είχα τέτοια πρόθεση» δεν αφορά εσένα – αφορά εμένα.

RW: Το παράδειγμα αυτό υποστηρίζει σίγουρα με εύστοχο τρόπο την επιχειρηματολογία σου. Θεωρώ ότι θα είχε μεγάλη σημασία εάν κάποιος έσπασε εσκεμμένα το δάχτυλο του ποδιού μου ή όχι, αλλά θα έλεγα, προς υποστήριξη της άποψής σου, ότι η φροντίδα του τραυματισμού δείχνει ουσιαστικά ότι νοιάζεσαι για το άλλο άτομο και υπονοεί ότι η πράξη [πράγματι] δεν ήταν εσκεμμένη. Θα συμφωνήσω μαζί σου σε αυτό. Ιστορικά τείνει να δίνεται πάρα πολύς χώρος για να δοθούν εξηγήσεις ως προς την πρόθεση [πίσω από την πράξη] και όχι αρκετός [χώρος] για τις συνέπειες [αυτής]. Όταν υπάρχει μια κρίση σε εξέλιξη ή ένα πρόσωπο έχει τραυματιστεί, τέτοιες εξηγήσεις φαίνονται σχεδόν περιττές ή απαξιωτικές.

KH: Ναι, και κυρίως δεδομένης της ιστορίας των ανισοτήτων.

RW: Ποια είναι λοιπόν μερικά παραδείγματα της ευθύνης ή των καθηκόντων από τη μεριά των περιθωριοποιημένων;

KH: Ένα παράδειγμα έχει να κάνει με τη διεκδίκηση της φωνής μας, γιατί πιστεύω ότι όταν κάποιος βρίσκεται σε υποτελή θέση, συνήθως σιωπά. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι μια γυναίκα συναδέλφισσά μου προσβάλλεται ή αισθάνεται πληγωμένη από κάτι που έχω πει, αλλά δε μου λέει τίποτα σχετικά, και στέκεται αγανακτισμένη στη σιωπή της και αυτή η αγανάκτηση διαβρώνει τη σχέση μας. Οπότε συνεχίζει και κυκλοφορεί με κάτι το οποίο ολοένα και φουντώνει, κάτι το οποίο διογκώνεται μέσα της εδώ και τρεις εβδομάδες. Τώρα είναι πλέον ακόμα πιο αγανακτισμένη γιατί εγώ φέρομαι σα να μην συνέβη τίποτα. Λοιπόν, από τη δική μου οπτική γωνία, τίποτα δε συνέβη. Και έτσι δε μπορεί να με θεωρεί υπεύθυνο για κάτι το οποίο δε μοιράστηκε μαζί μου. Επομένως, νομίζω ότι μέρος του καθήκοντος που έχουν οι μη-προνομιούχοι είναι να δώσουν φωνή στις εμπειρίες τους.

«μέρος του καθήκοντος που έχουν οι μη-προνομιούχοι είναι να δώσουν φωνή στις εμπειρίες τους»

Το ίδιο θα ίσχυε και για μένα αν προσβαλλόμουν από κάτι που μου είπε ένας λευκός συνάδελφος. Ακούγεται απλό, αλλά εκτιμώ ότι είναι ιδιαίτερα περίπλοκο, διότι πιστεύω ότι η ίδια η διαδικασία κοινωνικοποίησης των μη-προνομιούχων ανθρώπων είναι αυτή που τους/τις/τα προσανατολίζει προς τη σιωπή, προς ένα είδος αλαλίας.

Ένα άλλο καθήκον των μη-προνομιούχων ανθρώπων είναι να ξεπεράσουν πραγματικά την ανάγκη να “κανακεύουν” τους προνομιούχους με πολύ εκλεπτυσμένους τρόπους, οι οποίοι συχνά περιλαμβάνουν αυτοθυσιαστική συμπεριφορά από τους ίδιους. Για παράδειγμα, η φράση «Δεν πρόκειται να πω αυτό που πιστεύω και δεν εννοώ αυτό που λέω», θα ήταν ένας τρόπος με τον οποίο, κατά μία έννοια, “κανακεύω” τους προνομιούχους ανθρώπους επειδή δε θέλω να με αντιλαμβάνονται με έναν ορισμένο τρόπο, και έτσι καταλήγω να κάνω συμβιβασμούς ως προς αυτό που είμαι.

Πάντα ξέρω ότι αν προσφέρω κάποιο σεμινάριο και υπάρχει στην ομάδα ένα άτομο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “ριζοσπαστικό μαχητικό γκέι άτομο”, το οποίο αμφισβητεί τον ετεροσεξισμό με ευθύτητα, αυτό κάνει τους ετεροφυλόφιλους να αισθάνονται άβολα. Κατά κανόνα αυτό που συμβαίνει είναι ότι συνήθως υπάρχει ένα άλλο γκέι άτομο στην ομάδα το οποίο θα αμφισβητήσει το πιο ριζοσπαστικό γκέι άτομο που εκφράζεται με ευθύτητα.

RW: Ενδιαφέρον. Τι πιστεύεις ότι κρύβεται πίσω από αυτήν την αντίδραση και πού θέλεις να καταλήξεις;

KH: Το βλέπω ως μια πιο σύνθετη μορφή λήψης του προνομίου. Από άποψη δυναμικών, νομίζω ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε υποτελή θέση έχουν έναν εγγενή φόβο μήπως οι προνομιούχοι έρθουν ενώπιον των ευθυνών τους. Μερικές φορές συμβαίνουν δυσάρεστα πράγματα όταν οι προνομιούχοι τίθενται υπό αμφισβήτηση. Θεωρώ ότι ιστορικά οι λευκοί το έχουν κάνει αυτό με τους μαύρους ανθρώπους / με τους ανθρώπους άλλου χρώματος. Θεωρώ ότι οι άνδρες το κάνουν αυτό με τις γυναίκες που λένε περισσότερα από όσα “πιστεύουμε” ότι πρέπει να λένε. Και έτσι, δεν είναι ότι υπάρχει κατ’ ανάγκη κάτι “στραβό” με τους μη-προνομιούχους ανθρώπους – είναι μια αντανακλαστική αντίδραση. Είναι μια μαθημένη συμπεριφορά που πρέπει να ξεμάθουμε ώστε να μπορέσουμε να εμπλακούμε εποικοδομητικά σε αυτές τις συζητήσεις, με έναν τρόπο που νομίζω ότι είναι απαραίτητος για να προχωρήσουμε μπροστά.

RW: Καταλαβαίνω πώς ένα γκέι άτομο μπορεί να εκφέρει την αλήθεια του, τις εμπειρίες του, και…

KH: Μπορώ να σε διακόψω για ένα λεπτό; Γιατί για μένα, [ο χαρακτηρισμός] “ριζοσπαστικό γκέι άτομο” μπαίνει σε εισαγωγικά. Μπορεί [δηλαδή] να μην είναι απαραίτητα ένα άτομο που εγώ θεωρώ ή χαρακτηρίζω ως ριζοσπαστικό, αλλά να γίνεται αντιληπτό στην ομάδα ως τέτοιο.

RW: Εντάξει. Θα θεωρούσα ότι αν το δεύτερο γκέι άτομο [για το οποίο γίνεται λόγος] προσπαθούσε να βοηθήσει [την ομάδα] να εμπλακεί σε μια πιο εποικοδομητική διεργασία, αυτό θα ήταν πολύτιμο. Αλλά υποθέτω ότι αναφέρεσαι στις περιπτώσεις που το δεύτερο άτομο προσπαθεί να απαλύνει την προσβολή, να καλοπιάσει [τους προνομιούχους], να αποφύγει το θέμα, λόγου χάρη. Αυτό εννοείς;

KH: Χαίρομαι που το είπες αυτό, ναι. [Αναφέρομαι στις περιπτώσεις που] ένα [μη-προνομιούχο] άτομο προσπαθεί σχεδόν να ακυρώσει αυτό που έχει πει το άλλο μη-προνομιούχο άτομο. Νομίζω επίσης ότι όταν [οι άνθρωποι] πλήττονται από μορφές καταπίεσης που αποσιωπούν τη φωνή τους και μπαίνουν σε μια διαδικασία να βρουν τη δική τους φωνή, η φωνή την οποία αναπτύσσουν είναι μια πολύ πρωτόγονη, ανεπεξέργαστη φωνή. Είναι ωμή και ακατέργαστη.

Το να αποσιωπάς την οργή έναντι του να δίνεις φωνή στην οργή

RW: Αυτή είναι μια σημαντική διάκριση, ότι [από τη μια] το άτομο του οποίου η φωνή έχει φιμωθεί, έχει ιστορικά αποσιωπηθεί, βρίσκει τη φωνή του, και ότι [από την άλλη] η προσδοκία ότι θα μπορεί να εκφέρει λόγο με φοβερά εποικοδομητικό τρόπο είναι μη ρεαλιστική και δεν ανταποκρίνεται όντως την πραγματικότητα της κατάστασης.

KH: Και επίσης, προς το συμφέρον της σχέσης, θα ήλπιζα ότι το άτομο που βρίσκεται σε προνομιούχα θέση – στην προκειμένη περίπτωση, εγώ ο ίδιος – θα ήταν σε θέση να σταθεί σε αυτήν την ενίοτε επιθετική, ωμή και ακατέργαστη φωνή, να μη θέτει προαπαιτούμενα [για τη διενέργεια της συζήτησης], διότι υπάρχει κάτι σε σχέση με τον καθορισμό προαπαιτούμενων που οδηγεί, ξεκάθαρα, και πάλι στην αποσιώπηση.

RW: Θυμήθηκα έναν πελάτη, έναν Αφροαμερικανό άνδρα, ο οποίος προσήλθε από κοινού με τη λευκή Αμερικανίδα σύζυγό του επειδή το παιδί τους είχε αποβληθεί από το σχολείο λόγω της εμπλοκής του σε καβγάδες. Και ο πατέρας είχε [κι αυτός] μπλέξει επειδή έδειρε το παιδί του, κλήθηκαν οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας (Child Protection Services/CPS) και τους παρέπεμψαν σε μένα. Η μητέρα ήρθε αρκετά ψύχραιμη, θέλοντας να μάθει τι μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ο άνδρας ήταν αρκετά θυμωμένος, ιδιαίτερα θυμωμένος, και η σύζυγος είχε αρχίσει να νιώθει πολύ άβολα, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει: «Είσαι στο γραφείο ενός επαγγελματία και το CPS σε κυνηγάει. Κατέβασε τους τόνους».

KH: Αυτή είναι μια δύσκολη κατάσταση, τι έκανες;

RW: Θα σου πω τι έκανα, με την ελπίδα ότι πλησίασα αυτό που περιγράφεις. Θα δούμε τι σκέφτεσαι κι εσύ γι’ αυτό. Της είπα: «Γιατί δεν συναντιόμαστε εκείνος κι εγώ μαζί για λίγο;». Ο λόγος ήταν ότι εκείνος ξεσπούσε έντονα κι εγώ δεν είχα κάνει ακόμη καλή επαφή μαζί του. Και έτσι [η σύζυγος] έφυγε και [ο πατέρας] συνέχισε να είναι θυμωμένος, οπότε σκέφτηκα να συνδεθώ κατά κάποιον τρόπο μαζί του αντί να προσπαθώ να αποσιωπήσω [την οργή], λέγοντας: «Ακούγεται να είσαι έξαλλος με αυτή την κατάσταση που έχει προκύψει, έχεις κουραστεί από αυτό». Και προσπάθησα να κάνω τη φωνή του να εκφραστεί περισσότερο και όχι λιγότερο.

KH: Σωστά. Σωστά. Πώς αντέδρασε;

RW: Έδειξε να το εκτιμά αυτό. Έφερα στη συζήτηση το θέμα ότι ήμουν λευκός άνδρας και ότι τον έστειλαν τώρα να δει εμένα, έναν λευκό άνδρα. Τον ρώτησα: «Κάνεις κάποια σκέψη σχετικά με αυτό;». Είπε: «Φαίνεσαι εντάξει, αλλά ξέρεις, πράγματι, έχεις δίκιο. Δεν ήθελα να έρθω εδώ». Και τότε το τρίτο πράγμα που επιχείρησα να κάνω, ήταν να κάνω κατά κάποιο τρόπο ακόμα ένα βήμα, το οποίο αισθάνθηκα λίγο ριψοκίνδυνο, αλλά είπα: «Αναρωτιέμαι, ξέρεις, ως προς το τι συμβαίνει με το ότι πειθαρχείς [με ξυλιές] το παιδί σου και οι άλλοι σου λένε ότι είσαι υπερβολικός, ότι είσαι εκτός ελέγχου – αναρωτιέμαι αν [με αυτόν τον τρόπο] προσπαθείς να προστατέψεις το παιδί σου από το να μπλέξει σε μπελάδες. [Αναρωτιέμαι εάν] αυτός είναι ο λόγος που το κάνεις αυτό. Ότι βλέπεις γύρω σου τι συμβαίνει με τόσα πολλά άλλα μαύρα παιδιά και δεν θέλεις να συμβεί το ίδιο στο δικό σου παιδί». Και εκείνος είπε: «Ναι, έχω λόγο που τον ξυλοφορτώνω περισσότερο. Δε θέλω να μπλέκει σε καβγάδες και επίσης πολλοί μαύροι καταλήγουν στη φυλακή. Δε θέλω το παιδί μου να το περάσει αυτό, τίποτα δεν με φοβίζει περισσότερο από ό,τι αυτό».  Ένιωσα ότι ήμουν κάπως παράτολμος, αλλά το ένιωσα σωστό και έτσι εκείνος μαλάκωσε και προχωρήσαμε βαθύτερα στη συνεδρία.

KH: Αυτό ακριβώς εννοώ, αναφορικά με τον θυμό και την οργή του – έμοιαζε κάπως να αντιβαίνει στη λογική το γεγονός ότι αντί να προσπαθήσεις να τα περιορίσεις, κινήθηκες προς τα εκεί σχεδόν υπόρρητα, ενθαρρύνοντάς τον να μεταβεί εκεί [σε εκείνο το συναίσθημα]. Νομίζω ότι αυτό είχε ένα ίσως μη-αναμενόμενο αποτέλεσμα για τον ίδιο – στην πραγματικότητα, τον ηρέμησε. Νομίζω ότι εάν επιχειρούσες να καταστείλεις αυτό το συναίσθημα με το να “καθίσεις” πάνω του (σπρώχνει τα χέρια προς τα κάτω) ασκώντας πίεση προς τα κάτω, [αυτό το συναίσθημα] φουντώνει.

Ξέρεις, αυτό που έκανες ήταν ότι κατάφερες κατά κάποιον τρόπο να τον κάνεις να ηρεμήσει, ουσιαστικά σχεδόν ενθαρρύνοντάς τον να εκφράσει την οργή του εν τη παρουσία σου, και σε αυτό ακριβώς αναφέρομαι.

«κατάφερες κατά κάποιον τρόπο να τον κάνεις να ηρεμήσει, ουσιαστικά σχεδόν ενθαρρύνοντάς τον να εκφράσει την οργή του εν τη παρουσία σου, και σε αυτό ακριβώς αναφέρομαι»

Και εκτιμώ ότι αυτού του είδους η παρέμβαση ή τεχνική, αν το νοείς έτσι, εκτιμώ ότι είναι στην αρμοδιότητα των προνομιούχων να το κάνουν αυτό. Νομίζω ότι όταν βρίσκομαι σε αλληλεπιδράσεις όπου έχω τη δύναμη και το προνόμιο να κάνω κάτι τέτοιο, θέλω να κάνω ακριβώς αυτό.

Θα έλεγα ότι δεν είμαι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν να εξαλείψουν τον κόσμο του προνομίου και να διαλύσουν όλα τα προνόμια, επειδή δεν πιστεύω ότι το προνόμιο καθ’ αυτό είναι απαραίτητα κακό πράγμα σε όλες τις περιστάσεις. Νομίζω ότι αυτό που τελικά κάνουμε με το προνόμιο [που φέρουμε] καθορίζει και τη βαρύτητα που συνδέεται με εκείνο, και επομένως πιστεύω ότι είναι δυνατόν να φέρουμε προνόμιο και να χρησιμοποιούμε το προνόμιο υπεύθυνα. Πιστεύω [επίσης] ότι είναι δυνατόν να φέρουμε προνόμιο και να το χρησιμοποιούμε καταχρηστικά.

RW: Μου αρέσει που δε χωρίζεις τους ανθρώπους σε κατηγορίες είτε/είτε όπως κι αυτές, δεδομένου ότι εξαρτάται από την περίσταση. Θα έλεγες ότι είσαι προνομιούχος ως θεραπευτής, ως επαγγελματίας, ως διδάκτορας;

KH: Απολύτως. Ως άνδρας, ως ετεροφυλόφιλος, με πολλαπλούς τρόπους. Και έτσι αυτό που θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου είναι ότι χρησιμοποιώ το προνόμιο που φέρω με έναν τρόπο πολύ ευσυνείδητο, με σεβασμό, κάτι το οποίο βοηθά στην προώθηση του είδους της αλλαγής για την οποία ελπίζω, αντί να το χρησιμοποιώ ώστε να οξύνω τις προϋπάρχουσες διαφορές.

RW: Αποσιωπώντας.

KH: Ναι.

RW: Τώρα θέλω να επιστρέψω σε κάτι που είπες, γιατί θέλω την άποψή σου πάνω σ’ αυτό. Είπες ότι αυτό που έκανα ήταν μια καλή τεχνική, το πώς τον έκανα να εκφράσει την οργή του και έδωσα φωνή σε αυτό [που αισθανόταν] και ότι αυτό κατά έναν αντιφατικό τρόπο τον ηρέμησε. Θα πρέπει να μοιραστώ μαζί σου ότι πίστευα ότι είχε κάποιους βάσιμους λόγους [να αισθάνεται έτσι], και ότι μέρος της οργής του ήταν βάσιμο, ότι ναι, «Υπάρχει λόγος που προσπαθείς τόσο πολύ να διαχειριστείς και να βοηθήσεις το παιδί σου. Ίσως μερικές φορές να το παρακάνεις, αλλά βλέπω πόσο πολύ νοιάζεσαι για το παιδί σου». Δε σκέφτηκα: «Α, θα κάνω απλά αυτό προκειμένου να τον ηρεμήσω». Δεν ήταν μια μεθοδολογία με στόχο να τον κατευνάσω, ήταν κάτι ζωντανό και αληθινό. Το εννοούσα.

KH: Σωστά. Ναι, το εκτιμώ αυτό. Δε θα μπορούσες να το γνωρίζεις αυτό ως πληροφορία, αλλά μόλις χθες στο σεμινάριό μου, έλεγα στους ανθρώπους ότι αυτό που πιστεύω είναι αυτό ακριβώς που περιγράφεις. Ότι ένα μέρος αυτού που προτείνω μπορεί να μοιάζει με τεχνική, ωστόσο δε νομίζω ότι είναι απλά ή αποκλειστικά μια τεχνική. Ότι εάν αυτό αποτελούσε απλώς μια μεθοδολογία για σένα, μάλλον δεν θα είχε λειτουργήσει. Ήταν τόσο ιδεολογία, όσο και τεχνική – υπήρχε ένας τρόπος με τον οποίο έβλεπες τον κόσμο και ο οποίος υποστήριξε την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου. Ακόμα και σε εκείνο το σημείο που [του] λες, «Αναρωτιέμαι αν ανησυχείς για τον γιο σου εκεί έξω».

Τώρα, στο λέω, κάθε φορά που ένας λευκός θεραπευτής λέει κάτι τέτοιο σε έναν μαύρο άνδρα πελάτη, επικοινωνεί τόσα πολλά περισσότερα από όσα δηλώνουν οι λίγες αυτές λέξεις. Αν μου το λες αυτό και είμαι πελάτης σου, η σκέψη που κάνω είναι: «Διάολε. Καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την πραγματικότητα του κόσμου εκεί έξω». Θέλω να πω, δε χρειαζόταν καν να το κατονομάσεις με μεγαλύτερη σαφήνεια από ό,τι έκανες, αλλά αν είμαι αυτός ο πελάτης, αυτό που σκέφτομαι είναι: «Το καταλαβαίνει».

“Αν μου το λες αυτό και είμαι πελάτης σου, η σκέψη που κάνω είναι: «Διάολε. Καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την πραγματικότητα του κόσμου εκεί έξω»”

Αυτό είναι και το σημείο που ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με τη μεθοδολογία αυτή καθαυτή. Έχει να κάνει με ένα κομμάτι ευσυνειδητότητας, ένα κομμάτι της κοσμοθεωρίας που έχεις και το οποίο φέρνεις [σε αυτήν την αλληλεπίδραση], και νομίζω ότι, όταν μιλάω για το καθήκον των προνομιούχων, για την υπεύθυνη χρήση του προνομίου, αυτό θα ήταν η ενσάρκωσή του.

Κάνοντας λόγο για ζητήματα ποικιλομορφίας στο πεδίο της ψυχοθεραπείας

RW: Ας πάμε συγκεκριμένα στο πεδίο της ψυχοθεραπείας. Ξεκίνησες λέγοντας ότι εκπαιδεύτηκες ώστε να γίνεις ένας καλός θεραπευτής για τους λευκούς. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός θεραπευτή που ασκεί θεραπεία όπως την ξέρουμε και μιας θεραπεύτριας που ασκεί θεραπεία ενημερωμένη από την ευαισθησία και το ενδιαφέρον ως προς τα φυλετικά και πολυπολιτισμικά ζητήματα;

KH: Λοιπόν, νομίζω ότι η κύρια διαφορά είναι ότι η ψυχοθεραπεία όπως την ξέρουμε, όπως την εφαρμόζουμε, είναι μια θεραπεία όπου η εστίαση είναι γύρω από την – ελλείψει καλύτερου όρου – ψυχολογία της ύπαρξης του υποκειμένου… να κοιτάξω εντός μου και να κάνω κάποιες γενικεύσεις, κάποιους προσδιορισμούς για το τι έχει πάει στραβά με μένα. Στην πραγματικότητα, η μονάδα της έρευνας επικεντρώνεται γύρω από το άτομο, γύρω από τις ενδοψυχικές διεργασίες και ίσως τις διαπροσωπικές διεργασίες του ατόμου, ανάλογα με το ποια προσέγγιση εφαρμόζεις.

Νομίζω ότι το να λειτουργούμε από μια πολιτισμικά ενημερωμένη, πολυπολιτισμική προσέγγιση ενέχει την αναγνώριση ότι η ψυχοθεραπεία δεν αφορά μόνο την ψυχολογία του υποκειμένου, αλλά επίσης, σε γενικές γραμμές, και την οικολογία του. Δε με απασχολεί μόνο το πώς η οικογένεια καταγωγής επηρεάζει τον πελάτη για τον οποίο μίλησες νωρίτερα. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να εξετάζουμε το πώς η οικογένεια καταγωγής του επηρέασε τις γονεϊκές του πρακτικές και στο τι θα θεωρούσε η κοινωνία ως κακοποιητικές πρακτικές πειθάρχησης – αυτός είναι ένας τρόπος εξέτασης.

Ένας άλλος τρόπος εξέτασης, για παράδειγμα, θα ήταν να θέσουμε ερωτήματα ως προς τον αντίκτυπο που έχει στις γονεϊκές του πρακτικές η προδιαγεγραμμένη του πορεία στον κόσμο ως μαύρος άνδρας, εκτός από το οικογενειακό του υπόβαθρο και τον εσωτερικό του κόσμο. Ενδιαφέρομαι τόσο για το οικολογικό πλαίσιο ενός ατόμου στον ευρύ ορισμό του και για το πώς αυτό διαμορφώνει τη συμπεριφορά, όσο και για τις ενδοψυχικές, ψυχολογικές διεργασίες ενός ατόμου. Επομένως, θεωρώ ότι το σημείο εξέτασης είναι ένας ευρυγώνιος φακός.

Και θεωρώ επίσης ότι το άλλο κομμάτι του ζητήματος δεν αφορά μόνο την ικανότητα να το βλέπεις και να το εννοιολογείς, αλλά και να έχεις την απαιτούμενη επιδεξιότητα να το βάζεις σε λόγια.

RW: Από την εμπειρία σου, πώς λειτουργεί αυτό όταν κάνουμε λόγο για ζητήματα διαφορετικότητας και κουλτούρας στο πεδίο της θεραπείας;

KH: Με διάφορους τρόπους. Νομίζω ότι έχει να κάνει με την προθυμία, τη διορατικότητα και την επιδεξιότητα να το κατονομάσουμε. Είχα ανθρώπους που με παρακολουθούσαν να κάνω θεραπεία και ήταν πολύ επικριτικοί ως προς τον τρόπο που τη διεξάγω. Επίτρεψέ μου να δώσω ένα παράδειγμα από ένα από τα βίντεο της σειράς “Ψυχοθεραπεία με τους Ειδικούς” (Psychotherapy with the Experts) με ένα διαφυλετικό ζευγάρι. Εκείνη είναι Αμερικανομεξικάνα, εκείνος είναι Αφροαμερικανός και πατριός των δύο αγοριών της από προηγούμενο γάμο, που ήταν επίσης διαφυλετικός γάμος. Τα αγόρια τα οποία είναι θετοί γιοι του, αποτυγχάνουν στο σχολείο και ασχολούνται με τη ραπ μουσική. Και ο ίδιος πραγματικά ζορίζεται με αυτό. Οπότε, μέρος της υπόθεσής μου είναι ότι μπορεί να δυσκολεύεται με αυτό επειδή [τα αγόρια] ταυτίζονται περισσότερο με την αστική μαύρη χιπ χοπ κουλτούρα από ό,τι είναι άνετο για τον ίδιο.

Στη συνέχεια, ορισμένοι από τους θεραπευτές που παρακολουθούσαν αυτήν τη συνεδρία είπαν: «Φαίνεται να γίνεται πολλή συζήτηση πάνω σε φυλετικά ζητήματα και δεν ξέρω για ποιο λόγο ήταν απαραίτητο αυτό». Και επομένως, για μένα, αυτή είναι μια διαφορά στις οπτικές τους και νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο μεταφράζεται στο πεδίο της θεραπείας.

«Υπάρχει μια ένδεια δημιουργικού χώρου στο θεραπευτικό διάλογο για την αναγνώριση φυλετικών και ταξικών ζητημάτων, για το πώς αυτά επηρεάζουν το ποιες/οι/α είμαστε, για τις αποφάσεις που παίρνουμε ή για τις αποφάσεις που δεν παίρνουμε.»

Υπάρχει μια ένδεια δημιουργικού χώρου στο θεραπευτικό διάλογο για την αναγνώριση φυλετικών και ταξικών ζητημάτων, για το πώς αυτά επηρεάζουν το ποιες/οι/α είμαστε, για τις αποφάσεις που παίρνουμε ή τις αποφάσεις που δεν παίρνουμε. Επειδή δεν υπάρχει καμία πτυχή της ζωής μας που να μη διαμορφώνεται, θεωρώ, από τις αποχρώσεις όλων αυτών των ζητημάτων – φυλή, κοινωνική τάξη, φύλο, όλων αυτών των ζητημάτων.

RW: Γιατί όχι [γιατί να μη γίνεται συζήτηση πάνω σε φυλετικά ζητήματα]; Θέλω να πω, θα μπορούσαμε σχεδόν να το αντιστρέψουμε και να ισχυριστούμε ότι όλα αυτά είναι μέρος του ιστού της ζωής, τα νήματα, οπότε θα έμοιαζε μάλλον ασυνήθιστο ή ανησυχητικό το να μην παρατηρούμε τη σημασία τους. Ωστόσο, για χρόνια δεν το κάναμε.

KH: Σωστά. Και μερικοί σήμερα δεν το κάνουν ακόμα, επειδή δε βλέπουν τη χρησιμότητα σ’ αυτό.

RW: Ας πούμε, κάποιοι μπορεί να μη βλέπουν τη χρησιμότητα, αλλά ίσως πολλοί να πιστεύουν επίσης ότι υπάρχει κίνδυνος ή ένας φόβος ότι θα μπορούσε να είναι προσβλητικό, ή ότι [μια τέτοια εστίαση σε φυλετικά και ταξικά ζητήματα] θα μπορούσε να δημιουργήσει εντάσεις και να προκαλέσει μεγαλύτερο πρόβλημα.

KH: Ναι, νομίζω ότι είναι αλήθεια αυτό. Θεωρώ ότι αυτοί οι φόβοι αποτελούν εμπόδια στη συζήτηση και την ίδια στιγμή πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να προκύψει πρόβλημα όταν [τα ζητήματα αυτά] δεν ανακύπτουν, παρά όταν έρχονται στη συζήτηση. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα φυλετικά ζητήματα με μαύρους πελάτες / πελάτες άλλου χρώματος. Δε μιλάω μόνο για τη συζήτηση ως προς το φύλο με τις γυναίκες. Θέλω να πω, νομίζω ότι είναι σημαντικό για εμάς να κάνουμε αυτές τις συζητήσεις με τις πελάτισσες σε όλους τους τομείς και να είμαστε ανοιχτές/ά/οί στην εξέτασή τους. Βλέπεις, υποθέτω ότι αυτή είναι η διαφορά. Ενδιαφέρομαι έντονα να μάθω πώς η ζωή και οι σχέσεις ενός ανθρώπου επηρεάζονται από όλα αυτά τα ζητήματα, ανεξάρτητα από το ποιος/α/ο κάθεται μπροστά μου. Γιατί νομίζω ότι επηρεάζουν τη ζωή μας, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούμε πάντα.

RW: Εφόσον έρθουν στη συζήτηση με έναν εποικοδομητικό τρόπο, οι άνθρωποι φαίνεται να λατρεύουν να μιλούν για τέτοια θέματα και αυτό δίνει περισσότερο νόημα στις συνομιλίες.

KH: Ακριβώς. Και ιδιαίτερα οι άνθρωποι για τους οποίους αυτό αποτελεί μια σημαντική, θεμελιώδη πτυχή της ταυτότητάς τους και της ζωής τους, συμφωνώ μαζί σου. Νομίζω ότι, όταν γίνεται με σωστό τρόπο, φέρνει ένα βαθύτερο επίπεδο πλούτου στη συζήτηση και στη σχέση.

RW: Θέλω να πω, έχω ιταλοαμερικανική καταγωγή και εάν ο θεραπευτής μου δεν ήξερε ότι ο παππούς μου καταγόταν από την Ιταλία, εγώ θα ένιωθα ότι δεν ήξερε για μένα.

KH: Σωστά. Εγώ, ως θεραπευτής σου, έχοντας λάβει αυτήν την πληροφορία, θα αναρωτιόμουν… για το ονοματεπώνυμό σου.

RW: Το επώνυμό μου είναι Wyatt, το οποίο είναι το επίθετο του πατέρα μου. Η οικογένειά του ήρθε στα δυτικά από το Μιζούρι στη διάρκεια του Dust Bowl (περίοδος σφοδρών καταιγίδων σκόνης και ξηρασίας που έπληξε την Αμερική τη δεκαετία του 1930) και ήταν Άγγλος και εν μέρει ιθαγενής Τσερόκι. Το πατρικό όνομα της μητέρας μου είναι Acquistapace, το οποίο είναι ιταλικό. Έτσι, εάν το επίθετό μου ήταν Acquistapace, οι άνθρωποι πιθανώς θα με έβλεπαν διαφορετικά.

ΚΗ: Ακριβώς αυτό.

RW: Πολλοί άνθρωποι λένε, «Δε γίνεται να είσαι Ιταλός».

KH: Σωστά. Λες και αυτοί ξέρουν καλύτερα.

RW: Κάτι το οποίο είμαι βέβαιος ότι προκύπτει ακόμη περισσότερο σε ανθρώπους πολυφυλετικής ή πολυεθνικής καταγωγής, ή σε μαύρους/λευκούς ανθρώπους.

KH: Ναι, είναι η θρασύτητα [πίσω από το γεγονός] ότι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν αξίωση πάνω στην ταυτότητα κάποιας άλλης, και γι’ αυτό, αυτό που περιγράφεις με κάνει να λύνομαι στα γέλια, επειδή έχω ακούσει τόσες πολλές φορές: «Δε γίνεται να είσαι το τάδε!».

Η ψυχοθεραπεύτρια ως διαμεσολαβήτρια της άδειας

RW: Μπορείς να μιλήσεις για άλλους τρόπους με τους οποίους μια συζήτηση πάνω σε φυλετικά ζητήματα μπορεί να εξελιχθεί στη θεραπεία; Ας υποθέσουμε ότι βλέπεις έναν λευκό θεραπευόμενο. Συνήθως τα περισσότερα βιβλία για την πολυπολιτισμικότητα και την ψυχοθεραπεία απευθύνονται στη λευκή θεραπεύτρια και αφορούν το πώς μπορούμε να είμαστε πιο ενημερωμένες ως προς τις εθνοτικές μειονότητες. Οπότε, ελάχιστα βιβλία είναι γραμμένα για τον μαύρο θεραπευτή ή την Ασιάτισσα θεραπεύτρια ή τον ομοφυλόφιλο θεραπευτή σχετικά με το πώς η θεραπεύτρια μπορεί να εργαστεί με διαπολιτισμικά ζητήματα. Ωστόσο, δεδομένου ότι άνθρωποι από διαφορετικές ομάδες και ταυτότητες γίνονται ολοένα και συχνότερα θεραπευτές στο τώρα, αυτό αλλάζει κάπως. Τι περνάει από το μυαλό σου όταν βλέπεις λευκούς πελάτες; Τι ζητήματα σου έχουν προκύψει;

KH: Πρώτον, όπως είπες, υπάρχει μια έλλειψη πληροφοριών για μαύρους θεραπευτές [που εργάζονται] με λευκούς πελάτες. Εκτιμώ ότι θα πρέπει να γίνουν περισσότερα προς αυτήν την κατεύθυνση. Νομίζω επίσης ότι ένας λόγος [για τον οποίο συμβαίνει αυτό] είναι ότι αποτελεί μέρος της ψυχολογίας των μειονοτήτων. Όταν είσαι μειονότητα, πρέπει να μάθεις για την ομάδα της πλειονότητας, οπότε νομίζω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει το συγκεκριμένο κενό.

RW:Ότι [δηλαδή] οι μειονότητες ζουν σε δύο κόσμους.

ΚΗ: Και στους οποίους [κόσμους] η ίδια η επιβίωσή σου εξαρτάται από τη γνώση σου πάνω στην κυρίαρχη ομάδα, το να ξέρεις τι να πεις, πότε να το πεις, τι να μην πεις.

Αλλά για να επιστρέψω στο ερώτημά σου σχετικά με τη θεραπεία. Υποθέτω ότι θα μπορούσες να πάρεις συνέντευξη από εκατό μαύρους θεραπευτές / θεραπεύτριες άλλου χρώματος και οι ενενήντα από αυτούς θα ανέφεραν άγχος και δυσφορία σχετικά με τη μετάβαση προς την αίθουσα αναμονής τη στιγμή εκείνη που για πρώτη φορά βλέπουν ένα θεραπευόμενο άτομο – αυτό το θέμα τίθεται συνεχώς στα σεμινάρια. Έχω βιώσει ότι όταν λευκοί θεραπευτές μου παραπέμπουν λευκούς πελάτες, θεωρούν απαραίτητο να τους ενημερώσουν εκ των προτέρων ότι είμαι μαύρος θεραπευτής. Ώστε να είναι προϊδεασμένοι γι’ αυτό.

RW: Προτού συνεχίσεις, είναι εντυπωσιακό που το αναφέρεις αυτό. Όταν ανέφερα σε κόσμο ότι θα σου έπαιρνα συνέντευξη, ένα άτομο έθεσε το ζήτημα των θεραπευτών που ενημερώνουν τον πελάτη ότι ο θεραπευτής είναι μαύρος. Αναρωτήθηκα αν αυτό ήταν τόσο συνηθισμένο όσο νόμιζε.

KH: Συμβαίνει συνεχώς. Ξέρω ότι ορισμένοι θεραπευτές περιγράφουν συστηματικά και με φυσικό τρόπο τους ανθρώπους με αυτούς τους όρους, με βάση το φύλο τους, τη φυλή τους κ.λπ., κάτι με το οποίο δεν έχω πρόβλημα. Ωστόσο, εάν αυτό συνεπάγεται επιλεκτικότητα προς μια ορισμένη φυλή, αυτό είναι προβληματικό. Έχω διαπιστώσει ότι αγχώνομαι για το πώς θα με εκλάβουν [οι πελάτες] και δε νομίζω ότι θα ίσχυε το ίδιο για σένα. Έτσι, είτε η πελάτισσα είναι ήδη ενήμερη ότι πρόκειται να δει ένα μαύρο άτομο: «Πρέπει να μάθεις κάτι προτού πας» ή δεν τους έχουν πει κάτι και ξαφνιάζονται όταν βλέπουν εμένα. Έχω δει πελάτες να παραλύουν. «Είμαι ο Δρ Χάρντι, ο θεραπευτής σας» και δε μπορούν να κουνηθούν. Τόσο πολύ σοκάρονται από αυτό, από το όλο ζήτημα της φυλής.

“Έχω δει πελάτες να παραλύουν. «Είμαι ο Δρ Χάρντι, ο θεραπευτής σας» και δε μπορούν να κουνηθούν. Τόσο πολύ σοκάρονται από αυτό, από το όλο ζήτημα της φυλής.”

Νομίζω επίσης ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν πρόκειται για διαφυλετική θεραπεία, είναι πολύ σημαντικό για μένα να ονοματίσω το ζήτημα της φυλής πολύ νωρίς στη διαδικασία, πράγμα που κάνω συχνά. Έχω γράψει για τη σημασία που έχει να λειτουργεί η θεραπεύτρια ως “διαμεσολαβήτρια της άδειας”. Και εκτιμώ ότι αυτή η άδεια να αναγνωρίσουμε και να μιλήσουμε για τη φυλή πρέπει να δοθεί προτού καν συμβεί [η συζήτηση], επειδή οι κανόνες των φυλετικών ζητημάτων στην κοινωνία μας είναι ότι δε μιλάμε γι’ αυτά. Χρησιμοποιώ λοιπόν τον εαυτό μου για να το κάνω αυτό. Θα κάνω αναφορά στον εαυτό μου στη θεραπεία. «Λοιπόν, [εγώ] ως Αφροαμερικανός…» ή «[εγώ] ως μαύρος θεραπευτής», κάτι το οποίο είναι ο τρόπος μου να πω σε σένα, τον λευκό πελάτη, «Δεν έχω πρόβλημα να αναγνωρίσω τη φυλή. Είμαι εντάξει, ακόμα κι αν μιλήσουμε γι’ αυτό».

RW: Ο τρόπος με τον οποίο το εισήγαγες εκεί [στο παράδειγμα που έδωσες] ήταν διακριτικός, το πώς το έθεσες επί τάπητος.

KH: Πιστεύω ότι ο ελιγμός για τη χορήγηση της άδειας (εννοεί την άδεια να γίνει συζήτηση πάνω στο θέμα) απαιτεί μια κάποια διακριτικότητα. Δε συμφωνώ με τη στρατηγική όπου οι λευκοί θεραπευτές ρωτούν τους μαύρους πελάτες / πελάτες άλλου χρώματος: «Πώς αισθάνεσαι που κάνεις θεραπεία μαζί μου;». Επίσης, δε συμφωνώ με το να ρωτάω εγώ μια λευκή πελάτισσα κάτι τέτοιο λόγω της δυναμικής εξουσίας. Ενώ πιστεύω ότι ένας λευκός βρίσκεται γενικά στη φυλετικά ισχυρότερη θέση, στο πλαίσιο της θεραπείας, ο δικός μου ρόλος είναι ισχυρότερος. Επομένως, είναι σα να ζητώ από αυτό το άτομο να εμπλακεί σε ένα επίπεδο αυτοαποκάλυψης για ένα πολύ δύσκολο θέμα, τη στιγμή που εγώ δεν αποκαλύπτω τίποτα για τον εαυτό μου. Και έτσι νομίζω – και πάλι, επιστρέφοντας στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης – ότι το προνόμιο συνεπάγεται επίσης μεγαλύτερη ευθύνη.

“Δε συμφωνώ με τη στρατηγική όπου οι λευκοί θεραπευτές ρωτούν τους μαύρους πελάτες / πελάτες άλλου χρώματος: «Πώς αισθάνεσαι που κάνεις θεραπεία μαζί μου;».”

Είναι δική μου δουλειά, όπως το βλέπω εγώ, να διατυπώνω τις απόψεις μου σχετικά με αυτό και να μην απαιτώ να πάρω απάντηση. Εναπόκειται στην πελάτισσα αν θέλει να το δεχτεί αυτό και να το ακολουθήσει. Αλλά το να τοποθετηθώ εγώ εκεί έξω δεν εξαρτάται από το αν θα το δεχτούν και θα το ακολουθήσουν. Δεν είναι, άρα, σαν μια παρτίδα σκάκι.

RW: Είναι μια πρόσκληση. Δε χρειάζεται απάντηση, αλλά είναι εκεί.

KH: Απολύτως.

RW: Η προσέγγισή σου προσθέτει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης πάνω στο γιατί τέτοιου είδους ερωτήσεις στρέφονται συχνά εναντίον μας. Χαίρομαι που το ανέφερες αυτό, γιατί πολλά βιβλία διαπολιτισμικής ψυχοθεραπείας αλλά και επόπτες σε όλη τη χώρα λένε, ξέρεις, στους λευκούς ασκούμενούς τους, «Ρωτήστε τον πελάτη: ‘Πώς αισθάνεσαι που είμαι λευκός;’ ή ‘Είσαι μαύρος και εγώ είμαι λευκός’ ή ‘Εσύ είσαι αυτό κι εγώ είμαι εκείνο, πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό;’». Δε νομίζω ότι λειτουργεί καλά αυτός ο τρόπος.

KH: Το να πάρω το ρίσκο να σκαλίσω φυλετικά ζητήματα, όχι, δε λειτουργεί καλά με αυτόν τον τρόπο.

RW: Μου θυμίζει έναν πρώην συνάδελφό μου, τον John Nickens, έναν Αφροαμερικανό που ετοιμαζόταν για μεταδιδακτορικό στην ψυχολογία μετά από μια επιτυχημένη καριέρα στη διοίκηση. Πήγε για μια ομαδική συνέντευξη και ο λευκός συνεντευξιαστής είπε:  «Λοιπόν, αναρωτιόμαστε πώς αισθάνεσαι που θα έρθεις να δουλέψεις εδώ με, ξέρεις, κυρίως λευκούς θεραπευτές». Και είπε, «Θέλω να δουλέψω εδώ. Αναρωτιέμαι πώς νιώθετε που με έχετε εδώ. Είμαι εντάξει με το να είμαι εδώ, γι’ αυτό έκανα αίτηση». Νομίζω ότι προσπαθούσαν να δείξουν ευαισθησία πάνω στο θέμα, αλλά δεν τον έκαναν να νιώσει άνετα. Ο John έχει τον τρόπο να μπαίνει κατευθείαν στο ψητό σε αυτά τα θέματα.

KH: Προσωπικά δε νομίζω ότι είναι χρήσιμη στρατηγική όταν ζητώ από ένα άτομο να μου αποκαλύψει κάτι, διότι νομίζω ότι η συζήτηση είναι πολύ απρόβλεπτη κατ’ αυτόν τον τρόπο. Υπάρχει μια ανισότητα εξουσίας. Προηγουμένως ρώτησες για την κοινωνική δικαιοσύνη – αυτό θα αποτελούσε ένα παράδειγμα που ενημερώνεται από αυτήν τη διαφορά ισχύος μεταξύ θεραπευόμενης και θεραπεύτριας.

RW: Μπορείς να δώσεις ένα παράδειγμα με έναν λευκό πελάτη όπου μίλησε γι’ αυτό, όταν προέκυψε ένα δύσκολο θέμα;

KH: Λοιπόν, θυμάμαι ένα νεαρό εννιάχρονο λευκό παιδί για το οποίο έγραψα. Δεν ήθελε να συνεχίσει θεραπεία μαζί μου γιατί πίστευε ότι οι λευκοί θεραπευτές ήταν καλύτεροι και εξυπνότεροι από τους μαύρους θεραπευτές. Ένιωθε σα να τον είχαν πιάσει κορόιδο που με είχε θεραπευτή του και, ουσιαστικά, το μοιράστηκε μαζί μου αυτό. Αρχικά προσπάθησα να το αντιμετωπίσω κλινικά, αλλά αυτό επιδείνωσε απλώς την κατάσταση. Έγινε πιο προκλητικός και πιο προσβλητικός και επιθετικός στις αλληλεπιδράσεις του μαζί μου. Νομίζω ότι ήταν τσαντισμένος που δεν τον αποδέσμευα από τη θεραπεία. Επιπλέον, είχε αυτά τα καλά ανεπτυγμένα συναισθήματα ως προς το γιατί ήταν απαράδεκτο για εκείνον να έχει έναν μαύρο θεραπευτή. Είχε να κάνει με το ότι, κατά κάποιο τρόπο, έμπαινε σε μειονεκτική θέση με το να έχει εμένα ως θεραπευτή του.

Άλλες φορές, έχουν προκύψει ζητήματα όπου είχα έναν πελάτη που χρησιμοποίησε λέξεις όπως ‘αράπης’ για να αναφερθεί σε μαύρους ανθρώπους ή ‘spic’ (ρατσιστικός χαρακτηρισμός της αμερικανικής αργκό, ο οποίος αναφέρεται υποτιμητικά σε ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική που δε μιλούν την αγγλική γλώσσα) για να αναφερθεί στους ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική, όχι μόνο τους Πορτορικανούς αλλά τους Λατινοαμερικανούς εν γένει. Όταν τους λέω κάτι πάνω σ’ αυτό, είναι σχεδόν σα να τους χτυπάει καμπανάκι ότι είμαι μαύρος. Και αποκρίνονται, «Εεε, λοιπόν…». Είναι λες και εμένα κατά κάποιο τρόπο με “συγχωρούν” επειδή είμαι θεραπευτής, αλλά πάντα αισθάνομαι ότι είναι απαραίτητο να θίγω τέτοια ζητήματα οπουδήποτε κι αν προκύπτουν και να τα ξεδιαλύνω.

Και έπειτα, υπάρχουν αυτά που αποκαλώ λεπτές αποχρώσεις της φυλής, μικροεπιθετικότητες, όπου οι πελάτες μου μιλάνε για το ότι δε θέλουν να βγαίνει η κόρη τους ραντεβού με έναν μαύρο. Και μου λένε: «Δεν είναι κάτι προσωπικό, Κεν. Απλά είναι πολύ δύσκολα εκεί έξω. Ξέρεις, ανησυχώ γι’ αυτήν». Οπότε τέτοιες συζητήσεις προκύπτουν συχνά στη θεραπεία, και μερικές φορές με τους λευκούς πελάτες μοιάζει σχεδόν σα να αναδύονται προτού καν το συνειδητοποιήσουν. Και είναι, «Ωχ, είναι μαύρος…».

Καθώς δουλεύω με εφήβους, λαμβάνω συχνά παραπομπές από οικογένειες λευκών που παραπέμπουν τα παιδιά τους σε θεραπεία, κυρίως αγόρια, επειδή πιστεύουν ότι μερικές φορές συμπεριφέρονται με τρόπο που να παραπέμπει σε ανθρώπους ή κοινότητες συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Αναφέρουν ότι οι λευκοί γιοι τους, «συμπεριφέρονται “υπερβολικά μαύρα”», οπότε τους στέλνουν σε μένα για να τους βοηθήσω με αυτό.

RW: Και πώς σκέφτεσαι ή πώς προσεγγίζεις τις καταστάσεις αυτές με τους πελάτες;

KH: Λοιπόν, για την οικογένεια που τους παραπέμπει επειδή φέρονται “υπερβολικά μαύρα”, είμαι πάντα περίεργος για το τι σημαίνει αυτό. Τι σημαίνει να συμπεριφέρεσαι ως μαύρος; Και έχω τις δικές μου απόψεις πάνω σε αυτό, οπότε δεν προσποιούμαι. Εμπλέκω τους γονείς στη διερώτηση: «Ποια είναι η δυσκολία με ορισμένες από αυτές τις συμπεριφορές οι οποίες μάλιστα παθολογικοποιούνται σε τέτοιο βαθμό;» Επειδή πιστεύω ότι στην κοινωνία μας όταν τα μαύρα παιδιά / παιδιά άλλου χρώματος συμπεριφέρονται ως λευκά, θεωρούνται καλά παιδιά, ενώ όταν τα λευκά παιδιά συμπεριφέρονται ως μαύρα / παιδιά άλλου χρώματος, χρειάζονται θεραπεία. Οπότε, προσπαθώ να το κάνω αυτό μέρος της συζήτησης.

Όσο για τον πατέρα που δεν ήθελε η κόρη του να βγαίνει ραντεβού με έναν μαύρο, η γενικότερη προσέγγισή μου στη θεραπεία είναι να προσπαθήσω να ανοίξω τη συζήτηση και το διάλογο μαζί του. Νομίζω ότι πολλές φορές, εντός και εκτός θεραπείας, κινούμαστε ορμητικά με τρόπους που “κλείνουμε” τις συζητήσεις αυτές, ενώ θα πρέπει να τις ανοίξουμε. Προσπαθώ να ανταποκριθώ με τρόπους τέτοιους ώστε να μην μπαίνω στην πρόκληση [της κατανόησης με όρους όπως] «Γιατί; Γιατί όχι; Τι τρέχει με σένα!» Προσπαθώ να μπω στον κόσμο του [πελάτη] και να καταλάβω πώς συναρμολογεί όλα αυτά [τα κομμάτια] μαζί, ώστε να φτάσει στο σημείο μιας καλά ανεπτυγμένης τοποθέτησης ενάντια στην κόρη του η οποία βγαίνει με έναν Αφροαμερικανό. Κατά την ενασχόληση με φυλετικά ή πολιτισμικά ζητήματα, θεωρώ σημαντικό να δημιουργηθεί ένας χώρος για συζήτηση αντί να εκδώσω εγώ μια διαταγή για παύση της συμπεριφοράς και μη επανάληψής της στο μέλλον.

“Κατά την ενασχόληση με φυλετικά ή πολιτισμικά ζητήματα, θεωρώ σημαντικό να δημιουργηθεί ένας χώρος για συζήτηση αντί να εκδώσω εγώ μια διαταγή για παύση της συμπεριφοράς και μη επανάληψής της στο μέλλον.”

RW: Αντί να τους αποσιωπήσεις. Επειδή και αυτό το άτομο θα μπορούσε να αισθανθεί ότι αποσιωπάται.

KH: Απολύτως.

RW: Θεωρώ ότι με τους λευκούς ανθρώπους δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να αποσιωπάται μια ιστορικά αποκλεισμένη ομάδα, ωστόσο είναι κάτι το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Θέλω να ακούσω τι έχεις να πεις για το φόβο ότι θα σε αποκαλέσουν ρατσιστή. Είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα στην κοινωνία και ιδίως σε χώρους συναντήσεων όπου συζητείται η διαφορετικότητα και ο ρατσισμός. Από τη μία πλευρά, ας είμαστε ανοιχτές ως προς τα φυλετικά ζητήματα, ας μιλήσουμε για την εθνικότητα, για το [γεγονός] ότι πρόκειται για μια κουλτούρα που έχει μέσα της ρατσισμό και ότι οι άνθρωποι οφείλουν να έχουν επίγνωση των δικών τους προκαταλήψεων και προνομίων. Ωστόσο, αν κάποιος χαρακτηριστεί ως ρατσιστής, θα [αρχίσει να] υπεραμύνεται, ενδεχομένως χάσει τη δουλειά του, θα μπει πραγματικά στο προσκήνιο.

KH: Λοιπόν, αυτός είναι ο λόγος που προσπαθώ να μη χρησιμοποιώ ποτέ τον όρο “ρατσιστής” για να προσδιορίσω ή να αναφερθώ σε κάποιον/α/ο. Προσωπικά δεν τον βρίσκω χρήσιμο, και πιστεύω ότι αποτελεί ένα εμπόδιο στη συζήτηση, ένα μπλοκάρισμα στην επικοινωνία. Δε διευκολύνει, επειδή είναι τόσο ολοκληρωτικός, κατά μία έννοια. Είχα προσφέρει υπηρεσίες συμβουλευτικής και καθοδήγησης σε έναν οργανισμό μετά την έναρξη μιας αντιρατσιστικής πρωτοβουλίας, η οποία έτρεχε ήδη για έναν χρόνο. Ποτέ δεν αισθάνθηκα άνετα με αυτόν τον όρο, επειδή έχει τον τρόπο να οργανώνει τους ανθρώπους με τρόπο τέτοιο, που δεν επιτρέπει περιθώρια ελιγμών στα άτομα που προσπαθούν να βρουν τρόπους να αναπτυχθούν.

Τις περισσότερες φορές αυτό που βλέπω είναι ότι το άτομο που αποκαλείται ρατσιστής μπαίνει σε μια αμυντική στάση ως προς το γιατί δεν είναι ρατσιστής, και η συζήτηση μετατρέπεται σε αυτό και όχι [λόγου χάρη] σε αυτήν την πεποίθηση που έχω για τους λόγους που η κόρη μου δεν πρέπει να βγαίνει με έναν μαύρο άνδρα ή οτιδήποτε ανάλογο.

Βεβαίως, οι λευκοί θεραπευτές μπορεί κι εκείνοι να αντιμετωπίσουν προκλήσεις από μαύρους πελάτες / πελάτες άλλου χρώματος. Το ερώτημα είναι, πώς να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα αυτά από μια στάση φιλοπεριέργειας αντί να γινόμαστε αμυντικές/ά/οί ή να παθολογικοποιούμε [την εμπειρία του άλλου ατόμου], και πώς να τα φέρνουμε στο διάλογο με τρόπο που να επιτρέπει τη διενέργεια συζήτησης.

RW: Σκέφτομαι μια κατάσταση όπου το ζήτημα της φυλής προέκυψε με έμμεσο αλλά ισχυρό τρόπο. Θυμάμαι μια φορά που μια μαύρη πελάτισσά μου ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένη επειδή υφίστατο διακρίσεις στο πλαίσιο της εργασίας της, κυρίως από λευκούς προϊσταμένους. Και ανέφερε ότι αισθανόταν πολύ θυμωμένη για τους λευκούς ανθρώπους και ότι έβλεπε λευκούς ανθρώπους στο τρένο και τους κοίταζε πολύ έντονα, σα να ήθελε σχεδόν να τους διαπεράσει με το βλέμμα της για να τους τρομάξει. Έτσι, σε κάποιο σημείο, είπα: «Λοιπόν, αναρωτιέμαι, είμαι λευκός, πώς νιώθεις που μου λες ότι αισθάνεσαι πολύ θυμό για τους λευκούς ανθρώπους, πώς νιώθεις που μου το λες αυτό, εδώ;». Και μίλησε γι’ αυτό πολύ ελεύθερα, καθώς είχαμε μια δυνατή σχέση εμπιστοσύνης. Στην κατάσταση πληγώματος και θυμού στην οποία βρισκόταν, γενίκευσε το θέμα πέρα από τους ανθρώπους εκείνους που την είχαν πληγώσει. Είπε ότι δυσκολευόταν με αυτό γιατί δεν έβγαζε νόημα για την ίδια. Δε μισούσε τους λευκούς ανθρώπους. Είχε μεγαλώσει με πολλές φίλες και πολλούς φίλους που ήταν λευκοί και έτρεφε εκτίμηση για τους ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο. Αλλά, τη δεδομένη στιγμή, μεταφέρθηκε εκεί [σε εκείνο το συναίσθημα].

KH: Ναι, απολύτως. Ναι, βγάζει νόημα. Πού σας οδήγησε αυτό όσον αφορά τη σχέση σας και τη δουλειά σου μαζί της;

RW: Την έβλεπα για χρόνια σε θεραπεία και χρόνια αργότερα μου είπε: «Όταν ήρθα για πρώτη φορά να σε δω, δεν πίστευα ότι θα μπορούσες να καταλάβεις την κουλτούρα μου, τη ζωή μου, αλλά σου έδωσα μια ευκαιρία επειδή με παρέπεμψαν σε σένα και μου αρέσει να δίνω μια ευκαιρία στους ανθρώπους στη ζωή». Είπε ότι, με την πάροδο των ετών, η άποψή της για μένα είχε αλλάξει: «Στην αρχή σε έβλεπα ως έναν λευκό. Μετά σε είδα ως γιατρό. Αργότερα σε είδα ως έναν πολύ καλό γιατρό. Έφτασα να σε βλέπω ως γιατρό που είναι φιλικός, και στη συνέχεια σε είδα ως άνθρωπο και ως φίλο που ήταν γιατρός». Και αυτό με εντυπωσίασε και μου έχει μείνει μέχρι και σήμερα.

KH: Ουάου. Αυτό είναι βαθύ. Και φαίνεται να αντικατοπτρίζει, εννοώ, την απίστευτη δουλειά που έκανες μαζί της, την εμβάθυνση της σχέσης σας. Θέλω να πω, τα λέει όλα. Ξέρεις, από “λευκός άνθρωπος” έγινες “άνθρωπος και φίλος που τυχαίνει να είναι γιατρός”. Εννοώ, αυτό είναι καταπληκτικό.

RW: Τόσο πολύ που όταν πέθανε ο πατέρας μου, ήθελε να υποβάλει τα σέβη της στη μητέρα μου. Είπε ότι αυτό έκαναν οι άνθρωποι εκεί από όπου καταγόταν. Είχε επίσης ακούσει ιστορίες για τον πατέρα μου και για το πόσο δίκαιος άνθρωπος ήταν. Με ενημέρωσε ότι επρόκειτο να επικοινωνήσει με τη μητέρα μου, καθώς η πελάτισσά μου βρισκόταν στην πόλη διαμονής της μητέρας μου για επαγγελματικούς λόγους. Στην αρχή, ήμουν αρκετά επιφυλακτικός λόγω της ασυνήθιστης φύσης του αιτήματος αυτού στην παραδοσιακή μας κουλτούρα της θεραπείας. Συμβουλεύτηκα έναν συνάδελφο, θέτοντάς του υπόψη τα ενδιαφέροντά της, το πολιτισμικό της υπόβαθρο και τα πιθανά θεραπευτικά οφέλη και μειονεκτήματα [μιας τέτοιας κίνησης]. Αφού το συζήτησα περισσότερο μαζί της, αποφάσισα να αφήσω το πράγμα να πάρει τη φυσική του πορεία, δεδομένου επίσης ότι εμπιστευόμουν ανεπιφύλακτα και τις δύο. Στη συνέχεια, [η πελάτισσα] τηλεφώνησε και επισκέφθηκε τη μητέρα μου – η οποία είναι επίσης ένα πολύ θερμό και φιλόξενο άτομο – τα βρήκαν μεταξύ τους και εκτίμησαν την επίσκεψη και οι δυο. Συγκινήθηκα κι εγώ ο ίδιος από την αξιοπρέπειά της πάνω στο θέμα αυτό.

KH: Καταπληκτικό. Είναι απίστευτο. Συνδέεται με κάποιο τρόπο με το γεγονός ότι κατανόησες το ιστορικό και την κουλτούρα της; Απλώς αναρωτιέμαι.

RW: Έμοιαζε [η κίνηση αυτή] να είναι πολιτισμικά συμβατή με το υπόβαθρό της. Καταγόταν από μια μεγάλη και δεμένη οικογένεια στα ανατολικά, ήταν ένα από πολλά αδέλφια, το μεγαλύτερο, οπότε είχε πολλές ευθύνες. Και κάθε χρόνο έφτιαχνε μια πίτα για τις γιορτές ή κάτι ανάλογο για την οικογένειά μου. Μετά την επίσκεψή της, δεν υπήρξαν επακόλουθα. Της ήταν σημαντικό και απολάμβανε να αποδίδει τα σέβη της, «τιμώντας αυτό που συνέβη», όπως η ίδια το αποκαλούσε. Επέστρεψε και μου διηγήθηκε την ιστορία και τότε [η ιστορία] έγινε μέρος του παρασκηνίου και μια καλή εμπειρία.

KH: Τέλεια. Μοιάζει να ταιριάξατε ιδανικά. Αγωνίζομαι με αυτά τα πράγματα γιατί πιστεύω ότι με κάποιο τρόπο, μερικές φορές, η δουλειά που κάνουμε είναι τόσο απίστευτα περιορισμένη που μπλοκάρει ή έστω ελαχιστοποιεί την ικανότητά μας να δρούμε θεραπευτικά για τους πελάτες μας. Θέλω να πω, ποιος/α/ο μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό που έκανε δεν ήταν τόσο επουλωτικό, τόσο μεταμορφωτικό, τόσο θεραπευτικό όσο οτιδήποτε της είχες πει στο γραφείο σου; Αν κατάφερε να προσεγγίσει τη μητέρα σου και ένιωσε ότι κάτι προσφέρει, ίσως αυτή η αλληλεπίδραση να ήταν μετασχηματιστική για την ίδια.

Θυμάμαι ότι είχα μια πελάτισσα, μια φτωχή μαύρη γυναίκα που παρακολουθούσα, η οποία είχε πολύ λίγες “εμπορεύσιμες” δεξιότητες – με βάση τους όρους που θα τις αποτύπωνε η κοινωνία – αλλά ήταν ενθουσιώδης αρτοποιός. Και θυμάμαι ότι έτυχε μια μέρα να αναφέρω σε άσχετη στιγμή την αγάπη μου για τα μπράουνις, και έτσι γύρω στις γιορτές έφερε μια ντουζίνα μπράουνις. Και είπε, «Αυτά τα έψησα για σένα», και τα χέρια της κυριολεκτικά έτρεμαν γιατί δεν ήταν σίγουρη για το κατά πόσο αυτό ήταν αρμόζον και ανησυχούσε ότι θα αρνιόμουν να τα δεχτώ. Και όταν πήρα τα μπράουνις και έφαγα ένα μπροστά της, το πρόσωπό της φωτίστηκε με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί και κάθισε εκεί, δακρυσμένη, [λέγοντας] «Ο Δρ Χάρντι, ένας γιατρός που τρώει τα μπράουνις μου…».

“«Αυτά τα έψησα για σένα», και τα χέρια της κυριολεκτικά έτρεμαν γιατί δεν ήταν σίγουρη για το κατά πόσο αυτό ήταν αρμόζον και ανησυχούσε ότι θα αρνιόμουν να τα δεχτώ.”

Μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τι σήμαινε αυτό για την ίδια. Αναλογίστηκα το βάθος της δικής της αίσθησης υποτίμησης, το γεγονός ότι αυτή η ισχυρή φιγούρα στη ζωή της μπορούσε να εντοπίσει κάτι πολύτιμο που εκείνη έκανε, κάτι που εγώ θεωρούσα σημαντικό για την ίδια.

Και παρ’ όλες τις ανησυχίες στην ψυχοθεραπεία και την επιφυλακτικότητα ως προς αυτό, δεν υπήρξε καμία διάχυση σε άλλα σημεία της σχέσης. Θέλω να πω, ήταν, ξέρεις, ήταν απλά ότι έφερε τα μπράουνις. Τα δέχτηκα και εκτίμησα την κίνηση. Προχωρήσαμε. Θέλω να πω, πίστευα ότι η εμπιστοσύνη είχε οικοδομηθεί στη σχέση μας. Δεν ήταν σαν κι αυτά που συνήθως διαβάζω σε βιβλία όπου δέχεσαι τα μπράουνις και στη συνέχεια το άτομο σου φέρνει ένα ρολόι Rolex ή τα κλειδιά μιας Jaguar. Η ιστορία δεν εξελίχθηκε καθόλου έτσι.

Δεν είμαστε όλες, όλα και όλοι στην ουσία άνθρωποι;

RW: Διδάσκω ο ίδιος πάνω στα αντικείμενα της ποικιλομορφίας και της κλινικής ψυχολογίας και μια κοινή ρήση, η οποία αποτελεί πρόκληση για τις σπουδές ποικιλομορφίας, είναι: «Είναι εντάξει να μελετάμε την εθνικότητα, τη φυλή, την προκατάληψη και τον ρατσισμό αλλά, στην ουσία, δεν είμαστε όλα/ες/οι απλά άνθρωποι; Δε θα έπρεπε να εστιάζουμε σε αυτά που μας ενώνουν και μας κάνουν όλους ανθρώπους; Αυτός δεν είναι ο τρόπος για να φέρουμε δικαιοσύνη και ειρήνη στον κόσμο;».

KH: Ναι, είναι αλήθεια, είμαστε όλες, όλα και όλοι άνθρωποι. Αλλά είμαστε και τόσα πολλά περισσότερα πέρα από άνθρωποι, και οπότε, ναι, θέλω να εκτιμήσουμε και να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, αλλά θέλω παράλληλα να διατηρήσουμε και όλα τα άλλα νήματα αυτού που είμαστε. Οπότε, όχι, δε θα έπρεπε να υιοθετήσουμε αυτή την άποψη. Νομίζω ότι αυτό κατοικεί στα ρομαντικά μυθιστορήματα, αυτή η πεποίθηση, αυτή η ιδεολογία.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η ανθρωπιά μας πρέπει να υπερισχύει όλων των άλλων σημείων και τόπων στα οποία στεκόμαστε για να δώσουμε νόημα στη ζωή μας. Και μάλιστα αυτό που μας κάνει ανθρώπους, δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι είναι το ίδιο πράγμα για τον καθένα, την καθεμία και το καθένα μας. Επειδή θα έλεγα ότι ο πόνος και η δυστυχία που έχω βιώσει στη ζωή μου ως Αφροαμερικανός έχει βοηθήσει τρομερά στον εξανθρωπισμό μου, με έχει εξανθρωπίσει σημαντικά, ότι υπάρχει ένα κομμάτι της ανθρωπιάς μου το οποίο πηγάζει συγκεκριμένα από τη δυστυχία μου, και το κομμάτι αυτό της δυστυχίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το να είσαι μαύρος σε αυτήν την κοινωνία.

Δεν είμαι πεπεισμένος ότι θα μπορούσαμε να μαζευτούμε όλες/α/οι μαζί και να βρούμε μια ενιαία απάντηση για το τι μας κάνει όλες/α/ους ανθρώπους, γιατί νομίζω ότι όλες/α/οι έχουμε διανύσει διαφορετικά μονοπάτια και ότι αυτά τα μονοπάτια ήταν σημαντικά.

“Δεν είμαι πεπεισμένος ότι θα μπορούσαμε να μαζευτούμε όλες/α/οι μαζί και να βρούμε μια ενιαία απάντηση για το τι μας κάνει όλους ανθρώπους, γιατί νομίζω ότι όλοι έχουμε διανύσει διαφορετικά μονοπάτια και αυτά τα μονοπάτια ήταν σημαντικά.”

Και έτσι δε νομίζω ότι το πρόβλημα είναι το να δίνουμε προσοχή στις διαφορές. Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι ότι εμείς οι ίδιοι – όπως συχνά κάνουμε στην κοινωνία μας – αποδίδουμε διαφορετική αξιολογική χροιά στις διαφορές. Και έτσι το πρόβλημα δεν είναι η διαφορετικότητα. Το πρόβλημα είναι, θεωρώ, η ιεραρχική διχοτομημένη σκέψη, [η αντίληψη] ότι μια ομάδα ανθρώπων είναι κατά κάποιο τρόπο καλύτερη από μια άλλη, με βάση το χρώμα του δέρματος, το φύλο, και ούτω καθεξής.

RW: Τι γίνεται με την άλλη πλευρά, την οποία ακούμε στις πολυπολιτισμικές σπουδές, όπου ρητά ή υπόρρητα αναφέρεται ότι «η φυλή, η εθνικότητα ή το χρώμα του δέρματος αποτελούν τον πιο σημαντικό παράγοντα και ότι η ζωή και οι δυναμικές εξουσίας θα πρέπει πάντα να εξετάζονται μέσα από το πρίσμα της φυλής, της εθνικότητας ή του χρώματος του δέρματος»;

KH: Εκτιμώ ότι τα ζητήματα αυτά έχουν να κάνουν με το πλαίσιο. Θεωρώ ότι η φυλή έχει προεξέχουσα θέση στην κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών συγκεκριμένα. Αλλά δε συμφωνώ απαραίτητα με αυτήν την άποψη στο σύνολό της. Πιστεύω ότι όλες, όλοι και όλα μας φέρουμε πολλαπλά νήματα διαφορετικότητας τα οποία μας κάνουν αυτό που είμαστε, ότι πρέπει να δώσουμε προσοχή σε όλα αυτά. Και μέσα σε κάθε δεδομένη στιγμή ή σε ένα στιγμιότυπο, μπορεί το ζήτημα της φυλής να είναι πιο εξέχον από κάποια άλλα. Θα έλεγα ότι η φυλή και το φύλο, οι γυναίκες και οι μαύροι άνθρωποι / οι άνθρωποι άλλου χρώματος, υπήρξαν οι μόνες δύο ομάδες στην κοινωνία μας οι οποίες ιστορικά γεννιόντουσαν χωρίς δικαίωμα ψήφου, ενώ [δέχονται] και άλλες, βαθιά ριζωμένες κοινωνικά, μορφές ρατσισμού και σεξισμού, γεγονός που ανυψώνει τα ζητήματα αυτά σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο σημαντικότητας.

Αλλά γενικά δε μου αρέσει καν να μπαίνω σε συζητήσεις που κατατάσσουν τους -ισμούς σε βαθμίδες. Αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι όλα τα αυτά τα ζητήματα έχουν μεγάλη αξία το καθένα με τον τρόπο του.

RW: Έχεις κάνει δεκάδες εκπαιδεύσεις για τη διαφορετικότητα καθώς και βίντεο, συμπεριλαμβανομένου του Psychological Residuals of Slavery (Ψυχολογικά Κατάλοιπα της Δουλείας). Πώς εκλαμβάνουν οι άνθρωποι τις ιδέες σου; Ποια είναι η γενική σου άποψη ως προς το τι δέχονται καλά οι άνθρωποι και πού [εκτιμάς ότι] υπάρχει κάποια αντίσταση ή επιφυλακτικότητα ή άγχος;

KH: Θεωρώ ότι αυτό που οι άνθρωποι γενικά εκτιμούν είναι η ευκαιρία να συζητήσουν αυτά τα πολύ σύνθετα ζητήματα. Υπάρχουν ελάχιστοι χώροι στην κοινωνία όπου μπορούμε να βρεθούμε από κοινού στο πλαίσιο διαφυλετικών, διαπολιτισμικών, ετερογενών ομάδων και να κάνουμε ανοιχτές, ειλικρινείς, εις βάθος συζητήσεις για ζητήματα που έχουν πραγματικά σημασία.

Το άγχος αφορά τη διενέργεια συζήτησης πάνω σε ζητήματα διαπολιτισμικού περιεχομένου, οπότε νομίζω ότι οι άνθρωποι βρίσκουν το μεγαλύτερο δώρο, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα [το οποίο αφορά την ίδια τη διενέργεια της συζήτησης], είναι επίσης αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο άγχος.

“Το άγχος αφορά τη διενέργεια συζήτησης πάνω σε ζητήματα διαπολιτισμικού περιεχομένου, οπότε νομίζω ότι οι άνθρωποι βρίσκουν το μεγαλύτερο δώρο, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα [το οποίο αφορά την ίδια τη διενέργεια της συζήτησης], είναι επίσης αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο άγχος.”

RW: Ας πάρουμε [για παράδειγμα] τους λευκούς Αμερικανούς, τους μαύρους, τους Ασιάτες, τους ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνήθεις ανησυχίες τους;

KH: Νομίζω ότι οι λευκοί, ορισμένοι λευκοί άνθρωποι, έχουν άγχος μήπως κατηγορηθούν, μήπως τους αποκαλέσουν ρατσιστές, μήπως εκφέρουν το λάθος πράγμα. Αυτές είναι πάντα οι ανησυχίες που έχουν οι λευκοί. Έρχονται [για θεραπεία], αλλά κάποιοι λευκοί ανησυχούν ότι θα κατηγορηθούν. Αυτό είναι το άγχος των λευκών. Οι μαύροι άνθρωποι τείνουν να έχουν άγχος μήπως ανοίξουν ξανά οι πληγές, μήπως εκτεθούν και στο τέλος δεν αλλάξει τίποτα.

Και νομίζω ότι τα άτομα από την Ασία ή τη Λατινική Αμερική έχουν συχνά ανησυχίες ως προς τις δυαδικές εννοιολογήσεις της φυλής οι οποίες είναι τόσο άκαμπτες που δεν υπάρχει χώρος στη συζήτηση γι’ αυτές, ότι με κάποιο τρόπο οι συζητήσεις παγιώνονται, αν θέλεις, γύρω από τα ζητήματα μαύρων/λευκών και ότι αυτές/οί/ά μένουν κάπου στο ενδιάμεσο.

Και έπειτα, εάν πρόκειται για Ασιάτες/ισσες/ά ή Λατίνε άτομα ή άλλα άτομα τα οποία δεν έχουν γεννηθεί στις ΗΠΑ, [τα άτομα αυτά] τείνουν να έχουν κάποιο άγχος ως προς το πού “κολλάνε” στη συγκεκριμένη συζήτηση, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται εδώ από χώρες όπου δε θεωρούνταν άνθρωποι άλλου χρώματος, και έρχονται εδώ και γίνονται άνθρωποι άλλου χρώματος.

RW: Επομένως, είναι σημαντικό να διευκολύνουμε τις Ασιάτισσες, τα Λατίνε άτομα και [τα μέλη] άλλων μειονοτικών ομάδων να αισθάνονται ότι έχουν φωνή και ότι αποτελούν μέρος του διαλόγου, πέρα από την εστίαση σε λευκούς/μαύρους ανθρώπους.

KH: Σωστά. Και αυτό δημιουργεί ένα χώρο για εκείνες/α/ους ώστε να εξερευνήσουν εξωτερικά αυτό που νιώθουν εσωτερικά, γιατί το να εκφράσει κανείς την εμπειρία του και να την ακούσουν και να την επικυρώσουν άλλοι άνθρωποι είναι απελευθερωτικό και αναζωογονητικό.

Πολιτισμικό γενεόγραμμα

RW: Μπορείς να μιλήσεις για το πολιτισμικό γενεόγραμμα το οποίο ανέπτυξες και για το ρόλο του στην εκπαίδευση πάνω στην ποικιλομορφία και σε άλλες ομάδες;

KH: Πήρα το τυπικό γενεόγραμμα, το οποίο είναι συνήθως ένα διάγραμμα τριών γενεών που επικεντρώνεται γύρω από την οικογένεια καταγωγής, και το τροποποίησα σε πολιτισμικό γενεόγραμμα. Επομένως ο τρόπος που οργανώνεται είναι ότι η θεραπεύτρια, τα εκπαιδευόμενα άτομα και οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούν χρώματα για να απεικονίσουν τις διάφορες εθνοτικές, φυλετικές ομάδες που συνθέτουν την οικογένεια καταγωγής τους και τις τρεις γενιές της οικογένειάς τους. Ανέφερες προηγουμένως ότι είσαι Ιταλός, και έτσι [για παράδειγμα] θα μπορούσες να πεις, «Λοιπόν, θα δώσω στην Ιταλία κόκκινο χρώμα». Και στη συνέχεια, ξέρεις, αν ο πατέρας σου ήταν Άγγλος και ιθαγενής Αμερικανός και η μητέρα σου Ιταλίδα, τότε θα έπαιρναν διαφορετικά χρώματα. Οπότε βλέπεις όλα αυτά τα χρώματα στο γενεόγραμμα, τα οποία απεικονίζουν τις διάφορες εθνικότητες που απαρτίζουν μια οικογένεια.

Αν λοιπόν, ως Ιταλός, δημιουργούσες ένα, ποιες [θα έλεγες ότι] είναι οι κύριες οργανωτικές αρχές της ιταλικής κουλτούρας; Ποια είναι τα πράγματα που αποτελούν βασικές αξίες για τους Ιταλούς σε όλους τους τομείς; Τι σε κάνει πιο υπερήφανο ως Ιταλό, ποια είναι τα πράγματα αυτά; Ποια είναι τα πράγματα που σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι Ιταλός; Κατάγραψέ τα όλα αυτά στον πίνακα. Και έτσι η ιδέα πίσω από αυτό είναι να βοηθήσουμε την καθεμία και το καθένα από εμάς να γνωρίσουμε καλά τον πολιτισμικό μας εαυτό, για τι είμαστε περήφανες/α/οι και για τι ντρεπόμαστε. Νομίζω ότι, ιδιαίτερα για εμάς τους θεραπευτές, όταν έχουμε κομμάτια του εαυτού μας τα οποία προσπαθούμε να αποκηρύξουμε λόγω της ντροπής, αναπόφευκτα αυτά επιστρέφουν για να μας στοιχειώσουν στο πεδίο της θεραπείας.

Σκέφτομαι επίσης ότι το πολιτισμικό γενεόγραμμα είναι ένας τρόπος για κάθε εκπαιδευόμενο άτομο να εξασκηθεί στο να μιλάει για τη φυλή, την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνικότητα, όλα αυτά τα πράγματα, επειδή όλα αυτά πρέπει να απεικονίζονται στο πολιτισμικό γενεόγραμμα. Και, τέλος, είναι χρήσιμο στο να βοηθήσει το άτομο να εντοπίσει γενεαλογικά μοτίβα που ενημερώνονται από τον πολιτισμό. Έτσι, έχει πραγματικά σχεδιαστεί για να βοηθήσει το άτομο να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις σχετικά με το ποιος/α/ο είναι ως πολιτισμικό ον.

Ο προσωπικός και ο επαγγελματικός εαυτός είναι ένα

RW: Στα γραπτά σου τονίζεις τη σημασία της ανάπτυξης δεξιοτήτων και τρόπων προσέγγισης της ποικιλομορφίας και των ζητημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και [τη σημασία] της προσωπικής εξέλιξης και αυτογνωσίας. Για να παραθέσω ένα απόσπασμα από τα γραπτά σου: «Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την προσωπική από την επαγγελματική ζωή του θεραπευτή, μιας και η διαδικασία του να γίνει κανείς ευαίσθητος ξεκινά από το πώς ο κάθε θεραπευτής ζει τη ζωή του. Μόλις επέλθει η αλλαγή σε αυτό το επίπεδο, θα εκδηλωθεί μέσα στη θεραπευτική διαδικασία». Το περιγράφεις τόσο καλά σε αυτό το σημείο που δεν ξέρω αν θα μπορούσες να το αναλύσεις περαιτέρω, αλλά μπορείς να το κάνεις;

KH: Απορρίπτω κατηγορηματικά την ιδέα ότι είμαι ένα πράγμα εκεί έξω και άλλο πράγμα εδώ μέσα. Νομίζω ότι είμαστε αυτές, αυτοί και αυτά που είμαστε. Πάντα λέω στους θεραπευτές που εκπαιδεύω, και μέσα από το ρόλο μου ως καθηγητής, ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι να σας εκπαιδεύσουμε, να σας διδάξουμε πώς να γίνετε ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου και αν το πετύχουμε αυτό, θα είστε μια χαρά ως θεραπεύτριες. Και έτσι, το ζήτημα είναι πώς να αγκαλιάζεις τη δική σου αίσθηση ανθρωπιάς. Το να το κάνεις αυτό αποτελεί την αρχή για να αγκαλιάσεις την ανθρωπιά των άλλων από τη θέση σου ως θεραπεύτρια και ως άνθρωπος.

RW: Πράγματι, αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος της ψυχοθεραπείας. Είναι πραγματικά θεμελιώδες.

KH: Ναι, είναι.

RW: Κένεθ, θέλω να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ που είχες αυτή τη συζήτηση μαζί μου και που μοιράστηκες τις ιδέες σου και μας προκάλεσες να υπερβούμε το αναμενόμενο στη θεραπεία και στη ζωή, επαγγελματικά και προσωπικά.

KH: Σε ευχαριστώ Ράντυ, ήταν μεγάλη μου χαρά. Ανέδειξες αποχρώσεις των προβληματισμών αυτών, οι οποίες με έκαναν να σκεφτώ με νέους τρόπους.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2008 στο Psychotherapy.net

———————————————————————————————————————————————————

[1] Ο όρος diversity στην ελληνική βιβλιογραφία δεν αναφέρεται σε μια σταθερή, σαφώς προσδιορισμένη έννοια και μεταφράζεται εξίσου ως ποικιλομορφία και διαφορετικότητα. Σε μια προσπάθεια να υπερκεράσουμε τους περιορισμούς της γλώσσας, στο κείμενο αυτό αποδίδουμε τον όρο εναλλάξ ως ποικιλομορφία και διαφορετικότητα, θέλοντας να δώσουμε έμφαση τόσο στην έννοια του εύρους και της ποικιλίας, όσο και στην έννοια της διαφοράς και της ετερογένειας, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Ken Hardy.

[2] Κατά μήκος του κειμένου αποδίδουμε τον όρο people / persons of colour ως άνθρωποι / άτομα άλλου χρώματος ή μη-λευκοί. Αυτό θεωρήθηκε ως ο πλέον δόκιμος όρος λόγω της ρατσιστικής/προσβλητικής χροιάς που υπάρχει σε άλλους προσδιορισμούς, όπως για παράδειγμα η λέξη ‘έγχρωμος’. Ο όρος people of colour στο πλαίσιο των ΗΠΑ χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει οποιοδήποτε μη-λευκό άτομο ή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των Αφροαμερικανών, των Ασιατοαμερικανών, των Ιθαγενών της Αμερικής, των Αμερικανών Νησιωτών του Ειρηνικού, των πολυφυλετικών Αμερικανών καθώς και ορισμένων Λατινοαμερικανών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι μέλη των κοινοτήτων αυτών ενδέχεται να αυτοπροσδιορίζονται στη βάση της πολιτισμικής/εθνοτικής τους ταυτότητας παρά με τη χρήση ορολογίας που σχετίζεται με το χρώμα του δέρματος.

[3] Για λόγους συμπεριληπτικότητας ως προς τη διάσταση του φύλου και σε συμφωνία με το πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης που διέπει το έργο του Hardy, έχουμε επιλέξει να μη δώσουμε περισσότερο χώρο στο ανδρικό γραμματικό γένος μέσα στο κείμενο. Λέξεις όπως ‘therapist’ και ‘client’ μεταφράζονται εναλλάξ ως θεραπεύτρια/θεραπευτής και πελάτισσα/πελάτης/θεραπευόμενο άτομο αντιστοίχως. Όπου αυτό δεν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη ροή του κειμένου, κάνουμε επίσης χρήση της μορφής ‘αυτές, αυτά, αυτοί’ ή ‘αυτές/ά/οί’.

[4] Ο Kenneth Hardy χρησιμοποιεί την κατάληξη -ισμοί ως όρο ομπρέλα για να αναφερθεί σε διάφορες μορφές καταπίεσης όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο ετεροσεξισμός, ο μισογυνισμός, ο ταξισμός, ο μισαναπηρισμός. Καθεμία από αυτές τις μορφές καταπίεσης νοείται ως ένα σύνθετο και δυναμικό σύστημα το οποίο διασταυρώνεται με τα υπόλοιπα, λειτουργώντας σε προσωπικό, διαπροσωπικό, θεσμικό και πολιτισμικό επίπεδο. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα εδώ.

[5] Η λέξη subjugated people / persons / groups (αυτολεξεί μετάφραση: υποταγμένοι άνθρωποι / άτομα / ομάδες) αποδίδεται εναλλάξ ως μη-προνομιούχοι, ιστορικά αποκλεισμένοι και περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί ή/και ομάδες που βρίσκονται σε υποτελή θέση.

Ο Δρ. Kenneth V. Hardy, PhD, είναι Καθηγητής Οικογενειακής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Drexel στη Φιλαδέλφεια και Διευθυντής του Ινστιτούτου Σχέσεων Eikenberg (Eikenberg Institute for Relationships) στη Νέα Υόρκη. Πριν από την ένταξή του στη σχολή του Πανεπιστημίου Drexel, διετέλεσε Καθηγητής Οικογενειακής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Syracuse όπου κατείχε επίσης θέσεις ως Διευθυντής Κλινικής Εκπαίδευσης και Έρευνας και ως Πρόεδρος του Τμήματος Υπηρεσιών Παιδιού και Οικογένειας. Είναι πρώην διευθυντής του Κέντρου για τα Παιδιά, τις Οικογένειες και το Τραύμα (Center for Children, Families, and Trauma) του Ινστιτούτου Άκερμαν στη Νέα Υόρκη. Ο Δρ. Hardy παραδίδει σεμινάρια και παρέχει υπηρεσίες συμβουλευτικής και καθοδήγησης σε οργανισμούς και επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς πάνω σε θέματα διαφορετικότητας, πολυπολιτισμικότητας και πολιτισμικής επάρκειας.

Λίγα λόγια για τον Randall C. Wyatt, που διαξήγαγε την συνέντευξη:

Ο Δρ Randall C. Wyatt, PhD, είναι κλινικός ψυχολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής και Διευθυντής Επαγγελματικής Κατάρτισης στο διδακτορικό πρόγραμμα κλινικής ψυχολογίας στη Σχολή Επαγγελματικής Ψυχολογίας της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Alliant. Δραστηριοποιείται ως ψυχολόγος στο Όκλαντ και το Ντάμπλιν της Καλιφόρνια, και ειδικεύεται στη διαταραχή μετατραυματικού στρες, στις διαφυλετικές θεραπευτικές σχέσεις, καθώς και στη θεραπεία ζεύγους.

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

Κλείστε ραντεβού

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για να κλείσετε ραντεβού: