Καταξιωτικό γενεόγραμμα τοπίου

Κοινοποίηση

Καταξιωτικό γενεόγραμμα τοπίου

“είναι  σημαντικό να διερευνήσουμε όλα εκείνα τα σημεία στην οικογενειακή ιστορία που συνδέονταν με τα αποθέματα και τις στιγμές διαφοροποίησης από τον εγκλωβισμό στο πρόβλημα, προκειμένου το οικογενειακό σύστημα να αποτελέσει ένα σύστημα επίλυσης και όχι οργάνωσης του προβλήματος.

Εξελικτικά, η διερεύνηση οργανώθηκε σε ένα θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο και δημιουργήθηκε ένα θεραπευτικό εργαλείο, το οποίο αρχικά ονομάστηκε «Καταξιωτικό γενεόγραμμα: Μια γενεαλογία των αποθεμάτων».

              Κατά την εφαρμογή αυτού του εργαλείου διαπιστώσαμε ότι στα πλαίσια ενός διαλογικού τοπίου ξεδιπλώνονται αφηγήσεις για τα αποθέματα που κληροδοτούνται ή συμβολικά «δωροδοτούνται» διαγενεακά διαμέσου του οικογενειακού συστήματος, ή και αφηγήσεις για τις εμπειρίες διαφοροποίησης ή «ασυνέχειας». Η διαδικασία αυτή συντελεί στην αύξηση της αυτοπεποίθησης, της αίσθησης αξιοπρέπειας των αφηγητών, της συνειδητοποίησης ότι έχουν τη δυνατότητα να σταθούν σε θέση επιλογής σχετικά με την αξιοποίηση των δυνητικά εναλλακτικών λύσεων.

Μέσα από σειρά άρθρων σχετικών με εναλλακτικά γενεογράμματα, όπως το αφηγηματικό γενεόγραμμα ή αυτό που εστιάζει σε θέματα κουλτούρας, αντιληφθήκαμε ότι τα γενεογράμματα που διερευνούν τις αφηγήσεις για τις εξαιρέσεις προσφέρουν μια τεράστια δυνατότητα να αναδυθούν ιστορίες οι οποίες διευκολύνουν την αποφυγή του εγκλωβισμού στα προβλήματα και στις συνέπειές τους.

Σταδιακά, τοποθετήσαμε στο κέντρο του διαλόγου, αντί για τα επαναλαμβανόμενα εγκλωβιστικά σχήματα, τα αποθέματα, τις δεξιότητες, τα αξιακά πλαίσια, τις διαφοροποιήσεις και τις ασυνέχειες των ανθρώπων, καθώς αυτοί γίνονται οι δημιουργοί αλλά και οι συγγραφείς της ζωής και της ιστορίας τους.”

 

Το άρθρο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από ένα σχετικό κεφάλαιο από την Γραμματική των αποθεμάτων

Η γενεαλογία των αποθεμάτων:  Οι εναλλακτικές μορφές γενεογράμματος και η αξιοποίησή τους στο Συστημικό Συνθετικό Μοντέλο Καταξιωτικής Διερεύνησης: Συνομιλίες για ιστορίες και σχέσεις, για αποθέματα και διαφοροποιήσεις

 Εισαγωγή

Στη συστημική παράδοση, και ιδιαίτερα στην οικογενειακή θεραπεία, έχουμε διδαχθεί και αποδεχθεί τη σημασία του γενεογράμματος ως εργαλείο ιδιαίτερα χρήσιμο για τη γνωριμία και την κατανόηση της ιστορίας ενός συστήματος ( McGoldrick M., 2002).

Η τελευταία είναι ιδιαίτερα σημαντική, όχι μόνο γιατί επιτρέπει να κάνουμε συστημικές υποθέσεις για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών (ή των ιστοριών τους) ενός συστήματος, αλλά και επειδή μας προσκαλεί να εστιάζουμε στην αξία του να αναγνωρίζουμε την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα κάθε ξεχωριστού συστήματος με το οποίο εργαζόμαστε.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα επανέλθουμε στη σημασία αυτής της αναγνώρισης και θα επικεντρώσουμε στη διερεύνηση εναλλακτικών πτυχών που μένουν συχνά στο περιθώριο των αφηγήσεων.

Επίσης, θα εστιάσουμε σε καταξιωτικές πρακτικές που προτείνουμε προς αξιοποίηση, ώστε να δημιουργηθεί ένα ανοιχτό διαλογικό τοπίο, μέσα στο οποίο θα συνομιλήσουμε με τα μέλη των συστημάτων αναφοράς για τις εναλλακτικές πτυχές που μπορεί να αναδυθούν μέσα από τις διαφορετικές αφηγήσεις των ανθρώπων και τις περιθωριοποιημένες ή τις ανήκουστες ή τις ανείπωτες ιστορίες που συνδέονται με την αναγνώριση της αξίας και της δημιουργίας νέων πρακτικών.

Στη δουλειά μας με τα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου, όπως έχουμε ονομάσει αυτή την εργασία, δεν τοποθετούμαστε με αρνητικό ή θετικό πρόσημο απέναντι σε ορισμένες πολύ σημαντικές έννοιες που έχουν συζητηθεί για πολύ καιρό στη συστημική θεωρία.

Έτσι, λέξεις όπως διαφοροποίηση, συγχώνευση, αυτονομία, ανήκειν, φροντίδα, αλληλεξάρτηση, εξάρτηση, κοντινότητα ή απόσταση κ.τ.λ. νοηματοδοτούνται κάθε φορά ανάλογα με το πλαίσιο (πολιτισμικές κατασκευές, αντικειμενικοί υλικοί όροι, αναπτυξιακά στάδια των ανθρώπων) και τα σχεσιακά σχήματα όπου αυτές συμβαίνουν.

Η ιδέα ότι όσα συμβαίνουν νοηματοδοτούνται ανάλογα με τη λειτουργία τους έχει εδώ ιδιαίτερη αξία, καθώς, λ.χ., η αυτονομία νοηματοδοτείται άλλοτε με θετικό πρόσημο, όταν προωθεί τη σύνδεση με τις προσωπικές ανάγκες, και άλλοτε με αρνητικό, όταν ενδεχομένως οδηγεί στον ατομισμό, ο οποίος διευκολύνει την αποξένωση.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι μας ενδιαφέρουν οι τρόποι με τους οποίους τα ίδια τα συστήματα νοηματοδοτούν τις έννοιες, καθώς στο διάλογο αναδύονται διαφορετικές πολιτισμικές, και συχνά αρχετυπικές, κατασκευές. Αναγνωρίζουμε, τέλος, μέσω της σύνδεσής μας με τις ιδέες του CMM, ότι ανάλογα με το πλαίσιο εκφοράς μιας λέξης θα εμφανιστούν διαφορετικά νοήματα.

Για το λόγο αυτό προσκαλούμε τους εαυτούς μας και τους συνομιλητές μας στην αναζήτηση μιας θέσης από την οποία να είμαστε πρόθυμοι να διερευνήσουμε τις σημασίες που τα ίδια τα συστήματα αποδίδουν σε αναδυόμενες μέσα από το γενεόγραμμα θεματικές.

Από την παραδοσιακή περίοδο των γενεογραμμάτων γνωρίζουμε πως είναι ιδιαίτερα χρήσιμα όταν χρειάζεται να εστιάσουμε στη διαγενεαλογία, βοηθώντας μας να «ανακαλύψουμε» παράδοξους βρόχους, όπως, λ.χ., συνθήκες όπου η εγγύτητα οδηγεί στην απόσταση και το αντίστροφο, καθώς και επαναλαμβανόμενα patterns που εγκλωβίζουν τα μέλη ενός συστήματος.

Στην ουσία, μέσα από τη Διαγεανεαλογική προσέγγιση (Bowen M.,1996) καλούμαστε να συλλέγουμε πληροφορίες για τις διαγενεακές οικογενειακές πεποιθήσεις, για τους σημαντικούς άλλους, για γεγονότα που έχουν συμβεί τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω, αλλά και για σειρά πιθανών αιτιών που θα στήριζαν μια μορφή ερμηνείας για τα προβλήματα του παρόντος.

Οι ιστορίες των συστημάτων είναι ενδιαφέρουσες, πάντοτε όσα αφηγούνται οι άνθρωποι έχουν πλούτο, πρόκειται, για να παραφράσουμε την υπέροχη φράση του Wittgenstein που μας χάρισε ο P. Lang στα κείμενά του, για πρόσκληση να αφεθούμε σε έναν ωκεανό αφηγήσεων, πλημυρισμένο από νοήματα, ιδέες, σημασίες και συναισθήματα (Lang P., Macadam E. 2017).

Αυτή η πλούσια ιστορία των ανθρώπων μας προσκαλεί να δημιουργήσουμε γενεογραμματικούς χάρτες. Το παρελθόν και οι ρίζες της οικογενειακής θεραπείας μάς κληροδοτούν πολλές γνώσεις για τη χαρτογράφηση: ο δομικός χάρτης για τη χαρτογράφηση των οικογενειακών σχέσεων, των ορίων και των σχημάτων ιεραρχίας που ανέπτυξε ο Salvador Minuchin (Minuchin S. 2009), και το γενεόγραμμα που δημιούργησαν ο Bowen και οι διαγενεακοί θεραπευτές, προκειμένου να κατανοήσουμε τα διαγενεακά επαναλαμβανόμενα σχήματα, είναι δύο κλασικά παραδείγματα.

Ιστορικά, επομένως, το γενεόγραμμα αποτέλεσε πρακτική που υιοθετήθηκε από διαφορετικές συστημικές θεωρητικές προσεγγίσεις, με στόχο να αξιοποιηθεί το οικογενειακό ιστορικό. Ακόμα και σήμερα παραμένει σημαντικό στην οικογενειακή θεραπεία, καθώς επιτρέπει να κατανοήσουμε, τόσο οι θεραπευτές όσο και οι θεραπευόμενοι, πώς τα σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα έχουν επιδράσει στην οικογενειακή ζωή, στην καθημερινή εμπειρία, στα σχεσιακά ή στα επικοινωνιακά σχήματα.

Η αξιοποίηση των γενεογραμμάτων δεν αφορά όμως μόνο σε μια πρακτική που μας συνδέει με τη συστημική ιστορία, αλλά και ανοίγει το πεδίο να αναδυθούν αφηγήσεις γύρω από αυτή.

Μέσα από την αφήγηση μπορούμε, πέρα από τα στενά όρια της ιστορίας ενός συστήματος, να ανοίξουμε τη ματιά μας και στα ευρύτερα ιστορικά πλαίσια στα οποία εκτυλίσσεται κάθε φορά μια αφήγηση, όπως και να συζητήσουμε με τους ανθρώπους για την επίδραση αυτών των πλαισίων (Morgan A. 2011).

Η συζήτηση διευκολύνει τη μετακίνηση της εστίασης από το άτομο στο σύστημα και στο πλαίσιο που το περιβάλλει (στα υπερ-συστήματα), δημιουργεί τις δυνατότητες για συστημική ολιστική ματιά, αναπλαισίωση του προβλήματος, καθώς πρόκειται για αναθεώρηση σχετικά με τις έννοιες που προσδιορίζουν το πρόβλημα ή τις δυνατότητες για λύση.

Το γενεόγραμμα ως τεχνική στην ιστορική του διαδρομή δεν έχει μείνει αναλλοίωτο, αλλά έχει εξελιχθεί και εμπλουτιστεί από τις θεωρητικές επιδράσεις ή τις μετατοπίσεις στη συστημική σκέψη.

Επίσης, σε συνάφεια με αυτές τις επιδράσεις παρατηρούμε έναν εμπλουτισμό των πεδίων αξιοποίησής του, πέρα από την οικογενειακή θεραπεία, όπως, λ.χ., στη δουλειά με την κοινότητα ή στην εκπαίδευση αλλά και στην επαγγελματική καριέρα.

Στη βιβλιογραφία μπορούμε να εντοπίσουμε κείμενα για το κοινοτικό γενεόγραμμα (Rigazio-DiGilio, Sandra A, Ivey, AE, Kunkler-Peck, ΚΡ & Grady, LT 2005), που επικεντρώνεται στην ιστορία των σχέσεων μέσα σε μιαν ευρύτερη κοινότητα και τις επιδράσεις που αυτή φέρνει στις ζωές των ανθρώπων, για το γενεόγραμμα για την κουλτούρα, που εστιάζει και αναδεικνύει θέματα σχετιζόμενα με πεποιθήσεις ή αντιλήψεις των μελών ενός συστήματος (Shellenberger S., Dent M., Davis-Smith M., Seale. P., Weintraut R., Wright T., 2007).

Στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται, με την αναγνώριση και την παραδοχή ότι υπάρχουν οικογένειες με LGBTQ γονείς, παρατηρούμε να εμπλουτίζονται ή να αναμορφώνονται ορισμένα παραδοσιακά σύμβολα και να δημιουργούνται καινούργιες μορφές γενεογράμματος.[1]

Υπάρχουν, επίσης, άρθρα που περιγράφουν πώς το γενεόγραμμα αξιοποιείται στις μεταμοντέρνες συστημικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το αφηγηματικό γενεόγραμμα (Chrzastowski S. 2011) και το Γενεόγραμμα που είναι εστιασμένο στη λύση (Kuehl B.P., 1995).

Σύμφωνα με τον Dallos[2], με τη χρήση του γενεογράμματος συνδέονται τρεις ιστορικές περίοδοι:

Πρώτη φάση: Το γενεόγραμμα ως διαγνωστικό εργαλείο. Σε αυτήν τη φάση αξιοποιείται αποκλειστικά στην οικογενειακή θεραπεία και οι διαγενεακοί θεραπευτές εστιάζουν στην «αποκάλυψη» των επαναλαμβανόμενων pattern και στις επιδράσεις τους.

Κατά την εκτίμησή μας, οι επαγγελματίες που εργάζονταν αυτή την περίοδο με το συγκεκριμένο μοντέλο συνδέονται περισσότερο με τις αντιλήψεις της Α΄ Κυβερνητικής και αποδέχονται ρόλο ειδικού, που μπορεί όχι μόνο να διαγνώσει τα ειδικά προβλήματα, αλλά και να οργανώσει τις κατάλληλες λύσεις για την επίλυσή τους.

  • Δεύτερη φάση: Η περίοδος του κονστρουκτιβισμού. Τα γενεογράμματα συνιστούν βάση για συστημικές υποθέσεις (περίοδος της περιέργειας). Η εστίαση δίνεται στο πώς το οικογενειακό ιστορικό συνδέεται με τις διεργασίες που συμβαίνουν σε μια οικογένεια στο εδώ και τώρα. Οι θεραπευτές αυτή την περίοδο είναι επηρεασμένοι κυρίως από τον κονστρουκτιβισμό και την Β΄ Κυβερνητική.
  • Τρίτη φάση (social construction): Το γενεόγραμμα αξιοποιείται ως δεξαμενή ιστοριών, ως προς τις οποίες μπορεί να υπάρξει πλήθος διαφορετικών αφηγήσεων.

Ο στόχος, τώρα, είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου οι επαγγελματίες και τα μέλη ενός συστήματος θα αναρωτηθούν και θα συζητήσουν από κοινού για το πώς νοηματοδοτούνται οι ιστορίες στο πέρασμα του χρόνου, θα προσκαλέσουν τους ανθρώπους να διευρύνουν το πλαίσιο των αφηγήσεων και να συνδεθούν με διαφορετικές εκδοχές των ιστοριών.

Σε αυτή την φάση είναι επίσης σημαντικό να αναρωτηθούμε για τα σημεία στίξης[3] από τους επαγγελματίες ή τους αφηγητές και το πώς αυτά θα οργανώσουν το μελλοντικό διάλογο.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν παραδείγματα αξιοποίησης του γενεογράμματος, μέσα από την οπτική της εστίασης στις διεργασίες της αφήγησης και της κατασκευής των νοημάτων που τις συνοδεύουν.

Θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε ότι, παρότι χρησιμοποιούμε διάφορα επίθετα που ορίζουν την επαγγελματική μας ταυτότητα, όπως, π.χ., συνεργατικοί ή αφηγηματικοί ή καταξιωτικοί επαγγελματίες, οι απεικονιστικοί χάρτες συχνά μοιάζουν με εκείνους των πρώτων χρόνων της οικογενειακής θεραπείας, ενώ άλλοτε βασίζονται σε εναλλακτικές πρακτικές ή σε αφαιρετικές συμβολοποιήσεις, όπως η βιωματική ψυχοθεραπεία και η εικαστική οικογενειακή θεραπεία. Αυτό εξηγείται, καθώς οι πρακτικές μας διαμορφώνονται ανάλογα με τον πληθυσμό με τον οποίο εργαζόμαστε. Π.χ., συχνά έχουμε διαπιστώσει ότι στην εργασία με μικρά παιδιά είναι πολύ βοηθητική η χρήση εικαστικών συμβόλων.

Πέρα από τα εργαλεία χαρτογράφησης, έχει ιδιαίτερη αξία να επισημάνουμε ορισμένες μεθοδολογικές αρχές που μας παρωθούν να διαφοροποιήσουμε τη θέση από την οποία χαρτογραφούμε τις αφηγήσεις των μελών μιας οικογένειας.

Έτσι, η αναφορά του Bateson στην ιδέα ότι «ο χάρτης δεν είναι ο τόπος» και η επισήμανση της Αγκαζαριάν σχετικά με τη περιγραφή του Kortybski μας προτρέπουν να σκεφτούμε για τους χάρτες και τους χαρτογράφους, έχοντας στο νου μας τις αφαιρέσεις και τις διαφορές (το ελλιπές και το υποκειμενικό στοιχείο που είναι αναπόφευκτο σε κάθε απόπειρα χαρτογράφησης).

Όταν ο Mony Elkaim (Elkaim M. 2008) γράφει για τους χάρτες των πεποιθήσεων και το επίσημο πρόγραμμα, διαβάζουμε τα κείμενά του ως πρόσκληση να αναρωτηθούμε για τις αντιφάσεις και τις διπλές δεσμεύσεις που αφορούν όχι μόνο στην οικογενειακή ιστορία αλλά και στην ίδια τη χαρτογράφησή της (π.χ., θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν οι άνθρωποι αφηγούνται μιαν εκδοχή της ιστορίας που ταιριάζει στους χάρτες των πεποιθήσεων ή στο επίσημο πρόγραμμα του αφηγητή).

Σε μια άλλη περιοχή επιδράσεων, όταν ο Jacques Pluymaekers μας ταξιδεύει με το γενεόγραμμα τοπίου στις μεταβάσεις και τις αλλαγές της οικογένειας, που ξετυλίγονται στο χώρο και στο χρόνο, μας προσκαλεί επίσης να σκεφτούμε για τη μεταβλητότητα και τη διαρκή κίνηση που χαρακτηρίζει τις ιστορίες των ανθρώπων και των οικογενειών.

Σε κάθε περίπτωση, είμαστε ενήμεροι ότι ως συστημικοί επαγγελματίες έχουμε εγγράψει τις επιρροές που έχουν υπάρξει στην εργασία μας από πολλά ρεύματα της συστημικής θεωρίας όπως και από άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Όλες αυτές οι επιδράσεις συχνά ενδέχεται να δημιουργούν αντιφάσεις, να παράγουν σύγχυση ή απόσταση από τη θεωρία στην πρακτική. Για να διαχειριστούμε όλο αυτό το σύμπλεγμα, είναι σημαντικό να βρισκόμαστε σε συνεχή αναστοχασμό, να παραμένουμε σε επαφή με τα ειδικά χαρακτηριστικά της σχέσης που αναπτύσσεται κάθε φορά με ένα σύστημα, καθώς και τις ιδιαίτερες ανάγκες που αυτό φέρει στη σχέση του μαζί μας.

Σε αυτή την αναστοχαστική συνθήκη αναρωτιόμαστε για ποιους λόγους η μελέτη ενός παραδοσιακού γενεογράμματος αποτελεί γοητευτική διαδικασία. Πόλεμοι, πρόωροι θάνατοι, άλυτα πένθη, δράστες και θύματα, απώλειες και αποχωρισμοί, σπάνιες αρρώστιες, μεταναστεύσεις, διαζύγια, αποβολές, εξαρτήσεις, ψυχώσεις, καταθλίψεις και άλλα δύσκολα γεγονότα καταγράφονται, όπως αναφέραμε, μέσω είτε γραφιστικών αναπαραστάσεων είτε συμβολοποιήσεων.

Αυτά τα τραυματικά γεγονότα ασκούν αναμφίβολα μεγάλη επίδραση στη ζωή των ανθρώπων και προκαλούν το τεράστιο ενδιαφέρον των επαγγελματιών. Καθώς οι αφηγήσεις ξεδιπλώνονται, λαμβάνουν τιμητική θέση σε μεγάλα φύλλα χαρτιού ή στις οθόνες των υπολογιστών μέσω της αξιοποίησης ειδικών προγραμμάτων και όταν συχνά οι καταγραφές είναι πραγματικά εντυπωσιακές, οι επαγγελματίες δεν είναι δύσκολο να βασίσουν πολλές συστημικές υποθέσεις για τους εγκλωβισμούς, τις συγχωνεύσεις ή τα άλυτα δεσμά πάνω σε αυτά τα σχήματα.

Αυτό είναι πιο εύκολο να συμβεί, καθώς το πλαίσιο στο οποίο έχουν οργανωθεί οι πρακτικές μας θέτει συνήθως το τραύμα είτε τα προβλήματα στο επίκεντρο της διερεύνησής μας. Έτσι, πολλές φορές μοιάζει αναπόφευκτο να είναι το πρόβλημα και όχι τα αποθέματα στο επίκεντρο της σκέψης των ανθρώπων.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ακόμα και στο παραδοσιακό γενεόγραμμα καταγράφονται οι αξίες, οι λειτουργικές σχέσεις ή οι ιστορίες διαφοροποίησης, αλλά αυτές με κάποιο παράδοξο τρόπο παραμένουν στη σκιά, ίσως γιατί τα αρνητικά σύμβολα είναι συντριπτικά περισσότερα ή γιατί οι αφηγήσεις που συνδέονται με τα προβλήματα είναι κυριαρχικές.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εφόσον η κουλτούρα των θεραπευτικών προσεγγίσεων με τις οποίες έχουμε διαποτιστεί είναι περισσότερο στραμμένη προς την προβληματική του τραύματος και οι αφηγηματικές ή οι συνεργατικές πρακτικές έχουν εισαχθεί πολύ αργότερα στη δουλειά μας, το βλέμμα μας εξακολουθεί να γοητεύεται, να έλκεται σχεδόν αυτόματα, από τα τραυματικά γεγονότα.

Η μετακίνηση του βλέμματος στην καταξιωτική αποτελεί κεντρικό ζήτημα αισθητικής και από το θεωρητικό μας απόθεμα, που συνδέεται με τον κονστρουκτιβισμό, γνωρίζουμε πως η εστίαση του βλέμματος και η οπτική γωνία (Maturana H. 1998) θα παραγάγει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα που δίνει η εστίαση κατά τη φωτογράφιση. Εκεί το κεντρικό θέμα είναι τονισμένο και πεντακάθαρο, ενώ τα περιβάλλοντα στοιχεία φαίνονται θολά και απόμακρα, σχεδόν ως στίγματα. Κατ’ αναλογίαν, η εστίαση του βλέμματος στην τραυματική εμπειρία είναι μια πρόσκληση προς το σύστημα (ή από το σύστημα προς εμάς) να συνομιλήσουμε κυρίως για τα δεσμά που συνδέονται με τα επαναλαμβανόμενα εγκλωβιστικά σχήματα.

Αυτή η συνομιλία δεν αξιολογείται de facto αρνητικά, συχνά την επιδιώκουμε ως τρόπο να φωτίσουμε τα πιο σκοτεινά σημεία της ιστορίας ή να προσκαλέσουμε σε βαθύτερη κατανόηση των διπλών δεσμών ή της στασιμότητας, αλλά είναι σημαντικό ταυτόχρονα να τροφοδοτούμε ένα διάλογο που αναγνωρίζει τις θέσεις αξιοπρέπειας ή δύναμης των αφηγητών.

Αξίζει να τονίσουμε ότι ακόμα και αν επιστρέφουμε συχνά, μέσα από μια ισχυρή θεωρητική κατασκευή, στην παραδοσιακή φόρμα του γενεογράμματος, προκειμένου να αξιοποιήσουμε απεικονίσεις και συνδέσεις ως πρόσκληση στα μέλη μιας οικογένειας να αφηγηθούν ιστορίες από τη ζωή των περασμένων γενιών, η εμπειρία μας οργανώνεται και παραμένει σταθερά προσανατολισμένη σε μια αισθητική που διέπεται από τα καταξιωτικά βλέμματα και τις καταξιωτικές πρακτικές.

Ένα ερώτημα που επιθυμούμε να θέσουμε προς συζήτηση είναι εάν μπορούμε ως επαγγελματίες που εμπνεόμαστε από το social construction, να αρνηθούμε αυτήν τη δυνατότητα που μας δίνει το γενεόγραμμα να δημιουργούμε συστημικές υποθέσεις (ή, παραδόξως, συστημικές βεβαιότητες!), ώστε να χτίσουμε με ασφάλεια ένα συνεκτικό ερμηνευτικό σχήμα.

Αυτή η διερώτηση καθίσταται ακόμα πιο σύνθετη, καθώς οι άνθρωποι με τους οποίους εργαζόμαστε, μας προσκαλούν να παραμένουμε στη θέση του ειδικού και προσδοκούν από εμας μια ερμηνεία και μια ξεκάθαρη οδηγία. Έτσι, ακούνε πάντοτε με προσοχή τις αποκαλύψεις μας και συχνά ανακουφίζονται, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι συμπεριφορές τους, που μέχρι τότε τις χρεώνονταν ως ατομικά χαρακτηριστικά, μπορούν να κατανοηθούν μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνεχιζόμενων συστημικών αλληλεπιδράσεων.

Προκειμένου να απευθύνουμε μια ολιστική πρόταση κατανόησης προσπαθήσαμε να διευρύνουμε το ρεπερτόριο των θεωριών μας και αξιοποιήσαμε τόσο την ιδέα των πολυφωνικών συστημάτων όσο και τις αφηγηματικές πρακτικές.

Η ιδέα των γραμματικών σημείων, στα οποία αναφέρονται ο P. Lang και η McAdam (P. Lang, E. McAdam 2017), μας φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη σε αυτήν τη μετακίνηση, ώστε να αναζητήσουμε το σημείο που θα μας οδηγήσει στον περίφημο ωκεανό μηνυμάτων, στον οποίο μας προσκαλεί ο Lang.

Η αξιοποίηση των γραμματικών σημείων αλλά και των λέξεων είναι εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία, που μας θυμίζει την τέχνη της αρχιτεκτονικής, στην οποία έχουμε αναφερθεί. Θυμίζουμε ότι για τον Μπαχτίν και την προσέγγιση της διαλογικότητας (Holquist M. 2014), η αρχιτεκτονική σύνθεση είναι μια διαλογική συνάντηση των σημείων στο χώρο και αυτή η ιδέα μας φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη για να σκεφτούμε τις διαφορετικές πιθανότητες που αναδύονται μέσα από τις εναλλακτικές συνθέσεις των γραμματικών σημείων.

Ο στόχος της αρχιτεκτονικής κατασκευής είναι η επίτευξη μιας ελάχιστης αισθητικής αρμονίας. Αφότου οι αρχιτέκτονες αποφασίζουν να εντάξουν κάτι στον περιβάλλοντα χώρο, πρώτα φαντάζονται το σχέδιο, οραματίζονται την κατασκευή τους και μετά την αποτυπώνουν σε ένα σχέδιο. Με παράλληλο τρόπο, καθώς οι λέξεις ή τα γραμματικά σημεία συναντώνται μέσα από δομικές συζεύξεις, είναι χρήσιμο να έχουμε επίγνωση σχετικά με το πού επιθυμούμε να στραφεί ο διάλογος που χτίζουμε από κοινού με τους συνομιλητές μας.

Έτσι, οι προ(σ)κλήσεις προς ένα σύστημα για να χτιστεί ένας συνεχιζόμενος και μεταβαλλόμενος διάλογος, σχετικά με τη γενεαλογία των αφηγήσεων, είναι στην ουσία μια πρόσκληση να συνδεθούν διάσπαρτα σημεία και ιστορικές στιγμές στο χωρο-χρόνο που περιβάλλει αυτές τις ιστορίες.

Στην προσπάθεια να κατανοήσουμε, τόσο εμείς ως συστημικοί και διαλογικοί ακροατές όσο και τα μέλη των συστημάτων αναφοράς, με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την ιστορία, αναζητήσαμε καινούργιες φόρμες που θα επέτρεπαν την εξέλιξη αλλά και την ιστορική συνέχεια των παραδοσιακών χαρτογραφήσεων, πάντοτε μέσα σε πλαίσιο σεβασμού των γνωστικών μας αποθεμάτων αλλά και των επιλογών που έχουμε κάνει για να εργαζόμαστε ως καταξιωτικοί επαγγελματίες.

4.1. Τα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου

Εισαγωγή

Μεταφέροντας, σε πρώτη φάση, αυτές τις σκέψεις στη δουλειά με τις οικογένειες, ήταν σημαντικό να διερευνήσουμε όλα εκείνα τα σημεία στην οικογενειακή ιστορία που συνδέονταν με τα αποθέματα και τις στιγμές διαφοροποίησης από τον εγκλωβισμό στο πρόβλημα, προκειμένου το οικογενειακό σύστημα να αποτελέσει ένα σύστημα επίλυσης και όχι οργάνωσης του προβλήματος.

Εξελικτικά, η διερεύνηση οργανώθηκε σε ένα θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο και δημιουργήθηκε ένα θεραπευτικό εργαλείο, το οποίο αρχικά ονομάστηκε «Καταξιωτικό γενεόγραμμα: Μια γενεαλογία των αποθεμάτων».

Κατά την εφαρμογή αυτού του εργαλείου διαπιστώσαμε ότι στα πλαίσια ενός διαλογικού τοπίου ξεδιπλώνονται αφηγήσεις για τα αποθέματα που κληροδοτούνται ή συμβολικά «δωροδοτούνται» διαγενεακά διαμέσου του οικογενειακού συστήματος, ή και αφηγήσεις για τις εμπειρίες διαφοροποίησης ή «ασυνέχειας». Η διαδικασία αυτή συντελεί στην αύξηση της αυτοπεποίθησης, της αίσθησης αξιοπρέπειας των αφηγητών, της συνειδητοποίησης ότι έχουν τη δυνατότητα να σταθούν σε θέση επιλογής σχετικά με την αξιοποίηση των δυνητικά εναλλακτικών λύσεων.

Μέσα από σειρά άρθρων σχετικών με εναλλακτικά γενεογράμματα, όπως το αφηγηματικό γενεόγραμμα ή αυτό που εστιάζει σε θέματα κουλτούρας, αντιληφθήκαμε ότι τα γενεογράμματα που διερευνούν τις αφηγήσεις για τις εξαιρέσεις προσφέρουν μια τεράστια δυνατότητα να αναδυθούν ιστορίες οι οποίες διευκολύνουν την αποφυγή του εγκλωβισμού στα προβλήματα και στις συνέπειές τους.

Σταδιακά, τοποθετήσαμε στο κέντρο του διαλόγου, αντί για τα επαναλαμβανόμενα εγκλωβιστικά σχήματα, τα αποθέματα, τις δεξιότητες, τα αξιακά πλαίσια, τις διαφοροποιήσεις και τις ασυνέχειες των ανθρώπων, καθώς αυτοί γίνονται οι δημιουργοί αλλά και οι συγγραφείς της ζωής και της ιστορίας τους.

Στο πλαίσιο αυτής της μετακίνησης το 2004 αξιοποιήθηκε εκτεταμένα, στη δουλειά με οικογένειες στη Μονάδα εφήβων και Νέων ΑΤΡΑΠΟΣ ΟΚΑΝΑ, μια πρακτική την οποία ονομάσαμε «Αφηγηματικό γενεόγραμμα για τις σχέσεις.»[4] Αυτή παρουσιάστηκε στο πανελλήνιο συστημικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, το 2006, με την υποστήριξη και την εποπτεία της Σ. Μάρκου, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να διατυπωθεί μια αφήγηση για ένα σύνολο πρακτικών που προσκαλούν τους ανθρώπους, τις ομάδες ή τα συστήματα να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Το 2016, λόγω της ανάγκης να οργανωθούν οι εκπαιδευτικές δράσεις, άρχισαν να καταγράφονται σε ενιαίο κείμενο όσες πρακτικές είχαν δημιουργηθεί από το 2004 και ήταν επηρεασμένες ταυτόχρονα από την ιδέα των χαρτογραφήσεων, των γενεογραμμάτων και την Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση. Έτσι, γεννήθηκε ένα σύνολο πρακτικών, τις οποίες έχουμε ορίσει ως «εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου: μια γενεαλογία των αποθεμάτων». Η ιδέα του τοπίου προστέθηκε μετά από μια συναρπαστική εκπαιδευτική εμπειρία με τον J. Pluymaekers (Pluymaekers 2007).

Τα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου αφορούν σε σειρά από παρόμοιες τεχνικές που εστιάζουν στις διαγενεακές πηγές των αποθεμάτων. Προσκαλούν σε μια εστίαση άλλοτε στα αποθέματα που συνδέονται με την οικογένεια, την ομάδα ή την επαγγελματική και εκπαιδευτική διαδρομή των ανθρώπων και άλλοτε στα αποθέματα που συνδέονται με τα κοινοτικά αξιακά πλαίσια, την κουλτούρα και τον πολιτισμό ή με τα σχεσιακά μοτίβα και τη σύνδεση με τον άλλο.

Πολύ συχνά, στις καταξιωτικές δράσεις που υλοποιούνται στο πεδίο παράγονται δημιουργικές ασκήσεις οι οποίες αξιοποιούν επιμέρους στοιχεία των προτεινόμενων, στα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου, πρακτικών. Οι ασκήσεις αυτές συμβάλλουν στη χαρτογράφηση των εμπειριών που συνδέονται με την υπερηφάνεια ή την αξιοπρέπεια, όπως μας την έχει προτείνει ένα εξαιρετικά δημιουργικό και έμπειρο μέλος της ομάδας μας, ο Ε. Χαραλαμπίδης, ή στη χαρτογράφηση των σχέσεων φροντίδας, ανάλογα τα εξελικτικά στάδια, όπως την αποτυπώνουμε, στο Τμήμα Εκπαίδευσης του ΟΚΑΝΑ, σε βιωματικό εργαστήριο για τη φροντίδα και τις θέσεις ασφάλειας.

Όπως αναφέραμε, οι βασικές ιδέες γεννήθηκαν στο πεδίο της οικογενειακής θεραπείας, έτσι αρχικά δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο καταξιωτικό οικογενειακό γενεόγραμμα τοπίου, το οποίο αποτελεί προσπάθεια να συν-κατασκευαστεί μια εναλλακτική αφήγηση για την οικογενειακή ιστορία και βασίστηκε στην ιδέα ότι το οικογενειακό σύστημα είναι πολυφωνικό και ότι στην οικογενειακή ιστορία υπάρχουν πολλαπλές πλευρές και φωνές, εκ των οποίων ορισμένες συνδέονται με τα αποθέματα, τις ικανότητες, τις αξίες και την ανθεκτικότητα, ενώ άλλες με το τραύμα και τα επαναλαμβανόμενα εγκλωβιστικά σχήματα.

Η σκέψη αυτή αναδύθηκε μέσα από την επιρροή των θεωρητικών και αισθητικών αρχών που εμπνέονται από την Καταξιωτική Συστημική Προσέγγιση, τις πολυφωνικές ιδέες, τις αφηγηματικές πρακτικές, καθώς και τη σκέψη της H. Anderson και του H. Goolishian ότι τα ανθρώπινα συστήματα είναι πρωτίστως γλωσσικά συστήματα που παράγουν νοήματα, ανάλογα με τη γλώσσα και το πλαίσιο με το οποίο συνομιλούν (Anderson H., Goolishian H., 2004).

Η πρόσκλησή τους να σκεφτούμε με όρους που απέχουν από την Κυβερνητική («οι άνθρωποι δεν είναι μηχανικά συστήματα, είναι, κατά την άποψή μας, πολύ περισσότερο μη γραμμικά») μας οδήγησε να αναρωτηθούμε πάνω στα εξής μεθοδολογικά ζητήματα:

  • Το γενεόγραμμα είναι χρήσιμο εργαλείο, μέσω του οποίου αναδύονται πολλές πληροφορίες, αλλά πόσο πραγματικά αντικειμενικές ή οικουμενικές είναι οι απεικονίσεις και οι χαρτογραφήσεις μας;
  • Μέσα από ποιες γλωσσικές προσκλήσεις μπορούμε να επεκτείνουμε τη συνομιλία σε μια διερεύνηση και σε έναν αναστοχασμό για το πώς ενδεχομένως οι άνθρωποι έχουν μεταβολίσει ορισμένες κακοποιητικές εμπειρίες σε ιστορίες δύναμης και ανθεκτικότητας;

Σε αυτό το αναστοχαστικό πλαίσιο γεννιούνται ερωτήματα:

– Σε ένα γενεόγραμμα όπου κυριαρχεί η σύγκρουση ή η στενή σύνδεση μεταξύ των μελών του συστήματος, μπορούμε να εντοπίσουμε εναλλακτικές αφηγήσεις σε σχέση με σχήματα σύνδεσης που δεν είναι πάντοτε ορατά; Πώς σε ένα τέτοιο γενεόγραμμα μπορούν να αποτυπωθούν εμπειρίες εξαίρεσης;

– Πώς θα εργαστούμε με τις διαφορετικές μορφές των αφηγήσεων που υπάρχουν στο πεδίο αλλά ενδέχεται να είναι περιθωριακές;

Για παράδειγμα, όταν εργαστήκαμε σε ένα χώρο παιδικής προστασίας, ήταν σημαντικό για εμάς, και πολύ ανακουφιστικό για τους φροντιστές, να επανερχόμαστε διαρκώς στις στιγμές εξαίρεσης. Αυτές αφορούσαν σε εμπειρίες στις οποίες τα παιδιά είχαν λάβει έστω ψήγματα προστασίας, αγάπης ή φροντίδας από μια οικογένεια που παράλληλα τα είχε εγκαταλείψει ή κακοποιήσει. Επιπλέον, ήταν σημαντικό να ενθαρρύνουμε τις αντίστοιχες εναλλακτικές αφηγήσεις που ευνοούν την ανακάλυψη ή τη δημιουργία ρωγμών, οι οποίες ενισχύουν μια περισσότερο πλούσια αντίληψη των παιδιών για την ταυτότητά τους.

Η μετάβαση από τη σημασία της χαρτογράφησης στη σημασία των αφηγήσεων μας οδήγησε σε μια διαδικασία μετακίνησης από την έννοια του πεδίου στην έννοια του τοπίου. Τα τοπία τα έχουμε γνωρίσει, από τον Pluymaekers, ως χώρο όπου οι άνθρωποι δημιουργούν τις ιστορίες τους και όπου ταυτόχρονα, μέσα από την αναπαράστασή του και τη βιωματική σύνδεση με τη μνήμη, διευρύνονται οι δυνατότητες για αφηγήσεις σχετικά με τις βιωμένες εμπειρίες.

Ο M. White, ο οποίος δανείστηκε τον όρο από τον Bruner (Morgan 2011), μας μίλησε για μια πολύ σημαντική έννοια, τα τοπία της ταυτότητας. Πρόκειται για πολύμορφη συνθήκη, που περιλαμβάνει ιστορίες, αφηγήσεις, μνήμες, κατασκευές, νοήματα και συναισθήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προσκαλέσαμε και διευκολύναμε τους ανθρώπους να εργαστούν σχετικά με τις κατασκευές τους για τις αναδυόμενες και εξελισσόμενες ταυτότητες.

Τα τοπία μας έχουν βοηθήσει να διερευνήσουμε πολύ σημαντικά θέματα όπως η μνήμη και οι αφηγήσεις σχετικά με αυτή. Θεωρήσαμε ότι οι αναδυόμενες αναμνήσεις περιορίζονται ή διευρύνονται μέσα σε ένα διαλογικό τοπίο.

Κατά συνέπεια, η πρόσκληση στους συνομιλητές μας να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τα τοπία όπου διαδραματίστηκαν οι εμπειρίες, διευκόλυνε την ανάκληση ή την επανασύνδεση με βιώματα ή ιστορίες που βρίσκονταν στο περιθώριο εξαιτίας της επίδρασης των προβλημάτων.

Όπως φαίνεται στο σχήμα που ακολουθεί, η θεωρία και η μεθοδολογία σχετικά με τα εναλλακτικά γενεογράμματα βασίζονται στην ιδέα ότι είναι σημαντικό να υπάρξουν διαλογικά τοπία τα οποία προσκαλούν τα αποθέματα και τις δυνατότητες να τεθούν στο κέντρο ενός διαλόγου, ώστε να ενισχυθεί μια ανελικτική αυτοποιητική διαδικασία.

Σε αυτό το διαλογικό τοπίο, στο οποίο αναδύονται οι αφηγήσεις για τα αποθέματα, τις εμπειρίες φροντίδας, τα δώρα και την ασφάλεια, τη διαφοροποίηση και την ασυνέχεια, καλούμε από τους αφηγητές να συνδεθούν με την αξιοπρέπεια και να συνειδητοποιήσουν ότι είναι σε θέση να προχωρήσουν στην αξιοποίηση των δυνητικά εναλλακτικών λύσεων.

Σχήμα 17 : Τα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου. ( Γκότσης Η. 2016)

Ο διάλογος μπορεί να υπάρξει, αφού πρώτα συν-κατασκευάσουμε από κοινού με τους ανθρώπους με τους οποίους εργαζόμαστε ό,τι ονομάζουμε τοπίο διαλογικής ασφάλειας, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σύνδεση και το σχετίζεσθαι μεταξύ των συνομιλητών και από τη δυνατότητα να νιώσουν συναισθηματική ασφάλεια που θα τους επιτρέψει να εκφράσουν όσα συναισθήματα συνδέονται με την ιστορία τη δική τους ή του συστήματος αναφοράς.

Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι άνθρωποι και τα συστήματα που προσκαλούμε σε μετακινήσεις έχουν ήδη προκατασκευασμένες εικόνες και ισχυρές συναισθηματικές κατασκευές σε σχέση με την ιστορία τους, τις ματαιώσεις ή τις δυσκολίες που έχουν βιώσει. Σε αυτήν τη φάση, την οποία ονομάζουμε συνομιλίες για τα τοπία του μυαλού, οι άνθρωποι είναι σημαντικό να αισθανθούν και να βιώσουν ότι στη σχέση που έχουν δημιουργήσει μαζί μας τους επιτρέπεται να μιλήσουν ανοιχτά για τα συναισθήματά τους, τους φόβους τους να μετακινηθούν, καθώς και να επεξεργαστούν τις κατασκευές ή τις αναπαραστάσεις τους σχετικά με ορισμένες βασικές έννοιες με τις οποίες εργαζόμαστε (White 2002).

Ακολούθως, τους προσκαλούμε να εργαστούν στα τοπία του πολυφωνικού εαυτού, δημιουργώντας ένα χώρο όπου διευκολύνονται οι συνομιλίες για τα ματαιωμένα όνειρα ή τις δυσκολίες τους. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι δίνουμε έμφαση στον πολυφωνικό εαυτό και στο πολυφωνικό σύστημα, με τον τρόπο που έχουμε περιγράψει στους ενδιάμεσους μεταβατικούς χώρους των αλλαγών.

Η καινούργια πληροφορία που εισάγεται εδώ είναι η αντίληψη ότι, σε αντιστοιχία με τον πολυφωνικό εαυτό, τα συστήματα είναι επίσης πολυφωνικά, εμπεριέχουν τόσο ιστορικές εσωτερικές φωνές, όσο και φωνές από το περιβάλλον, την κοινότητα, αλλά και αυτόνομες και ξεχωριστές φωνές που συνδέονται με τη βιωμένη εμπειρία των μελών τους.

Μόνο μέσα από την ανάδυση των φωνών που προσκαλούν ένα σύστημα σε σύνδεση ή αποσύνδεση από τα αποθέματα, μπορεί να υπάρξει ο «σεβασμός» που αναζητούν οι δυσκολεμένες πλευρές του εαυτού και οι εσωτερικές φωνές που συνδέονται με αυτές. Έτσι, διευκολύνονται όσες συνομιλίες θα δημιουργήσουν αντίστιξη στη γλώσσα που προσκαλεί στην οργάνωση των συστημάτων με άξονα το πρόβλημα και τις επιπτώσεις του.

Αυτή η αντίστιξη και η «καινούργια γραμματική» δίνει έμφαση στο συστημικό «και-και» και προσκαλεί σε αμφισβήτηση του αιτιοκρατικού «είτε-είτε». Καθώς συνδεόμαστε με το «και-και» μπορούμε, λ.χ., να συνειδητοποιήσουμε ότι στις ιστορίες των συστημάτων μπορούν να υπάρχουν οι τραυματικές εμπειρίες και ταυτόχρονα να εντοπίζονται εμπειρίες δύναμης.

Σε ένα επόμενο βήμα προσκαλούμε τους συνομιλητές μας να εργαστούμε στα τοπία της μνήμης και αξιοποιούμε μια αφηγηματική πρακτική που αφορά στη δυνατότητα να επαναφηγηθούμε την ιστορία μας, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο αφηγήσεις που μέχρι τώρα παρέμεναν στο περιθώριο (Χαρβάτης Α., Πήτερσεν Κ. 2018, White 2002, Morgan 2001). Σε αυτό το στάδιο η ιδέα του Lang για τον πλάγιο ή τον οπίσθιο φωτισμό είναι ιδιαίτερα βοηθητική, καθώς προσκαλεί σε εστίαση του φωτισμού στις μνήμες από ιστορίες που σχετίζονται με εμπειρίες ευρισκόμενες εκτός του χώρου επιρροής των προβλημάτων.

Στην επαναφήγηση ή την επαναδημιουργία της ιστορίας μας έρχονται σε πρώτο πλάνο εμπειρίες σχετικές με τη φροντίδα, τα αποθέματα, τα δώρα, τις διαφοροποιήσεις και τις εξαιρέσεις, οι οποίες παραπέμπουν στην έννοια της ρωγμής, για την οποία έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο κεφάλαιο. Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντική η αξιοποίηση των εμπειριών ασυνέχειας. Η τελευταία είναι όρος που δανειστήκαμε από την ιστορία, προκειμένου να μιλήσουμε για τις στιγμές ή τις εμπειρίες κατά τις οποίες τα υποκείμενα διακόπτουν ένα επαναλαμβανόμενο εγκλωβιστικό μοντέλο και δημιουργούν μια δική τους πραγματικότητα.

Το επόμενο τοπίο στο οποίο προσκαλούμε είναι  αυτό της βιωμένης δράσης, το οποίο αφορά σε μια επανασύνδεση των συνομιλητών και σε μια επαναφορά στη μνήμη και στην αφήγηση των βιωμένων εμπειριών, των ίδιων ή άλλων μελών των συστημάτων στα οποία ανήκουν, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες ικανότητες, δεξιότητες και αξίες.

Συχνά κατά τη δουλειά μας με τους ανθρώπους ήρθαν στο επίκεντρο αφηγήσεις από το πολύ μακρινό παρελθόν των συστημάτων αναφοράς. Λ.χ., στο ομαδικό γενεόγραμμα μπορούμε να εντοπίσουμε αφηγήσεις για σημαντικά πρόσωπα (π.χ., οι ήρωες), τα οποία αποτελούν στοιχείο συνοχής για μια ομάδα ή μια κοινότητα, η δράση των οποίων έχει συμβεί αιώνες πριν.

Σε επόμενο στάδιο εστιάζουμε στα τοπία του μέλλοντος, στα οποία προσκαλούμε τους συνομιλητές μας να πάρουν τον «έλεγχο» της αφήγησης για τη ζωή τους και να μιλήσουν για τις επιθυμίες και τα όνειρά τους, για το πώς αυτοί ονειρεύονται να γίνουν οι δημιουργοί μελλοντικών τοπίων.

Μέσα από αυτή την πρόσκληση οδηγούμαστε στο τελευταίο μέρος αυτών των πρακτικών, το τοπίο των δράσεων και των νοηματοδοτήσεων. Εδώ, ο κεντρικός στόχος είναι να συνομιλήσουμε με τους ανθρώπους σχετικά με την αξία που έχει να συνδεθούν με τις σημασιοδοτήσεις και τις νοηματοδοτήσεις των μελλοντικών δράσεών τους και να αντιληφθούν τις συνέπειες που αυτές έχουν τόσο για τους ίδιους όσο και για τους σημαντικούς άλλους.

Όπως παρατηρούμε από την αλληλουχία των τοπίων, η μεθοδολογία που προτείνουμε για τα εναλλακτικά καταξιωτικά γενεογράμματα τοπίου ακολουθεί στην πραγματικότητα το διευρυμένο μοντέλο του 4D.

Η μεθοδολογία μάς προσκαλεί επίσης να εργαζόμαστε σε όλες τις περιοχές  οργάνωσης της εμπειρίας και άλλοτε παρωθούμε τους ανθρώπους να επικεντρώσουν στην αισθητική, άλλοτε στην κατανόηση και άλλοτε στη δράση. Παράλληλα, ο σεβασμός στις διαδικασίες μετάβασης από το ένα τοπίο στο άλλο παραπέμπει διαρκώς στους ενδιάμεσους μεταβατικούς χώρους των αλλαγών, αλλά, όπως κι εκεί, κανένα στάδιο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, οι επιστροφές και η σύνδεση με προηγούμενα τοπία είναι συνεχής όπως και ο διάλογος μεταξύ τους.

Σε αυτή την εργασία προτείνουμε να δοθεί έμφαση σε ορισμένα πολύ σημαντικά στοιχεία, που ορισμένες φορές αφορούν στην αισθητική, την ερμηνεία ή τη δράση. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν περισσότερο ως σημεία πλοήγησης παρά ως οδηγίες προς τους επαγγελματίες, καθώς στην αισθητική στάση της Καταξιωτικής είναι σημαντικό να προσκαλέσουμε τους επίδοξους χαρτογράφους των εναλλακτικών καταξιωτικών γενεογραμμάτων τοπίου να αυτοσχεδιάσουν, να αφεθούν στη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους και να εξελίξουν τις προτεινόμενες πρακτικές, μέσα από μια στάση συστημικής ασέβειας.

Τα προτεινόμενα σημεία εστίασης και έμφασης αφορούν στα ακόλουθα —στην πραγματικότητα σχετίζονται με κάθε μορφή καταξιωτικού διαλόγου:

  • Εστίαση στη γλώσσα και στη γραμματική των ανθρώπων, έμφαση στα σημεία στίξης που διευρύνουν το πεδίο και τις δυνατότητες διαλόγου.
  • Έμφαση στους «πλάγιους φωτισμούς», στα γλωσσικά παιχνίδια του μη επαναλαμβανόμενου κανόνα (π.χ., το παράδοξο ή οι αναπλαισιώσεις).
  • Αναγνώριση και αποδοχή του πολυφωνικού εαυτού των ατόμων και της πολυφωνικής ταυτότητας των συστημάτων, με στόχο την αναγνώριση και την έκφραση των συναισθημάτων των συνομιλητών μας.
  • Πρόσκληση για σύνδεση με τις εσωτερικές πλευρές που επιθυμούν τη διαφοροποίηση και την αλλαγή.
  • Αναγνώριση της δυνατότητας να αποφασίσουν οι άνθρωποι για την ομάδα των σημαντικών άλλων, τους οποίους αναγνωρίζουν ως πρόσωπα επιρροής.
  • Εστίαση στις ιστορίες εκτίμησης για τα αποθέματα, τις αξίες, την κουλτούρα και τον πολιτισμό, καθώς και στις αφηγήσεις υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας για τις διαφοροποιήσεις, τις αλλαγές και τις ασυνέχειες. Εστίαση σε ιστορίες φροντίδας, προσφοράς και γενναιοδωρίας.
  • Πρόσκληση για συνομιλίες που συνδέονται με το μέλλον, για τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Αναγνώριση της διαλεκτικής και του γεγονότος ότι τα συστήματα έχουν μια τάση προς τη συνοχή, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να είναι πεδία συγκρούσεων ή αντιθετικών συμφερόντων.
  • Συν-δημιουργία πεδίων στα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται συνδεδεμένοι με την αξία και τον αυτο-σεβασμό.

Σε άρθρο δημοσιευμένο από κοινού με την Κωστούλα Μάκη στον ΜΕΤΑΛΟΓΟ (Γκότσης Η., Μάκη Κ. 2017) σχετικά με την αξιοποίηση των χώρων και του τοπίου στην Κ.Σ.Δ. αξιοποιήσαμε τη φαινομενολογία, για να επικεντρώσουμε στα ακόλουθα (Tilley, C. 2012):

  • Τα τοπία μας προσφέρουν τη δυνατότητα να οργανωθούν ή να προκύψουν διάλογοι μεταξύ των προσώπων ή των συστημάτων που συναντώνται ή δρουν μέσα σε αυτά. Αυτές οι συναντήσεις οδηγούν σε συν-κατασκευή εμπειριών, σχέσεων, ιστοριών και αφηγήσεων. Οι διάλογοι είναι ταυτόχρονα συνεκτικοί και διαλεκτικοί, ενώ μέσα σε αυτούς χωρούν αντιθέσεις ως προς τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα συναισθήματα των ανθρώπων ή των συστημάτων που δρουν μέσα στα τοπία.
  • Καθώς ο εαυτός μετακινείται στο χώρο και το χρόνο, οι εμπειρίες του συνδέονται με διαφορετικά τοπία βιωμένης ή ενεργητικής δράσης, η ταυτότητα ξεδιπλώνεται διαλογικά, γίνεται όλο και περισσότερο αναφορική σε σχέση με τα διαφορετικά τοπία και συνεχώς περισσότερες αφηγήσεις έχουν την ευκαιρία να υπάρξουν. Οι τελευταίες συνδέονται, όπως είπαμε, με την ταυτότητα αλλά και με τις μετακινήσεις και τις μετατοπίσεις στο χώρο και το χρόνο, τις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους, τις μνήμες από την παιδική ηλικία, τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις. Εκεί συμβαίνουν οι καθημερινές ιστορίες, μέσω των οποίων μπορεί να συγκροτηθεί μια συνεκτική αφήγηση, και αναδύονται συναισθηματικά και υλικά οι διεργασίες που αφορούν στα όρια στο χώρο και στο χρόνο, τη διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο.
  • Με τα τοπία ως ζωντανούς χώρους συνδέονται επίσης οι πολιτικές αφηγήσεις για τις κατασκευές σχετικά με το φύλο, την ετερότητα, την κουλτούρα, τις σχέσεις εξουσίας, τον έλεγχο και τη διαφοροποίηση.
  • Στα τοπία μνήμης οι αφηγήσεις εμπεριέχουν την υλικότητα των σχέσεων και των σωμάτων, διευκολύνοντας την ανάδυση της μνήμης. Έτσι, μπορούμε να προσκαλέσουμε να έρθουν στο προσκήνιο, μέσω των αφηγήσεων, οι θέσεις ασφάλειας.
  • Καθώς εργαζόμαστε συχνά σε ομαδικά πλαίσια, παρατηρούμε ότι δημιουργείται μια συλλογική αφήγηση, στην οποία τα μέλη των ομάδων λειτουργούν ως μάρτυρες και ως συμμέτοχοι και συν-δημιουργοί ιστοριών. Το σημαντικό είναι ότι οι συνομιλίες για τα τοπία παράγουν τις δυνατότητες για επαναφηγήσεις και επανανοηματοδοτήσεις των εμπειριών, καθώς και ότι οι άνθρωποι διαπραγματεύονται το παρόν της αφήγησης, το παρελθόν και το μέλλον τους.
  • Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως τα τοπία χαρακτηρίζονται από υλικότητα. Το ομιλούν υποκείμενο τοποθετεί τον εαυτό του σε ένα χώρο που είναι, αλλά και δεν είναι. Έτσι, μέσα από την αφήγηση η αναφορά σε ένα τοπίο του παρελθόντος εμπλουτίζεται με στοιχεία από το φαντασιακό ή σχηματίζεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη θέση και τα συγκεκριμένα συναισθήματα του ατόμου που το περιγράφει. Αυτό τροποποιεί ή μεταβάλλει τις κατασκευές για την ταυτότητα.
  • Οι αφηγήσεις για τα τοπία συμπλέκουν αναπόφευκτα παρόν, παρελθόν και μέλλον και μπορούν να συγκροτήσουν μια ετεροτοπία. Το τοπίο μπορεί να είναι ένας Τόπος[5] που βρίσκεται έξω από τόπους, να συνδέει πραγματικά και φαντασιακά στοιχεία, να τοποθετείται σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, αλλά και να το ξεπερνά. Ο χώρος ως ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους, πολλές θέσεις. Επομένως, ως ετεροτοπία γίνεται αντικείμενο πραγματικής και μυθικής διεκδίκησης του χώρου όπου ζούμε (Foucault, 1984), αντικείμενο διαπραγμάτευσης και αλλαγών ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους.
  • Μιλώντας για τοπία μνήμης, επισημαίνουμε πώς η μνήμη είναι μια μόνιμα ζωντανή αναστοχαστική διαδικασία, στην οποία μπορούμε να στοχαζόμαστε σχετικά με τις πρακτικές που έχουμε υιοθετήσει στο παρελθόν και να σχεδιάζουμε το μέλλον μας μέσα από τα όνειρα και τις επενδύσεις που κάνουμε γι’ αυτά. Η ανάκληση του παρελθόντος, ο τρόπος που μιλάμε για τα τοπία, οι αλλαγές ως προς αυτά αναδιαμορφώνεται διαρκώς, επειδή βρισκόμαστε κι εμείς σε συνεχή διαδικασία αλλαγής. Μία ιδέα που συναντήσαμε σε κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη (Παπαγιώργης Κ. 2004), ο οποίος αναφέρει πως η μνήμη είναι κάτι περισσότερο από την ανάμνηση η την αφήγηση, μας βοήθησε να σκεφτούμε ότι η μνήμη τροποποιείται ανάλογα με τις δικές μας τοποθετήσεις στο χώρο και το χρόνο, τις αλλαγές στις επιθυμίες και τις επιλογές μας. Μια δεύτερη ιδέα, που συναντήσαμε σε κείμενο του J. Shotter (Shotter J. 1998, 2000), ότι η μνήμη κατασκευάζεται πάντοτε μέσα σε ένα διάλογο, συνέβαλε στο να κατανοήσουμε ότι ο ρόλος μας ως καταξιωτικών συμβούλων είναι να προσκαλούμε στην ανάδυση αναμνήσεων που συνδέονται με δράση, αναδιάρθρωση και άνοιγμα στις μελλοντικές πιθανότητες. Όλα αυτά, όπως αντιλαμβανόμαστε, παράγουν δράσεις και δημιουργούν εναλλακτικούς κόσμους, τους οποίους καλούμαστε να υποστηρίξουμε ή να αλλάξουμε.
  • Το τοπίο δεν υποδέχεται απλά τις δράσεις των ανθρώπων, αλλά είναι κυρίαρχο συστατικό της ανάπτυξής τους. Οι πράξεις, οι τελετουργίες, οι αφηγήσεις, το ίδιο το τοπίο παράγουν μέσω της μνήμης νέες πιθανές πρακτικές, οι οποίες δίνουν καινούργιες σημασίες και νόημα σε αυτό που ήδη υπάρχει ως τόπος. Οι διαδικασίες μνήμης ως προς τα τοπία στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον συνδέονται άμεσα με την κινητοποίηση, τον προσανατολισμό στη δράση και την ανάληψη ευθύνης για όσα συμβαίνουν στην καθεμία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Ολοκληρώνοντας, παρουσιάζουμε ορισμένα πεδία σχετικά με τα αποθέματα, τις ικανότητες ή τις αξίες που εμφανίζονται στις αφηγήσεις των μελών των ομάδων με τις οποίες έχουμε εργαστεί μέχρι σήμερα.

Από τις εφαρμογές στο πεδίο και από το υλικό που έχουμε συλλέξει, διαπιστώσαμε ότι οι ικανότητες, οι αξίες, τα αποθέματα, οι διαφοροποιήσεις και τα σημεία καμπής μπορούν να διερευνηθούν με βάση τα πεδία οργάνωσης της ανθρώπινης εμπειρίας, καθώς άλλα συνδέονται με την περιοχή της παραγωγής, άλλα με την περιοχή της αισθητικής και άλλα με την περιοχή της ερμηνείας και της κατανόησης (ωστόσο, συχνά συνδέονται με περισσότερες από μια περιοχές ).

[1] Δες σχετική αναφορά στο: https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1300/J461v01n02_02

[2] Αναφέρεται στο Chrzastowski K. S. 2011. A narrative perspective on genograms: Revisting classical family therapy methods https://doi.org/10.1177/1359104511400966

[3]Τα σημεία στίξης συνδέονται με τη γραμματική των ανθρώπων και των συστημάτων και αφορούν τόσο στα λεκτικά όσο και στα εξωλεκτικά σημεία του διαλόγου που μπορούν να οδηγήσουν σε εναλλακτικές αφηγήσεις.

[4]Δες παράρτημε με τις βιωματικές πρακτικές.

[5]Αντίστοιχα όπως ο κόσμος περιέχει πολλούς κόσμους (Κ.Αξελός, Η Πλανητική Σκέψη)

Οι πίνακες που συνοδεύουν το έργο είναι έργα του ζωγράφου Pieter Bruegel https://www.atlasofplaces.com/painting/landscape-memory/

Κοινοποίηση

Ρωτήστε μας ότι σας ενδιαφέρει συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα

137 Seacoast Ave, New York, NY 10094
+1 (234) 466-9764
Excuisite food, unforgettable atmosphere...